Ελένη Καραΐνδρου

Η Ελένη Καραϊνδρου έχει ξεπεράσει προ πολλού τα ελληνικά σύνορα με την κινηματογραφική της μουσική. Έχει ταυτιστεί με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, αλλά έχει συνεργαστεί και με σκηνοθέτες του επιπέδου του Ζιλ Ντασέν, του Κρις Μαρκέρ και της Μαργκαρέτε φον Τρότα, όπως και με σκηνοθέτες που έχουν χρησιμοποιήσει μουσική τους σε ταινίες τους, όπως ο Τέρενς Μάλικ και ο Τζορτζ Μίλερ. Το συνθετικό της έργο περιλαμβάνει κυρίως μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Έχει επαινεθεί από την κριτική και αγαπηθεί από το κοινό για την χαμηλόφωνη μουσική της που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της φιλμικής εικόνας και τον τρόπο με τον οποίο συνταιριάζει την λόγια με την παραδοσιακή μουσική.

Η Ελένη Καραϊνδρου γεννήθηκε σε ένα ορεινό χωριό της Φωκίδας, το Τείχιο, στις 25 Νοεμβρίου 1941, και σε ηλικία επτά ετών εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ανακάλυψε τα αυτοκίνητα, τον ηλεκτρισμό, το ραδιόφωνο και τον κινηματογράφο. Το νέο της σπίτι ήταν πίσω από ένα θερινό κινηματογράφο και συχνά παρακολουθούσε το πρόγραμμά του από το παράθυρο του δωματίου της. Από μικρή άρχισε να μαθαίνει πιάνο και συνέχισε τις μουσικές της σπουδές στο Ελληνικό Ωδείο. Παράλληλα φοιτούσε στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών,όπου γνώρισε και παντρεύτηκε τον πρώτο της σύζυγο, τον συμφοιτητή της και αργότερα καθηγητή Αρχαιολογίας Νικόλαο Φαράκλα με το οποίο απέκτησε ένα γιο.

Κατά την διάρκεια της δικτατορίας εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου συνέχισε τις σπουδές της στην εθνομουσικολογία και στην ενορχήστρωση. Παρόλες τις πολύχρονες σπουδές της στην μουσική, η ίδια θεωρεί τον εαυτό ως αυτοδίδακτη συνθέτρια.

Μετά την επιστροφή της στην Ελλάδα, που συνέπεσε με την Μεταπολίτευση, ίδρυσε το Εργαστήριο για Παραδοσιακά Όργανα στο πολιτιστικό κέντρο ΩΡΑ και το 1975 κυκλοφόρησε το πρώτο της άλμπουμ με τίτλο «Η Μεγάλη Αγρύπνια» σε ποίηση Κ.Χ Μύρη, με ερμηνεύτρια την Μαρία Φαραντούρη. Τον ίδιο χρόνο έγραψε τις πρώτες της κινηματογραφικές μουσικές για το ντοκιμαντέρ του Δημήτρη Μαυρίκιου «Πολεμόντα» και την ταινία του Τάκη Κανελλόπουλου «Το Χρονικό Μιάς Κυριακής».

Το 1982, ήταν η χρονιά της γνωριμίας της με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Ο σπουδαίος σκηνοθέτης ήταν πρόεδρος της κριτικής επιτροπής του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, που βράβευσε την ταινία του Χριστόφορου Χριστοφή «Ρόζα» της οποίας την μουσική έγραψε η Ελένη Καραϊνδρου. Η πρώτη συνεργασία τους ήταν στην ταινία του «Ταξίδι στα Κύθηρα» (1984) και ακολούθησε «Ο Μελισσοκόμος» (1986) με το σαξόφωνο του Γιαν Γκαρμπάρεκ να σημαδεύει την μουσική της ταινίας. Η συνεργασία τους συνεχίστηκε με την ταινία «Τοπίο στην Ομίχλη» (1988). Το 1989 ξανασυνεργάστηκε με τον Γκαρμπάρεκ στο μοναδικής έμπνευσης σήμα του ραδιοφωνικού σταθμού «902 Αριστερά στα FM».

Το 1990, η Ελένη Καραΐνδρου, έγινε ευρύτερα γνωστή διεθνώς, όταν η εταιρεία Milan Records, που ειδικεύεται στην έκδοση κινηματογραφικής μουσικής, κυκλοφόρησε το σάουντρακ της ταινίας «Η Αφρικάνα» της Μαργκαρέτε φον Τρότα.Τον ίδιο χρόνο υπέγραψε στην ECM, που εκδίδει δίσκους «με το καλύτερο ήχο μετά την σιωπή». Ο πρώτος της δίσκος με την εταιρεία του Μάνφρεντ Άιχερ ήταν το «Music for films», που κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 1991 και περιλαμβάνει την μουσική της για ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου, του Χριστόφορου Χριστοφή και Λευτέρη Ξανθόπουλου.

Το 1995, συνέθεσε την μουσική για την ταινία του Αγγελόπουλου «Το βλέμμα του Οδυσσέα» και συνεργάστηκε με την διάσημη βιολίστρια Κιμ Κασκασιάν. Με πρωταγωνιστή τον Χάρβεϊ Καϊτέλ η ταινία ήταν η πρώτη του Αγγελόπουλου με μεγάλη διανομή στις ΗΠΑ και βοήθησε την γνωριμία της με το αμερικάνικο κοινό. Τρία χρόνια αργότερα ξανασυνεργάστηκε με τον Αγγελόπουλο στην ταινία του «Αιωνιότητα και Μία Μέρα», η οποία κέρδισε τον «Χρυσό Φοίνικα» του Φεστιβάλ των Καννών.

Σημαντικό είναι και το έργο της στην θεατρική μουσική που συχνά βρίσκει διέξοδο και στην δισκογραφία. Το 2001 συνέθεσε την μουσική για την τραγωδία του Ευριπίδη «Τρωάδες», που σκηνοθέτησε ο Αντώνης Αντύπας (και δεύτερος σύζυγός της) στην Επίδαυρο με μεγάλη επιτυχία. Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε από την ECM η μουσική της με τον τίτλο «Trojan Women». Το 2011 έγραψε την μουσική για την τραγωδία του Ευριπίδη «Μήδεια» (σε μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά), η οποία ανέβηκε στην Επίδαυρο σε σκηνοθεσία του Αντώνη Αντύπα. Η μουσική της κυκλοφόρησε σε δίσκο («Medea») από την ECM το 2014.

Το 2005 παρουσίασε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών την σκηνική κατάντα «Η Ελεγεία του Ξεριζωμένου», που επίσης δισκογραφήθηκε, με επεξεργασμένα παλαιότερα μουσικά θέματά της από τον κινηματογράφο και το θέατρο, με ερμηνεύτρια την Μαρία Φαραντούρη, την οποία συνόδευσε Καμεράτα υπό την διεύθυνση του Αλέξανδρου Μυράτ.

Το 2016, η ECM κυκλοφόρησε την μουσική που είχε γράψει για το θεατρικό έργο «Δαβίδ» σε έμμετρο κείμενο ενός αγνώστου ποιητή του 18ου αιώνα από την Χίο, που είχε ανεβάσει ο Σπύρος Ευαγγελάτος το 1980.

Από τις τελευταίες της δουλειές ξεχωρίζουν η μουσική της για την θεατρική παράσταση του Λιβανο-Καναδέζου σκηνοθέτη Βαϊντί Μουαβάντ «Tous Des Oiseaux», η οποία κυκλοφορεί από την ECM, και την μουσική της για την ταινία του ιρανού σκηνοθέτη Παϊμάν Μααντί «Bomb, A Love Story».

Η συνεργασία της με το Θόδωρο Αγγελόπουλο ολοκληρώθηκε με τον αδόκητο θάνατο του τον Ιανουάριο του 2012. Η Ελένη Καραϊνδρου είχε γράψει την μουσική για τις ταινίες του «Το λιβάδι που δακρύζει» (2004) και «Η Σκόνη του Χρόνου» (2008) και ετοιμαζόταν να συνθέσει το τρίτο μέρος της τριλογίας με τίτλο «Η άλλη θάλασσα», όταν, κατά την διάρκεια των γυρισμάτων στην Δραπετσώνα, μια διερχόμενη μοτοσυκλέτα έκοψε το νήμα της ζωής του διεθνούς φήμης έλληνα σκηνοθέτη.


Πηγή: https://www.sansimera.gr/

Όταν είναι κανείς νέος, είναι πολύ νωρίς. Όταν είναι γέρος, είναι πολύ αργά.

Διογένης

«Η φιλοσοφία μου είναι:

Το τι λένε οι άνθρωποι για μένα δεν είναι δική μου δουλειά.
Είμαι αυτός που είμαι και κάνω αυτό που κάνω.
Δεν περιμένω τίποτα και αποδέχομαι τα πάντα.
Και αυτό κάνει τη ζωή πιο εύκολη.–
Ζούμε σε έναν κόσμο όπου οι κηδείες είναι πιο σημαντικές από τον αποθανόντα, ο γάμος είναι πιο σημαντικός από την αγάπη, η εμφάνιση είναι πιο σημαντική από την ψυχή.
Ζούμε σε μια κουλτούρα συσκευασίας που περιφρονεί το περιεχόμενο».


Σερ Άντονι Χόπκινς

Ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη

Στον Λελούδα στον Βοτανικό για βαρελίσιο κρασί και μπακαλιάρο σκορδαλιά

Oneman.gr / Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου–Watkinson

 

Το οινομαγειρείο στέκει στο ίδιο σημείο σχεδόν έναν αιώνα, μένοντας ίδιο στο πέρασμα του χρόνου και σερβίροντας πιάτα – σήμα κατατεθέν.

Στην πλευρά του Βοτανικού που συνορεύει με τη λεωφόρο Αθηνών στέκει σχεδόν έναν αιώνα το οινομαγειρείο του Λελούδα. Σήμερα, μπορεί να έχει περάσει στα χέρια της τρίτης γενιάς αλλά όλα μοιάζουν να έχουν μείνει ανέγγιχτα στον χρόνο. Από τα βαρέλια και τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες στους τοίχους της παλιάς σάλας μέχρι το μωσαϊκό, όλα συνθέτουν μια ιστορία χρόνων, που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1920 και που ούτε ο πόλεμος κατάφερε να σταματήσει.

 

Το μαγαζί του Λελούδα είναι από τα λιγοστά πια μέρη που σερβίρουν λαϊκό φαγητό και κρατούν την αυθεντικότητά τους. Από τα τραπέζια του έχουν περάσει προσωπικότητες της τέχνης αλλά απλός κοσμάκης που αναζητούν πιάτα χορταστικά σε γεύση και συναίσθημα.

λελούδας

Κεφτεδάκια και πατάτες στο τηγάνι, φάβα και βακαλάος σκορδαλιά είναι τα πιο δημοφιλή για να συνδυάσεις με βαρελίσιο κρασί. Το καλοκαίρι, οι καθημερινές είναι πιο ήσυχες ημέρες. Συναντάς ακόμα και θαμώνες που έχουν για μοναδική τους παρέα ένα βιβλίο καθώς απολαμβάνουν έναν μεσημεριανό μεζέ. Τον χειμώνα, το σκηνικό αλλάζει, «μπορεί να χρειαστεί να κάνεις ακόμα και κράτηση», λένε στο μαγαζί.

Το κατάστημα ξεκίνησε να λειτουργεί το 1928 ως μπακάλικο, με χύμα προϊόντα που κάλυπταν τις βασικές ανάγκες. Η δεκαετία του 1950 έφερε μεγάλες αλλαγές και κάπως έτσι ένα μαγειρείο άρχισε να λειτουργεί παράλληλα με το μπακάλικο.

Ήταν οι γονείς του τωρινού ιδιοκτήτη Δημήτρη Λελούδα, εκείνοι που αποφάσισαν να συνεχίσουν την επιχείρηση αποκλειστικά ως οινομαγειρείο, στηρίζοντας το τρίπτυχο κρασί – τηγανητός βακαλάος και θερμιώτικο τυρί (από τη γενέτειρα του παππού Δημήτρη την Κύθνο) μέχρι και τη συνταξιοδότησή τους στις αρχές του 2000.

Σήμερα, ο Λελούδας κρατάει τις τιμές χαμηλά και διατηρεί την ποιότητα στα υλικά και τις γεύσεις του. Επιλέγει φάβα Φενεού, ναξιώτικη πατάτα που κόβεται στο χέρι και φρέσκο κιμά για τα κεφτεδάκια. Και μαζί με τα πιάτα – σήμα κατατεθέν, κρατάει την υπόσχεση για τα φαγητά που θυμίζουν σπίτι και κυριακάτικο τραπέζι: μοσχαράκι λεμονάτο, φασολάδα και γίγαντες, σουτζουκάκια και μακαρόνια με κιμά.

ΛΕΛΟΥΔΑΣ