Το 1914, ο Φρόιντ, έγραψε το δοκίμιο για την «Εισαγωγή στον ναρκισσισμό», περιγράφοντάς τον ως ένα κλινικό φαινόμενο κατά το οποίο κάποιοι άνθρωποι αποκτούν εμμονή με τον εαυτό τους και το «μεγαλείο» τους. Ο Φρόιντ ουσιαστικά παρουσίασε τον όρο ναρκισσισμό και (με λίγο ναρκισσιστικό τρόπο) θεώρησε τον εαυτό του επαναστάτη που διέλυσε τις ναρκισσιστικές αυταπάτες των ανθρώπων. Πίστευε πως ο νάρκισσος είναι κάποιος/α που θεωρεί πως είναι το κέντρο του σύμπαντος (ανάμεσα στα 7 δισεκατομμύρια ανθρώπων), και δεν έχει την ικανότητα ή/και την ανάγκη να νοιάζεται για τους άλλους. Αυτή η αντίληψη, μου θυμίζει εκείνη ενός νηπίου.
Μία/Ένας ενήλικη/ας που πάσχει από μια βαθιά αίσθηση ανεπάρκειας και στέρησης (με αφετηρία την παιδική ηλικία), αδυνατεί να εγκαταλείψει την παραπάνω πρώιμη ναρκισσιστική στάση. Γιατί όμως; Ο Φρόιντ μας δίνει την απάντηση μέσα από την σύγκρουση του Υπερεγώ με το Εγώ. Το πρώτο είναι ο ιδανικός εαυτός που στα άτομα με NPD είναι ευάλωτος στην κριτική και οτιδήποτε διαφορετικό μεταφράζεται ως προσωπική επίθεση.
Άτομα με χαμηλή αυτοεκτίμηση, έχουν ισχυρό Υπερεγώ και η αξία τους είναι βαθύτατα εξαρτημένη από την κριτική των άλλων. Έτσι, ενώ το Εγώ αντιλαμβάνεται ότι είναι απλά ένας άνθρωπος όπως όλοι μας, το NPD Υπερεγώ θεωρεί ότι είναι υπεράνω όλων, μιας και οι άμυνες του το καθιστούν άτρωτο συναισθηματικά και ηθικά. Εν τέλει, το Υπερεγώ υπερτερεί του Εγώ με μεγάλες επιπτώσεις όχι μόνο στο ίδιο το άτομο με NPD, αλλά και στο άμεσο οικογενειακό/κοινωνικό περιβάλλον του. Επιπλέον, επειδή χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια του ιδανικού/πλασματικού εαυτού για να επικρατήσει στο ευάλωτο Εγώ (και το κάνει), πολύ συχνά τα άτομα με NPDδιακατέχονται από ψυχοσωματικά νοσήματα (πονοκεφάλους, κατά φαντασίαν ασθένειες κλπ.).
Είναι μία επίγεια κόλαση. Ο Επίκουρος είχε πει «όπου είναι ο θάνατος, δεν είμαι εγώ» δηλαδή την στιγμή του θανάτου μας δεν καταλαβαίνουμε ότι ήρθε το τέλος μας. Ένας άνθρωπος με NPDπεθαίνει συνεχώς σαν σε επεισόδιο της σειράς Black Mirror.