Σοβαρή επισήμανση-καταγγελία από την ΤΑΜΠΟΥΡΑΤΖΗ ΛΑΜΠΡΙΝΗ τοπική Σύμβουλο Δημοτικής Κοινότητας Σκούρτων

Με αφορμή τις έντονες διαμαρτυρίες κατοίκων των Δερβενοχωρίων , αλλά και δημοσιευμάτων τύπου για Πλημμελή μέτρα ασφαλείας των εγκαταστάσεων της ΕΑΣ – πρώην εταιρείας ΠΥΡΚΑΛ στα Δερβενοχωρια Βοιωτίας και με δεδομένη την ευαλώτοτητα και επικινδυνότητα αυτής , εκ της φύσεως των αποθηκευμενων σε αυτήν προϊόντων και υλικών , εγώ ως κάτοικος των Δερβενοχωρίων αλλά και ως Τοπική Σύμβουλος της Δημοτικής Κοινότητας Σκουρτων , ο οικισμός της οποίας βρίσκεται σε ζώνη Κινδύνου , εκτιμώ ότι καθίσταται πλέον αναγκαία , απαραίτητη και επιβεβλημένη η άμεση ενημέρωση των αρμοδίων φορέων προς διενέργεια αυτοψίας για ,
επισημάνσεις , εκτιμήσεις , διαπιστώσεις αξιολογήσεις και εφαρμογή της ισχύουσας Νομοθεσίας.

Σε κάθε περίπτωση , καθώς επίσης και για την διενέργεια των προβλεπομενων τακτικών και περιοδικών ελέγχων και επιθεωρήσεων , προς διερεύνηση των καταγγελομενων για μη ορθή τήρηση της προβλεπομενης από τον Νόμο της Οδηγίας Sevesso σύμφωνα με την ΚΥΑ 172 058/2016 , όπου αναφέρονται ρητά οι υποχρεώσεις του ΄΄φορέα εκμετάλλευσης», ώστε να εξασφαλίζεται η πρόληψη των μεγάλων ατυχημάτων και ο περιορισμός των συνεπειών τους στη δημόσια υγεία και στο περιβάλλον στα πλαίσια του αποτελεσματικού σχεδιασμού και της προστασίας των εργαζομένων και του πληθυσμού.


Κρίνεται επίσης ως επιτακτική ανάγκη όχι μόνο η απαρέγκλιτη εφαρμογή της ισχύουσας Νομοθεσίας σε κάθε περίπτωση αλλά και και η εκπόνηση μιας συνδυασμένης , ολοκληρωμένης και επικαιροποιημενης Μελέτης Ασφαλείας – Προσέγγισης των Κινδύνων που θα περιλαμβάνει την εκτίμηση της Επικινδυνότητας – Τρωτότητας της παραπάνω εγκατάστασης , λαμβάνοντας πάντα υπόψη το σύνολο των δραστηριοτήτων και την αλληλεπίδρασή τους , στο έως τώρα διαμορφωμένο περιβάλλον Ασφαλείας , τις ιδιαιτεροτητες και ιδιομορφίες της περιοχής , το είδος και τις ποσότητες των αποθηκευμενων προϊόντων , τα Μέτρα Πρόληψης και διαχείρισης των Κινδύνων και τα Σχέδια Αντιμετώπισης τους σύμφωνα με το Εσωτερικό Σχέδιο Έκτακτης ανάγκης , που μεταξύ άλλων θα πρέπει να προβλέπει , αποτελεσματική εφαρμογή των κατάλληλων Προστατευτικών Πολιτικών και στοχευμενων Δράσεων προς Άρση της Επικινδυνοτητας για τον πληθυσμό , τις υποδομές και τις ευρύτερες εγκαταστασεις στην περιοχή μας
Πιστεύω ότι οι επισημάνσεις μου αυτές μέσα από τις προβλεπομενες και θεσμοθετημενες διαδικασίες των Τοπικών και Δημοτικών Συμβουλίων του Δήμου Τανάγρας θα τεθούν υπόψιν των αρμοδίων , για την λήψη άμεσων πρόσφορων μέτρων για την αποτροπή οιοδήποτε κινδύνου προς εφησυχασμό των κατοίκων .

ΤΑΜΠΟΥΡΑΤΖΗ ΛΑΜΠΡΙΝΗ
Τοπική Σύμβουλος Δημοτικής Κοινότητας Σκουρτων

ΑΝΕΜΌΕΣΣΑ (Διήγημα,για τους στρατόκαυλους, του ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ)

ΑΝΕΜΌΕΣΣΑ

*

του ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ

Στρατόκαυλοι όλων των χωρών, γαμηθείτε!

Όταν πήρα το απολυτήριο – επιτέλους – με ρώτησε ο διοικητής πώς πέρασα στον στρατό. Γύρισε το μάτι μου ανάποδα, βράχνιασε η φωνή μου καθώς απάνταγα:

«Ντρέπομαι που είμαι Έλληνας! Καταντήσατε την σημαία μουνόπανο! Αν γινόταν πόλεμος, δεν θα πυροβολούσα τους εχθρούς αλλά τους αξιωματικούς μου!»

Αυτός χαμογέλασε με κατανόηση και είπε:

«Η Ελλάδα δεν είμαστε εμείς, παιδί μου! Είναι η μάνα σου, το σπίτι σου, το αλώνι του χωριού σου που έπαιζες μικρός».

~.~

Απ’ το Κέντρο Εκπαίδευσης Νεοσυλλέκτων Κορίνθου, έφτασα στην Λήμνο στις δεκατρείς Γενάρη. Γρουσούζικη μέρα. Χαράματα, με χιονόνερο. Ύστερα από είκοσι τρεις ώρες ταξίδι, πιάσαμε λιμάνι. Πάνωθέ μας ο φαλακρός λόφος με το κάστρο της Μύρινας. Ένα μέρος απόκοσμο και ηφαιστειογενές. Λήμνος: η αρχαία Πυρόεσσα ή Ανεμόεσσα ή Αιθάλεια ή Δίπολις ή Σταλημένη ή Αμπελόεσσα ή Σιντηίς ή Υψιπύλεια ή Κρανίου Τόπος, όπως θα ταίριαζε στην περίπτωσή μας.

Οι φήμες οργίαζαν για το διαολόνησο: τάγματα ανεπιθύμητων, άτεγκτοι αξιωματικοί, αυτοκτονίες στην σκοπιά, κόψιμο φλεβών με ξιφολόγχη, αναβολές και τρελόχαρτα…

Τα στρατιωτικά φορτηγά – τα ονομαζόμενα REO – περίμεναν στην σειρά σαν χακί νεκροφόρες, να μεταφέρουν τα σκοτωμένα απ’ την κούραση και την αϋπνία κορμιά μας. Αφού μας χωρίσανε σαν πρόβατα, μέσα σε φωνές, σφυρίγματα και βρισιές, μας τσουβάλιασαν στις καρότσες κι αρχινήσαμε ν’ ανηφορίζουμε…

Κάποτε, φτάσαμε στην σφηκοφωλιά του στρατοπέδου. Ένα κοπάδι γλάρων τσακώνονταν μ’ ένα τσούρμο κοράκια για το ποιο θα πρωτοφάει απ’ τα σκουπίδια. Ο αέρας σ’ έπαιρνε και σε σήκωνε, κατέβαζε απ’ το βουνό μεγάλες μπάλες από ξεριζωμένα αγκάθια και τις έπαιζε κλοτσοσκούφι. Δεν λεγόταν τυχαία η Λήμνος αρχαιόθεν Ανεμόεσσα, ούτε βγήκε στον βρόντο ο αστεϊσμός πως το ψηλότερο δέντρο της είναι το ραδίκι.

Πήραμε τους σάκους – τα θρυλικά λουκάνικα – επ’ ώμου και παραταχτήκαμε. Ο λοχαγός Καμπουράκης γύρευε για τον ΛΥΤ όσους είχαν κάνει ως τότε κάποια δουλειά στην ζωή τους.

Σήκωσα το χέρι.

«Ελαιοχρωματιστής!» δήλωσα.

«Έλα, κομάντο!» είπε χαμογελώντας μυστήρια ο λοχαγός.

Μπήκα στον θάλαμο και κοίταξα γύρω: μόνος γνωστός μου από την Κόρινθο ο Σαράκης, ένας ξανθός αδύνατος Αγρινιώτης με γαλανά μάτια. Οι άλλοι άγνωστοι.

«Καλώς τα πουλάκια μου!» μας υποδέχτηκε κάποιος αξύριστος κοντός φαντάρος με αμερικάνικο τζόκεϊ και Α/Τ ζώνη επιδεικτικά φορεμένη πάνω απ’ το χιτώνιο, δείγμα παλαιοσύνης.

«Θα καλοπεράσετε, γρασοπόντικα!» κάγχασε κι ένας χοντρός ψηλός λοχίας, που σταμάτησε μπροστά απ’ την μούρη μου.

«Πώς σε λένε, ρε;» βρυχήθηκε.

Η ανάσα του μύριζε τσίπουρο και τσιγάρο άφιλτρο.

«Δημήτρη…» άρχισα εγώ.

«Έεε… Μπακάλης είσαι; Παρουσιάσου κανονικά, νέοπα!»

Στάθηκα κλαρίνο.

«Στρατιώτης πεζικού Σολδάτος Δημήτριος, 89 ΣΤ′ ΕΣΣΟ», φώναξα.

«Άκουσε κανένας τίποτα;» απευθύνθηκε στους άλλους.

«Όοοχι!» απάντησαν εν χορώ.

«Δεν έχεις φωνή, στραβάδι; Δεν έφαγες πρωινό, ρε;»

Έβαλα όλη μου την δύναμη και ξαναπαρουσιάστηκα.

«Τι φωνή είν’ αυτή, ρε, γκάβακα; Αδερφούλα είσαι, μωρή πούστρα; Ε; Το ’χετε εκεί στα Επτάνησα το κουνιστό, παλιομοδίστρες!» είπε. Κι έφτυσε κάτω με αηδία.

Τα ίδια έκανε και στον Σαράκη. Αφού τον στόλισε μ’ ένα κάρο κοσμητικά επίθετα: «Λαδοπόντικο, στραβόγιαννο, κωλόψαρο και γκάου-μπίου», άρχισε το κήρυγμα:

«Εδώ που ήρθατε, θα φτύσετε το γάλα που βυζάξατε, κωλόπαιδα! Ξέρετε τι σημαίνει ΛΥΤ;»

Σήκωσα τα χέρι.

«Λόχος Υποστηρίξεως Τάγματος, κύριε λοχία».

Γέλασε περιπαικτικά.

«Λόχος Υπερβολικής Ταχύτητας σημαίνει, στραβάδια! Εδώ θα τρέχετε με διακόσα!»

Και τότε, έκανα το μοιραίο λάθος.

«Μα, εσείς είστε η 200 σειρά!» είπα μειδιώντας.

Αυτό ήταν και το τελευταίο μειδίαμά μου. Στο εξής με πήγαιναν πίπα-κώλο: από σκοπιά 2-4 την νύχτα (νούμερο βαρύ, γερμανικό καθώς το λένε, γιατί ούτε να κοιμηθείς προλαβαίνεις, ούτε όταν γυρίσεις χορταίνεις ύπνο) μέχρι το Πλοίο της Αγάπης, την σκουπιδιάρα δηλαδή. Κι από κει Καλλιόπη, καθάρισμα τουαλέτας πάει να πει.

Κανείς δεν γνώριζε πώς προέκυψε τ’ όνομα των αφοδευτηρίων. Εγώ όμως ήξερα: Κάποτε, έφτιαξαν αγάλματα για την πλατεία Ομονοίας στην Αθήνα. Τοποθέτησαν περιμετρικώς τις εννέα Μούσες, μα περίσσευε η Μούσα της επικής ποιήσεως και της ρητορικής, Καλλιόπη. Μην έχοντας πού να την βάλουν, την έστησαν έξω… απ’ τις τουαλέτες!

Επικό το ερώτημα των περαστικών:

«Πού βρίσκονται τα ουρητήρια;»

Η απάντηση διόλου ποιητική και ρητορική:

«Δίπλα στην Καλλιόπη!»

Έτσι, ακόμη και ως τιμωρία, βρισκόμουν πλάι στην Μούσα της Ποιήσεως, αλλά βρώμαγε πολύ, πανάθεμά την! Όχι, βέβαια, πιότερο απ’ όσο ζέχνει ο βόθρος της σύγχρονης λογοτεχνίας, με τα σκατά που γράφονται κι εκδίδονται, τις κριτικές του κώλου, τα περιοδικά για χέσιμο και που κανείς δεν βρίσκεται να τραβήξει το καζανάκι να ξεπλυθεί η Κόπρος του Αυγείου.

Και η κόπρος του στρατοπέδου, όμως, δεν ξεπλενόταν με τίποτα.

Να ξεκινήσω απ’ τους αξιωματικούς; Πάρε τον έναν και βάρα τον άλλον.

Έφερνε ως και τα παιδιά του στο στρατόπεδο ο διοικητής, για να τα κουρεύει τζάμπα ο στρατιώτης κομμωτής. Όχι να του δώσει φιλοδώρημα, όχι άδεια, αλλά του έριχνε και καμπάνες: στερήσεις εξόδων δηλαδή, για να μένει μέσα και ν’ ασχολείται με τις τρίχες του καραβανά.

«Κόψ’ τους, μωρέ, κανένα αυτί», παρότρυνα τον κουρέα, «και πες πως έγινε κατά λάθος. Ή, ακόμα καλύτερα, κόψ’ τους κανένα αρχίδι! Αλλά, θα μου πεις, σιγά μην έχουν…»

Κάποιο βράδυ, έπιασα κουβέντα με τον επόπτη επιφυλακής, έναν υπολοχαγό που μύριζε το στόμα του πιοτό και πήγαινε η γλώσσα του ροδάνι:

«Άλλο πράγμα η στολή! Λες “Προσοχή!” και κάθεται κλαρίνο ένας λόχος. Φουσκώνουν τ’ αρχίδια σου απ’ την καύλα! Αν δεν ήμουν στον στρατό, ποιος θα μ’ υπολόγιζε εμένα; Το πολύ-πολύ να δούλευα υπαλληλάκος σε καμιά εταιρία, να τον τρώω ασάλιωτο. Ενώ τώρα, όλους αυτούς που θα με γαμούσαν, τους γαμάω εγώ!»

Μια μέρα, άκουγα μουσική απ’ το γουόκμαν όταν μπήκε στον θάλαμο ο υποδιοικητής. Στάθηκαν όλοι προσοχή. Εγώ είχα γυρισμένη την πλάτη και δεν τον είδα. Με σκούντησε στον ώμο. Γύρισα και τον κοίταξα, βγάζοντας τ’ ακουστικά.

«Τι κάνεις εκεί, παιδί μου;» ούρλιαξε υστερικά.

«Τι κάνω, κύριε υποδιοικητά;»

«Τι κάνεις; Τι κάαανεις;» αφιονίστηκε εκείνος. «Γιατί δεν στέκεις προσοχή; Έξω γίνεται έπαρση σημαίας! Δεν ακούς το εμβατήριο;»

«Τώρα, ναι! Αλλά πριν, όχι! Αφού φορούσα ακουστικά, πώς να τ’ ακούσω;»

«Και δεν ανησύχησες, παιδί μου; Δεν σκέφτηκες πως αυτή εδώ είναι η ώρα της έπαρσης;»

Τι να του πω; Πως όταν ακούς Καζαντζίδη, έπαρση είναι κι αυτό; Υπάρχει πιο έπαρση, υπάρχει πιο Ελλάδα απ’ τον Καζαντζίδη;

Μια μέρα, έλαβα γράμμα από την μάνα μου. Για να το πάρω, μ’ έβαλαν οι παλιοί να κάνω κάμψεις. Τόσες, όσα και τα γράμματα του ονόματος του αποστολέα. Έπεσα κι άρχισα να τις παίρνω, ενώ εκείνοι με λοιδορούσαν. Όταν τέλειωσα, πέταξαν τον φάκελο σε κάτι λασπόνερα και το χαρτί άρχισε να λειώνει. Χύμηξα και το άρπαξα, μα ήταν αργά. Δεν διαβάζονταν τα γράμματα, εκτός από ένα σημείο: «Κάμε, παιδί μου, υπομονή και μην ξεχνάς πως δεν είμαστε φκιαγμένοι απ’ αμπελόφυλλο!» Μέσα είχε ένα λουλουδάκι απ’ την αυλή μας. Εκείνες οι γραμμές που δεν μουσκέψανε, μ’ έσωσαν απ’ το στρατοδικείο: είχα αποφασίσει, το βράδυ, που όλοι θα κοιμόνταν, να πάρω την ξιφολόγχη και να τους τρυπήσω τα λαρύγγια…

~.~

Τα καψώνια ξεκίνησαν απ’ την Κόρινθο, με το «καλημέρα».

Εγώ κι ο χωριανός μου ο Μήτσος παρουσιαστήκαμε αργά το απόγευμα, για να κερδίσουμε λίγες ώρες ελευθερίας παραπάνω. Μας κατέβασαν στην αποθήκη ιματισμού. Τα φανταρίστικα που απόμειναν ήταν ελάχιστα. Τα νούμερα μεγάλα. Οι αρβύλες για παλιάτσους σε τσίρκο.

«Κολυμπάω μέσα στην στολή!» είπε ο Μήτσος.

«Σκάσε και κολύμπα!» απάντησε ο αποθηκάριος.

Το πρωί μας πήγαν όλους στον γιατρό. Γδυθήκαμε τσίτσιδοι. Ένας αξιωματικός βαστούσε μια βέργα σαν χάρακα. Μ’ αυτήν πασπάτεψε τα γεννητικά μας όργανα, να δει αν είμαστε όντως άντρες.

Την πρώτη μέρα στην εκπαίδευση ο λοχίας Μπεμπής – ένα γομάρι ίσαμε εκεί πάνω – μας διέταξε να σκύψουμε, να βάλουμε το κεφάλι ανάμεσα στα πόδια μας, κι αυτός έκατσε σ’ έναν ίσκιο κι έπινε Coca-Cola.

Σε λίγο, το αίμα πυράκτωσε το πρόσωπό μας. Κατόπιν, κάποιος λιποθύμησε.

Ο Μπεμπής γέλαγε σαν μαλάκας, λέγοντας:

«Πάει αυτός, έπεσε σαν κοτόπουλο!»

Λιποθύμησε και δεύτερος.

Ο Μπεμπής ξεκαρδίστηκε: «Χα,χα,χα! Πώς κοκκινήσατε έτσι, ρε, ψάρακες; Σαν μουνάκια γίνατε, ενώ εγώ πίνω στον ίσκιο Coca-Cola!»

Κάποιος είπε: «Δεν αντέχω άλλο, κύριε λοχία, να σηκωθώ;»

«Ο πούτσος μου μόνο θα σηκωθεί!» ούρλιαξε ο Μπεμπής. «Και θα γαμήσει τα ροδαλά κωλαράκια σας, αν κουνηθείτε! Ε, ρε, και να σας έβλεπαν οι γυναίκες σας και οι γκόμενές σας σκυμμένους έτσι! Αλλά μην στενοχωριέστε, κι εκείνες αυτήν την ώρα θα έχουν τα πόδια τους ανοιχτά 90 μοίρες γωνία και θα τις γαμάει κάποιος άλλος, γρασοπόντικα! Ξεχάστε την ζωή εκεί έξω, εδώ θα γίνει ο τάφος σας!»

Όταν, επιτέλους, μας άφησε να σηκωθούμε, η λέξη «Ελλάδα» αντικαταστάθηκε στο μυαλό μας απ’ την λέξη «ζαλάδα» κι η λέξη «στρατός» απ’ την λέξη «εμετός».

Αξέχαστο μας έμεινε και το εορταστικό επεισόδιο:

Παραμονή Πρωτοχρονιάς, ο επόπτης εισβάλλει στο Κ.Ψ.Μ. (Κέντρο Ψυχαγωγίας Μονάδος – «καψιμί» στην στρατιωτική αργκό) και κλείνει την τηλεόραση στους νεοσύλλεκτους.

«Στραβάδια, τέρμα τα γλέντια! Το καψιμί θέλει καθάρισμα… Πάρτε τις σκούπες!»

Εμείς γίναμε έξω φρενών:

«Να μας βρει η νέα χρονιά με τις σκούπες στο χέρι;»

Ο επόπτης ανένδοτος:

«Είναι διαταγή!»

Αν την παραβαίναμε, σήμαινε ακόμα και στρατοδικείο. Αυτά φτιάχτηκαν, βέβαια,  για καιρό πολέμου, όχι για… σκούπισμα! Όμως ποιος ήθελε να μπλέξει; Έναν μήνα είχαμε στον στρατό.

Μουρμουρίζοντας, πήραμε τις σκούπες κι αρχίσαμε να καθαρίζουμε το… πεντακάθαρο καψιμί. Ένα λεπτό απόμενε για την αλλαγή του χρόνου. Ο επόπτης μας κοίταζε μειδιώντας. Ποιος ξέρει τι σκεφτόταν. Ίσως κάποιο «βύσμα», που τον μπρίζωσε τέτοια μέρα μέσα κι έπρεπε να εφαρμόσει κι αυτός το πρωτόκολλο Μ.Π.Α. (Μεταβιβαστικό Πρήξιμο Αρχιδιών). Ίσως πως κανείς δεν του έδινε σημασία κι έπρεπε, έστω και μ’ αυτόν τον τρόπο, κάποιος να του δώσει. Ή μπορεί, απλώς, να ήταν μαλάκας!

Ένα δευτερόλεπτο πριν την Πρωτοχρονιά, συνέβη κάτι μοναδικό και απροσχεδίαστο: αφήσαμε τις σκούπες να κάνουν έρωτα στο πάτωμα και ψάλαμε τα κάλαντα, χρησιμοποιώντας για τρίγωνα τα κλειδιά μας.

Ο επόπτης σάστισε… Πήγε να πει: «Πάρτε τις σκούπες!» μα το μετάνιωσε. Ψέλλισε μόνον ανάμεσα απ’ τα δόντια του: «Θα δείτε τι έχετε να πάθετε, κωλοφάνταρα!»

Και πράγματι, λίγο αργότερα εισέβαλε στον θάλαμο, μας πήρε όλα τα ραδιοφωνάκια, για να μην μπορούμε ν’ ακούμε μουσική, και διέταξε να σβήσουν τα φώτα. Μείναμε στο παγωμένο σκοτάδι κοκαλωμένοι απ’ την απρόσμενη εξέλιξη. Τότε, ένας Zippo άναψε δειλά… Ήταν του Νερονώφ, του αγαθού ψευδού γίγαντα με το σκισμένο χείλος. Ύστερα, δυο-τρεις αναπτήρες σπίθισαν ακόμη, πέντε, δέκα… σαν σε συναυλία. Αλλά μουσική δεν είχαμε… Ξάφνου, ακούστηκε στο βάθος μια φωνή που τραγουδούσε, σχεδόν μουρμουριστά. Κατόπιν, δυνάμωσε. Σμίχτηκε με άλλες. Κάποιος άρχισε να χορεύει. Άλλος έχωσε το χέρι του στον σάκο κι έβγαλε ένα μπουκάλι τσικουδιά με άρωμα τριαντάφυλλο. Το μπουκάλι από στόμα σε στόμα, το τσιγάρο από χέρι σε χέρι… Ο θάλαμος Δείπνος Μυστικός κι ο Ιούδας φευγάτος. Ίσως κρύφτηκε να κλάψει για την προδοσία του ή να κρεμάσει τον εαυτό του απ’ το κλαδί της αυτοκριτικής, που όταν είμαστε μόνοι μας έρχεται στα σκοτεινά και μας δικάζει. Ο Ιούδας – ο επόπτης ήθελα να πω – δεν ξαναφάνηκε. Ποιος ξέρει τι λούκι τράβαγε κι αυτός πρωτοχρονιάτικα…

~.~

Η ζωή μας στην Λήμνο θα κυλούσε κάτι περισσότερο από μαρτυρική, αν δεν εμφανιζόταν μια μέρα, ως «από μηχανής θεός», ο Καρακίτσος. Φάνηκε με τον σάκο στον ώμο, περπατώντας μονίπαντα και χαμογελώντας ηλιθιωδώς. Κοντούλης, αδύνατος, κωμικός και ανίδεος.

«Μωρ’ τι ’ναι τούτος!» αναφωνήσαμε βλέποντάς τον.

Ο λοχίας Καραπέτσης στάθηκε μπροστά του.

«Πώς σε λένε, ρε, ποντίκι;»

Ο φανταράκος έξυσε την κούτρα του, σαν κατσίκι στην γκλίτσα του τσοπάνη.

«Καρακίτσου!» είπε, γουρλώνοντας τα μικρά, κωλοτρυπιδένια μάτια του.

Ο Καραπέτσης κρατήθηκε να μην γελάσει και τον τάραξε στο καψώνι. Τι προσοχές, τι μεταβολές, τι παρουσιάσεις και τι γκαρίδια έβγαλε ο Καρακίτσος δεν περιγράφεται.

Κατόπιν, ανέλαβε ο υποδεκανέας Παπαδημητρίου και ακολούθησε ο γλοιώδης Δάλλας:

«Από πού είσαι, γράσο;»

«Απού την Άρτα!»

«Και τι παράγει η Άρτα, ρε;»

«Πουρτουκάλια!»

«Έχεις κι εσύ πορτοκάλια;»

«Ναι, έχου!»

«Κι όταν τα πουλάς, τι λες, γκάβακα;»

«Πουρτουκάλιααα, πουρτουκάλιααα…»

Γελάσαμε όλοι με την αθωότητα του Καρακίτσου, αλλά το πράγμα συνεχώς σοβάρευε:
«Γιατί ήρθες τώρα, κωλόψαρο, κι όχι με την υπόλοιπη σειρά σου;»

«Ήμουνα στου νουσουκουμείου».

«Μπα! Και τι έπαθες;»

«Έκουψα τ’ αρχίδ’ μ’!»

Παγώσαμε όλοι! Ο Τάτσης πήρε τον λόγο. Ψηλός, Γιαννιώτης όπως κι οι υπόλοιποι, που τύχη κακιά τους έριξε όλους μαζί στον θάλαμό μας κι είχαν κάνει κόμμα. Ηπειρώτικη μαφία, να πούμε. Ο ένας έπαιρνε πάρτες του άλλου.

«Και γιατί το ’κοψες, Καρακίτσο, τ’ αρχίδι σου;»

«Είχι πρόβλημα, είπαν οι γιατροί».

«Το δεξί ή τ’ αριστερό;»

«Διν ξέρου!»

«Δεν ξέρεις ποιο αρχίδι σου κόψανε;»

«Ουόχι!»
«Όμως ξέρεις πως έχεις ένα αρχίδι!»

«Ναι!»

«Άρα είσαι… μονάρχιδος!»

Ο θάλαμος σείστηκε απ’ τα γέλια.

«Μονάρχιδος! Μονάρχιδος!» φώναζαν οι παλιοί και βαστούσαν τις κοιλιές τους.

Ο Δάλλας κατέβασε το χέρι του στο σβέρκο του Καρακίτσου, λέγοντας:

«Γεια σου, μονάρχιδε!»

Όλοι τον μιμήθηκαν. Έπεσε η φάπα σύννεφο.

Ένας τον τσίμπησε στον κώλο.

Άλλος του χούφτωσε τ’ αρχίδι:

«Παιδιά, το πιάνω, το πιάνω!»

Χύμηξαν να το πιάσουν κι οι υπόλοιποι.

Ο Καρακίτσος έκλαιγε, μούγκριζε σαν μοσκάρι…

Κάποιος του έβγαλε την ζώνη, του κατέβασε το παντελόνι, είδαν το σώβρακο με τα λουλουδάκια και ξεράθηκαν.

«Δείτε, παιδιά, μπαξές εδώ μέσα! Να δούμε πού κρύβεται και το πουλάκι τώρα!»

Ο Καρακίτσος αφήνιασε…

Στην κλωτσοπατινάδα του, χτύπησε κατά λάθος τον Δάλλα. Εκείνος τον σκαμπίλισε λέγοντας:

«Ποιον βάρεσες, ρε, μουνάρχιδε;»

Συνεχίστε την ανάγνωση του “ΑΝΕΜΌΕΣΣΑ (Διήγημα,για τους στρατόκαυλους, του ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ)”

Δίσεκτο Έτος

«Δίσεκτο» ονομάζουμε το έτος που αριθμεί 366 ημέρες, αντί των 365 που έχουν τα κοινά. Αυτό συμβαίνει κάθε τέσσερα χρόνια, όταν προσθέτουμε ένα 24ωρο, προκειμένου να διορθωθούν οι ατέλειες του πολιτικού ημερολογίου σε σχέση με το αστρονομικό. Αν δεν συνέβαινε αυτή η διόρθωση, σε βάθος χρόνου θα είχαμε τον Ιανουάριο καλοκαίρι και τον Ιούλιο χειμώνα. Για να βρούμε ποιο έτος είναι δίσεκτο, δεν έχουμε παρά να το διαιρέσουμε με το 4. Αν διαιρείται ακριβώς, σημαίνει ότι είναι δίσεκτο και το έτος αυτό έχει 366 ημέρες.

Με το Ιουλιανό Ημερολόγιο, που θεσπίστηκε από τον Ιούλιο Καίσαρα σύμφωνα τις προτάσεις του αλεξανδρινού αστρονόμου Σωσιγένη (46 π.Χ.), ο Φεβρουάριος μετατέθηκε από τελευταίος μήνας του έτους σε δεύτερος, αμέσως μετά τον Ιανουάριο και είχε 30 μέρες. Μεταξύ της 24ης και 25ης Φεβρουαρίου πρόσθεταν μία επιπλέον μέρα, δηλαδή η 24η Φεβρουαρίου υπολογιζόταν δύο φορές. Κι επειδή η μέρα αυτή ήταν η έκτη μέρα πριν από τις Καλένδες του Μαρτίου (1η Μαρτίου), η δεύτερη 24η Φεβρουαρίου που προστέθηκε ονομάστηκε δις έκτη μέρα, δηλαδή δεύτερη έκτη μέρα πριν από το Μάρτιο. Με τον καιρό, ο όρος δίσεκτο έμεινε για ολόκληρο το έτος που έχει μία μέρα περισσότερη από τα κοινά.

Αργότερα, από τον Φεβρουάριο αφαιρέθηκε μία μέρα και άλλη μία επί του Αυγούστου, που προστέθηκε προς τιμή του αυτοκράτορα στον μήνα Αύγουστο. Έτσι, ο Φεβρουάριος παρέμεινε με 28 μόνο ημέρες. Από τους μεταχριστιανικούς χρόνους, η επιπλέον μέρα προστίθεται στο τέλος του Φεβρουαρίου, ο οποίος στο δίσεκτο έτος έχει 29 μέρες αντί για 28.

Για το δίσεκτο ή βίσεκτο χρόνο επικρατούν πλήθος προλήψεων και δεισιδαιμονιών, απόρροια της ρωμαϊκής επιρροής. Η δις έκτη εμβόλιμη μέρα θεωρείτο αποφράς και κατ’ επέκταση όλο το έτος. Σ’ αυτό πρέπει να συνετέλεσε το γεγονός ότι οι Ρωμαίοι θεωρούσαν τον Φεβρουάριο ως μήνα των νεκρών και πίστευαν ότι άφηναν τον Άδη και κυκλοφορούσαν για λίγες μέρες ανάμεσα στους ζωντανούς. Έτσι, το δίσεκτο έτος δεν γινόταν η έναρξη εργασίας με μακροχρόνια διάρκεια, όπως φύτευση αμπέλων, θεμελίωση οικιών και σύναψη γάμου. Η πίστη για το δίσεκτο έτος μεταδόθηκε και στους Έλληνες, ύστερα από τη ρωμαϊκή κατάκτηση.

Γι’ αυτό και το έτος κατά το οποίο συμβαίνουν μεγάλα δεινά (πόλεμοι, λιμοί, μεγάλες φυσικές καταστροφές κ.ά.) καλείται «χρόνος δίσεχτος». Η αντίληψη αυτή απηχείται και στα δημοτικά τραγούδια, όπως στην παραλογή «Του νεκρού αδελφού», με τους στίχους:

Κι εμπήκε χρόνος δίσεκτος και μήνες οργισμένοι
κι’ έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά αδερφοί πεθάναν.

Πηγή: https://www.sansimera.gr

Μόλις το 7% των Αμερικανών, σύμφωνα με έρευνα της δημοσκοπικής εταιρείας Ράσμουσσεν, θα αποτολμούσε ή θα ανεχόταν εκλογική νοθεία αν αυτή απέβαινε υπέρ του κόμματός του. Το εντυπωσιακό όμως είναι όταν πρόκειται για το εισοδηματικά ισχυρότερο 1% του δείγματος, εκείνους που κερδίζουν πάνω από 150.000 δολλάρια ετησίως, το ποσοστό εκτοξεύεται στο 69%!!

Ποιο είναι το κοινωνικό και ιδεολογικό προφίλ αυτού του 1%; Έχουν υψηλό μορφωτικό επίπεδο (πολλαπλά πτυχία από διάσημα πανεπιστήμια), κατοικούν σε μεγάλες πόλεις, εμπιστεύονται την κυβέρνηση (κατά 70%, τη στιγμή που το 80% των λοιπών Αμερικανών δεν την εμπιστεύεται), θεωρούν ότι ο βαθμός ελευθερίας που απολαμβάνει ο μέσος πολίτης είναι υπερβολικός, τάσσονται υπέρ των υγειονομικών και οικολογικών απαγορεύσεων του κράτους, εμπιστεύονται τους πολιτικούς θεσμούς, τα ΜΜΕ και την επιστήμη (η πλειοψηφία δεν τους εμπιστεύεται), είναι κατά 86% λευκοί, ανήκουν στις δυναμικές ηλικίες 35-54, και ψηφίζουν… Δημοκρατικούς (το 84% ψήφισε Μπάιντεν).

Στην ουσία, έχουμε εδώ να κάνουμε με μια ακτινογραφία του στρώματος που παλιά αποκαλούσαμε ιθύνουσα ή άρχουσα τάξη, και σήμερα, ευφημιστικά, αποκαλούμε ελίτ. Και η ακρίβειά της επιβεβαιώνεται από άλλες έρευνες, όπως λ.χ. του Γερμανού κοινωνιολόγου Αντρέας Ρέκβιτς.

Πηγή:neoplanodion.gr

Πόσους φίλους έχω, ρωτάς; Το νερό και τον βράχο. 
Το πεύκο και την καλαμιά. Το φεγγάρι που παίζει στο λόφο.
Μ’ αυτούς συντρόφους πλάι μου, τι άλλο να ζητήσω;

ΓΙΟΥΝ ΣΕΟΝ-ΝΤΟ
Κορέα, 1587-1671