η εισβολή των ηλιθίων….

“Οι ιστότοποι κοινωνικής δικτύωσης έδωσαν το δικαίωμα να μιλάνε σε λεγεώνες ηλιθίων που άλλοτε δεν μίλαγαν παρά μόνο σε μπαρ, αφού είχαν πιει κανένα ποτήρι κρασί, χωρίς να βλάπτουν την κοινότητα. Τους αναγκάζαμε αμέσως να σωπάσουν, αλλά σήμερα έχουν το ίδιο δικαίωμα λόγου με έναν με βραβείο Νόμπελ. Είναι η εισβολή των ηλιθίων.”

Ουμπέρτο Έκο

ΟΙ ΑΕΤΟΊ (διήγημα)

ΟΙ ΑΕΤΟΊ

 *

της ΑΝΤΩΝΙΑΣ ΓΟΥΝΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

Διήγημα εμπνευσμένο από αληθινό περιστατικό που περιγράφει ο Πάτρικ Λη Φέρμορ στο βιβλίο του Ρούμελη (1966).

~.~

Ο Όλεγκ είχε έρθει απ’ την Αγγλία με ένα σακίδιο στον ώμο κι ένα σημειωματάριο στην εσωτερική τσέπη του σακακιού, έτοιμος ανά πάσα στιγμή να σκιτσάρει βλαστούς, φύλλα και άνθη πολύτιμων και σπάνιων φυτών. Βότανα της Πίνδου που γιάτρευαν τον πόνο του δέρματος και της καρδιάς, τη βάσανο της τρέλας και της θλίψης. Τώρα στεκόταν στην αρχή του στενού μονοπατιού, που πήγαινε σύρριζα στο φαράγγι, και κοιτούσε τον γαλανό ουρανό μπροστά του. Το αγόρι ήταν ο μόνος άνθρωπος στον οικισμό που είχε δεχτεί να τον συνοδεύσει ως το επόμενο χωριό, λίγο από περιέργεια για τον ξένο «βοτανολόγο» και πολύ για τη γενναία αμοιβή που είχε προσφέρει ο Όλεγκ.

«Έλα, μίστερ, έλα, έλα» είπε το αγόρι και κίνησε μπροστά.

Ο Όλεγκ, ευχαριστημένος, ακολούθησε. Δεν είχε μαζί του όπλο, όμως μια καραμπίνα κρεμόταν από τον ώμο του αγοριού, που με το δεξί του χέρι κράταγε την κάννη να μην το χτυπά στα πόδια καθώς περπατούσε. Δεν ήταν απίθανο να συναντούσαν στον δρόμο τους αρκούδα ή λύκο.

Πήγαιναν έτσι, αμίλητοι, για κάμποση ώρα, όταν ο Όλεγκ, κοιτώντας για πολλοστή φορά προς τον Βοϊδομάτη στα βάθη του φαραγγιού, διέκρινε έναν βλαστό να υψώνεται καμιά δεκαριά μέτρα κάτω απ’ το μονοπάτι, ανοίγοντας προς το μέρος του μια μικρή συστάδα από μωβ οδοντωτά άνθη. Στάθηκε. Ήταν βέβαιος πως επρόκειτο για τον δίανθο, τον dianthus cruentus, κι αυτά τα άνθη έπρεπε οπωσδήποτε να φτάσουν ως την πλούσια συλλογή του πίσω στην Αγγλία.

«Στάσου!» φώναξε, και το αγόρι στάθηκε. Έκανε μεταβολή και πλησίασε τον Άγγλο.

«Κοίτα, λουκ!» είπε ο Όλεγκ κι έδειξε το λουλούδι. «Βλέπεις; Εκεί; Αυτό πολύ γκουντ φλάουερ. Το θέλω!»

Το αγόρι τον κοίταζε σαν να αντίκριζε τρελό. Έσκυψε και έψαξε τριγύρω απ’ το γαρυφαλλάκι, μήπως αυτό που ’χε τραβήξει την προσοχή του ξένου ήταν κάτι άλλο. Όχι, μονάχα το μωβ γαρύφαλλο φύτρωνε εκεί, μέσα σ’ έναν μεγάλο αγκαθωτό θάμνο˙ μετά, από κάτω, ο γκρεμός.

«Αυτό εκεί θες;» ρώτησε με νοήματα τον ξένο.

Ο βοτανολόγος ένευσε καταφατικά και ανυπόμονα. Έκανε σήμα στον νεαρό οδηγό του να περιμένει. Έβγαλε από τους ώμους του το σακίδιο. Το άνοιξε κι από μέσα πήρε μια κουλούρα σκοινί. Το έδειξε στο αγόρι, που η έκφρασή του έδειχνε πως άρχιζε να νιώθει φρίκη. Το ποτάμι κυλούσε εκατοντάδες μέτρα κάτω από τα πόδια τους, ο βουνίσιος αέρας πάγωνε πρόσωπο και χέρια. Ο ξένος τού έδειξε ένα έλατο πίσω τους. Χωρίς να δώσει σημασία στο αγόρι που κουνούσε αρνητικά το κεφάλι, πήγε μόνος του ως εκεί κι έδεσε το σκοινί στον κορμό. Ύστερα έδεσε καλά την άλλη άκρη γύρω από τη μέση του και προχώρησε ως τον γκρεμό.

Το αγόρι τινάχτηκε, τον άρπαξε από το μπράτσο.

«Όχι!» είπε. Έδειξε κάτω, βαθιά, το ποτάμι που κυλούσε. «Πολύ πολύ κάτω!» Έκανε μια πλατιά κίνηση με το χέρι. «Και πουλιά! Αετοί! Μπιγκ μπερντς!»

Μα ο Όλεγκ γέλασε. Αυτά τα αγόρια της Πίνδου, πόσο γνήσια και πόσο δειλά ήταν! Τίναξε το χέρι του να απελευθερωθεί από το αγόρι, και του έδωσε να κρατάει το σκοινί.

«Κράτα καλά! Χολντ, χολντ! Οκέι; Εσύ όκι φοβάσαι! Εγώ πάρει φλάουερ, βέρι γκουντ φλάουερ, βέρι γκουντ μέντισιν!»

Το αγόρι είχε πανιάσει, και ο τρόμος του έγινε ακόμα πιο μεγάλος όταν είδε τον Όλεγκ να κατεβαίνει προς τα κάτω κλοτσώντας την κάθετη πλαγιά, προσπαθώντας να ευθυγραμμίσει την κάθοδό του με το σημείο όπου φύτρωνε το λουλούδι. Όταν τελικά έφτασε μπροστά στον στόχο του, άπλωσε τα δυο του χέρια και παραμέρισε προσεκτικά τα κλαδιά του θάμνου για να ελευθερώσει το φυτό. Και τότε, το αγόρι άφησε το σκοινί και πισωπάτησε τρομαγμένο.

Ο μεγάλος θάμνος έκρυβε το άνοιγμα μιας ρηχής σπηλιάς, μέσα από την οποία πετάχτηκε τώρα μανιασμένος ένας τεράστιος χρυσαετός. Ξάφνου ο Όλεγκ ένιωσε κάτι να τον χτυπά στο πρόσωπο και, πριν καταλάβει τι συνέβαινε, βρέθηκε να τινάζει χέρια και πόδια στο κενό προσπαθώντας να καλυφτεί απ’ τις απανωτές επιθέσεις του μεγάλου πουλιού, που μετεωριζόταν από πάνω του καταφέρνοντάς του χτυπήματα με το ράμφος στο κεφάλι, στα μπράτσα, στην πλάτη… Ο Όλεγκ δεν είχε άλλη επιλογή παρά να σπρώχνει με τα πόδια τον βράχο μπροστά του και να τινάζεται μια δεξιά, μια αριστερά, προσπαθώντας να αποφύγει τις επιθέσεις του χρυσαετού, που τον ράμφιζε και τον ξεκούφαινε με τα κρωξίματά του.

Το αγόρι ξεκρέμασε την καραμπίνα – μα πώς μπορούσε να ρίξει; Κι ακόμα χειρότερα, καθώς ο χρυσαετός ριχνόταν ξανά και ξανά πάνω στον Άγγλο – πώς μπορούσε να μη ρίξει;

Η τουφεκιά αντήχησε απ’ άκρη σ’ άκρη στο φαράγγι και τα βράχια την πολλαπλασίασαν. Ο αετός, με μια τελευταία κραυγή, κατέρρευσε νεκρός στα νερά του ποταμού. Σιωπή. Ο Όλεγκ έφερε το ένα του χέρι και σκούπισε από το κούτελο αίμα που κυλούσε στα μάτια του. Έκανε να φωνάξει στο αγόρι να τραβήξει το σκοινί, αλλά δεν πρόλαβε. Μέσα απ’ τη σπηλιά ένας άλλος, δεύτερος αετός τινάχτηκε μπροστά, κρώζοντας δαιμονισμένα – ήταν ο σύντροφος της αετίνας, και ο Όλεγκ διέκρινε μες στη σπηλιά αυγά!

Αυτός ο δεύτερος αετός δε ρίχτηκε του βοτανολόγου. Υψώθηκε προς τα πάνω, και προς τα πάνω, και προς τα πάνω, σε κύκλους που ολοένα μίκραιναν. Τα απλωμένα του φτερά ξεπερνούσαν τα δυο μέτρα – αν άνοιγε τα χέρια του ο Όλεγκ, δε θα ’φταναν το μήκος τους. Ο Άγγλος έμεινε σιωπηλός να κοιτά το τρομακτικό θαύμα που τώρα μετεωριζόταν ακίνητο πάνω ακριβώς απ’ το κεφάλι του, δεκάδες μέτρα ψηλά στον ουρανό. Αν δεν έκανε κάτι το αγόρι, ήταν χαμένος.

Το αγόρι έριξε. Δεύτερη τουφεκιά. Καφετιά και κόκκινα φτερά έπεσαν πάνω στον Όλεγκ κι ο χρυσαετός βούτηξε σπαρταρώντας και κραυγάζοντας πίσω από το ταίρι του.

Σε δυο λεπτά ο Όλεγκ σκαρφάλωνε το χείλος του γκρεμού και σωριαζόταν ανάσκελα δίπλα στο ξαναμμένο αγόρι.

Γελούσε.

«Μπράβο, μπόυ, μπράβο! Γκουντ μπόυ! Γκουντ μπόυ! Λουκ, μέντισιν! Μέντισιν!»

Κι έβγαλε προσεκτικά μέσα απ’ το πουκάμισό του τον μωβ δίανθο.

Το «μπόυ», όμως, δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένο κι ούτε που καταδέχτηκε να ρίξει μια  ματιά στο βρωμογαρύφαλλο του Άγγλου. Ο βοτανολόγος είδε τα μάτια του γεμάτα δάκρυα.

«Τίποτα γκουντ!» του φώναξε το αγόρι κι απομακρύνθηκε από κοντά του. «Τίποτα γκουντ! Εσύ τρελός!»

Του πήρε αρκετή ώρα του Όλεγκ να ηρεμήσει το αγόρι, που δεν του συγχωρούσε να ’χει σκοτώσει για χάρη του δυο τόσο όμορφους χρυσαετούς. Κι όταν ο ξένος τού έδειξε με νοήματα πως θα κατέβαινε ξανά πίσω στη φωλιά και να του κρατάει πάλι το σκοινί, «Νο!» είπε σταθερά το αγόρι, κάθισε στο χώμα και σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος. Ο Όλεγκ κατάλαβε πως τίποτα δε θα ’βγαζε πια απ’ αυτόν, πήγε πάλι στο χείλος του γκρεμού κι άρχισε μόνος του να κατεβαίνει.

~.~

Λίγους μήνες μετά, φώναξαν το αγόρι στο καφενείο του χωριού, γιατί είχε έρθει, λέει, ένα γράμμα γι’ αυτόν απ’ την Αγγλία. Πήγε, πήρε στα χέρια τον φάκελο, και μόνο το «Ο» και το «Ε» κατάλαβε από το όνομα του αποστολέα. Μέσα υπήρχε μια φωτογραφία, μ’ ένα χρυσαετόπουλο μωρό σ’ ένα καλάθι, το φτέρωμά του σαν βρεγμένο, όμως το μάτι πανέμορφο, καστανό και τόσο λαμπερά μοχθηρό! Γύρισε τη φωτογραφία απ’ την άλλη και διάβασε συλλαβιστά στα ελληνικά:

«Αγόρι, δεν έπρεπε να αφήσουμε ορφανά τα μωρά τους. Ευχαριστώ».

Πηγή:neoplanodon.gr

«Δίχως πάθη δεν γίνεται ποίηση. Κάθε άνθρωπος που φλέγεται από πάθος, θέλει να το μοιραστεί με τους άλλους. Η ποίηση, η πολιτική και ο έρωτας μοιράζονται την ανεξέλεγκτη οργή απέναντι στη ματαίωση.»

ΓΙΏΡΓΟΣ ΜΠΛΆΝΑΣ (1959-2024) ποιητής, μεταφραστής

Από τον Γαστρονόμο….

→ Στα Μεσόγεια υπάρχουν τα τελευταία δέντρα από τις πιο σπάνιες ποικιλίες ελιάς στον κόσμο.
→ Στη Μπάλα που σήμερα την ξέρουν ως Ροδόπολη βασιλεύει ο γάστρος και χωράει μέσα του ένα ολόκληρο αρνί με πατάτες που ψήνεται για 4 ώρες σε λιόξυλα.
→ Στον Υμηττό φύονται πάνω από εκατό διαφορετικά φρύγανα και αγριολούλουδα και παράγεται το μέλι που κάποτε ήταν η γκουρμέ απόλαυση των ζάμπλουτων Ρωμαίων Πατρικίων.
→ Οι λιγοστοί ξυλόφουρνοι της Αττικής είναι όλοι διακοσμημένοι με τα ίδια δίχρωμα πλακάκια από τις αρχές του 20ού αιώνα.
→ Στη Αττική βόσκουν 220.000 αιγοπρόβατα, σε ό,τι έχει απομείνει από φωτιές και αστικοποίηση.
→ Στο Μενίδι τα καλοκαίρια ψήνουν στο φούρνο παπί με μπάμιες γιατί «πίτα κότα το Γενάρη και παπί τον Αλωνάρη».
→ Στο Μάζι, που σήμερα το ξέρουν ως Πολυδένδρι, κυματίζουν τρεις χιλιάδες στρέμματα χρυσαφένια στάχυα από στάρι ζέας, γκρεμενιάς και μαυραγάνι.
→ Στο Μαρκόπουλο, στο λόφο καταμεσής της κωμόπολης, υψώνεται ένας γιγάντιος ανεμόμυλος με φτερωτή, ανακαινισμένος πλήρως από τους Εμπειρίκους.
→ Στο Βαρνάβα λειτουργεί το σημαντικότερο μουσείο ψωμιού στην Ευρώπη και το επισκέπτονται φοιτητές από πανεπιστήμια των ΗΠΑ και του Καναδά
→ Στη Βραυρώνα, στα κιόσκια γύρω από το Ναό της Άρτεμης, οι περαστικοί σταματούν να αγοράσουν τις πιο κακομούτσουνες και πιο νόστιμες ντομάτες, τις μπατάλες.
→ Κάθε 28 Ιουνίου στον ελαιώνα των Σπάτων γίνεται ένα από τα μεγαλύτερα κουρμπάνια της Ελλάδας με δεκάδες τόνους στιφάδο μαγειρεμένο στα ξύλα.
→ Στην Πεντέλη έχει την έδρα του μελισσοκόμος που βγάζει μέλι ασφάκας από τα βράχια της Βούλας και ανθόμελο από μελίσσια σε ταράτσες της Γλυφάδας, του Αιγάλεω και του Νέου Κόσμου.
→ Στα Βίλια, μια φουρνάρισσα ψήνει στον ξυλόφουρνό της τις νοστιμότερες πίτες και πιστεύει ότι χάρη σε αυτές περνάνε τα παιδιά στις Πανελλαδικές.
→ Η προβατίνα στη σχάρα, στη λαδόκολλα και κοκκινιστή με μακαρόνια μπλουμ, είναι τα «φαγητά ΠΟΠ» της Αττικής.
→ Το Μπογιάτι, που σήμερα το ξέρουν ως Αγιο Στέφανο, βγάζει τις πιο νόστιμες, μικροσκοπικές μπάμιες.
→ Στις αλυκές της Αναβύσσου οι Μικρασιάτες πρόσφυγες έστησαν ατέλειωτους λόφους αλάτι.
→ Οταν παντρεύονται οι Μεσογείτισσες ψήνουν το κεντητό ψωμί του γάμου στολισμένο περίτεχνα με ζυμαρένια λουμίνια, φιτίλια, πιτσούνια και γιρλάντες.
→ Κάτι ανήσυχα νιάτα στα Μέγαρα και στο Μαρκόπουλο στέλνουν τα κοιλαράτα και νυχάτα κελυφωτά φιστίκια τους σε όλο τον πλανήτη.
→ Στον μεσογείτικο κάμπο, την εποχή της μουστιάς, βράζουν μούστο Σαββατιανού και ψήνουν μουσταλευριές με αμύγδαλα και αρμπαρόριζα.
→ Στην Κερατέα μπορείς να πας σε σαρακατσάνικο κονάκι και να βρεις φέτα, γιαούρτι με πέτσα και άβραστο πρόβειο γάλα για να φτιάξεις αρβανίτικη γαλατόπιτα πουπέκι.
→ Στην Παλαιά Φώκαια τα καΐκια κάθε ξημέρωμα βγάζουν προσφυγάκια, κυνηγούς, ξιφιούς και τούνες.
→ Οι γυναίκες στην Αττική ψήνουν γρήγορες πιταστές, τριμερίτες αρωματισμένες με μαστίχα και πλιατέτσι που ζυμώνεται σαν σφολιάτα.
→ Στο Κριεκούκι, που σημαίνει «κόκκινα χείλια» και σήμερα το ξέρουν ως Ερυθρές, το αρνάκι φρικασέ φτιάχνεται μόνο με φρέσκα κρεμμυδάκια.
→ Στον Μαραθώνα στήθηκαν τα πρώτα θερμοκήπια στην Ελλάδα κι εκεί βγαίνουν όλα τα σαλατικά και τα μυρωδικά που βρίσκεις στις λαϊκές της Αθήνας.
→ Ενας αρχαιολόγος και μελισσοκόμος διηγείται ιστορίες της αττικής νομαδικής μελισσοκομίας που εφαρμόζεται ακόμη και σήμερα.
→ Στην Ελευσίνα, κάθε 21 Νοέμβρη, εδώ και 3.000 χρόνια αδιαλείπτως, οι γυναίκες προσφέρουν στο ναό πολυσπόρια, κάποτε στη Δήμητρα, σήμερα στην Παναγία.
→ Στην Πάρνηθα, κάθε φθινόπωρο ανεβαίνει κόσμος για μάρ’λιες και λαγόφτια που ψήνονται στο τηγάνι με αυγά.
→ Οι Μεσογείτισσες την άνοιξη μαζεύουν μπουκουλιέπουρα, αγριομάρουλα, κραχπούλισσες και κασέντρες, τα ανακατεύουν με σπανάκι και καυκαλήθρες και ψήνουν στο άψε σβήσε μουσούντες.
→ Οι βοσκοί του Κιθαιρώνα μεγάλωσαν τον Οιδίποδα όταν τον εγκατέλειψε στο βουνό ο Λάιος. Οι «απόγονοί» τους σήμερα παράγουν την καλύτερη φέτα γιατί τα κοπάδια τους τρώνε ορεινό πουρνάρι.
→ Τα βασιλικά σύκα του Μαρκόπουλου φεύγουν κάθε ξημέρωμα για τα διπλανά Σπάτα, μπαίνουν στο αεροπλάνο και σε 12 ώρες τα καταβροχθίζουν κατενθουσιασμένοι οι Καναδοί στο μπρέκφαστ.

Όλες αυτές οι εικόνες συνηγορούν ότι η Αττική, σε πείσμα της ξέφρενης αστικοποίησης και βιομηχανοποίησης, και παρά το ότι κάθε καλοκαίρι κατακαίγεται, είναι ένας ολοζώντανος πυρήνας αγροτικού πλούτου που όμως βάλλεται πανταχόθεν και πασχίζει να επιβιώσει. Το μέλλον του είναι αβέβαιο, αλλά όσο υπάρχει και προσφέρει, έχουμε την τύχη να βρίσκουμε στην πόρτα μας εκλεκτά είδη, σπάνιας ποιότητας και νοστιμιάς. Για πόσο ακόμα;

Σήμερα στον Γαστρονόμος

Κείμενο-ρεπορτάζ: Βιβή Κωνσταντινίδου
Φωτογραφίες: Christina Georgiadou, Michael Pappas

Ο Κόναν του κτήματος Αυτάρκεια

Γάιδαρος

Εξημερώθηκε πριν 4000 χρόνια. Είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στο εμπόριο κατά την αρχαιότητα. Υπήρξε ο «αρχιτέκτονας» της οικονομικής ανάπτυξης στον αγροτικό κόσμο. Ότι πιο επίπονο ήταν πάντα δουλειά γαιδάρου! Τον βρίσκουμε και σε υπόγειες στοές να σέρνει στην επιφάνεια καρότσια φορτωμένα με μεταλλεύματα ορυχείων. Αυτά, ήταν μάλλον τα πιο άτυχα γαϊδουράκια, μια και καλυμμένα με μαύρη σκόνη, βλέποντας σπάνια το φως της μέρας, στο τέλος τυφλώνονταν και ήταν …άχρηστα.
Η εργάσιμη μέρα δεν τελείωνε ποτέ, αν είχες την ατυχία να γεννηθείς γάιδαρος! Ακόμη κι αν τελείωναν οι αγροτικές δουλειές, επιστρέφοντας στο «σπίτι» έπρεπε να κουβαλήσει ξύλα, νερό, να μεταφέρει τα τσουβάλια με τα σιτηρά στον μύλο, να γυρίσει τον βαρύ τροχό του μύλου άλεσης και στο τέλος της ημέρας αναλάμβαναν τα παιδιά, μια και τον έβλεπαν σαν συμπαίκτη για βόλτα και παιχνίδι. Ο άνθρωπος, δεν τον περιέβαλε ποτέ με αισθήματα ευγνωμοσύνης για όλες τις υπηρεσίες που του παρείχε, ούτε για την πίστη του και την υπομονή του. Ήταν πάντα ζώο δευτεροκλασάτο, με εντονότερο συναίσθημα προσφοράς από τον άνθρωπο, εκείνο της περιφρόνησης και απαξίωσης. Μέχρι σήμερα τον ταυτίζουμε με την ανοησία, την αγνωμοσύνη(!) και μόνο με αρνητικές συμπεριφορές.

Αυτά τα συμπαθή τετράποδα, σαν αυτό της φωτογραφίας, θα τα βλέπουμε όλο και σπανιότερα, μέχρι να έρθει μία εποχή που θα μείνουν απλά φωτογραφίες από το παρελθόν.

Ρωμαίοι Παλαιοχριατιανοι!


•Σε κατακόμβες στην ορεινή Κορινθια και εναντίον της τεχνολογίας.Γιατί όχι;τέρμα τα νοίκια,το ηλεκτρικό,το νερο από πηγές.βολβοί,κυνήγι.καρποί,χόρτα,σεξ και προσευχή.Θα προσχωρούσα αλλα δεν είμαι καλός στην τοξοβολία.Η αναζητηση της πρωτόγονης αγνότητας και της αληθινής μας φύσης.Βέβαια τα παιδιά δεν τα ωθεις στον πρωτογονισμό νόμιμα.Πρεπει να πάνε σχολείο.Δεν ειναι έρμαια της παραδοξοτητας της όποιας πεποίθησης.Αυτό ειναι σαφές.Αλλά κατα τα λοιπά ότι γουστάρετε κανένα πρόβλημα.Άρθρο 9 ΕΣΔΑ.


•Το θυμάστε του Μποστ;για το ζεύγος στο ερημονήσι;

«Ζώντες βιον πρωτόγονου/και ο νέος και η κόρη/ κοίταζαν και κάπου κάπου/εάν έρχεται βαπόρι.»…

«Αργότερα αργοτερα/κατεφτασαν δυό κότερα.»

Πάνος Μπιτσαξής

Κώστας Μόντης: Ένας από τους σημαντικότερους Ελληνοκύπριους ποιητές

Κώστας Μόντης (1914 – 2004)

Κώστας Μόντης (1914 – 2004) 

Για πολλούς ο σπουδαιότερος ελληνόφωνος ποιητής της Κύπρου κι ένας από τους σημαντικότερους των ελληνικών γραμμάτων. Από τους ανανεωτές της ποίησης στον ελληνικό χώρο, ο Κώστας Μόντης είναι «κάποτε συγκινημένος (μέχρι και αισθηματικός), συχνότερα σκωπτικός, ιδίως σε κείμενα επιγραμματικά, άλλοτε άκακα περιπαικτικός και χιουμοριστικός, περνά σε τόνους πιο τερπνούς αντλώντας από ιστορικά επεισόδια του κυπριακού παρελθόντος» (Μάριο Βίτι).

Ο Κώστας Μόντης γεννήθηκε στην Αμμόχωστο στις 18 Φεβρουαρίου 1914. Αποφοίτησε από το Παγκύπριο Γυμνάσιο Λευκωσίας και σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.Ο Κώστας Μόντης σε νεαρή ηλικίαΕπιστρέφοντας στην Κύπρο το 1937 μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του, δεν μπόρεσε να εξασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου, επειδή δεν του το επέτρεψε η τότε αποικιακή κυβέρνηση. Έκανε διάφορα επαγγέλματα, όπως προϊστάμενος γραφείων στην Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία, δημοσιογράφος, καθηγητής σε σχολεία, γραμματέας της Εμποροβιομηχανικής Ομοσπονδίας Κύπρου και από το 1961 διευθυντής του Τμήματος Τουρισμού της Κύπρου μέχρι την αφυπηρέτησή του το 1976.

Η ίδρυση του θεάτρου “Λυρικό” και οι ποιητικές συλλογές

Το 1942 ίδρυσε μαζί με τον Αχιλλέα Λυμπουρίδη και τον Φοίβο Μουσουλίδη το πρώτο επαγγελματικό θέατρο στην Κύπρο, το «Λυρικό», κι έκτοτε έγραψε μεγάλο αριθμό επιθεωρήσεων και άλλων θεατρικών έργων.

Ωστόσο, ο Μάντης ασχολήθηκε κυρίως με την ποίηση και, κατά δεύτερο λόγο, με την αφηγηματική πεζογραφία. Από τις ποιητικές του συλλογές αναφέρουμε ενδεικτικά τις παρακάτω: «Με μέτρο και χωρίς μέτρο» (1934), «Minima» (1946), «Τα τραγούδια της ταπεινής ζωής» (1954), «Στιγμές» (1958), «Συμπλήρωμα των Στιγμών» (1960), «Κλειστές πόρτες (1964), «Γράμμα στη Μητέρα κι άλλοι στίχοι» (1965), «Αγνώστω Ανθρώπω» (1968), «Εξ ιμερτής Κύπρου» (1969), «Εν Λευκωσία τη…» (1970), «Πικραινόμενος εν εαυτώ» (1975), «Κύπρος εν Αυλίδι» (1976) «Κύπρια ειδώλια» (1980) και «Επί σφαγήν» (1985). Τα «Άπαντα» του ποιητικού του έργου εκδόθηκαν το 1999.

Οι μελοποιήσεις των ποιημάτων του από σπουδαίους συνθέτες

Στην κυπριακή διάλεκτο έγραψε και ποιήματα, που μερικά μελοποιήθηκαν από τον κύπριο μουσικό Αχιλλέα Λυμπουρίδη. Ποιήματά του έχουν μελοποιήσει και οι συνθέτες Μάριος Τόκας («Κερύνεια 1974» με τον Γιώργο Νταλάρα), Νότης Μαυρουδής («Τουρκική εισβολή» με τον Γιάννη Σιαμσιάρη), Γιώργος Θεοφάνους («Ζωή» με τον Πέτρο Γαϊτάνο) και Μιχάλης Χριστοδουλίδης («Μη μας φυσήξει άνεμος» με τη Μελίνα Κανά).

 Ο Κώστας Μόντης δημοσίευσε τις συλλογές διηγημάτων «Γκαμήλες και άλλα διηγήματα» (1939), «Ταπεινή ζωή» (1944), τα μυθιστορήματα «Ο αφέντης Μπατίστας» και «Ο Σαγρίδης», ενώ μετέφρασε στην κυπριακή διάλεκτο την κωμωδία του Αριστοφάνη «Λυσιστράτη» (1972).

Ως δημοσιογράφος εξέδωσε το περιοδικό «Θέατρο» (1944), τις εφημερίδες «Ελευθέρα Φωνή» (1946) και «Εμπορική» (1960 μαζί με τον Π. Μπενάκη) και τα οικονομικά περιοδικά «The Cyprus Chamber of Commerce Journal» (1946) και «Cyprus Trade Journal» (1952). Συνεργάστηκε με τις εφημερίδες «Ελευθερία» (στην οποία ήταν και ανταποκριτής της κατά τη διάρκεια των σπουδών του στην Ελλάδα), «Έθνος» και «Νέα», το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου και το περιοδικό «Times of Cyprus», ενώ υπήρξε ιδρυτικό μέλος του περιοδικού «Πνευματική Κύπρος» (1960).

Κρατικό Βραβείο Συνολικής Προσφοράς στην Κυπριακή Λογοτεχνία

Για την προσφορά του στα κυπριακά γράμματα τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Συνολικής Προσφοράς στην Κυπριακή Λογοτεχνία (1973), το Βραβείο Ποιήσεως της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών Κύπρου (1976) και το Βραβείο Μυθιστορήματος της ίδιας εταιρείας (1979). Το 1997 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κύπρου. Ποιήματά του μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες, ενώ δύο ποιητικές συλλογές κυκλοφόρησαν μεταφρασμένες η μία στα αγγλικά και η άλλη στα γαλλικά.

Κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα της Κύπρου (1955-1959), ο Κώστας Μόντης υπηρέτησε ως μέλος της ΕΟΚΑ και είχε την πολιτική καθοδήγηση της οργάνωσης στην επαρχία Λευκωσίας.

Ο Κώστας Μόντης πέθανε την 1η Μαρτίου 2004 στη Λευκωσία, σε ηλικία 90 ετών. Ήταν παντρεμένος με την Έρση Κωνσταντίνου, με την οποία απέκτησε τρεις γιους και μια κόρη.


Πηγή: https://www.sansimera.gr/

Αν..

Αν μπορείς να ονειρεύεσαι και να μην κάνεις αφέντη σου τα όνειρα.

Τότε

Δικιά σου είναι η Γη και ότι έχει επάνω της.
Και – το σημαντικότερο – άνθρωπος θα είσαι γιε μου.

R Kipling