ΤΟΤΕ ΠΟΥ Ο ΛΟΧΙΑΣ ΒΡΗΚΕ ΓΚΟΜΕΝΑ (διήγημα του Νίκου Σαραντάκου )
Ο μόνιμος λοχίας Πέτρος Μπότσαρης, πέρα απ’ το επίθετο, δεν είχε τίποτα κοινό με τον παλιό τον ένδοξο συνώνυμό του και, μάλλον δεν ήταν η συνωνυμία που τον έκανε να πάει για καριέρα στρατιωτική -άσε που, μεταξύ μας, ίσως και να μην την είχε καν υπόψη του. Το σίγουρο είναι πως το δοξασμένο επώνυμό του άλλο δεν του ‘χε προσφέρει πέρα απ’ το παρατσούκλι «ο οπλαρχηγός«, εφήμερο κι αυτό· κι εφήμερο, όχι επειδή του τό ‘βγαλε γραφιάς και θεωρήθηκε απ’ τους φαντάρους διανοουμενίστικο, όχι, αλλά απλούστατα διότι ο μόνιμος λοχίας Πέτρος Μπότσαρης ήταν ό,τι έπρεπε, παραγγελία, για να ονοματιστεί με το κοινότατο και τετριμμένο στους στρατώνες -μα εδώ ολότελα δικαιολογημένο- παρατσούκλι «το ούφο«. Και πριν καιρός πολύς περάσει, όλοι έτσι τον φωνάζαν, και μ’ όλες τις παραλλαγές που διαθέτει η φαντάρικη η γλώσσα, και τούρμπο, κι εξωγήινο, και ούφο με κεραίες και όλα τ’ άλλα που άσπλαχνα λεν οι φαντάροι, και μάλιστα δίχως να νιάζονται αν τους ακούει ή όχι ο κύριος λοχίας. Ότι ήταν ούφο ο λοχίας, ήταν, ωστόσο, άμα το καλοσκεφτεί κανείς, άλλου είδους ήταν στην αρχή και αλλιώς εξελίχτηκε.
Ψηλός, θεόψηλος, λιγνός, με μακριά κανιά και χέρια ασυμμάζευτα, να περπατάει και να κουνιώνται πέρα δώθε από δικού τους, ο λοχίας, μικρό κεφάλι, μέτωπο στενό, χείλια μεγάλα, αράπικα, στόμα συνέχεια να χάσκει σε μιαν έκφραση μόνιμης και για τα πάντα απορίας, δεν ήτανε της προκοπής σουλούπι, όσο και να πεις· γρήγορα τα φαντάρια του ταιριάξανε και τ’ άλλο το χιλιοειπωμένο αστείο, πως είναι λέει πολυκατοικία εφταόροφη που’ χει το ρετιρέ της ακατοίκητο.
Μια φορά, στην αρχή, ήταν άκακος κι αθώος, παιδάκι πράμα άλλωστε, στα είκοσί του, χαμένος μες την ξένη πόλη, πρώτη φορά του σε μονάδα. Σαν ήρθε δω και τονε βρήκαν νέο οι άλλοι οι αξιωματικοί, τονε φορτώσανε τις πιο απεχθείς γραφειοκρατικές δουλειές: υπασπιστήρια, διαχειρίσεις, περιοδικές καταστάσεις, υπηρεσίες, τον πήξανε στο χαρτομάνι· έτσι απόχασε και κείνο το λιγοστό νιονιό που ίσως είχε· δεν λέω, τον πρώτο καιρό κάπως προσπάθαγε να συμμαζώξει όλα τ’ ασυμμάζευτα, να βάλει κάποια τάξη στων συρταριών και στου κρανίου του το χάος, μέχρι που ‘μενε μέσα και ξενύχταγε, ίδρωνε, ξίδρωνε πάνω απ’ τα χαρτιά με δέκα φραπεδάκια την ημέρα και ο καψιμιτζής ο Σάββας, ο παλιός, να τον χρεώνει στο τεφτέρι κι άλλα τόσα.
Ένα μήνα άντεξε, ύστερα έσπασε και τα παράτησε. Πάλι καλά που υπήρχε ο δικηγόρος ο γραφέας που, το παιδί, έχοντας εξ επαγγέλματος μανία με την ευταξία («το ξέρω ρε σειρά πως είναι χαζομάρα μου να σκάω, μα δεν αντέχω να τα βλέπω έτσι κουβάρι«), του διεκπεραίωνε τα απολύτως απαραίτητα, τ’ άλλα τα καταχώνιαζε ο Πέτρος σ’ ένα συρτάρι που αν και ξέχειλο το ‘χε μόνιμα κλειδωμένο μην και το δει ο διοικητής, και που ο εν λόγω δικηγόρος το ‘χε βγάλει «κουτί της Πανδώρας«, μια και περιείχε χίλιες δυο παλιές αμαρτίες, έγγραφα που ‘πρεπε να ‘χουν απαντηθεί εδώ και μήνες, πάγιες διαταγές τάχα μου χρήσιμες, εγκύκλιες, καταστάσεις, διαβιβαστικά και ό,τι άλλο μυστηριακό, ελπίζοντας -ο Πέτρος ο λοχίας- ότι στη γενική διοικητική επιθεώρηση που ακόμα ήταν ενδεχόμενο του απώτερου μέλλοντος θα ‘λειπε μ’ άδεια («την αναρρωτική την έχω στο τσεπάκι«, κόμπαζε, γιατί από στομάχι δεν τα πήγαινε καλά) κι έτσι θα γλίτωνε τη Νέμεση. Ελπίδες, δηλαδή.
Έπαψε λοιπόν να ασχολείται μ’ οτιδήποτε και άρχισε αργός να περιφέρεται· στ’ ανάμεσα τον είχαν όλοι πάρει είδηση και τονε δούλευαν ομόψυχα, φαντάροι, δεκανείς, λοχίες, δόκιμοι, ανθυπασπιστές, αξιωματικοί, πολίτες, ιδιοκτήτες μπαρ, θαμώνες μπαρ, φοιτήτριες, εργαζόμενες, οικοκυρές κι υπάλληλοι του ΟΤΕ. Ο Σάββας ο παλιός του χρέωνε τριπλάσιους καφέδες από όσους έπινε, ο Τουφεξής, ο ντόπιος, του ‘δινε ραντεβού στην πόλη «να πάνε για γυναίκες» και τον έστηνε επί δίωρο στην κεντρική πλατεία, ο λοχίας ο έφεδρος, παιδί από τα λίγα, του ‘λεγε «Ρε συ, πάλι καλά που έχουμε και σένα και γελάμε και ξεχνάμε το στρατό» – πράγμα που ο Πέτρος το ‘παιρνε για κομπλιμάν– κι ο αθεόφοβος ο Φραγκιαδάκης τον είχε πείσει πως η κλειτορίδα της γυναίκας βρίσκεται, λέει, πίσω απ’ τ’ αφτί.