ΤΟ ΜΠΛΟΚΟ (διήγημα του Δημήτρη Ραβάνη-Ρεντή)

     Στις γειτονιές είχαν αρχίσει από καιρό τα γερμανικά μπλόκα. Κι η οδός Ωραίας, ένα από τα δρομάκια της Αθήνας, καρτερούσε την αράδα της. Μέρα με τη μέρα ο κύκλος στένευε γύρω της. Οι άνθρωποι λαγοκοιμόντουσαν, έτοιμοι να πεταχτούν απάνω με τον παραμικρό θόρυβο. Ο τρόμος κι ο κίνδυνος που πριν σε παραμόνευε μόνο στο δρόμο, τώρα είχε μπει και μέσα στα σπίτια. Πουθενά δεν ήσουνα εξασφαλισμένος. Παντού μπορούσε να σε βρει ο χάρος. Και να που το μπλόκο έφτασε και στην οδό Ωραίας.

     Ένας ξαφνικός θόρυβος ξύπνησε το δρομάκο. Την ίδια στιγμή κι από τις δυο πάντες του στενού μπουκάρησαν οι γερμανικές μοτοσυκλέτες. Ύστερα μπήκαν τρία μαύρα αυτοκίνητα και δυο φορτηγά. Ακούστηκαν σύντομες διαταγές και σε λίγο μια φωνή βαριά, δυνατή ούρλιασε:

     -Όλοι οι άντρες από δέκα έξη χρονών να βγούνε στο δρόμο!

     Η φωνή σώπασε για λίγο. Μα σε λίγο ξανακούστηκε:

     -Όλοι οι άντρες από δεκάξη ως εξήντα χρονών να βγούνε στο δρόμοοο!

     Ήταν ένα ουρλιαχτό σα σκυλιού που προμηνούσε κάποια καταστροφή, κάποιο θάνατο. Η φωνή, άγρια, σουρτή, κουρέλιασε τη νύχτα. Ο αέρας λαχτάρησε για λίγο, τρεμούλιασε κι ύστερα απλώθηκε μια αλλόκοτη, νεκρική, άγρια, ησυχία. Κανένα παράθυρο δεν ανοίχτηκε. Καμιά πόρτα δεν έτριξε. Σαν να μην άκουσε κανένας τη φρικτή φωνή, που τώρα τελευταία όλο και πιο συχνά τάραζε τις συνοικίες της Αθήνας. Η οδός Ωραίας σάμπως να ΄χασε ξαφνικά την ψυχή της, σα να νέκρωσε. Σάμπως να μείναμε μόνο τα σπίτια, κρύα, ακατοίκητα. Κι όμως οι άνθρωποι την ίδια τη στιγμή, όλοι, ήταν πια σηκωμένοι και ντυμένοι, αποχαιρετιόντουσαν, φιλιόντουσαν, σαν να τοιμαζόντουσαν για ένα μεγάλο ταξίδι και να καρτέραγαν ν΄ ακουστεί ξανά η φωνή, για στερνή φορά, που θα ξανάδινε τη φριχτή διαταγή, προσπαθώντας να μακρύνουν λίγο τη στιγμή του χωρισμού.

     Πρώτος βγήκε ο Μπάκας, ο έμπορας. Μόλις άκουσε τις φωνές κάτω στο δρόμο, πετάχτηκε από το κρεβάτι και βγήκε έτσι όπως ήταν, αχτένιστος, με τις πυτζάμες και με τις παντούφλες.

     -Ρίξε κάτι πάνω σου, θα κρυώσεις….μουρμούρισε με τρεμουλιαστή φωνή η Ρίκα, η γυναίκα του, όμορφη ακόμα, παρά τα σαρανταπέντε της χρόνια.

     -Ας κρυώσω… ας κρυώσω… μόνο να μην αργήσω και ξυπνήσω με καμιά σφαίρα στο κεφάλι κι απέ θα ΄χω καιρό να μου περάσει το κρύωμα, απάντησε ο Μπάκας και κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες που τρίξανε κάτω απ΄ το βάρος του. Καθώς έβγαινε αντάμωσε με το γείτονά τους, τον ιεροκήρυκα το Φωστίνη. Ο ιεροκήρυκας θα μπορούσε να παινευτεί ότι είχε το διπλό θάρρος από τον Μπάκα. Είχε ντυθεί καλά. Μόνο που καθώς περπάταγε και σηκωνόντουσαν τα παντελόνια του, φαινότανε ξεκάλτσωτος. Το θάρρος του δεν του ΄φτασε ίσαμε τις κάλτσες.

     Ο Νώντας Ρόβας, ένας νέος ίσαμε δεκαεφτά χρονών, άκουσε τις φωνές και ξύπνησε. Την ίδια στιγμή άκουσε και τη φωνή της μάνας του μαλακιά, καθησυχαστικιά:

     -Σήκω, παιδί μου, ντύσου….

     Ο Νώντας ένιωσε ένα λαφρύ τρέμουλο στη φωνή της, που η Ανθή δεν κατάφερε να το πνίξει. Άρχισε να ντύνεται αργά, νιώθοντας ένα μυρμήγκιασμα σ΄ όλο του το σώμα. Ήταν κι απ΄ την κούραση. Όλη τη νύχτα, είχανε γυρίσει πάλι τους δρόμους της γειτονιάς, μαζί με τους άλλους νέους του τομέα της αντίστασης της συνοικίας του και γράψανε συνθήματα στους τοίχους των σπιτιών. Τοιμάστηκε κι ο πατέρας του.

     -Πάμε….να μην απομακρυνθείς από κοντά μου, ψιθύρισε ο πατέρας του, σαν να φοβότανε να μην τον ακούσει κανείς, και τον έπιασε από το χέρι, σαν τότε που ΄ταν μικρός και πηγαίνανε τις Κυριακές στην εκκλησιά.

     -Πηγαίνετε…πηγαίνετε…στην ευκή του Θεού!….μουρμούρισε η Ανθή και τους έσπρωξε ελαφριά έξω. Ύστερα είπε στην Ελένη, που ΄χε σηκωθεί και καθότανε μισόγυμνη στην άκρη του κρεβατιού κ΄ έτρεμε: «Σώπα και συ, τι κάνεις έτσι;». Αν και δεν φώναξε, η φωνή της ακούστηκε δυνατή, παράξενη, σαν μέσα σε σπηλιά, σ΄ αντίθεση με τη σιγανή ομιλία, τη συνωμοτική που είχε ακουστεί ως τώρα μέσα στο σπίτι.

     Ο Νώντας βγήκε στο δρόμο μαζί με τον πατέρα του. Διέσχισαν το σοκάκι και πήγαν στον τοίχο της φάμπρικας του Κατρή, όπου είχαν παραταχθεί όλοι οι άντρες σύμφωνα με τη διαταγή. Την ίδια στιγμή είδε το γέρο Βέργο, συνταξιούχο καθηγητή της μουσικής, να βγαίνει από το σπίτι του ντυμένος γιορτερά, με το καπέλο του, το κασκόλ του, με τα όλα του. Κρατούσε και το βιολί του παραμάσκαλα. Άθελα του ο Νώντας γέλασε μέσα του: «Χάζεψε ο γέρος. Το βιολί του ΄λειψε τέτοιες ώρες». Ο Βέργος ήρθε και πήρε θέση δίπλα του, χαιρετώντας ευγενικά, όπως πάντα. Ποτέ δεν άφηνε το ευγενικό του ύφος. Λίγο πιο πέρα φάνηκε ο φίλος του Νώντα, ο Σώτος ο Ρίζος. Ήταν μαζί στην ίδια νεολαιίστικη οργάνωση αντίστασης. Οι τσέπες του ήταν παραφουσκωμένες. Η αδερφή του Σοφία πάντα προσεχτική και πάντα προνοητική – βλέπεις πολλές φορές τα ΄χε ξεπροβοδίσει τ΄ αδέρφια της στις φυλακές και τις εξορίες – του ΄χε γεμίσει τις τσέπες μ΄ ασπρόρουχα. Του ΄χωσε βιαστικά στις τσέπες του παντελονιού του κάμποσες χούφτες ρεβύθια. Είχε θυμηθεί τον Πάνο, τον Πάνο τον αδερφό της τον κομμουνιστή, που πέθανε φυματικός στην εξορία. Ο Πάνος έλεγε πως τίποτα δε σε χορταίνει πιο πολύ όσο καμιά τριανταριά ρεβύθια και δυο ποτήρια κρύο νεράκι. Φουσκώνουν, λέει, τα ρεβύθια στο στομάχι κι όσο να τα χωνέψεις δεν έχεις όρεξη μήτε για φασιανό. «Παυσίπεινα» τα ΄λεγε.

     -Τι λέτε να γίνει κύριέ μου; Άκουσε ο Νώντας δίπλα του τη φωνή του Βέργου, του δάσκαλου.

     -Σαν τι να γίνει; μουρμούρισε άχρωμα ο Νώντας.

     -Εγώ μια φορά είμαι έτοιμος, μουρμούρισε με περηφάνια ο Βέργος και χτύπησε απαλά με την παλάμη του τη θήκη του βιολιού του.

     Ο Νώντας χαμογέλασε πάλι, μα δεν πρόλαβε να κάνει καμιά σκέψη. Πλησίασαν δύο εσεσίτες κι άρχισαν να τους σπρώχνουν με τ΄ αυτόματα να κολλήσουν στον τοίχο, ουρλιάζοντας.

     Στον δρόμο είχαν μαζευτεί αρκετοί άντρες απ΄ την οδό Ωραίας και απ΄ τα γύρω σοκάκια. Κι όλο κι ερχόντουσαν νέοι. Άνοιγε από καμιά πόρτα και κάποιος έβγαινε. Ακουγότανε πού και πού και κανένα κλάμα. Θα ΄ταν πάνω από διακόσιοι άντρες από δεκαπέντα ίσαμε εξήντα χρονών, καταπώς ήταν η διαταγή. Έβλεπες όμως και μεγαλύτερους και μικρότερους. Βγαίνανε όλοι για να ΄ναι πιο σίγουροι. Μπορεί και να βρισκότανε κανένας γερμαναράς και να ΄πιανε ένα δεκατετράχρονο αγόρι και να το σκότωνε. Σάμπως θα δώσει λογαριασμό; Γι΄ αυτό βγαίνανε όλοι. Και δώδεκα χρονώ παιδιά ακόμα. Στη μέση στεκότανε μια κλειστή γερμανική μαύρη κούρσα οχταθέσια με αναμμένα τα φανάρια γυρισμένα κατά τον τοίχο του Κατρή, που ήταν μαζεμένοι οι άντρες. Κάθε λίγο ερχότανε από κανένας χωροφύλακας τραβολογώντας κάποιον. Σ΄ ένα σπίτι ακούστηκαν πυροβολισμοί. Είχαν βρει έναν κρυμμένο στην αποθήκη και τον σκοτώσανε. Πιο κάτω ο Νώντας είδε παρατεταγμένους άλλους δυο της ομάδας του, τον Γιώτη τον καμπούρη και το Λουκά. Ήταν από τους λίγους που είχαν ντυθεί καλά. Οι περισσότεροι είχαν ρίξει απάνω τους ότι πρόχειρο βρήκανε κοντά τους την ώρα κείνη.

     Οι άντρες των Ες-Ες, σπρώχνανε τον κόσμο με του υποκόπανους φωνάζοντας και ο διερμηνέας επαναλάβαινε τις φωνές τους σαν βραχνιασμένο γραμμόφωνο:

     -Άντε, άντε, στριμωχτείτε. Άντε, άντε…..

     Κανά δυο γερμανοί, που επιτηρούσαν τη συγκέντρωση, δείχναν φανερά σημάδια έξαψης.

     Στις πόρτες κρυφά και φανερά είχαν μαζευτεί οι γυναίκες, κοιτάζανε τους άντρες των σπιτιών τους μαζεμένους σαν πρόβατα επί σφαγή στον τοίχο του Κατρή και σταυροκοπιόντουσαν. Ο Νώντας είδε τη μάνα του στην εξώπορτα. Είχε ριγμένο πάνω στους ώμους της το σάλι της, και στεκότανε με σταυρωμένα τα χέρια της στο στήθος. Το πρόσωπο της δεν έδειχνε κανένα φόβο. Από τους γείτονες κανένας δε μιλούσε. Τσιμουδιά. Ακουγόντουσαν μόνο οι στριγγλιές και τα παραγγέλματα των χιτλερικών. Τέλος, όταν οι εσεσίτες έκαναν και την έρευνα στα σπίτια και είδαν πως δεν είχε μείνει πια κανένας μέσα, το σουρταφέρτα σταμάτησε στο δρόμο, μαζεύτηκαν όλοι, μισοφέγγαρο, κοντά στους συγκεντρωμένους. Από τη μαύρη κούρσα βγήκε τότες κάποιος ντυμένος με μια μαύρη κουκούλα που έπιανε απ΄ το κεφάλι του ίσαμε λίγο πιο κάτω απ΄ τη μέση του, κρύβοντας τον σχεδόν ολόκληρο. Η κουκούλα ήταν τρυπημένη μόνο στα μάτια για να μπορεί να βλέπει.

     Ο μασκοφόρος! Το φίδι της κατοχής! Θα περάσουν τα χρόνια, κι ο κόσμος θα ξεχάσει το μίσος του για τους γερμανούς, γιατί κανείς δεν μπορεί να χαρεί τη ζωή μισώντας. Θα περάσουν τα χρόνια και πάνω από τους πεθαμένους θα πέσει η πάχνη της λησμονιάς. Οι γούβες από τις οβίδες θα σκεπαστούν με λουλούδια, τα σπίτια θα χτιστούν, μα το μίσος για το μασκοφόρο δε θα σβήσει ποτές. Όπως ποτές δεν χάνεται η απέχθεια που ένιωσες μπροστά σ΄ ένα γλοιώδες σκουλήκι ή σ΄ ένα ψόφιο τυφλοπόντικα. Σ΄ όλα τα μπλόκα έκανε την εμφάνισή του κι ένας μασκοφόρος. Ήταν ένας προδότης απ΄ την ίδια πάντα γειτονιά που γινότανε τα μπλόκο, γιατί ήξερε πάντα όλους τους άντρες.

     Ο μασκοφόρος στάθηκε για λίγο κ΄ ύστερα πήγε να βαδίζει προς τους άντρες που είχαν συγκεντρωθεί στον τοίχο, σιωπηλός και τρομερός κάτω από τη μαύρη κουκούλα. Τότε ακούστηκε ένα ουρλιαχτό. Ήταν η γριά Δούκαινα η μπακάλισσα που ούρλιαξε. Λιγοθύμισε. Την ξέχασαν όμως, γιατί ο μασκοφόρος άρχισε κιόλας να προχωρεί αργά κατά μήκος της φάλαγγας. Δεν ακουγότανε τσιμουδιά. Ο μασκοφόρος πότε πότε σταματούσε μπροστά σε κάποιον και τον κοίταζε εξεταστικά, ώρα πολλή. Κάποιο παράθυρο άφηνε ένα «αχ» γεμάτο αγωνία, κ΄ ύστερα πάλι του τάφου σιγή. Σε μια στιγμή σταμάτησε μπροστά σ΄ έναν ψηλόν άντρα. Σήκωσε αργά το χέρι του και τον σαγίτεψε με το δείχτη. Τρέξανε δυο γερμανοί και τον τραβολόγησαν έξω από τη γραμμή χτυπώντας τον συνάμα με τους υποκόπανους. Τον άρπαξαν άδειο σακί και τον πέταξαν στο φορτηγό που καρτέραγε. Ο μασκοφόρος προχώρησε στον επόμενο. Έδειξε άλλους πέντε άντρες και σε λίγο σταμάτησε μπροστά στο Νώντα. Τον κοίταξε για πολύ, προσεχτικά. Τον κοίταξε κι ο Νώντας κατάφατσα προσπαθώντας να φαίνεται ήρεμος. Μέσα του όμως κάτι σα να ΄σπασε, κάποιο ελατήριο, και κάποιο κουδούνι πήρε να χτυπά σα δαιμονισμένο. Κοιτούσε το μασκοφόρο κατάματα, μα το βλέμμα του πήρε λοξά και τη μάνα του: είχε φέρει τα χέρια της στο πρόσωπό της σκεπάζοντας τα μάτια της. Ο Νώντας ένιωσε ένα ρίγος και σφίχτηκε για να συνέλθει. Θαρρούσε πως ώρες ολόκληρες στέκει εκεί ακίνητος, έχοντας μπροστά του το μασκοφόρο και πως ξανάγινε κάποτες. Δίπλα του ένιωσε τον πατέρα του να λαχταρά με τα μάτια του καρφωμένα στο δεξί χέρι του μασκοφόρου: Θα το σηκώσει τάχα για να δείξει το γιο του; Σε λίγο είδε σα μέσα σε νεφέλη το μασκοφόρο να κινιέται. Πραγματικά, προχώρησε και πήγε στον επόμενο. Την άλλη μέρα του ΄πανε του Νώντα πως μπροστά σ΄ αυτόν δε στάθηκε μήτε τρία δευτερόλεπτα ο μασκοφόρος. Δεν το πίστεψε. Πώς; Αυτό το μαρτύριο το αβάσταχτο που ΄νιωσε, δεν κράτησε παρά τρία δευτερόλεπτα; Μπορεί μέσα σε τρία δευτερόλεπτα να υποφέρει τόσο;

     Δίπλα του σταμάτησε πάλι ο μασκοφόρος. Σήκωσε το χέρι του κι έδειξε το γέρο Βέργο. Αυτός, πάντα ευγενικός, ψιθύρισε ένα «χαίρετε». Μα δεν πρόλαβε. Χύμηξαν απάνω του θεριά οι χιτλερικοί. Έπεσε το σκληρό του το μπορσαλίνο και τσούλησε τρία μέτρα μακριά. Του ΄φυγε και η θήκη του βιολιού από τη μασχάλη. Κάποιος την κλώτσησε. Ήρθε η θήκη και σταμάτησε μπροστά στα πόδια του Νώντα. Ο Βέργος δεν φαινότανε φοβισμένος, παραξενεμένος φαινότανε. Για μια στιγμή είπε μάλιστα:

     -Σταθείτε κύριοι, εφόσον βλέπετε ότι σας ακολουθώ εθελοντικώς. Ο καημένος ο Βέργος νόμισε πως θα του φερθούν με το γάντι, θα τον αφήσουν να βαδίσει πρώτος. Θα του πούνε «ορίστε περάστε» και δεν μπορούσε να το χωρέσει το μυαλό του πως θα τον αρπάζανε δυο μαντραχαλάδες να τον ρίχνουν σαν σκουπίδι στο γερμανικό φορτηγό αυτοκίνητο που όλο και γέμιζε.

     Ο μασκοφόρος στο μεταξύ προχώρησε. Ξαφνικά ακούστηκε κάποια φωνή:

     -Όχι εμένα! Όχι εμένα! Όχι εμένα!

     Κάποιον τραβολογούσαν, που όλο προσπαθούσε κάτι να πει, να γλυτώσει, χωρίς να τα καταφέρει. Κι ούρλιαζε σα να ΄τανε στου λιονταριού το στόμα κι όλο και πιο πολύ μάνιαζαν οι γερμανοί και τον σακραμάτιζαν.

     Και ξαφνικά έγινε κάτι που δε θα το ξεχάσει ποτέ η οδός Ωραίας.

     Είχε σταματήσει ο μασκοφόρος μπροστά στο Γιώτη τον καμπούρη. Ο Γιώτης ήτανε ένας καμπουράκος, γνωστός στη γειτονιά, δουλευτής, κι αγαπητός σ΄ όλους. Κανείς όμως δεν ήξερε το πραγματικό του όνομα. Σ΄ όλη τη διάρκεια της δικτατορίας είχε καταφέρει να δουλεύει για το Κόμμα κάτω από τη μύτη της Ασφάλειας, χωρίς να τον πάρουν μυρουδιά. Τώρα, ήταν στην ίδια ομάδα με το Νώντα. Οι σύντροφοί του τον λέγανε «Φοβιτσάρη» γιατί το παρατράβαγε με τα συνωμοτικά μέτρα. Του ΄χε μείνει το συνήθειο από την κλειστή δουλειά στον καιρό της δικτατορίας. Ο μασκοφόρος τον κοίταζε τον καμπούρη πολλά δευτερόλεπτα, επίμονα. Ξαφνικά ο Γιώτης πήδηξε κατά πάνω στο μασκοφόρο, κρεμάστηκε από το λαιμό του, έχωσε το χέρι του το δεξί στην τρύπα της μάσκας και τράβηξε. Το πανί ξεσκίστηκε ίσαμε κάτω. Φάνηκε το μούτρο του Θησέα του Δούκα, του γιου του μπακάλη, αλλαγμένο, γδαρμένο, καταματωμένο από τα νύχια του Γιώτη, πράσινο, παραμορφωμένο από τη μανία. Τίναξε με μιας από πάνω του τον καμπούρη, λευτερώθηκε και χωρίς πια να κάνει καμιά προσπάθεια για να κρυφτεί, έβγαλε το πιστόλι του και το άδειασε με λύσσα κατά πάνω του. Ο Γιώτης κλονίστηκε, τραμπαλίστηκε σαν μεθυσμένος κ΄ ύστερα έπεσε απότομα καταγής. Όλα γίνανε τόσο γρήγορα που κανένας δεν πρόλαβε να επέμβει. Ούτε να φωνάξει κανείς δεν πρόκανε. Ένας γερμανός, όταν πια όλα είχαν τελειώσει, έριξε με τ΄ αυτόματο μια ριπή γυροφέρνοντας τ΄ όπλο του στην τύχη. Κάποιοι πέσανε βογγώντας. Οι αξιωματικοί αφρίζανε φτύνοντας τις διαταγές τους. Βιάστηκαν να μαζεύουν από κάτω τους χτυπημένους. Τους έριχναν όλους νεκρούς, ζωντανούς και τραυματίες, όλους, ανάκατα, μέσα στα φορτηγά. Μερικοί πρόλαβαν και πέταξαν σημειώματα από τ΄ αυτοκίνητα στους άλλους που μείνανε. Τα φορτηγά ξεκίνησαν. Καθώς προχωρούσαν στάλαζε το αίμα κατάχαμα, και το ΄πινε το χώμα. Ο Νώντας είδε το Βέργο να του κάνει ένα ελαφρό νόημα με το κεφάλι.

     Μόνο όταν απομακρύνθηκαν πια τα αυτοκίνητα και χάθηκαν στη στροφή του δρόμου, μόνο τότε άρχισε το κλάμα στη γειτονιά, ένα κλάμα σουρτό, απελπισμένο, μοιρολόγι θανάτου. Απ΄ το τέντωμα σπάσαν τα νεύρα. Ουρλιαχτά ακουγόντουσαν και βρισιές. Και κατάρες.

     Στον τοίχο είχε μείνει μόνο ο Πλάτων ο Δούκας, ο πατέρας του μασκοφόρου, ακίνητος στην ίδια θέση που ήταν και πριν λίγο, με τα μάτια καρφωμένα στου δρόμου τη στροφή. Ο Λουκάς καθότανε σα χαμένος στα σκαλάκια του εργοστασίου με τα χέρια κρεμασμένα ανάμεσα στα σκέλια του.

     Ο Νώντας σήκωσε από χάμω τη θήκη του Βέργου κι άρχισε να την ξεσκονίζει μηχανικά με το μανίκι του. Πήγε κι έκατσε δίπλα στο Λουκά. Πιο πέρα δυο γυναίκες περιποιόντουσαν τη μπακάλαινα τη Δούκαινα, που δεν είχε συνέρθει ακόμα από τη λιγοθυμιά. Είχε γνωρίσει το γιο της από το περπάτημα γι’ αυτό είχε βάλει εκείνη τη φωνή. Ενώ ο Λουκάς έλεγε:

     -Δεν μπορώ να το καταλάβω…δεν μπορώ…ο Γιώτης που ήταν πάντα τόσο προσεχτικός… Τον έλεγα φοβιτσιάρη…και να…

     Κι άρχισε να κλαίει ο Λουκάς, σιγά, ξερά, μ΄ αναφυλλητά. Κι ο Νώντας δεν μπόρεσε να καταλάβει, αν έκλαιγε για τον Γιώτη τον καμπούρη, ή για το που μετάνιωσε για τις δικές του σκέψεις τις πρωτινές.

     Ο Νώντας άνοιξε τη θήκη του βιολιού. Περίμενε ν΄ αντικρύσει μέσα το βιολί, μα είδε τη θήκη γεμάτη ασπρόρουχα. Ήταν κ΄ ένα άσπρο επίσημο πουκάμισο με σκληρό κολάρο. Με μιας ένιωσε ένα απέραντο σεβασμό για κείνο το ειρηνικό γεροντάκι, που ΄χε τοιμαστεί τόσο ήρεμα, αθόρυβα κι αποφασιστικά για το ταξίδι του.

     Έτσι έγινε και έμαθε η γειτονιά, το πραγματικό παρανόμι του Γιώτη. Ίσαμε εκείνη τη μέρα του μπλόκου, όλοι στην οδόν Ωραίας τον λέγανε Καμπούρη. Πότε πότε του κολάγανε κοντά στο παρατσούκλι και τα επαγγέλματα που έκανε κατά καιρούς: ο Μανάβης, ο Καροτσέρης, ο Τσιμεντάς.

     Το επώνυμο του Γιώτη του Καμπούρη το μάθανε την άλλη μέρα κιόλας. Όταν σηκώθηκαν το πρωί οι άνθρωποι, είδαν να γράφει και στις τέσσερις γωνιές του δρόμου ακριβώς κάτω από το επίσημο «Οδός Ωραίας», «Οδός Γιώτη Λίναρη». Στην αρχή παραξενεύτηκαν μα ύστερα τους φάνηκε φυσικό: «Βέβαια, έπρεπε να ΄χει ένα όνομα κι ο Καμπούρης».

     Αυτό το «Λίναρης» όμως, είναι φυσικό να τον δυσκολέψει τον κόσμο στην αρχή. Δεν μπορείς κάποιον που τον έλεγες χρόνια ολόκληρα «Καμπούρη» να τον πεις από τη μια μέρα στην άλλη «Λίναρη». Ποιος ξέρει; Ίσως κι ο Γιώτης να απορεί ακούγοντας τ΄ όνομά του: «Ποιος να ΄ναι αυτός ο Λίναρης; Για μένα μιλάνε;», θα αναρωτιέται βέβαια εκεί στον Παράδεισο που βρίσκεται. Γιατί, όσο γι΄ αυτό, έτσι τ΄ αποφάσισαν οι γυναίκες της γειτονιάς: ο Γιώτης πήγε στον Παράδεισο. Ήταν αδύνατο να πάει αλλού, σ΄ άλλο μέρος. Και ούτε απ΄ το Καθαρτήριο θα περνούσε. Σαν τα παιδιά τα καλά που περνάνε την τάξη «άνευ εξετάσεων».

     Και μια γριά ακόμα που τόλμησε να πει: «μα πώς θα πάει στον Παράδεισο; Αυτός ήταν κομμουνιστής….δεν πίστευε στο Θεό!», κι αυτή ακόμα, κούνησε υστερότερα το κεφάλι της και διόρθωσε: «… Δεν πειράζει… πίστευε ο Θεός σ’ αυτόν!…»

ΤΟ ΜΠΛΟΚΟ είναι διήγημα του Δημήτρη Ραβάνη-Ρεντή

Ο Δήμος Ρεντής (φιλολογικό ψευδώνυμο του Μίμη Ραβάνη) γεννήθηκε στην Αθήνα το 1925. Τέλειωσε το Γυμνάσιο στην Αθήνα, και συνέχισε πανεπιστημιακές σπουδές, ύστερα από πολύχρονη διακοπή, στο Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου. 

Μήπως αυτός που πάντα περιμένει, υποφέρει περισσότερο από αυτόν που δεν περίμενε ποτέ κανέναν;

Πάπλο Νερούδα