Το καρτέρι της αλεπούς (διήγημα)

Δημήτρης Κανελλόπουλος
Το καρτέρι της αλεπούς

Ήταν αφέγγαρη νύχτα. Καθόμασταν εγώ κι ο πάππος έξω από το μαγαζί του Παπαγιάννη. Σ’ ένα δρύινο στενό παγκάκι. Δεν βλέπαμε παραπέρα από τη μύτη μας. Είχε πει από νωρίς, ο πάππος μου, να φυλάξουμε εδώ την αλεπού. Θα ακούγαμε τα κοτερά να σπαράζουν και θα τρέχαμε. Είχε βάλει μια παγίδα με σύρμα, τί δε μας αφήναν να έχουμε όπλο. «Θα την πιάσουμε ζωντανή», μου είπε. Μιλούσαμε ψιθυριστά, να μη μας ακούσει μέσα στη σιγαλιά της νύχτας η αλεπού και φύγει.
Πρώτη φορά τέτοια ώρα βρισκόμασταν έξω από το σπίτι. Ο Μπάμπης είχε κλεί-σει το καφενείο. Από τον Αράπη δεν ακουγόταν μιλιά. Είχε πλαγιάσει η φαμελιά του Μίμη. Μονάχα κάτι φρουμίσματα από το άλογο του Παπάγου, ακούγονταν που και που, μέσα από το παλιό του σπίτι.
Ο πάππος μου άναψε τσιγάρο. Είδα τα μάτια του για μια στιγμή, καθώς άστραψε η φλόγα του τσακμακιού.
«Δεν έχουμε ένα ντουφέκι μου ψιθύρισε… Το κέρατό μου, είπε…».
«Ναι παππούλη, ψιθύρισα εγώ», χωρίς να πω τίποτα άλλο, τηρώντας τις οδηγίες του: να έχω τα μάτια μου και τ’ αυτιά μου ορθάνοιχτα, έτσι να την ακούσουμε στα σίγουρα, όταν θάρθει.
Όλες οι αισθήσεις μου, είχαν καταληφθεί από μια περίεργη ένταση. Ήθελα να φανώ χρήσιμος. Να ακούσω, ει δυνατόν πρώτος τα βήματα της αλεπούς. Παράλληλα με βασάνιζε το ερώτημα, γιατί, εμείς να μην έχουμε όπλο όπως ο Διαρρήκτης; Αν είχαμε όπλο, θα είχαμε δύναμη. Θα μας φοβούνταν άνθρωποι και ζώα. Και ο κόσμος, θα ήταν πιο δίκαιος, αφού η οικογένειά μας, ήταν η πιο δίκαιη! Ήταν το ίδιο το δίκαιο, κατά την άποψή μου.
Βρισκόμασταν ακίνητοι, με τεταμένη την προσοχή μας περίπου μια ώρα και η αλεπού πουθενά. Ακούστηκε ένας στεναγμός της Βασίλαινας πάνω από το σπίτι, και ύστερα ένας σύντομος μονόλογος: «…εχ μανούλα μου τί σου ‘χω κάνει, και δεν με παίρνεις κι εμένανε εφτού κάτου…». Ύστερα πάλι σιωπή. Ύστερα, ένας παραπονιάρικος ήχος από κοτερό πίσω από του Μπεϊντάση, όπου είχαμε το μύλο. Ο πάππος μου αυτιάστηκε. Ανασηκώθηκε λιγάκι. Κατόπιν χαλάρωσε.
«Σαν κάτι να άκουσα πουλάκι μου», είπε…
«Κι εγώ παππούλη, σα ν’ αναστέναξε ο κόκοράς μας».
Μετά πάλι σιωπή. Είχα καρφώσει τη ματιά μου, κατά τον τοίχο του μύλου. Κοίταζα κατά κει διαρκώς. Είχαν πονέσει τα μάτια μου, καθώς προσπαθούσαν να τα κρατώ ανοιχτά συνεχώς. Κάποια στιγμή, εκεί που ήταν η γωνιά του φράχτη του Παπάγου, μου φάνηκε πώς έβλεπα δυο μικρές, σπίθες. Δυο πολύ μικρές, γλυκές κίτρινες σπίθες. Το βλέμμα μου καρφώθηκε σ’ αυτές. Μετά από λίγο, αυτές μετατοπίστηκαν προς τα πίσω και τις έχασα. Δεν μίλησα στον πάππο μου. Υπέθεσα ότι ήταν κωλοφωτιές. Σιωπή παντού. Μονάχα η ανάσα μας ακουγόταν. Είχα γλαρώσει από την ακινησία. Κόντευα να κοιμηθώ. Ένα σκυλί πέρασε τρέχοντας από μπροστά μας. Τότε ο πάππος μου τινάχτηκε όρθιος, λέγοντας :
«Νάτην π’ ανάθεμά την, νάτην».
Πετάχτηκα όρθιος κι εγώ. Και κοιτώντας κατά εκεί που έκανε ο πάππος μου, είδα τις δυο κίτρινες, γλυκές σπιθίτσες να με κοιτούν, από εκεί που ήταν η ρονιά ανάμεσα στου Παπάγου και στου Πάικου Μάρρα το καφενείο. Ώσπου να φτάσει ο πάππος μου εκεί, οι δυο κίτρινες σπίθες είχαν εξαφανιστεί. Την άλλη μέρα, διαπιστώσαμε ότι είχαμε μείνει χωρίς κόκορα. Τον είχε καθαρίσει η πονηρή αλεπού, την ώρα που ακούστηκε ο αναστεναγμός του.

Δ. Κανελλόπουλος

Θα ξέρετε πως έχετε πετύχει την πνευματική ωριμότητα όταν μπορείτε να αγαπάτε και να είστε άνετα με τον εαυτό σας σε καιρούς μοναξιάς. Μην την αντιλαμβάνεστε ως αρνητική εμπειρία- κάνουμε την καλύτερη δουλειά όταν είμαστε μόνοι…

Michail Litvak κορυφαίος Ρώσος ψυχολόγος και ψυχοθεραπευτής

Η ΓΣΕΕ κάλεσε στο συνέδριο της τον… Μανώλη Γλέζο!!

3/2023

Η σύζυγος του Μανώλη Γλέζου προχώρησε σε μία απίστευτη καταγγελία καθώς αποκάλυψε ότι η ΓΣΕΕ κάλεσε στο συνέδριό της τον αείμνηστο αγωνιστής της Αριστεράς. Η Γωγώ Αργυρού περιέγραψε το τηλεφώνημα που δέχτηκε από το γραφείο του της ΓΣΕΕ Γιάννη Παναγόπουλου και την απάντηση που έδωσε.

Όπως αναφέρει “χτυπάει το τηλέφωνο κι ακούω μια φωνή να μου λέει “καλημέρα σας. Σας τηλεφωνώ από το γραφείο του προέδρου της ΓΣΕΕ και θέλω να μιλήσω στον κ. Γλέζο”. “Ο κ. πρόεδρος θέλει να καλέσει τον κ. Μανώλη Γλέζο στο 38ο συνέδριο της ΓΣΕΕ”, αποκρίθηκε από το γραφείο του πρόεδρου.

“Μα καλά, απαντώ, δεν ξέρει ο πρόεδρος ότι εδώ και 3 χρόνια ο Γλέζος δεν είναι στην ζωή;”

Ο εκπρόσωπος από το γραφείο του προέδρου της ΓΣΕΕ, αφού επικράτησε αμηχανία, ζήτησε μία τυπική “συγγνώμη”.

Παράλληλα, η κ. Γωγώ Αργυρού σχολιάζει αυτό το πολύ αμήχανο περιστατικό με έναν καυστικό τρόπο, καθώς γράφει ότι “το έκλεισα κατ΄ευθείαν γιατί αν έδινα συνέχεια στο τηλεφώνημα θα βρισκόμουν στη “δυσάρεστη” θέση να της υπενθυμίσω ότι εδώ ο Παναγόπουλος δεν γνωρίζει τα προβλήματα των εργαζομένων θα ξέρει ότι δεν υπάρχει στη ζωή ο Μανώλης”;

Ημερομηνίες εθνικών γιορτών…

Με την ευκαιρία του εορτασμού της 28ης Οκτωβρίου αρκετοί άρχισαν να γράφουν στα λεγόμενα social media τους προβληματισμούς τους σχετικά για την σκοπιμότητα αυτού του εορτασμού. Κάποιοι μάλιστα αναρωτιούνται γιατί να είμαστε ο μόνος λαός που γιορτάζει την έναρξη του πολέμου με τον Μουσολίνι και όχι την λήξη του πολέμου…

Η δήλωση του Μ. Γλέζου που έγινε το 2011, κατά την άποψη μου, ενισχύει την αντίληψη ότι σωστά οι πρόγονοι μας αποφάσισαν για τις ημερομηνίες των εθνικών μας γιορτών. Βέβαια για το πως είναι μια άλλη ιστορία ….

Ακολουθεί ή δήλωση του Μανώλη Γλέζου.
«Η 28η Οκτωβρίου έρχεται. Θα τιμηθεί και πάλι ως μια επέτειος, η οποία συμβολίζει την αντίσταση του ελληνικού λαού εναντίον ενός εισβολέα. Είναι χαρακτηριστικό, η 25η Μαρτίου και η 28η Οκτωβρίου, οι δυο εθνικές επέτειοι, σηματοδοτούν έναρξη αγώνων για ελευθερία και αντίσταση για να μην καταλυθεί η ελευθερία, και δεν επιμαρτυρούν ούτε ενθρονίσεις βασιλέων, ούτε επινίκια, ούτε θριάμβους. Στη συνείδηση του λαού, στην ιστορική συνείδηση επισημαίνουν αρχή θυσιών.
Η επίσημη πολιτεία, όμως έχει μετατρέψει τις επετείους αυτές σε εκδηλώσεις υποταγής προς τους φορείς της εκάστοτε κρατικής εξουσίας. Πραγματοποιούνται παρελάσεις της μαθητικής νεολαίας και του στρατό»

Κανείς άνθρωπος που δεν είναι εντελώς τρελός, για να πετύχει κάτι δεν καταβάλλει μεγαλύτερη προσπάθεια απ’ αυτήν που απαιτεί το συγκεκριμένο έργο ή η συγκεκριμένη πράξη. Αυτό δεν είναι πρόβλημα εξυπνάδας, είναι μέριμνα της φύσης για την εξοικονόμηση δυνάμεων….

Δυστυχώς, κανένας δεν ήταν αρκετά τυχερός να βρει το κώνειο με το οποίο θα κατάφερνε να απαλλαχτεί από το δηλητήριο που δημιουργεί  ο φθόνος, η συκοφαντία και το μίσος….

Το χειρότερο χάσιμο χρόνου είναι να μαλώνεις με τον ανόητο και φανατικό που δεν νοιάζεται για την αλήθεια αλλά μόνο για την νίκη των πεποιθήσεων και των ψευδαισθήσεων του…

Σοβαρό ατύχημα στα δερβενοχώρια

Σοβαρός τραυματισμός οδηγού σε τροχαίο ατύχημα που σημειώθηκε το βράδυ του Σαββάτου γύρω στις 9.00 στα Δερβενοχώρια Βοιωτίας.

Ο 47χρονος αλβανικής καταγωγής, κινούνταν στο δρόμο δερβενοχωρίων – Φυλής, όταν το όχημα του εξετράπη της πορείας του και ανετράπη εκτός του οδοστρώματος.

Για τον απεγκλωβισμό του επενέβησαν τρία πυροσβεστικά οχήματα με έξι πυροσβέστες από το πυροσβεστικό κλιμάκιο της Στεφάνης. Ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ τον μετέφερε στο Νοσοκομείο της Θήβας, όπου κρίθηκε απαραίτητη η διακομιδή του στο Γενικό Νοσοκομείο Γεννηματά στην Αθήνα.

Αποδοχή των άλλων

Πολλά από τα σημερινά προβλήματα μπορούν να αποδοθούν σε ένα πράγμα: την αδυναμία να αποδεχθούμε τους ανθρώπους για αυτό που είναι. Πόσες διαμάχες συμβαίνουν αυτή την στιγμή εξαιτίας της απροθυμίας κάποιων ομάδων να δεχτούν την διαφορετικότητα άλλων; Όταν κάποιος αποδέχεται τους άλλους για αυτό που είναι τότε είναι περισσότερο πιθανό να δείξει αγάπη και κατανόηση …

Ο ΆΓΓΕΛΟΣ ΤΩΝ ΒΡΟΧΏΝ (διήγημα )

*

του ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ

Κατά την θητεία μου στο Πολεμικό Ναυτικό, είχα την Τιμή να υπηρετήσω υπό τας διαταγάς ενός αληθινού ευπατρίδη, του πλωτάρχη Δημήτρη Ντούλια. Αξιωματικός βαθιά καλλιεργημένος. Φιλόπατρις, με την ευγενέστερη αντίληψη περί ιδεωδών και ελληνισμού. Καταγίνονταν μάλιστα και με την φιλολογία.

Έπεσε στην αντίληψή του μια συλλογή διηγημάτων μου και με φώναξε στο γραφείο του. Από τότε γίναμε σχεδόν φίλοι. Όποτε βρισκόμαστε, ξεκίναγε με το στερεότυπο: «Τι καινούργιο έχεις να μου διηγηθείς;» Κι εγώ ξεσκόνιζα την μνήμη μου και του αράδιαζα παραμύθια, ιστορίες και θρύλους του νησιού μου. Έβαζα και λίγο αλατοπίπερο και περίμενα την εντύπωση που του έκαναν.

Εκείνος άναβε την πίπα του, μισόκλεινε τα μάτια και ταξίδευε ανάμεσα στους καπνούς, λες και διάβαινε με το καράβι του μέσ’ απ’ την ομίχλη. Πού και πού διέκοπτε την αφήγηση για να κάνει μια παρατήρηση, όπως θα έδειχνε έναν ύφαλο στον υποπλοίαρχο. Ενίοτε θαύμαζε με το στόμα ορθάνοιχτο, καθώς θα ’κανε σε μια πετυχημένη βολή του κανονιού ή βλέποντας, κατά την πλοήγηση, στον νυχτερινό ουρανό τον Πολικό Αστέρα, που από οποιοδήποτε σημείο κι αν τον παρατηρήσεις δείχνει πάντοτε τον πραγματικό Βορρά.

Όπως κάθε φορά, έτσι κι αυτή, αφού με κάλεσε στο γραφείο του εκείνη την μέρα και μ’ έβαλε να καθίσω στην δερμάτινη πολυθρόνα απέναντί του,  κερνώντας με τσάι του βουνού και κουλουράκια γλυκάνισου, με ρώτησε:

«Τι καινούργιο έχεις να μου διηγηθείς;»

«Θα σας πω για…»

«Ε, ε, ε!… Πάλι πληθυντικοί; Ξέρεις πώς προέκυψε αυτή η βλακεία, να μιλάμε στον Θεό στον ενικό και στους ανθρώπους σαν να ’ναι δύο;»

«Όχι, πώς προέκυψε;»

«Κάποιος Γάλλος μονάρχης, μισότρελος – σάμπως υπάρχει μονάρχης που να ’ναι στα καλά του; – στάθηκε μια μέρα μπροστά στον καθρέφτη και διαπίστωσε πως δεν είναι ένας αλλά δύο: αυτός και η μεγαλειότητά του! Φώναξε τους υπηρέτες και διέταξε να του μιλάν στον πληθυντικό. Κατόπιν, απαίτησε ο λαός να μιλά στον πληθυντικό στους αριστοκράτες. Με την γαλλική αποικιοκρατία, πέρασε αυτή η χαζομάρα στις αποικίες. Στο τέλος, κατέληξε να χαζολογούμε μόνον εμείς κι οι κουτόφραγκοι!»

«Έτσι, ε;»

«Έτσι ακριβώς! Οπότε ενικός, φίλε μου, ενικός και ελληνικός! Πες μου τώρα την ιστορία σου. Τι θ’ ακούσω σήμερα;»

«Για την Τρύπα στα Χαραδιάτικα», είπα με ύφος γριφώδες.

«Δηλαδή;» έκαμε όλο περιέργεια.

Έβγαλα απ’ την τσέπη μου ένα χαρτί διπλωμένο στα τέσσερα. Και ξεδιπλώνοντάς το τελετουργικά, σαν σάβανο προς αναγνώριση του νεκρού, άρχισα να διαβάζω:

«Για την Τρύπα των Χαραδιατίκων ο εφημέριος Γ. Αρβανίτης γράφει στις σελίδες 178-179 των χειρογράφων του: Στο Πολεμικό βρίσκεται η αφορεσμένη Τρύπα, που έριχναν στα αντάρτικα του 1943-44 τους αριστερούς μέσα. Αυτό το βουνό είναι ωοειδές, με μεγάλο ύψος και δασωμένο. Την Τρύπα έτυχε να ιδώ ο ίδιος την 1η Ιανουαρίου 1962, που λειτουργούσα στο Άλατρο και μετά θα κατέβαινα στο Νιοχώρι να διαβάσω τα “υψώματα” κι από εκεί θα πήγαινα στα Χαραδιάτικα για τον ίδιο σκοπό. Όταν πέρασα από το χωριό, πιο πέρα βρήκα ένα τσοπανόπουλο που είχε γελάδια στην περιφέρεια του Πολεμικού, τον ρώτησα αν ξέρει την Τρύπα και μου είπε ότι την ξέρει και πήγαμε και την βρήκαμε…»

Διέκοψα την αφήγηση και είπα:

«Το τσοπανόπουλο ίσως ήταν ο πατέρας μου. Δεν ξέρω να είχε άλλος γελάδια στην περιοχή αυτή. Ο πατέρας μου πέθανε μόλις γεννήθηκα…»

Ο πλωτάρχης σούφρωσε με αμηχανία τα φρύδια. Εγώ πέταξα ένα αστείο για να ελαφρύνω την κουβέντα:

«Αποδείξεις, βεβαίως, δεν υπάρχουν, πέραν του γεγονότος ότι το τελευταίο γελάδι του πατρός μου ευρίσκεται ενώπιόν σας!»

Χαμογέλασε πατρικά ο πλωτάρχης και μου έκανε νόημα να συνεχίσω.

«Αυτή η Τρύπα είναι σ’ ένα σκαλί, ισόγεια, με θάμνους, και ο άνθρωπος ή το ζώο εύκολα πίπτει μέσα, χωρίς να καταλάβει τίποτα. Είναι γύρω-γύρω βράχος σαν πελεκητός, από πάνω φαίνεται ένα βάθος περίπου στα δώδεκα μέτρα, είναι κάτω σαν αλώνι και από εκεί συνεχίζει άλλη υπόνομος, που κανείς δεν γνωρίζει πού φτάνει. Αμέτρητο, χάος ολόκληρο! Όπως από επάνω παρατηρείς, έρχεται ένας παγωμένος αέρας. Όταν ο άνθρωπος πέσει μέσα, θα πάρει σε λίγο πνευμονία. Και γερός να πέσεις μέσα, θα πεθάνεις από ψύξη. Είναι τόσο έρημος ο τόπος, και να φωνάξεις άδικος ο κόπος σου. Δεν υπάρχει κανένας να σε ακούσει και να σε γλυτώσει, “φωνή βοώντος εν τη ερήμω”.

»Έριξαν πολλούς σ’ αυτήν την αφορεσμένη Τρύπα. Ύστερα από την είσοδο του ΕΛΑΣ, στις 31 Δεκέμβρη του 1944 στην Λευκάδα, η οργάνωση του ΕΑΜ συγκρότησε συνεργασία για να βγάλουν από εκεί μέσα τους νεκρούς και τα οστά τους. Πολλά πτώματα δεν είχαν λειώσει. Η μπόχα ήταν φριχτή! Εκείνος που κατέβηκε κάτω λιποθύμησε από την βρώμα που ανέδιναν τα σάπια πτώματα…»

Σταμάτησα την ανάγνωση και τον κοίταξα παγωμένος, λες και βρισκόμουν κι ο ίδιος μέσα στην Τρύπα και περίμενα την βοήθειά του.

«Το διήγημα που σκέφτομαι να γράψω», είπα, «θα βασίζεται στα χειρόγραφα του εφημέριου Αρβανίτη και θα ξεκινάει απ’ τον τελευταίο άνθρωπο που πέταξαν μέσα. Αυτός, σύμφωνα με μαρτυρίες, κατάφερε μισοσκοτωμένος και καταματωμένος να βγει απ’ την Τρύπα και να γυρίσει στο χωριό του, ενώ η γυναίκα του και τα παιδιά του τον έκλαιγαν για νεκρό. Ίσως το ονομάσω “O μόνος επιζών” ή “Η αφορεσμένη Τρύπα”, τι λέτε;»

«Ε, ε, ε!.. Πάλι τα ίδια;»

«Τι λες;» διόρθωσα τον πληθυντικό σε ενικό.

Ένας μορφασμός δυσπιστίας διαγράφηκε στο πρόσωπό του.

«Για μια τέτοια Τρύπα λένε και στο χωριό μου», είπε. «Αλλά απ’ την αντίθετη πλευρά. Ότι δηλαδή οι αριστεροί έριχναν τους δεξιούς».

«Δεν είναι ωραία ιστορία για διήγημα;» μίλησα εγώ. «Άσχετα ποιος έριχνε ποιους. Να στιγματιστεί η ανθρώπινη θηριωδία!»

Η αμφιβολία του ήταν εμφανής πριν καν απαντήσει:

«Αυτά γίνηκαν εκατέρωθεν. Η ιστορία σου θα στιγματίσει μια παράταξη, μια ιδεολογία, οπότε κανείς δεν θα προσέξει την ανθρώπινη πλευρά. Θα προβείς οπωσδήποτε σε μιαν αδικία. Κι ο συγγραφέας, φίλε μου, δεν είναι για να διαπράττει αδικήματα αλλά για να αποκαθιστά την δικαιοσύνη, όπως ο Θεός».

Βλέποντας στο πρόσωπό μου την αμηχανία, για πρώτη φορά μέχρι τότε αποφάσισε να μου εμπιστευτεί ένα «κρατικό μυστικό», όπως είπε, αλλά με τον απαράβατο όρο πως δεν θα το φανέρωνα πουθενά, ειδάλλως θα απολυόμουν γέρος με άσπρα γένια από καμιά βραχονησίδα! Κι ανοίγοντας το συρτάρι του γραφείου του, ανέσυρε ένα δερματόδετο τετράδιο. Το ξεφύλλισε και σταμάτησε σε μια σελίδα προς το τέλος.

«Γράφω κι εγώ!» μουρμούρισε κάπως ένοχα ο πλωτάρχης. «Λένε πως ένας  στους τρεις Έλληνες γράφει, αλλά ένας στους τρεις δεν διαβάζει!»

«Τι γράφεις;» ρώτησα με ειλικρινές ενδιαφέρον και σε ελληνικότατο ενικό αυτήν την φορά.

«Όχι σπουδαία πράγματα! Κάτι δικά μου. Απλές καθημερινές ιστορίες που μου έκαναν εντύπωση. Δεν σκοπεύω να βγάλω βιβλίο, είμαι αρκετά μεγάλος για να ξεκινήσω τώρα. Αυτά είναι για σας τους νεότερους, που έχετε χρόνο να βελτιωθείτε…»

Στην λέξη «βελτιωθείτε» με κάρφωσε κατάματα κι εγώ χαμήλωσα το κεφάλι σαν να ντράπηκα για την έπαρση της ηλικίας μου.

Απέσυρε γοργά το βλέμμα του και το επικέντρωσε στο τετράδιο με το «κρατικό μυστικό». Άναψε την πίπα του, ρούφηξε βαθιά και φύσηξε τον καπνό στο ταβάνι. Το  αιωρούμενο σύννεφο, αφού ανυψώθηκε στην οροφή, αρχίνησε να πέφτει βαθμηδόν ώσπου κάλυψε τον πλωτάρχη με την αρωματική του ομίχλη.

Τότε, ξεκίνησε διαβάζοντας αργά, λες και κωπηλατούσε κοπιαστικά σε μια σωστική λέμβο, ενώ το καράβι πίσω του είχε κιόλας βουλιάξει:

«Το 1884 το Υπουργείο Ναυτικού στεγάστηκε σε κτήριο στο κέντρο της Αθήνας, σε μια πλευρά της Πλατείας Κλαυθμώνος, στην διασταύρωση των οδών Παπαρρηγοπούλου και Παλαιών Πατρών Γερμανού.

»Το όνομα της πλατείας οφείλεται στο ότι – στην προ του 1909 περίοδο – οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν ήταν μόνιμοι όπως σήμερα. Οι απολυμένοι, οι “Παυσανίες” όπως τους έλεγαν, πήγαιναν εμπρός από το Υπουργείο Εσωτερικών, που ήταν στην πλατεία αυτή, και με κλάματα και θρήνους – “κλαυθμούς” – παρακαλούσαν να τους ξαναπροσλάβουν. Δεδομένου ότι τέτοιες απολύσεις συνέβαιναν τακτικά σε κάθε αλλαγή κυβερνήσεως, οι σκηνές αυτές ήταν αρκετά συχνές στην πλατεία. Ανάδοχος της ονομασίας ήταν ο συγγραφέας και κατόπιν ακαδημαϊκός Δημήτριος Καμπούρογλου, που πρώτος ονόμασε την πλατεία “Κλαυθμώνος” σε ένα χρονογράφημά του στην “Εστία” το 1878.

»Η πλατεία Κλαυθμώνος είναι ο πρώτος χώρος που δεντροφυτεύτηκε στην Αθήνα. Για τον σκοπό αυτό, ο βασιλιάς της Βαυαρίας, Λουδοβίκος, έστειλε τον ειδικό κηποτεχνικό Σμάρατ. Στην δυτική πλευρά της υπήρχαν οι τρεις συνεχόμενες οικίες των Βούρου, Μαστρονικόλα και Αφθονίδου, όπου έμειναν αρχικά οι βασιλείς Όθωνας και Αμαλία μετά τους γάμους τους. Στα σπίτια αυτά, όσα σώζονται, στεγάζεται σήμερα το Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών. Στην πλατεία υπήρχαν επίσης τα κτήρια των Υπουργείων Εσωτερικών και Οικονομικών.

»Πολλές περιπέτειες πέρασε η επίσημη ονομασία της πλατείας. Στο αρχικό σχέδιο της πόλεως των Αθηνών, του Leo von Klenze, λεγόταν “Πλατεία Αισχύλου”. Κατόπιν ονομάστηκε “Πλατεία Νομισματοκοπείου”, γιατί εκεί ήταν το ομώνυμο κτήριο. Στην συνέχεια “25ης Μαρτίου”. Αργότερα “Πλατεία Δημοκρατίας” και μετά πήρε και επίσημα πλέον το όνομα με το οποίο ήταν πάντοτε γνωστή: “Πλατεία Κλαυθμώνος”. Τέλος, τον Ιούνιο του 1989 μετονομάστηκε σε “Πλατεία Εθνικής Συμφιλιώσεως”, με την αφορμή των αποκαλυπτηρίων του ομώνυμου μνημείου στην πλατεία, αλλά ο κόσμος δεν συμφιλιώθηκε με την νέα ονομασία και το “Κλαυθμώνος” έμεινε.

»Το 1952 υπηρετούσα στο Υπουργείο Ναυτικού, που εξακολουθούσε ακόμα να στεγάζεται στην Πλατεία Κλαυθμώνος. Απ’ το μπαλκόνι του γραφείου μου έβλεπα τους λούστρους και τους καστανάδες.

»Α, ο καστανάς! “Ο πρόσκοπος του φθινοπώρου, ο άγγελος των βροχών”, όπως έγραφε ο ρομαντικός Τίμος Μωραϊτίνης. “Αυτός πρώτος εισερχόταν στην πόλη, φέροντας το μήνυμα της λήξης των υπαιθρίων εορτών”.

»Οι καστανάδες, τους οποίους αραιά και πού συναντάμε πλέον σε κεντρικά σημεία της πρωτεύουσας, κάποτε ήταν το άσμα παρηγοριάς για τον μικρόκοσμο. Οι απαραίτητοι τύποι των συνοικιών. Έκαναν την θριαμβευτική τους εμφάνιση με τις πρώτες φθινοπωρινές πνοές, για να μετατραπούν στις γνώριμες συμπαθητικές φιγούρες που περίμεναν στην γωνιά του δρόμου.

»Μόλις έπιαναν τα πρωτοβρόχια, ο καστανάς ετοίμαζε την φουφού, προμηθευόταν τα κάστανα κι έπιανε την γωνιά κάποιου πολυσύχναστου δρόμου. Η φουφού – το φορητό αυτό μαγκάλι – ήταν τσίγκινη και στρογγυλή, χωρισμένη συνήθως σε τρία μέρη, όπου τοποθετούσε κατά μέγεθος τα κάστανα. Κάθε μέγεθος και διαφορετική τιμή. Μέχρι να πυρώσει η φωτιά, χαράκωνε μ’ ένα μαχαίρι τα κάστανα και ύστερα τα έριχνε στην φουφού να ψηθούν. Καθισμένος σε ένα χαμηλό σκαμνάκι περίμενε την πελατεία του σκαλίζοντας την φωτιά. Μόλις άρχιζαν να σκάζουν τα κάστανα, τα γύριζε απ’ την άλλη μεριά με την μασιά. Αφού ψήνονταν, τα απομάκρυνε από την φουφού. Έπιανε τότε την τσιμπίδα και γέμιζε το χωνάκι, που είχε φτιάξει με παλιές εφημερίδες.

»Το καταχείμωνο, στο κρύο και στην παγωνιά, έψηναν τα κάστανά τους στην ύπαιθρο, εξοικονομώντας ό,τι μπορούσαν για να ενισχύσουν τα σπίτια τους στο χωριό. Την άνοιξη, όταν περνούσε πια η εποχή των ψημένων κάστανων στην Αθήνα, ξαναγυρνούσαν στα χωριά τους.

»Μια φθινοπωρινή μέρα, λοιπόν, με την δύση του ηλίου, όλα ήταν έτοιμα για την καθιερωμένη υποστολή της σημαίας στο Υπουργείο Ναυτικού. Το άγημα αποδόσεως τιμών στον χώρο του. Ο σαλπιγκτής σημαίνει «προσοχή». Το άγημα παρουσιάζει όπλα. Ο αξιωματικός χαιρετά και η μπάντα παιανίζει το εμβατήριο της σημαίας. Όλοι οι παριστάμενοι εκεί, και οι περαστικοί, σταθήκαμε σε στάση προσοχής. Εκείνη ακριβώς την στιγμή, που ο επικεφαλής αξιωματικός χαιρετά, η ματιά του πέφτει λοξά, βλέπει κάτι παράξενο και η ψυχή του ταράζεται…

»Τελειώνοντας η διαδικασία της υποστολής της σημαίας, οι διαβάτες συνεχίζουν τον δρόμο τους. Εγώ βλέπω τον νεαρό αξιωματικό να κατευθύνεται προς έναν γεροδεμένο πλανόδιο καστανά. Φτάνει κοντά του και του λέει θυμωμένος: “Γιατί δεν σηκώθηκες όρθιος για να τιμήσεις την σημαία μας; Δεν έχεις φιλότιμο; Δεν είσαι Έλληνας εσύ;”

»Ο άνθρωπος έμεινε βουβός. Εγώ παρακολούθησα φοβερά συγκλονισμένος. Κατόπιν βλέπω τον καστανά να γίνεται κατακόκκινος και ν’ αρχίζει να τρέμει. Ήθελε να φωνάξει, αλλά παρατηρώ με έκπληξη ότι συγκρατείται. Και σκύβοντας το κεφάλι του, άρχισε να κλαίει με λυγμούς…

»Λίγη ώρα μετά συνέρχεται, σκουπίζει τα δάκρυα με την ανάστροφη της παλάμης του, και με πολλή δύναμη σπρώχνει τον πάγκο με τα κάστανα μπροστά και φωνάζει με όλη του την ψυχή στο νεαρό αξιωματικό δυνατά: “Πώς να σηκωθώ, κύριε; Της τα έδωσα της πατρίδας και τα δύο!” Και σηκώνει τα μπατζάκια του παντελονιού του, όπου φάνηκαν δύο πόδια κομμένα πάνω από τα γόνατα, και ξαναρχίζει να κλαίει…

»Ο κόσμος, όπως κι εγώ, γύρω του κλαίει και χειροκροτεί, όμως περισσότερο απ’ όλους κλαίει ο νεαρός αξιωματικός, ο οποίος σκύβει, αγκαλιάζει και φιλά τον καστανά και στην συνέχεια στέκεται ευθυτενής μπροστά στον ήρωα και φέρνει το δεξί του χέρι στην άκρη του γείσου του πηληκίου του και τον χαιρετά στρατιωτικά. Του απονέμει “τας κεκανονισμένας τιμάς”, που δεν μπόρεσε εκείνος τυπικά να αποδώσει στην σημαία μας, γιατί της χάρισε και τα δύο του πόδια στα βορειοηπειρώτικα βουνά για να μπορεί να κυματίζει σήμερα ελεύθερη στον ιστό της, και οι άλλοι – οι πολλοί – να μπορούν να πηγαίνουν με γρήγορο βήμα στις ειρηνικές απασχολήσεις τους, χωρίς να γνωρίζουν ότι περνούν μπροστά από έναν ήρωα του αλβανικού μετώπου, που αναγκάζεται να πουλάει κάστανα για να μην πεθάνει της πείνας».

Σήκωσε τα μάτια του απ’ το τετράδιο και με κοίταξε συγκινημένος.

«Πώς σου φάνηκε;» ρώτησε, με την αγωνία έκδηλη στην φωνή του.

Δάγκωσα τα χείλη μου πριν μιλήσω. Ύστερα, δίχως ίχνος επιτήδευσης απάντησα αργά αλλά σταθερά.

«Η ιστορία είναι αριστουργηματική!»

«Ναι, αλλά το ύφος; Η διήγηση; Βρίσκεις ελαττώματα;»

«Κοίτα, εκεί που λες για τους καστανάδες μοιάζει με ρεπορτάζ. Η γραφή είναι περισσότερο δημοσιογραφική και κάπως κουραστική. Το ίδιο στο σημείο που μιλάς για την Πλατεία Κλαυθμώνος. Όταν όμως αρχίζει το περιστατικό, δεν πετάς λέξη! Ίσως τελικά η λογοτεχνία να είναι απλώς να διηγηθείς μια καλή ιστορία και να προσθέσεις λίγο αλατοπίπερο. Οι εμβαθύνσεις και τα συμπεράσματα είναι δουλειά του αναγνώστη».

«Ναι, να διηγηθείς ή… να επινοήσεις μια καλή ιστορία!»

«Εννοείς πως η ιστορία δεν είναι αληθινή;»

«Αληθινό δεν είναι ό,τι συνέβη, αλλά ό,τι θα έπρεπε να έχει συμβεί».

«Δηλαδή το περιστατικό εν μέρει το επινόησες;»

«Μα δεν υπάρχει τίποτα να επινοήσει κανείς που να μην έχει ήδη συμβεί ή που να μην πρόκειται να συμβεί».

Χαμογέλασα με απογοήτευση.

«Κρίμα! Θα στοιχημάτιζα πως είναι αδύνατον να ήταν ψεύτικη η ιστορία».

«Αυτό σημαίνει πως την βρίσκεις καλογραμμένη;»

«Μα, ναι, το είπα και στην αρχή, αλλά τώρα θα με ενδιέφερε περισσότερο να ήταν αληθινή».

Ο πλωτάρχης κούνησε απελπισμένος το κεφάλι πριν πει:

«Αληθινή είναι! Όπως βλέπεις, το πιο δυνατό σημείο της αφήγησης δεν το έγραψα εγώ, αλλά η ζωή! Άρα… καλά κάνω και κρατάω το τετράδιο στο συρτάρι, δεν νομίζεις;»

«Όχι, βέβαια!» ούρλιαξα απ’ την χαρά μου και τινάχτηκα πάνω. «Ορκίζομαι πως, παρ’ όλα τα ελαττώματά της, ούτε λέξη δεν θ’ άλλαζα στην αφήγησή σου! Ήθελα όμως να είναι αληθινή! Το περιστατικό μοιάζει σαν κινηματογραφική σκηνή. Εσύ ήσουν ο φωτιστής, ο καμεραμάν και ολίγον ο σκηνοθέτης, απλώς το σενάριο το έγραψε η κυρία πραγματικότητα! Ε, και; Γι’ αυτό χολοσκάτε, κύριε πλωτάρχα;»

«Ναι, αλλά η δημοσιογραφική και κάπως κουραστική γραφή που είπες, εκεί που λέω για τους καστανάδες και για την πλατεία Κλαυθμώνος;»

«Εκεί, ναι, θα συμφωνήσω, υπάρχει ένα θέμα».

Άρα, εμπεριέχει σαβούρα στο κείμενο, έτσι;»

«Σαφώς! Αλλά, τι διάβολο, ναυτικός δεν είσαι; Και το καλύτερο πλοίο, θέλει την σαβούρα του για να ταξιδέψει. Ψέματα;»

«Την σαβούρα του;»

«Μα, ναι, ναι! Ένα κόσμημα στα σκουπίδια λάμπει περισσότερο απ’ όσο σ’ ένα κοσμηματοπωλείο ανάμεσα στ’ άλλα χρυσαφικά, δεν νομίζεις;»

Ο κύριος πλωτάρχης γέλασε πλατιά.

«Σκουπίδια, λοιπόν, γίναν τώρα τα ελαττώματα; Ας είναι! Κρατάμε το κόσμημα: την θυσία, τα κομμένα πόδια του ήρωα, την πατρίδα, την κυανόλευκη που κυματίζει στον ιστό της!»

«Κρατάμε και την λογοτεχνία, φίλε μου», είπα εγώ, «την λογοτεχνία που σου κόβει τα πόδια! Πατρίδα είναι κι αυτή, που θέλει ηρωισμούς, θυσίες, για να κυματίζει περήφανη η σημαία της στον ιστό της».

Και, πολύ σοβαρά, σηκώθηκα όρθιος, στάθηκα ευθυτενής μπροστά στον πλωτάρχη Δημήτρη Ντούλια, έφερα το δεξί μου χέρι εκεί που θα βρισκόταν η άκρη του γείσου του πηληκίου μου, αν το φόραγα εκείνη την στιγμή, και τον χαιρέτησα στρατιωτικά, απονέμοντάς του “τας κεκανονισμένας τιμάς” που δεν μπόρεσε εκείνος να απονείμει στο γραπτό του.

Ο κύριος πλωτάρχης, εμφανώς συγκινημένος, αντιχαιρέτησε στρατιωτικά και είπε χαμογελώντας:

«Τους ζυγούς λύσατε!»

Τότε, η κυρία πραγματικότητα επέλεξε για λογαριασμό μου τον ιδεώδη επίλογο για το γραπτό τούτο.

Σαν σε κινηματογραφική σκηνή, ακούστηκε μια δυνατή φωνή έξω στον δρόμο:

«Κάσταναααα! Ζεστά κάσταναααα…»

Α, ο καστανάς! «Ο πρόσκοπος του φθινοπώρου, ο άγγελος των βροχών εισήλθε στην πόλη, φέροντας το μήνυμα της λήξης των υπαιθρίων εορτών».

Μόλις έπιαναν τα πρωτοβρόχια…

~.~

Υστερόγραφο:  

Ιστοσελίδα της Ενώσεως Αποστράτων Αξιωματικών Ναυτικού. Το σημείωμα δωρικό, καθώς ταιριάζει σε Έλληνα αξιωματικό: «Απεβίωσε την 25η Αυγούστου 2022 ο Πλωτάρχης (Ε) εα Δημήτριος Ντούλιας ΠΝ, γεννηθείς το 1929. Σαλπάρισε για τον μαύρο ωκεανό ο πλωτάρχης, λίγο πριν τα πρωτοβρόχια… Το διήγημα, ζεστό-ζεστό, όπως βγήκε απ’ την φουφού της καρδιάς μου, αφιερώνεται στην μνήμη του. «Τους ζυγούς λύσατε…»

~.~

Τα Λευκαδίτικα διηγήματα (Fagotto books, 2016 και εμπλουτισμένη επανέκδοση 2017) είναι το μοναδικό βιβλίο με διηγήματα του Δημήτρη Ε. Σολδάτου ανάμεσα στις δεκαεπτά ποιητικές συλλογές που εξέδωσε στην διάρκεια σαράντα χρόνων. Η συνεργασία με το Νέο Πλανόδιον στην στήλη αυτή περιλαμβάνει κάποια από τα εκδομένα του διηγήματα (επιμελημένα εκ νέου) καθώς επίσης ανέκδοτο υλικό. Ο τίτλος της στήλης είναι παρμένος από μια κριτική του συγγραφέα Μιχάλη Μακρόπουλου για τα Λευκαδίτικα διηγήματα στις 28.6.2016 στον ιστοχώρο Bookpress (https://bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/6619-lekfaditikadiigimata-soldatos): «Ένα πνεύμα νοσταλγικό, παλιομοδίτικο ίσως, μα γνήσιο κι ανυπόκριτο, περασμένο στο χαρτί με ελληνικά που η ομορφιά και η καθαρότητά τους σπανίζουν πλέον».

μόλις 1.050 ευρώ το μπουκάλι !!


Εκλεκτό κρασί για λίγους από παλιά αμπέλια στο νησί του Διονύσου

Ο διάσημος οινοποιός Λοΐκ Πασκέ, δημιουργός του Liber Pater, αγόρασε στη Νάξο μια έκταση με κλήματα της λευκής ποικιλίας Ποταμίσι και τα έβαλε ξανά να παράγουν

eklekto-krasi-gia-ligoys-apo-palia-ampelia-sto-nisi-toy-dionysoy-562691578

Ο Λοΐκ Πασκέ, εκτός από ευφάνταστος οινοποιός, είναι πρωτοπόρος του κινήματος που προωθεί την παραγωγή κρασιού από παλιά αμπέλια, τα οποία υπήρχαν πριν από τη φυλλοξήρα, την ασθένεια που ξεκλήρισε τον ευρωπαϊκό αμπελώνα τον 19ο αιώνα.

Τάνια Γεωργιοπούλου

Τάνια Γεωργιοπούλου

Ενα μοναδικό κρασί, που θα πωλείται 550 ευρώ η φιάλη από αμπελώνες στη Νάξο, αναμένεται να κυκλοφορήσει μέσα στον επόμενο μήνα. Οι φιάλες, μόλις 1.050, θα διατεθούν χέρι με χέρι σε ανθρώπους οι οποίοι έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το κρασί και βέβαια παράλληλα μπορούν να πληρώσουν το συγκεκριμένο κόστος.

Mια πρόκληση που αφορά λίγους; Μάλλον ένα πείραμα που κοστίζει αλλά μπορεί να αλλάξει πολλά από αυτά που γνωρίζουμε για το κρασί. Πατέρας του νέου μοναδικού κρασιού ο διάσημος Λοΐκ Πασκέ, ο οινοποιός και οινολόγος του Μπορντό που φτιάχνει το πιο ακριβό κρασί στον κόσμο, το Liber Pater, μια φιάλη από το οποίο κοστίζει 30.000 ευρώ. Ο Λοΐκ Πασκέ, εκτός από ευφάνταστος οινοποιός, είναι πρωτοπόρος του κινήματος που προωθεί την παραγωγή κρασιού από παλιά αμπέλια, που υπήρχαν πριν από τη φυλλοξήρα, την ασθένεια που ξεκλήρισε τον ευρωπαϊκό αμπελώνα τον 19ο αιώνα.

Το ελληνικό κρασί στην καρδιά της Ευρώπης

Η «πανούκλα του κρασιού», όπως έχει μείνει να αποκαλείται η επιδημία φυλλοξήρας, ξέρανε το μεγαλύτερο μέρος του αμπελώνα της Ευρώπης αλλά και του υπόλοιπου κόσμου μέσα στο χρονικό διάστημα 1860-1890. Οι οινοποιοί για να ξαναφτιάξουν τους αμπελώνες τους αναζήτησαν καθαρά φυτά, τα οποία δημιουργήθηκαν με το μπόλιασμα ποικιλιών πάνω σε αμερικανικά ανθεκτικά στην ασθένεια υποκείμενα. Οι αμπελώνες εξασφάλισαν την καθαρότητά τους αλλά έχασαν ένα κομμάτι της ταυτότητάς τους, υποστηρίζουν πολλοί ερευνητές και οινοποιοί που έχουν στραφεί στα λεγόμενα αυτόρριζα αμπέλια, όσα δηλαδή επέζησαν από τη φυλλοξήρα και δεν μπολιάστηκαν. Ο Λοΐκ Πασκέ παρά τις αντιρρήσεις πολλών συναδέλφων του αλλά και της ε.ε. που φοβάται την πιθανότητα να εμφανιστεί και πάλι η ασθένεια αν ξαναζωντανέψουν παλιά αμπέλια, έχει εστιάσει στην καλλιέργεια και οινοποίηση σταφυλιών που προέρχονται από αυτόρριζα. Ετσι γεννήθηκε το Liber Pater στο Μπορντό.

Ο οινοποιός αποφάσισε να αναζητήσει παλιά αμπέλια σημαντικών ποικιλιών και σε άλλες περιοχές. Μια λύση ήταν η Σαντορίνη, η περιοχή της Ελλάδας που δεν επλήγη από την επιδημία και άρα έχει πολλά αυτόρριζα αμπέλια. Ομως, όπως ο ίδιος ανέφερε σε μια συζήτησή του με τον διάσημο Ελληνα οινολόγο Πάνο Ζουμπούλη με τον οποίο από το 2019 έχουν δημιουργήσει φορέα υποστήριξης της προστασίας αυτόρριζων αμπελιών, το «νησί έχει πολύ κόσμο». Και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα…

Ηταν το 2020 εν μέσω της πανδημίας όταν οι δύο οινολόγοι προσγειώθηκαν στη Νάξο, ένα νησί τον αμπελώνα του οποίου ο Πάνος Ζουμπούλης αγαπά πολύ και θεωρεί εξαιρετικό και πολλά υποσχόμενο. Το νησί τα έχει όλα. Αμπελώνες με εξαιρετικές γηγενείς ποικιλίες, ομορφιά και ιστορία να χτίσεις τον μύθο του κρασιού σου. «Είναι τρελό να επικεντρώνονται όλοι στη Σαντορίνη και το Ασύρτικο. Κάθε νησί των Κυκλάδων έχει την ιδιαιτερότητά του, δεν είναι τυχαίο ότι η Νάξος είναι το νησί του Διονύσου», σημειώνει ο Λοΐκ Πασκέ. Οι δύο οινολόγοι περπάτησαν σε όλο το νησί και ανακάλυψαν μια έκταση περίπου 10 στρεμμάτων με κλήματα της λευκής ποικιλίας Ποταμίσι, την οποία ο Γάλλος αγόρασε και έβαλε ξανά τα κλήματα να παράγουν. Μιλώντας για τη δουλειά του στη Νάξο, ο Λοΐκ Πασκέ λέει ότι είναι εύκολη λόγω του κλίματος. «Βρισκόμαστε σε υψόμετρο 600 μέτρων στη βόρεια πλαγιά του νησιού. Σπάνια η θερμοκρασία ξεπερνάει τους 30° C το καλοκαίρι και χιονίζει τον χειμώνα: υπάρχουν ακόμα εποχές! Το Αιγαίο είναι ρυθμιστής».

Σε ειδικά κιούπια

Ο πρώτος τρύγος έγινε το 2021 και φέτος θα κυκλοφορήσουν οι πρώτες φιάλες του κρασιού. «Μόνο φωτογραφίες να δεις από τα αμπέλια θα καταλάβεις ότι είναι σαν να ήταν εκεί και περίμεναν τόσα χρόνια να τους δώσει κάποιος τη σημασία που πρέπει. Εχει γίνει φοβερή δουλειά, η πρώτη ύλη ήταν εξαιρετικής ποιότητας και το κρασί έχει γίνει χωρίς καμία προσθήκη, δεν έχει ούτε θειώδη. Μεγάλωσε και ωρίμασε σε ειδικά κιούπια που ήρθαν από την Ιταλία για αυτόν τον σκοπό», λέει ο Πάνος Ζουμπούλης. «Τα αυτόρριζα αμπέλια είναι θησαυρός», καταλήγει.

Τάνια Γεωργιοπούλου

Η Τάνια Γεωργιοπούλου γεννήθηκε το 1969 στην Αθήνα. Εργάζεται ως δημοσιογράφος στην «Καθημερινή» από το 2000 έως σήμερα. Καλύπτει θέματα που αφορούν στη μετανάστευση και την αγροτική παραγωγή κυρίως. Επίσης έχει ασχοληθεί με θέματα γαστρονομίας και οίνου. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει επίσης εργαστεί σε άλλα έντυπα καλύπτοντας θέματα Περιβάλλοντος.

Ἑ­στί­α ὑ­πε­ρη­λί­κων

ΝΑΥΑΡΧΟΣ, μὲ τὰ τό­σα χρή­μα­τα ποὺ εἶ­χε κι ἔ­χα­σε παί­ζον­τας στὸ κα­ζί­νο (ὁ τρο­χὸς τῆς τύ­χης γυ­ρί­ζει κα­τὰ τὸ δο­κοῦν), τώ­ρα τρώ­ει τὸ μῆ­λο ποὺ τοῦ ἔ­φε­ρε ἡ ἀ­πο­κλει­στι­κή. Οἱ ἀ­να­μνή­σεις δι­α­δέ­χον­ται ἡ μιὰ τὴν ἄλ­λη χω­ρὶς εἱρ­μό. Ἕ­νας χι­ο­νάν­θρω­πος, τὸ κόκ­κι­νο πλι­σὲ φου­στά­νι τῆς μη­τέ­ρας, ἡ «Πα­λό­μα» ἀπ’ τὸ γραμ­μό­φω­νο μὲ τὸ χω­νί, τὸ χνου­δω­τὸ ἀρ­κου­δά­κι μὲς στὴ ζε­στή του ἀγ­κα­λιά. Τὸ κομ­πρε­σὲρ πιὸ ἐκ­κω­φαν­τι­κὸ ἀ­πὸ πρὶν σκά­βει τὴ λε­ω­φό­ρο, κα­θὼς ἡ κί­νη­ση τῶν τρο­χο­φό­ρων δι­ο­χε­τεύ­ε­ται σὲ κον­τι­νὸ πα­ρά­δρο­μο μὲ βλα­στή­μι­ες ἀ­νά­κα­τες μὲ κορ­να­ρί­σμα­τα. Μὰ πιὸ πο­λὺ τὸν ἀ­να­στα­τώ­νει μιὰ ἄ­ναρ­θρη κραυ­γὴ ποὺ ἀ­πὸ χθές, λί­αν πρω­ΐ, σκορ­πά­ει ἀ­νε­λέ­η­τα σὲ δό­σεις πολ­λα­πλὲς τὴ φρί­κη.

Μᾶρ­κος Δρα­γού­μης