Σκέψεις του Ελύτη για την οργάνωση της Ελλάδος

Απόσπασμα συνέντευξης στο Ρένο Αποστολιδη.

Ἐφημερίδα «Ἐλευθερία» στις 15 Ιουνίου του 1958. Ο μοναδικός λόγος του Ελύτη παραμένει δραματικά επίκαιρος.

Ρ.Α.: Πρίν κλείσομε, κύριε Ἐλύτη, τη συνέντευξη, κάτι πού ἐθίξατε στήν ἀρχή, τό τῆς παλαιᾶς ὑγιοῦς κοινοτικῆς ὀργανώσεως τοῦ λαοῦ μας, πού ἔχει χαθεῖ πιά, πῶς νομίζετε ὅτι θά μποροῦσε ν’ ἀναβιώσει; «Αν κατεβάλλετο προσπάθεια», πρός ποιά κατεύθυνση;

Ο.Ε.: Σέ μιάν ἀναβίωση αὐθεντική δέν εἶναι δυνατόν πιά νά ἐλπίζουμε – ἀλίμονο! Ἑκατόν τριάντα καί πλέον ἔτη ἀχρησίας εἶναι ἀρκετά γιά ν᾿ ἀτροφήσουν ἀκόμη καί οἱ πιό ζωντανοί θεσμοί. Ὡστόσο, ὑπάρχει τρόπος νά πλησιάσουμε, μέ σωφροσύνη καί μελέτη, στή λύση τοῦ προβλήματος, καί αὐτό σαφώς πρός τήν πλευρά τῆς αὐτοδιοικήσεως, μέ τήν πιό αὐστηρή της ἔννοια.
Δέν εἶμαι ἀρμόδιος βέβαια νά σᾶς προτείνω σχέδια. Θά ἤθελα μόνο νά κάνω δύο παρατηρήσεις: ἡ μία εἶναι ὅτι κάθε ἀπόπειρα πρός τήν κατεύθυνση αὐτή θά πρέπει νά βασιστεῖ στή φυσική καί ἱστορική διαίρεση τῆς χώρας σέ μεγάλα διαμερίσματα, πού εἶναι μιά πραγματικότητα δοσμένη, καί ὄχι στή θεωρητική τῆς γεωοικονομίας, ὅπως ἄκουσα νά ὑποστηρίζεται ἀπό πολλούς. Θά εἶναι μεγάλο σφάλμα νά παραγνωριστοῦν οἱ ψυχολογικοί παράγοντες, ἀπό τούς ὁποίους πολλές φορές ἐξαρτᾶται τό μεγαλύτερο μέρος της ἐπιτυχίας.

Ἡ ἄλλη παρατήρηση εἶναι ὅτι τά μεγάλα αὐτά διαμερίσματα (μέσα στά ἑλληνικά μέτρα πάντοτε) θά πρέπει νά ὑποδιαιρεθοῦν σέ πολλές μικρές μονάδες, στενότερες καί ἀπό τήν ἐπαρχία, μέ ἀρχές δικές τους καί μέ τή δυνατότητα γιά κοινοπραξίες, προπάντων σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τή γεωργία.

Γιατί ὁ πρῶτος ἀντικειμενικός σκοπός εἶναι νά λυτρωθεῖ ὁ πολίτης ἀπό τό «ταμπού» τῆς ἐξουσίας! Καί θά λυτρωθεῖ μόνον ἄν ἔχει τρόπο νά παρακολουθεῖ ἀπό κοντά ποῦ καί πῶς ἀξιοποιοῦνται οἱ θυσίες του, οἰκονομικές καί ἄλλες, πού σήμερα καταβροχθίζονται ἀπό ἕνα μακρινό καί ἀόρατο Φάντασμα.»

Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος

Η μεγαλύτερη και πιο πολύνεκρη πολεμική αναμέτρηση που γνώρισε ο κόσμος μέχρι την έκρηξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ξεκίνησε στις 28 Ιουλίου 1914, όταν η Αυστροουγγαρία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Σερβίας και τελείωσε με την ταπεινωτική ήττα της Γερμανίας και των συμμάχων της στις 11 Νοεμβρίου 1918. Ονομάστηκε Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ή Μεγάλος Πόλεμος, επειδή εξαπλώθηκε πέρα από τα σύνορα της Ευρώπης και αναμίχθηκαν σ’ αυτόν όλες οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής.

Τα αίτια και η αφορμή του Α Παγκοσμίου Πολέμου

Τα αίτια, που οδήγησαν στην έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου θα πρέπει να αναζητηθούν στις οικονομικές συνθήκες της εποχής και στις επεκτατικές βλέψεις των διαφόρων κρατών, που αύξησαν τον μεταξύ τους ανταγωνισμό. Ειδικότερα, η οικονομική ανάπτυξη της Γερμανίας, που προήλθε από τη ραγδαία εκβιομηχάνισή της, οδήγησε στην όξυνση του ανταγωνισμού της με την Αγγλία για την κυριαρχία στις μεγάλες αγορές του κόσμου. Ταυτόχρονα, η γαλλική πολιτική της «ρεβάνς», δηλαδή η επιθυμία της Γαλλίας να αποκαταστήσει το γόητρό της και να ανακτήσει την Αλσατία και τη Λορένη (που είχε χάσει στο Γαλλογερμανικό πόλεμο του 1870 – 1871), είχε δημιουργήσει ένταση στις σχέσεις της με τη Γερμανία.

Την ίδια εποχή, η Αυστροουγγαρία βρισκόταν σε ανταγωνισμό με τη Ρωσία σχετικά με την κυριαρχία στα Βαλκάνια. Τα νέα εθνικά βαλκανικά κράτη, που είχαν δημιουργηθεί μετά την παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κρατούσαν ευνοϊκή στάση απέναντι στις διεκδικήσεις των εθνικών μειονοτήτων της Αυστροουγγαρίας και απειλούσαν την ενότητά της. Έτσι, η Αυστροουγγαρία επιθυμούσε να διατηρηθεί το στάτους – κβο των Βαλκανίων. Η Ρωσία, από την άλλη πλευρά, επιθυμούσε να βρει διέξοδο στη Μεσόγειο, υποστήριζε την κίνηση του πανσλαβισμού και θεωρούσε τον εαυτό της φυσικό προστάτη των ορθόδοξων λαών των Βαλκανίων, πράγματα που έβρισκαν αντίθετες τη Γερμανία και την Αυστροουγγαρία.

Τη σπίθα του πολέμου άναψε η δολοφονία του διαδόχου του θρόνου της Αυστροουγγαρίας Φραγκίσκου Φερδινάνδου και της συζύγου του Σοφίας από τον νεαρό σερβοβόσνιο εθνικιστή Γκαβρίλο Πρίντσιπ στο Σαράγεβο της Βοσνίας στις 28 Ιουνίου 1914. Για τη δολοφονία οι Αυστριακοί θεώρησαν υπεύθυνη την κυβέρνηση της Σερβίας και τής κήρυξαν τον πόλεμο στις 28 Ιουλίου 1914.

Την 1η Αυγούστου η Γερμανία κηρύσσει τον πόλεμο κατά της Ρωσίας και δύο ημέρες αργότερα κατά της Γαλλίας. Στις 4 Αυγούστου η Αγγλία και στις 23 Αυγούστου η Ιαπωνία κηρύσσουν με τη σειρά τους τον πόλεμο κατά της Γερμανίας, όταν αυτή εισβάλει στο Βέλγιο (4 Αυγούστου).

Με το μέρος της Γερμανίας και της Αυστρίας τάχθηκαν η Οθωμανική Αυτοκρατορία και η Βουλγαρία, που αποτέλεσαν τις λεγόμενες «Κεντρικές Δυνάμεις». Από την άλλη πλευρά, με τους Αγγλογάλλους και τους Ρώσους συντάχθηκαν η Σερβία, το Μαυροβούνιο, το Βέλγιο, η Ιαπωνία, η Ιταλία, η Πορτογαλία, η Ρουμανία, η Ελλάδα (από το 1916 η «κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης» και από το 1917 το ενωμένο ελληνικό κράτος), η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες (από το 1917). Όλες μαζί οι δυνάμεις αυτές συγκρότησαν τον συνασπισμό, γνωστό ως «Αντάντ» (Entente=Συνεννόηση στα γαλλικά).

Οι πολεμικές επιχειρήσεις

Στην αρχή του πολέμου, οι πιο μεγάλες μάχες έγιναν στη Γαλλία και το Βέλγιο («Δυτικό Μέτωπο»). Οι Γερμανοί κυρίευσαν μεγάλο τμήμα των χωρών αυτών και απείλησαν το Παρίσι. Οι Γάλλοι κατόρθωσαν να οργανώσουν την άμυνά τους σ’ ένα μέτωπο 750 χλμ. από τη Βόρεια Θάλασσα ως το βορειοδυτικό άκρο της Ελβετίας, όπου έγινε ένας φοβερός πόλεμος χαρακωμάτων, που κράτησε έως το 1918.

Την περίοδο που οι Γερμανοί πολιορκούσαν το Παρίσι, τους επιτέθηκαν οι Ρώσοι και κυρίευσαν σημαντικά εδάφη της Ανατολικής Πρωσίας («Ανατολικό Μέτωπο»). Ο αρχιστράτηγος του γερμανικού στρατού φον Μόλτκε διόρισε διοικητή του στρατού της Ανατολικής Πρωσίας τον γηραιό στρατηγό Χίντεμπουργκ, ο οποίος κατόρθωσε να απωθήσει τους Ρώσους, νικώντας τους στις μάχες του Τάνεμπεργκ (26-31 Αυγούστου 1914) και των Μαζουριανών Λιμνών (9-14 Σεπτεμβρίου).

Οι Ρώσοι με νέες δυνάμεις οργάνωσαν την άμυνα τους στη γραμμή από την Ανατολική Πρωσία ως τα Καρπάθια (900 χλμ.) και ο πόλεμος αυτός έγινε αγώνας χαρακωμάτων. Τον Μάιο του 1915 οι Ρώσοι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, αφού έχασαν πολύ στρατό.

Τον Οκτώβριο του 1915, η «Αντάντ» κήρυξε τον πόλεμο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, προσπαθώντας να βοηθήσει τους Ρώσους. Ο συμμαχικός στόλος με βάση τη Λήμνο επιχείρησε να περάσει τα στενά των Δαρδανελλίων, αλλά δεν το κατόρθωσε, γιατί οι Τούρκοι τους απώθησαν. Απόπειρα να εισχωρήσουν από την ξηρά με απόβαση στη χερσόνησο της Καλλίπολης, επίσης, απέτυχε. Οι Σύμμαχοι αναζητούσαν βάση για το στόλο και το στρατό τους στο Αιγαίο και χωρίς την άδεια της Ελλάδας, που τηρούσε ουδετερότητα, αποβιβάστηκαν στη Θεσσαλονίκη (2 Οκτωβρίου 1915). Οι Γερμανοί και οι Βούλγαροι κατέλαβαν τη Σερβία κι έτσι δημιουργήθηκε το «Βαλκανικό Μέτωπο».Η παρουσία των συμμαχικών στρατευμάτων της «Αντάντ» στη Θεσσαλονίκη προκάλεσε αναστάτωση στην Ελλάδα, γιατί άλλα κόμματα είχαν φιλικές διαθέσεις προς τους συμμάχους και άλλα ήταν αντίθετα. Όταν οι Βούλγαροι κατέλαβαν τη Σερβία, ο ελληνικός στρατός δεν έσπευσε να βοηθήσει τους παλιούς του συμμάχους Σέρβους. Αυτό εξερέθισε τους Συμμάχους, που έριξαν την ευθύνη στο φιλογερμανό βασιλιά Κωνσταντίνο. Την άνοιξη του 1916 οι Βούλγαροι κατέλαβαν την Ανατολική Μακεδονία κι έκαναν φοβερές σφαγές σε βάρος των Ελλήνων.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος τότε έκαμε το χωριστικό κίνημα (κίνημα «Εθνικής Αμύνης»). Πήγε στη Θεσσαλονίκη και σχημάτισε φιλική κυβέρνηση προς την «Αντάντ» (26 Αυγούστου 1916). Η Ελλάδα χωρίστηκε στα δυο: Το «κράτος των Αθηνών» υπό τον βασιλιά Κωνσταντίνο υποστήριζε την ουδετερότητα και το «κράτος της Θεσσαλονίκης» υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο την έξοδο στον πόλεμο στο πλευρό της «Αντάντ». Τη λύση έδωσαν οι Γάλλοι, δια του γερουσιαστή Ζονάρ, που υποχρέωσαν το βασιλιά Κωνσταντίνο να φύγει από την Ελλάδα. Έτσι, η ενωμένη Ελλάδα εισήλθε στον πόλεμο στο πλευρό της «Αντάντ» και στις 27 Ιουνίου 1917 κήρυξε τον πόλεμο κατά των «Κεντρικών Δυνάμεων».

Στο Δυτικό Μέτωπο, στις φονικές μάχες των χαρακωμάτων προστέθηκε το 1916 η φοβερή μάχη του Βερντέν, ανάμεσα σε Γάλλους και Γερμανούς, που κράτησε 10 μήνες (21 Φεβρουαρίου – 18 Δεκεμβρίου), με τρομακτικές απώλειες και για τους δύο αντιπάλους. Οι Σύμμαχοι, για να εξασθενήσουν τη Γερμανία, απέκλεισαν με τους στόλους τους τη Βαλτική και την Αδριατική. Οι Γερμανοί, όμως, με τα υποβρύχιά τους βύθισαν πολλά συμμαχικά πλοία. Στις 3 Φεβρουαρίου 1917, οι Ηνωμένες Πολιτείες εισήλθαν στον πόλεμο για να «εξασφαλίσουν την ελευθερία των θαλασσών», όπως διακήρυξε ο αμερικανός πρόεδρος Γούντροου Ουίλσον και βαθμηδόν η πλάστιγγα του πολέμου άρχισε να γέρνει προς τη μεριά της «Αντάντ».

Τον Μάρτιο του 1917 (Φεβρουάριο με το παλαιό ημερολόγιο) ξέσπασε επανάσταση στη Ρωσία που ανέτρεψε τον τσάρο Νικόλαο Β’ και ανακηρύχτηκε δημοκρατία με επικεφαλής τον σοσιαλδημοκράτη πολιτικό Αλεξάντρ Κερένσκι. Ο ρωσικός στρατός συνέχισε να μάχεται στο ανατολικό μέτωπο, αλλά χωρίς ηθικό. Στις 24 Οκτωβρίου 1917, οι μπολσεβίκοι του Λένιν ανέτρεψαν τον Κερένσκι και ανέλαβαν την εξουσία, εγκαθιστώντας σταδιακά κομμουνιστικό καθεστώς στην αχανή χώρα («Οκτωβριανή Επανάσταση»). Το νέο καθεστώς υπέγραψε χωριστή συνθήκη με τη Γερμανία στις 3 Μαρτίου 1918 («Συνθήκη Μπρεστ-Λιτόφσκ») και η Ρωσία εξήλθε του πολέμου.Παρά την απώλεια της Ρωσίας, η κατάσταση δεν άλλαξε δραματικά και το πάνω χέρι στον πόλεμο εξακολουθούσε να το έχει η «Αντάντ». Οι μεγάλες γερμανικές επιθέσεις στο «Δυτικό Μέτωπο» (μάχες Σεμέν Ντε Νταμ και Μάρνη) αποκρούστηκαν από τις γαλλοαμερικανικές δυνάμεις. Οι Άγγλοι νίκησαν τους Τούρκους στην Παλαιστίνη και τη Μεσοποταμία, όπως και ο ελληνικός στρατός τους Βούλγαρους στο Σκρα (17 Μαΐου 1918). Μεγάλες ήταν και οι επιτυχίες των Ιταλών κατά των Αυστριακών.

Το τέλος του Πολέμου

Οι Γερμανοί άρχισαν να βλέπουν ότι χάνουν τον πόλεμο και οι σύμμαχοί τους να τούς εγκαταλείπουν, υπογράφοντας χωριστές συνθήκες ειρήνης με τους δυτικούς συμμάχους. Για να αποφύγουν μεγαλύτερη αιματοχυσία, επαναστάτησαν και ζήτησαν να κλείσει ανακωχή με βάση τους 14 όρους του Αμερικανού προέδρου Γουίλσον, που είχαν δημοσιοποιηθεί σταδιακά από τις 8 Ιανουαρίου έως τις 27 Σεπτεμβρίου 1918 (4 Οκτωβρίου 1918).

Στις 9 Νοεμβρίου εγκαθιδρύεται στη Γερμανία καθεστώς αβασίλευτης δημοκρατίας και την επομένη ο αυτοκράτορας Γουλιέλμος Β’ εγκαταλείπει τη χώρα. Στις 5 το πρω¨ϊ της 11ης Νοεμβρίου 1918 υπογράφεται η παράδοση της Γερμανίας μέσα σ’ ένα βαγόνι τραίνου στο δάσος της Κομπιένης (60 χλμ βόρεια του Παρισιού) και στις 11 το πρωϊ της ίδιας ημέρας, ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, που στοίχισε 16 εκατομμύρια νεκρούς και εξαφανισθέντες, 20 εκατομμύρια τραυματίες στα πεδία των μαχών και ανυπολόγιστες ζημίες στην Ευρώπη, λαμβάνει τέλος. Οι συνέπειές του, όμως, θα στοιχειώνουν για πολλά χρόνια ακόμα τη Γηραιά Ήπειρο και θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στην έκρηξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στις 18 Ιουνίου 1919, θα υπογραφεί η συνθήκη των Βερσαλιών, με τη συμμετοχή του Ελευθερίου Βενιζέλου, που επέβαλε επαχθείς όρους στην ηττημένη Γερμανία.

Η Ελλάδα, κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, είχε συνολικές απώλειες 27.000 ανδρών στα πεδία των μαχών (6.000 νεκρούς και αγνοούμενους και 21.000 τραυματίες). Η Ελλάδα βγήκε κερδισμένη εδαφικά από τον Μεγάλο Πόλεμο. Με την συνθήκη του Νεϊγί (27 Νοεμβρίου 1919) της αποδόθηκε η Δυτική Θράκη, ενώ με τη συνθήκη των Σεβρών (10 Αυγούστου 1920) της παραχωρήθηκαν η Ανατολική Θράκη (μέχρι τα πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης), τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος, καθώς και η δυνατότητα εξάσκησης κυριαρχικών δικαιωμάτων στην περιοχή της Σμύρνης. Στην Ιταλία δόθηκαν τα Δωδεκάνησα και το Καστελόρριζο, ενώ στη Μεγάλη Βρετανία αναγνωρίστηκε η προσάρτηση της Κύπρου.


Πηγή: https://www.sansimera.gr/

«Η προσευχή και το τραγούδι» (διήγημα)

Το διήγημα «Η προσευχή και το τραγούδι» γράφτηκε το 1951 και εμπεριέχεται στο τεύχος 2/1959 του περιοδικού «Διαγώνιος».

Η προσευχή και το τραγούδι
του Ντίνου Χριστιανόπουλου

Πρώτη φορά κοιμόταν σε εκκλησιά, σαν πρόσφυγας. Είχε δεχτεί τόσο πολλές εντυπώσεις, που τού ήταν αδύνατο να κλείσει μάτι. Μέσα του πρόβαλλε ο κάμπος ντυμένος με παρδαλά, μαραμένα φορέματα, ο ποταμός θολός σαν το μάτι μας ύστερα από μια πράξη ενοχής, ο ουρανός πιεστικός και ανυπόφορος, τα σύννεφα που δε λείψαν από κανενός είδους ποίηση, μα πιο πολύ τα δέντρα που, μισοπράσινα, μισοκίτρινα, κρατούσαν μια, θάλεγες ετοιμόρροπη αξιοπρέπεια. Πρώτη φορά είχε δει κι είχε χαρεί τέτοιο φθινοπωρινό φυλλορρόημα. Τον συνέπαιρνε κι αυτόν το φύσημα του ψυχρού αέρα και το στροβίλισμα των φύλλων. Στα μάτια του πρόβαλλαν τα γυμνά πλατάνια, με τα πεσμένα ξερόφυλλα γύρω γύρω. Όλα τού έδιναν ένα παράξενο ρίγος, δίχως συγκεκριμένη αιτία.

Πρώτη φορά είχε προσέξει τόσο πολύ τη φύση. Βουτηγμένος στα προβλήματά του, ποτέ του δεν είχε αισθανθεί το δροσερό αεράκι του βραδιού, ούτε είχε προσέξει τον ευχάριστο θόρυβο της βροχής που πέφτει ρυθμικά πάνω στα ξερά φύλλα. Αυτόν τον τυραννούσε βαθιά το δράμα της ανθρώπινης σχέσης. Τον πλήγωνε που δεν έβρισκε ανταπόκριση, όπως την ήθελε αυτός. Τον βάραινε η σκέψη πως δεν τα κατάφερνε, κι ούτε θα τα κατάφερνε ποτέ, να ξεπεράσει τη φιλία. Κι αναγκάζονταν να προωθεί τις φιλίες του ως τη συμβατικότητα, μόνο και μόνο για να διατηρεί σχέσεις που τον ευχαριστούσαν.

Η ευαισθησία του τον οδηγούσε στη στέρηση. Αλήθεια, σκέφτονταν, ίσως νάταν πιο ευτυχισμένος, που περνούσε την εφηβεία του μέσα στη στέρηση. Ίσως αυτή νάδινε νόημα στη ζωή του, να τού αποκάλυπτε το νόημα της ζωής, νάκαμνε την καρδιά του να πάλλει από τρυφερότητα για τους ανθρώπους. Ω, πόσο καλά καταλάβαινε τη χαρά του Ντοστογιέβσκι, όταν λούζονταν με τους ελεεινούς συγκαταδίκους του, και πόσο λίγο μπορούσε να συγχωρήσει την απέχθεια του Ουάιλδ για τα ρεμάλια και τα καθάρματα της κοινωνίας, που λούζονταν μαζί του στον ίδιο κουβά! Και τι ξέρεις; Ίσως μέσα από τη στέρηση νάταν που ξεπηδούσε αυτό το χαμόγελό του, της καλοσύνης.

Όμως πάντα τον έτρωγε μια υποψία: γιατί έδειχνε στους ανθρώπους καλοσύνη κι ήταν πάντα γλυκομίλητος; Μήπως γιατί πραγματικά τούς αγαπούσε, ή από ανάγκη, με τη στάση του, να κερδίσει λίγη από την αγάπη που στερήθηκε; Ένιωθε πως του ήταν αδύνατο να απαντήσει, γιατί ξαφνικά θα βρίσκονταν στην ανάγκη να ξεκαθαρίσει από την αρχή πολλά βρώμικα και μπερδεμένα πράματα. Η ενδοσκόπηση ήταν η πιο οδυνηρή πράξη του. Μα πώς να την απέφευγε; Ήταν δυστυχισμένος από τον πολύ στοχασμό. Η θλίψη και η σκέψη τον τυραννούσαν σε κάθε του πράξη. Κι αναλογίζονταν, τι θάταν, αλήθεια, αν τού έλειπε ένα έρμα: η πίστη; Πόσο κενός θα ένιωθε, πόσο άδειος, σαν ένα σκοτεινό διάδρομο, που τον διασχίζουμε για πρώτη φορά. Του έφτανε η πίστη γιατί τον βοηθούσε να βλέπει τούς ανθρώπους στα μάτια και να τούς βεβαιώνει πως περνάει ευτυχισμένα.

Το κερί στο μανουάλι κόντευε να σβήσει. Σηκώθηκε κι άναψε ένα άλλο, απ’ το παλιό, σαν τούς μανιώδεις καπνιστές, που από τη γόπα τού τσιγάρου τους ανάβουν το δεύτερο. Γιατί άναψε το κερί; Φοβόταν μήπως να βρεθεί σκοτεινά, σαν παιδί, στην εκκλησία; Μα δεν ήταν μόνος. Δίπλα του κοιμούνταν οι δυο φίλοι του. Καθώς το φως έπεφτε επάνω τους, το πρόσωπό τους έπαιρνε μια τέτοια καταπληχτική γαλήνη, με τη φωτοσκίαση, που για μια στιγμή στάθηκε και τούς κοίταξε. Τα σώματά τους ήταν ακίνητα, παραδομένα στή γαλήνη τού ύπνου. Τα χείλη τού ενός μισάνοιγαν σε χαμόγελο, σαν αρχαίου κούρου, κι ο άλλος είχε το χέρι του στην καρδιά του απαλά-απαλά. Ήταν ο ύπνος που τούς έδινε μια τέτοια ηρεμία, ή μήπως η καλοσύνη που είχαν μέσα τους αντικαθρεφτίζονταν στη μορφή τους; Κι όμως, αυτά τα χέρια είχαν κάνει τόσα και τόσα, κι αυτά τα μάτια θα είχαν ρίξει βλέμματα τόσο ασελγή! Θεέ μου, σκέφτονταν, πώς μεταβάλλεις τον άνθρωπο σέ άγγελο!

Ένα δέος τον κυρίευε σιγά-σιγά, ξαπλώνονταν μέσα του, τον έκαμνε διστακτικό και άτολμο. Όταν είχε επιχειρήσει να ξεντυθεί, ένιωθε το σκοτάδι να τον κοιτάει, σα νάταν τα μάτια του Θεού. Πώς να γυμνώνονταν στον Οίκο τού Θεού, πώς να γύμνωνε το σώμα του, εκεί που ταίριαζε μόνο το γύμνωμα της ψυχής; Ένιωθε τόσο ξένος μέσα στο σπίτι τού πατέρα του, καθώς αισθάνονταν ένα αόρατο μάτι να τον παρακολουθεί. Μια ηρωίδα τής Κάθλην Μάντσφηλντ, αφού δε βρήκε κανένα μέρος για να κλάψει, κατέφυγε στην εκκλησιά κι όμως κι εκεί δε μπόρεσε να ξεφύγει το βλέμμα του καντηλανάφτη. Κι αυτός δε μπορούσε να μη σκεφτεί ότι χιλιάδες μάτια πρόσεχαν την κάθε του κίνηση. Κι ίσως τό κερί, με το ώχρό του φως, να συνέτεινε πολύ σε τούτη την εντύπωση.

Σηκώθηκε κι άναψε ένα σπαρματσέτο. Το φως τώρα ξεχύθηκε πλούσιο. Ο νάρθηκας πρόβαλε μες στις αράχνες και τις σκόνες. Παλιά, εγκαταλειμμένη εκκλησιά, παρατημένη από καιρό, είχε ξεχάσει το άρωμα του λιβανιού και τη γλύκα τής ψαλμουδιάς. Λιγάκι γκρεμισμένη από μια μεριά, λειτουργούσε μόνο μια φορά το χρόνο, και τότε ξεσκονίζονταν οι τοίχοι και οι εικόνες από τις ευσεβείς γυναικούλες, που, σαν τις ταπεινές ηρωίδες του Παπαδιαμάντη, έφερναν κι αυτές το λάδι στα μπουκαλάκια, κ’ έτριβαν τα καντήλια να λάμψουν, όπως σέ παλιές δόξες, κι έκαμναν λειτουργιές που τις πήγαιναν απ’ τα χαράματα στον παπά, μαζί με τα ονόματα ζωντανών και πεθαμένων. Έτσι χαμηλή, σκοτεινή και υγρή πού ήταν, γεμάτη αράχνες και πέτρινους βαρείς τοίχους, θύμιζε τα κελιά, όπου στοιβάζονταν τα πρώτα χρόνια οι μάρτυρες. Κι όμως, τίποτα το απόκοσμο δεν είχε ή εκκλησιά, φωτισμένη με το σπαρματσέτο. Οι τοίχοι από πάνω ως κάτω σκεπάζονταν μ’ ένα παχύ στρώμα σκόνης. Και καθώς μάλιστα ήταν υγροί, η σκόνη είχε υγραθεί κι αυτή, κι έμοιαζε σαν επάλειψη με πηλό, που έκρυβε ολότελα τις αγιογραφίες, θυμίζοντας τα σουβαντίσματα των εικόνων την εποχή της εικονομαχίας.

Κάτω από τη λάσπη ζούσαν μια σιωπηλή ζωή οι μορφές των άγιων. Αν άγγιζε με το δάχτυλό του, θα πρόβαλλαν και πάλι ασκητικοί και βλοσυροί, επιτιμητικοί ή μειλίχιοι, συγκαταβατικοί και γαληνεμένοι. Αλήθεια, δε θάταν άσκημο να τόκαμνε. Ίσως ξεπρόβαλλε από κάτω καμιά ζωγραφιά αξίας, καμιά τοιχογραφία του Πανσέληνου, άγνωστη, που θα τη φωτογράφιζε και θα την έστελνε να δημοσιευτεί σε κανένα περιοδικό βυζαντινής τέχνης. Όμως δείλιαζε, κάτι τον συγκρατούσε και δεν τον άφηνε. Οι αναπνοές των δύο φίλων του, οι αράχνες στους πεσσούς και τα δοκάρια, μια παράξενη παρουσία που αισθάνονταν πλάι του, όλα τούτα του σφίγγαν την καρδιά. Γιατί να ξυπνούσε από την αταραξία τους τούς αγίους; Γιατί να άγγιζε την ιερή ζωγραφιά, που ο άγνωστος καλόγερος για να την κάνει, νήστεψε σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες; Τάχα το χέρι του δε θάταν βέβηλο; «Σαχλαμάρες» μισοψιθύρισε. «Έγινα με το παραπάνω ρομαντικός. Δεν είναι δα και τίποτα το σπουδαίο, θα μπορούσα να έκανα οτιδήποτε ήθελα εδώ μέσα, αν ήμουν μονάχος». Σάλιωσε καλά το δάχτυλό του και, με σφιγμένη καρδιά, το ακούμπησε σ’ ένα κοντινό τοίχο…

Για μια στιγμή δεν ένιωσε τίποτε. Μα ύστερα του πέρασε από το νου η σκέψη πως είχε κάνει κάτι απαγορευμένο και τώρα έβλεπε ένα μάτι αυστηρό και σκυθρωπό να τον επιτιμά. Μέσα από τον τοίχο, στο μέρος που είχε ακουμπήσει το σαλιωμένο δάχτυλο, αναδύονταν τώρα ένα κρύο, βλοσυρό μάτι, που έλαμπε ωστόσο παράξενα, λες και τ’ αρχαία χρώματα είχαν φρεσκαριστεί με το γήινο σάλιο. Κάτω από τον πηλό φαίνονταν αρκετά θαμπά, η ζωγραφιά μιας Παναγίας. Και το μάτι αυτό ήταν της Παναγίας, ξυπνημένο από ένα αλλόκοτο παρελθόν. Αυτό το μάτι, ζωγραφισμένο με λίγες λεπτομέρειες και σκούρα αλλά δυνατά χρώματα, τού ξυπνούσε παλιά αισθήματα, πράξεις ξεχασμένες και φευγαλέες μνήμες, συσσώρευε μπρος του ολόκληρη την πρωτινή του ζωή. Ένιωθε την ανάγκη να φωνάξει, όμως ο λαιμός του ήταν στεγνός, όπως στα όνειρα. Ήθελε να ξυπνήσει τούς φίλους του, όμως ντρέπονταν να τούς βγάλει από το μακάριο ύπνο τους για να τούς δείξει κάτι, που, ίσως γι’ αυτούς δε θάχε καμιά σημασία. Ένιωθε την ανάγκη να βγει έξω, όμως ο άνεμος είχε δυναμώσει. Η ώρα περνούσε, το σάλιο ξεράθηκε κι όμως το μάτι δεν έλεγε να σβήσει.

Σηκώθηκε κι έσβησε το σπαρματσέτο. Κι ύστερα χώθηκε βιαστικά και τουρτουρίζοντας κάτω από τις κουβέρτες που σκέπαζαν και τούς άλλους δυο. Μαζί του κουκουλώθηκε και το μάτι. Πάγωσε απ’ τη φρίκη του. Τούρθε να πει μια προσευχή, όπως όταν ήταν παιδί, ν’ απαγγείλει αργά αργά το Πάτερ ημών κι ύστερα να κοιμηθεί.

Ξαφνικά σκίρτησε. Από μακριά ακούστηκε μια φωνή, που όσο έρχονταν πιο κοντά δυνάμωνε. Ήταν βαθιά χαράματα και δεν ακούγονταν στο δρόμο τσιμουδιά. Η πόλη κοιμούνταν μέσα σε μια ύπουλη σιωπή. Κι αυτή τη σιωπή έρχονταν να ταράξει η φωνή αυτή. Θολή κι ακαθόριστη στην αρχή, σιγά-σιγά αποκρυσταλλώνονταν στο σκοπό ενός ρεμπέτικου τραγουδιού, κι όσο πλησίαζε, ακούγονταν καθαρά πιά τα λόγια. Τραχιά φωνή, με κάτι ελπιδοφόρο στο βάθος, γεμάτη ζωή, ξεχύνονταν πάνω από την κοιμισμένη πολιτεία:

Διώξε τα σύννεφα απ’ την καρδιά σου 
και με το κλάμα μην ξαγρυπνάς
τι κι αν δε βρίσκεται στην αγκαλιά σου;
Θαρθεί μια μέρα, μην το ξεχνάς.

Συγκινήθηκε. Παράτησε στη μέση την προσευχή, τέντωσε το αυτί ν’ ακούσει καλύτερα κι ύστερα δόθηκε ολόκληρος στη γοητεία του ρεμπέτικου τραγουδιού.

Τα εξόχως αναλυτικά πνεύματα δεν βλέπουν παρά μόνο τα ελαττώματα: όσο πιο δυνατός ο φακός, τόσο πιο ατελές μας φαίνεται το αντικείμενο που παρατηρούμε. Η λεπτομέρεια είναι πάντα αλγεινή.

50 χρόνια!

Σήμερα η Interamerican, στα κεντρικά της γραφεία, τίμησε την κυρία Φ. Θωμοπούλου για την πενηντάχρονη επιτυχημένη λειτουργία του ασφαλιστικού της γραφείου.

Ο αείμνηστος Θωμάς Θωμόπουλος ξεκίνησε την ασφαλιστική δραστηριότητα το 1973, αποτέλεσε δε, έναν από τους σημαντικότερους στυλοβάτες του δικτύου πωλήσεων της εταιρίας και αποτέλεσε μαζί με τους αείμνηστους Δημάκη, Κοντογιάννη και Κουβελιώτη την μυθική τετράδα που οδήγησαν την Ιντεραμέρικαν στην πρώτη θέση στον κλάδο Ζωής.

Από το 2008 τον διαδέχθηκε η Φώφη η οποία και συνεχίζει επάξια να ηγείται του μεγαλύτερου γραφείου της εταιρίας.