Ουχ εύδει ποιμήν!

Γνώμες 

Φρίξος Νικολάου.

«Ουχ εύδει ποιμήν», έλεγαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι. Δεν κοιμάται ο βοσκός διότι φοβάται για το κοπάδι του. Έχει αίσθηση ευθύνης.

Αλήθεια, πόσοι από εμάς δεν προσπάθησαν έστω για μία φορά να την αποποιηθούν, ή καλύτερα, πόσοι από εμάς την ανέλαβαν έστω για μία φορά; «Ο άνθρωπος είναι απόλυτα ελεύθερος και γι’ αυτό είναι απόλυτα υπεύθυνος», είπε ο Γάλλος συγγραφέας Ζαν-Πωλ Σαρτρ και πρώτιστα διερωτώμαι αν είναι όντως απόλυτα ελεύθερος. Ίσως αν ήταν, να ήταν και απόλυτα υπεύθυνος.

Μια κοινωνία, η οποία μεταφράζει την παραδοχή λαθών και την ανάληψη ευθυνών ως αποτυχία, μας οδήγησε σε ένα κόσμο αλάθευτο, ανεπίληπτο και αναμάρτητο. Κατά τ’ άλλα, ζούμε στο σήμερα, πλάι σε αυτό τον κόσμο που προανέφερα, και απορώ γιατί δεν είναι όλα τέλεια… Εγώ πάντως, νίπτω τας χείρας μου. Φράση – στάση ζωής για πολλούς. 

Οι περισσότεροι θα κρυφτούν πίσω από τις λέξεις, πίσω από άλλους. Μα είναι αυτό ο απόλυτα ελεύθερος άνθρωπος; Την απάντηση έρχεται να δώσει ο Αυστριακός ψυχίατρος Ζίγκμουντ Φρόυντ, «Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θέλουν πραγματικά ελευθερία, επειδή η ελευθερία προϋποθέτει ανάληψη ευθύνης, και οι περισσότεροι άνθρωποι τρέμουν την ανάληψη ευθύνης».

Αναμφιβόλως, όταν είσαι πραγματικά ελεύθερος, δεν φοβάσαι την ανάληψη ευθύνης. Επιδεικνύεις θέληση να είσαι πρώτιστα υπεύθυνος απέναντι στον εαυτό σου. Και κάπως έτσι λοιπόν, η φαινομενικά αριστοτεχνική κοινωνία μας, με τα άσφαλτα της μέλη, δημιούργησε ευθυνόφοβους ηγέτες, οι οποίοι ηρωοποιήθηκαν για λόγους καθωσπρεπισμού, ασχέτως εάν ποτέ τους δεν έκαμαν αυτοκριτική, ούτε όταν η ίδια η συνείδηση τους το κάλεσε.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, αναρωτιέμαι, τις πταίει; Μήπως, φταίω εγώ; Μήπως εσύ; Ίσως έτσι μεγαλώσαμε. Ασπάζονται όλοι, σχεδόν, το γεγονός ότι ουδείς είναι αλάθητος, μα επί τῆς πράξεως, το αντικρούουν. Εν ονόματι της ανθρώπινης ματαιοδοξίας, έγιναν τα χειρότερα εγκλήματα. Εγκλήματα που σήμερα πληρώνουν και θα πληρώνουν γενιές ανθρώπων. Δεν ξέρω εάν είμαστε άμοιροι ευθυνών, ο καθένας μπορεί να προβληματιστεί και να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Δυστυχώς όμως, λίγοι μπορούν να προβληματιστούν όντας απόλυτα ελεύθεροι άνθρωποι. Ίσως γι’ αυτό ακόμη να εξυμνούνται οι ευθυνόφοβοι. 

Η προτίμηση μας στην ανούσια συλλογική ενοχή αντί για μιας ουσιαστικής ατομικής ευθύνης, δεν οδηγεί πουθενά, παρά στην επικρότηση και συνέχιση της ευθυνοφοβικής κατάστασης. Και τι γίνεται με το χρέος ευθύνης που έχουμε στις μεταγενέστερες γενιές; Δεν υπάρχει πια η ηθική για να σκεφτεί κανείς κάτι τέτοιο. Όλοι υπήρξαν μεγάλοι ηγέτες. 

Νιώθοντας σιγουριά για το κοπάδι του, ο βοσκός αποκοιμήθηκε… όταν ξύπνησε ήταν ήδη πολύ αργά. Ο λύκος φρόντισε για αυτό. Μα δεν έφταιγεν ο ίδιος… Τόσος ήτανε, θα έλεγε κι ο Μανώλης Αναγνωστάκης. 

* Ο Φρίξος Νικολάου είναι πτυχιούχος Νομικής του Πανεπιστημίου του Σέφιλντ και ασκούμενος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Πηγή:ΒΗΜΑ

Η Αιγυπτιακή απάντηση στην ακρίβεια

•Η ακρίβεια στο ράφι έχει φτάσει στο απροχώρητο.Βλεπω στα ρεπορτάζ τον εύλογο θυμό στα super market και τις λαϊκές.Οι μισθοί εξανεμίζονται εν μέσω μιας κραιπάλης σπατάλης ζωής των «άλλων».Διαφόρων φιγουρατζήδων που έχουν βρει τις λύσεις τους και προκαλούν.Η inflouncer απασχολεί τα sites.Δυστυχώς δεν διαθέτω απαντήσεις.Δεν έχω τις γνώσεις.Ο ΦΠΑ; ίσως.Η διατίμηση;ίσως.Τα προστιμα;ίσως.Τα pass;ίσως

Βλέπω και τις αγροτικές κινητοποιήσεις.Δικιο έχουν.Το κοστος παραγωγής έφτασε στο ζενίθ.Αυτο θα επιδεινώσει τις τιμές στο ράφι.Έχουμε μπει σε μια ανά τιμητική περιδίνηση και περιμένουμε την ισορροπία από την παγκόσμια αγορά.Θα έρθει; δεν ξέρω ούτε το αν ούτε το πότε.Είναι καταφανερο πως οι απαντήσεις είναι στις αποδοχές.Μπορούν όμως να δοθούν;Μπορούν αλλά δεν θέλουν αυτή είναι η αλήθεια σε μεγάλο μέρος της αγοράς.Ποιος θέλει να μοιραστεί τα κέρδη του.

Σε αυτές τις καταστάσεις οι απαντήσεις μόνο πολιτικες μπορεί να είναι.Αλλά τέτοια βούληση δεν υπάρχει.Θα πανηγυρίζουμε για το αν θα πάει ο κατώτατος στα 800 και την ίδια στιγμή θα κουτσουρεύεται από νέους φόρους και εισφορές;γιατί περί αυτού πρόκειται.Όλο και περισσότεροι κάνουν δυο και τρεις δουλειές.Πόσο θα αντέξουν;

•Πλησιάζουμε την Αιγυπτιακή απάντηση.Την έδωσε ο Σίσι.

Δεν τρώμε; Τρώμε. Δεν πίνουμε; Πίνουμε και τα πάντα λειτουργούν. Τα πράγματα είναι ακριβά και κάποια δεν είναι προσιτά; Και τι έγινε;» είπε ο Σίσι.

«Μου λένε ότι η ζωή είναι ακριβή, εγώ σας λέω ότι ακόμα και αν είναι ακριβή, ζούμε. Εάν μπορέσουμε να το αντέξουμε αυτό, θα ζήσουμε, θα αναπτυχθούμε και ξεπεράσουμε αυτά τα προβλήματα».
•Μάλιστα.Αν ζούσαμε στο Καιρο και τις αλάνες. Αλλά δεν θελουμε ευχαριστούμε.

Πάνος Μπιτσαξής

Κάφκα·

“Οι νόμοι είναι μόνο λέξεις γραμμένες σε χαρτί, λέξεις που αλλάζουν ανάλογα με το καπρίτσιο της κοινωνίας και ερμηνεύονται διαφορετικά καθημερινά- αυτό που δεν αλλάζει ποτέ είναι η επιθυμία των ανθρώπων να εξουσιάζουν τους άλλους. “

Κάφκα


Σε μια κριτική της δυναμικής της εξουσίας, ο Κάφκα παρατηρεί με οξυδέρκεια την πλαστικότητα των νόμων και την αμετάβλητη φύση της ανθρώπινης φιλοδοξίας.

·Ο Φραντς Κάφκα, ένας λογοτεχνικός τιτάνας του 20ού αιώνα, είναι γνωστός για τις προκλητικές αφηγήσεις του, οι οποίες εμβαθύνουν στην περίπλοκη πολυπλοκότητα της ανθρώπινης κατάστασης.

Ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα

[La realidad]

«ΒΡΕΧΕΙ! ΒΡΕΧΕΙ! Μα­μά, κοί­τα πώς βρέ­χει!»

Ἀ­να­φω­νεῖ γε­λών­τας ἡ μι­κρὴ μὲ τὸ ρὸζ φο­ρε­μα­τά­κι, ποὺ περ­πα­τᾶ πι­α­σμέ­νη ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι τῆς μη­τέ­ρας της. Γιὰ νὰ εἴ­μα­στε εἰ­λι­κρι­νεῖς, δὲν μᾶς πο­λυ­α­ρέ­σει τὸ ρὸζ φο­ρε­μα­τά­κι. Ὅ­μως ἔ­τσι τὴν ἕν­τυ­σε ἡ μη­τέ­ρα της, καὶ ἀν­τὶ νὰ ἐ­πι­κρί­νει κα­νεὶς τὶς ἐν­δυ­μα­το­λο­γι­κὲς ἐ­πι­λο­γὲς τῶν ἄλ­λων, πό­σο μᾶλ­λον μιᾶς τό­σο χα­ρι­τω­μέ­νης μι­κρῆς, ἂς κοι­τά­ζει κα­λύ­τε­ρα τὴ δι­κιά του καμ­πού­ρα.

            Κι ἔ­τσι ἡ μι­κρὴ μὲ τὸ ρὸζ φο­ρε­μα­τά­κι, γε­λών­τας χω­ρὶς στα­μα­τη­μό, τρα­βά­ει ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι τὴ μη­τέ­ρα της: μιὰ γυ­ναί­κα μὲ σο­βα­ρὸ πα­ρου­σι­α­στι­κὸ καὶ κά­πως ἀ­φη­ρη­μέ­νη, ἢ κου­ρα­σμέ­νη ἀ­πὸ τὶς συ­νε­χεῖς ἀ­να­κα­λύ­ψεις τῆς κό­ρης της. Αὐ­τὸ μᾶς τὴν κά­νει λι­γό­τε­ρο συμ­πα­θη­τι­κή, πα­ρό­λο ποὺ ὁ κα­θέ­νας ἀ­να­τρέ­φει τὰ βλα­στά­ρια του ὅ­πως νο­μί­ζει, καὶ κα­λύ­τε­ρα νὰ κοι­τά­ζει τὴ δι­κιά του καμ­πού­ρα καὶ τὰ λοι­πά, καὶ τὰ λοι­πά. Ἃς ἀ­να­γνω­ρί­σου­με ὅ­μως ὅ­τι ἡ ἐν λό­γω κυ­ρί­α δι­α­θέ­τει ἐ­ξαι­ρε­τι­κοὺς ἀ­στρα­γά­λους. Περ­πα­τᾶ στη­τὴ σὰν βα­σί­λισ­σα. Τὰ τα­κού­νια της, τὰκ τούκ.

            «Μα­μὰ βρέ­χει! Κοί­τα πῶς βρέ­χει!», ἐ­πι­μέ­νει ἡ μι­κρή.

            Ἡ κυ­ρί­α πα­τά­ει φρέ­νο στε­γνά, κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὰ μι­λών­τας, καὶ τῆς ρί­χνει ἕ­να βλέμ­μα πού, ἂν κά­ποι­ος δὲν εἶ­χε πολ­λὰ στὸ κε­φά­λι του καὶ τὰ λοι­πά, θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ τὸ χα­ρα­κτη­ρί­σει ἄ­δι­κο, ἢ ἀ­κό­μα καὶ ἀ­παί­σιο. Ἀ­φή­νει τὸ χέ­ρι τῆς κό­ρης της. Κοι­τά­ζει μὲ δα­σκα­λί­στι­κο ζῆ­λο πρὸς τὰ πά­νω, ὅ­που ὑ­ψώ­νον­ται σει­ρὲς ἀ­πὸ λου­λου­δι­α­σμέ­να μπαλ­κό­νια, κά­τω ἀ­πὸ ἕ­ναν κα­θά­ριο, κα­τα­γά­λα­νο οὐ­ρα­νό. Ὕ­στε­ρα ξα­να­κοι­τά­ζει τὴ μι­κρὴ καὶ βά­ζει τὰ χέ­ρια της στὴ μέ­ση.

            «Βρέ­χει, μα­μά, βρέ­χει!»

            Ἡ μι­κρὴ γε­λά­ει, ὅ­λο γε­λά­ει. Χο­ρο­πη­δά­ει γύ­ρω-γύ­ρω, τι­νά­ζον­τας τοὺς μου­σκε­μέ­νους ὤ­μους της. Ἡ μη­τέ­ρα κου­νά­ει τὸ κε­φά­λι της καὶ ξε­φυ­σά­ει φου­σκώ­νον­τας τὰ κα­λο­βαμ­μέ­να χεί­λη της.

            «Βρέ­χει! Βρέ­χει…!»

            Ὅ­μως με­ρι­κὲς φο­ρὲς τὰ προ­φα­νῆ πράγ­μα­τα δὲν εἶ­ναι κα­θό­λου προ­φα­νῆ: ἡ αὐ­στη­ρὴ κυ­ρί­α στα­μα­τά­ει τὴν κί­νη­ση τῆς κό­ρη της, σὰν κά­ποι­ος ποὺ βά­ζει τὸ δά­χτυ­λο πά­νω σε μιὰ σβού­ρα, πι­έ­ζει τὸ λαμ­πε­ρὸ προ­σω­πά­κι καὶ σκύ­βει μι­λών­τας της στὸ ἀ­φτί:

            «Ἄλ­μπα, κο­ρί­τσι μου, ἄ­κου. Μὴ λὲς χα­ζο­μά­ρες. Δὲν κα­τα­λα­βαί­νεις ὅ­τι τὸ νε­ρὸ πέ­φτει ἀ­πὸ τὰ μπαλ­κό­νια;»

            Ἡ Ἄλ­μπα γυρ­νά­ει ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη τὸ πρό­σω­πό της, χα­μη­λώ­νει γιὰ μιὰ στιγ­μὴ τὸ βλέμ­μα. Ὕ­στε­ρα πλα­τα­γί­ζει τὴ γλώσ­σα της ἐ­κνευ­ρι­σμέ­νη καὶ ἀ­πο­φα­σί­ζει νὰ δεί­ξει ὑ­πο­μο­νὴ μὲ τὴ μη­τέ­ρα της. Ἀ­παν­τά­ει πο­λὺ ἀρ­γά, το­νί­ζον­τας κά­θε συλ­λα­βή:

            «Τὸ ξέ­ρω, βρὲ μα­μά: τὰ μπαλ­κό­νια. Φυ­σι­κά. Μά… κοί­τα, μα­νού­λα, κοί­τα πώς βρέ­χει! Τί ὄ­μορ­φη, τί πα­νέ­μορ­φη ποὺ εἶ­ναι ἡ βρο­χή!»

Κι ἀ­φοῦ εἶ­πε ὅ­σα εἶ­χε νὰ πεῖ, ἡ Ἄλ­μπα ἐ­πι­στρέ­φει εὐ­θὺς στὴ χα­ρὰ καὶ στὰ χο­ρο­πη­δη­τά της, κά­νον­τας νὰ ἀ­νε­μί­ζει τὸ ἀ­συ­νή­θι­στο ρὸζ φο­ρε­μα­τά­κι της, ποὺ δὲν θὰ σχο­λι­ά­σου­με ἄλ­λο πιά.

Ὁ ἈΝ­ΤΡῈΣ ΝΈΟΥ­ΜΑΝ (ANDRES NEUMAN) ΓΕΝ­ΝΉ­ΘΗ­ΚΕ ΣΤῸ ΜΠΟΥ­Έ­ΝΟΣ Ἅ­Ι­ΡΕΣ ΤῸ 1977, ἈΛ­ΛᾺ Ἀ­ΠῸ Ὀ­ΚΤῺ Ἐ­ΤΩ͂Ν ΖΕΙ͂ ΚΑῚ ἘΡ­ΓΆ­ΖΕ­ΤΑΙ ΣΤῊ ΓΡΑ­ΝΆ­ΔΑ. Ἔ­ΧΕΙ ΓΡΆ­ΨΕΙ ΜΥ­ΘΙ­ΣΤΟ­ΡΉ­ΜΑ­ΤΑ, ΔΙ­Η­ΓΉ­ΜΑ­ΤΑ, ΔΟ­ΚΊ­ΜΙΑ ΚΑῚ ΠΟΙ­Η­ΤΙ­ΚῈΣ ΣΥΛ­ΛΟ­ΓΈΣ. ΘΕ­Ω­ΡΕΙ͂­ΤΑΙ Ἀ­ΠῸ ΤΟῪΣ ΚΑ­ΛΎ­ΤΕ­ΡΟΥΣ ΣΎΓ­ΧΡΟ­ΝΟΥΣ Ἱ­ΣΠΑ­ΝΌ­ΦΩ­ΝΟΥΣ ΜΥ­ΘΙ­ΣΤΟ­ΡΙ­Ο­ΓΡΆ­ΦΟ

Πηγή: planodion