Η διάκριση Ορεινών- Πεδινών, ανάγεται στην Εθνοσυνέλευση της Γαλλικής Επανάστασης του 1789. Τότε, οι ριζοσπαστικοί με τις πλέον επαναστατικές ιδέες, κατέλαβαν το άνω αριστερό μέρος της αίθουσας της Εθνοσυνέλευσης και ονομάσθηκαν Ορεινοί επειδή τα έδρανά τους ήταν στο ψηλότερο μέρος του αμφιθεάτρου. Μεταξύ των Ορεινών ήταν ο Νταντόν, ο Μαρά, ο Σαιν Ζυστ και άλλοι από την ομάδα των Επαναστατών της Γαλλικής Επανάστασης.
Ένα ωραίο κείμενο με την γλαφυρή πένα του συγγραφέα Χρήστου Μίχα από τα Σκούρτα Βοιωτίας, που περιγράφει ρεαλιστικά μια εργασία που τουλάχιστον στα Δερβρνοχώρια έχει εξαφανιστεί, η προόδος(;) γαρ ..
Απολαύστε το !!
Ορεινός
Καρβουνιάριδες.
Άλλη εργασία σκληρή και επίπονη με την οποία ασχολήθηκαν πολλές οικογένειες Δερβενοχωριτών ήταν η παραγωγή Ξυλανθράκων- κάρβουνου .
Σε αυτήν την εργασία δεν υπήρχε χρονικός περιορισμός καθώς θα μπορούσαν να δουλεύουν σχεδόν όλο τον χρόνο , πλην των θερινών μηνών ακόμη και επικουρικά , όσοι είχαν και άλλες εργασίες .
Αρχικά οι καρβουνιάρηδες επέλεγαν το μέρος όπου θα έκαναν το καμίνι , δηλαδή το μέρος όπου θα έκαιγαν τα ξύλα και θα έβγαζαν το κάρβουνο .
Αυτό συνήθως βρισκόταν μέσα στο δάσος σε μέρος απάνεμο κοντά σε νερό και συγκεκριμένα σε κάποια περιοχή με χώμα την οποία πρώτα είχαν εκχερσώσει σε αρκετή απόσταση (ρουμανι) , σε μέρος που δεν είχε βράχια η πέτρες . Η επιφάνεια του χώρου του καμινιού ήταν σε σκάμμα κυκλικό , επίπεδο και γύρω του άνοιγαν ένα αυλάκι, για να μη μπαίνουνε τα νερά στο εσωτερικό του σε περίπτωση που είχαμε βροχές . στο διάστημα που το είχαν ανάψει
Σε αυτό το σημείο λοιπόν έφτιαχναν το καμίνι , μαζεύοντας ξύλα επί το πλείστων από πουρνάρι , κουμαριά η φιλίκη κυρίως τις ρίζες και τα χονδρά κλαδιά τους , στην συνέχεια τοποθετούσαν αυτά σταυρωτά μέσα στο καμίνι , που ήταν σκαμένο σε βάθους ενός μέτρου περίπου , δημιουργώντας ετσι μία μικρή πυραμίδα με τα ξύλα ύψους περίπου δύο μέτρων και διαμέτρου δύο ή τριών μέτρων στις μεγαλύτερες η και ακόμη περισσότερο . Τα κέντρο αυτής της πυραμίδας η καλύτερα του ημικυκλικού θόλου της έμενε ανοικτό για να ριχθούν οι εύφλεκτες ύλες και για να αναπνέει το καμίνι στην αρχή .
Το κτίσιμο του καμινιού ήθελε τέχνη και ένας από την ομάδα, ήτανε ο μαστορας δηλαδή ο τεχνίτης που αναλάμβανε το κτίσιμο. Η κατασκευή του καμινιού γινόταν με πρακτικό τρόπο. Μετρούσανε το εμβαδόν του καμινιού με τα βήματα, ανατολικά προς δυτικά και μετά βόρεια προς νότια. Αν τα βήματα ήτανε 6 περίπου μέτρα, το καμίνι θα έβγαζε χίλιες με χίλιες διακόσιες οκάδες κάρβουνο, ενώ αν ήτανε 8 μέτρα, η παραγωγή του κάρβουνου θα ζύγωνε τις 2.000 οκάδες. Συνήθως και ανάλογα πάντα με τον χρόνο και τρόπο καύσης, κάρβουνο έμενε το ένα τέταρτο των ξύλων που είχαν χρησιμοποιηθεί
Αφού είχαν τοποθετήσει λοιπόν όλα τα ξύλα κατά αυτόν τον τρόπο έριχναν πάνω σε αυτά άχυρο, η κλαδιά πεύκων και πούσια η αλλιώς ΄΄Πευκοβελονες ΄΄ και μετά όλα αυτά τα σκέπαζαν με χώμα ως την κορυφή .
Από την κορυφή της πυραμίδας , που έφταναν με αυτοσχέδια ξυλοσκαλα , έριχναν στην βάση εύφλεκτες ύλες όπως ρετσίνι , το άναβαν και άφηναν να καούν τα ξύλα για πέντε η έξι ώρες έως ότου η βάση έπιανε ΄΄θράκα΄΄ . Αμέσως και ενώ σταματούσε να βγαίνει ο πρωτος πυκνός μαύρος καπνός έκλειναν την τρύπα στην κορυφή την ΄Μπουκα΄΄ με χώμα και περίμεναν για μία εβδομάδα γύρω από το καμίνι με βάρδιες μέρα-νύχτα, το οποίο σιγόκαιγε , αναπνέοντας αρχικα από δύο τρείς μικρές τρύπες στο πλάι τα ΄΄φυσέκια΄΄ , για να βγαίνει από εκεί σιγά σιγά ο καπνός. Αργότερα, όταν το καμίνι έχει προχωρήσει, τα ΄΄φυσέκια΄΄ η αλλιώς τις΄΄ πιπες΄΄ , τις έκλειναν και άνοιγαν μεγαλύτερες τρύπες πιο κοντά στη βάση, τα ΄΄ντίπια΄΄ που είχαν δημιουργήσει λίγο χαμηλότερα ώστε να αερίζεται μερικώς το καμινι .
Οι καρβουνιάρηδες έμεναν σε πρόχειρα πετροκτιστα βοσκοκαλυβα που βρίσκονται δίπλα στα ξέφωτα του βουνού με τα καμίνια. Παρακολουθούν ανά ώρα την πορεία της φωτιάς, που ουσιαστικά δεν ανάβει ποτέ καθώς «Το ξύλο δεν καίγεται, αλλά καπνίζεται» .
Αν χρειαστεί, κάπου-κάπου πιτσιλάνε το καμίνι με νερό. «Το ξύλο έχει την υγρασία του, παίρνει και όση υγρασία χρειάζεται τη νύχτα και γίνεται όπως πρέπει το κάρβουνο», εξηγούν οι καρβουνιάρηδες. Όλα αυτά όταν οι καιρικές συνθήκες είναι ιδανικές. Η βροχή μπορεί να ανατρέψει όλα τα σχέδια, καθώς μπορεί να χαλάσει η κατασκευή και επίσης το κάρβουνο δεν ήταν καλής ποιότητας .
Όλο το διάστημα της εβδομάδας παρακολουθούσαν κυρίως το καμίνι μην ΄΄πέσει΄΄ και μη τυχόν ανοίξουν άλλες τρύπες στο πλάι και καταστραφεί και γίνει στάχτη . Η πορεία καύσης των ξύλων στο καμίνι ηταν τελετουργικό , όλα προγραμματισμένα., όταν έβλεπαν πως σε κάποιο σημείο το καμίνι «κάθεται», επειδή κάποια κάρβουνα άρχισαν να γίνονται πιο γρήγορα, άνοιγαν στην κορυφή ΄΄ μπουγάζια ΄΄ , δηλαδή τρύπες κι από εκεί έριχναν μικρότερα ξύλα στο εσωτερικό. «Ταΐζαν » το καμίνι για να ισορροπήσει και να συνεχίσει να καίει ομοιόμορφα.
Μετά τη εβδομάδα λοιπόν άρχιζαν να βγάζουν το χώμα και τα ξύλα τα οποία είχαν καεί – καπνιστεί σιγά σιγά και είχαν γίνει κάρβουνο – Ξυλάνθρακες .
Η τέχνη τους φερμενη από τους παλιούς χρόνους , ριζωμένη όμως βαθιά στην ψυχή τους , δύσκολα μπορούσαν να σου περιγράψουν τι έκαναν , οι κινήσεις τους μηχανικές, το ένστικτο τους στην δουλειά αλάθητο ,αμίλητοι , σκυθρωποί η επικοινωνία τους με νεύματα και λίγες κοφτές ξερές λέξεις όταν δούλευαν . Όλα γίνονται με υλικά της γης, χώμα, άχυρο, νερό και ξύλο», μας εξηγούν κάτοικοι της περιοχής σαν να περιγράφουν την έβδομη ημέρα της δημιουργίας η να εξιστορούν μέρες της Αποκάλυψης και με εργαλεία επίσης παλιά , την πιρούνα, το φτυάρι , την δίκοπη και την τσουγκράνα
. Η τέχνη του καρβουνιάρη η του ΄΄ Μουτζούρη ΄΄, κατά κυριολεξία , από την κορφή ως τα νύχια., ήταν η μοναδική που βασίζοταν αποκλειστικά σε παραδοσιακά μέσα , καθώς τότε δεν έμπαιναν στη διαδικασία παραγωγής του καθόλου τα μηχανήματα.
Όλοι τους κατάμαυροι σαν ξωτικά του δάσους έκαναν την δουλειά τους από το χάραμα και όλο το βράδυ ,η μαυρη σκόνη κάλυπτε τα ρυτιδιασμένα πρόσωπα τους και όλοι φαίνονταν ίδιοι ανεξαρτήτου ηλικίας ,. Η ατμόσφαιρα ανυπόφορη από τους καπνούς , το έδαφος κοντά στο καμίνι έκαιγε . Δύσκολο να καταλάβει κανείς αν ζούσαν στην κόλαση η στον παράδεισο . Έτρωγαν κατάχαμα τις λιγοστές ελιές, δίπλα τους το καρβέλι με το ψωμί που είχαν στο ταγάρι και ποιο πέρα η΄΄ Μποτσα΄΄ με το ρετσινατο κρασί που έσβηναν την δίψα , μετριάζοντας κάπως τον κάματο της μέρας , λίγο ποιο κει, αντίκρυ τους τα υποτακτικά τους , σίγουρα ποιο ξεκούραστα από τους εργάτες συνήθως μουλάρια έδειχναν πως κοιτούσαν σαν ήθελαν να βοηθήσουν ετοιμαζονταν όμως και αυτά για το μεγάλο ταξίδι που θα ακολούθουσε μετά , η Ελευσίνα έπεφτε έξι ώρες μακρύτερα. Ατέλειωτες κουβέντες για θεούς για δαίμονες , για νεραΐδες και λαμιες , για το χωριό , μύθοι και θρύλοι αιώνων διαδραματίζονταν συνεχώς γύρω τους , Λίγα αγρίμια του δάσους πολύ μακριά τους , παρακολουθούσαν την ιεροτελεστία και έδειχναν και αυτά τον φόβο τους με τις κραυγές τους βλέποντας τους απρόσμενους αυτούς επισκέπτες που γλιστρούσαν σαν σκιές μέσα από τις φυλλωσιές τα αγριοπουρναρα και τα πεύκα του Δάσους , κάποιες φωνές από ψηλά , ίσως από αρπακτικά πουλιά που βλέποντας τον καπνό από την ΄΄μπουκα΄΄ προσπαθούσαν μάταια να οσμιστούν σάρκα κάποιου θηράματος , τάραζαν και αυτά λίγο την ησυχία τους και έδεναν το τοπίο μέσα στην καταχνιά από την κάπνα , με την έντονη μυρωδιά και τον ήχο των ξύλων που έλιωναν μέσα στο καμίνι
Περιηγητές της Πάρνηθας, μου εξιστορούσαν καρβουνιάρηδες της περιοχής , ότι έκαναν ώρες να συνελθουν από το σοκ αντικριζοντας τους και πέρασε ώρα και ειδικές διαπιστεύσεις για να πιστοποιούσουν ότι πράγματι αυτοί που αντίκριζαν ήταν κανονικοί άνθρωποι και όχι κάποιο άλλο προϊστορικό είδος ανθρωποειδούς
Η παραγωγή κάρβουνου ήταν περίπου 100 κιλά στα 400 κιλά Ξύλα και η επιτυχία του εξαρτιόταν στον τρόπο τοποθέτησης των Ξύλων , στην επιλογή αυτών από συγκεκριμένους τύπους δέντρων και μεγέθους , στο σκέπασμα αυτών και στον αερισμό του ώστε να μη γίνει πλήρης καύση – στάχτη αλλά μερική ώστε να έχουμε κάρβουνο .
Όταν έσβηνε το καμινι , είτε έβγαζαν το κάρβουνο και το έσβηναν σε νερό (δεν έδινε καλή ποιότητα αυτός ο τρόπος όμως ) η τα άφηναν για μια δυο μέρες ελαφρώς σκεπασμένα με χώμα και μετά τα έβαζαν σε μεγάλα σακιά και από εκεί τα μετέφεραν με μουλάρια )
Στα κονάκια της Πάρνηθας κυρίως οι Χασιωτες και πολλοί Δερβενοχωριτες έφτιαχναν αργότερα μετά το 1950 μικρούς λάκκους με λίγα ξύλα έως 400 κιλά , πάλι κατά τον ίδιο τρόπο , απλά το καμίνι αυτό έβγαζε μικρότερη ποσότητα κάρβουνου περίπου 100 κιλά σε λιγότερο χρόνο και δεν είχε ποσοστό αποτυχίας γιατί μπορούσες να το επιβλέπεις ποιο εύκολα και δεν ήθελε πολλά χέρια
Με το κάρβουνο αυτό εφοδίαζαν νοικοκυριά και ταβέρνες στην περιοχή της Ελευσίνας και Ασπροπύργου Μενιδίου κλπ , ανταλλάσσοντας αυτό με άλλα προϊόντα τα οποία δεν είχαν και σπάνια αντί χρηματικού ποσού . Η τιμή του το 1960 ήταν περίπου μια δραχμη και δέκα λεπτά το κιλό , η μέση παραγωγή 100 τόνοι ανά έτος και ασχολούνταν περίπου το 10% των νοικοκυριών του χωριού μας . Με ένα φόρτωμα κάρβουνου στο μουλάρι, περίπου 300 κιλα , μπορούσε ένας κάτοικος να αγοράσει 20 κιλά λάδι , λίγα φρούτα και πέντε έξι κιλά αλεύρι . Το κάρβουνο ταπεινό παράγωγο του ξύλου συνάμα όμως πολύ χρήσιμο στα μαγγαλια για θέρμανση τότε και απαραίτητο σε άλλους τεχνίτες όπως στον σιδερά στον κουδουνα στον αλμπαντη (πεταλωτη)
Επειδή το καμίνι ήθελε πολλά χέρια , συνήθως το έκαναν ομάδες ατόμων , βοηθώντας ο έναν τον άλλον, εναλλάξ ώστε όλοι να εξοικονομούσαν τα προς το ζην . Σπουδαίος καμινιαρης΄΄ Τεχνιτης΄΄ στην περιοχή μας ο Κωστας Δαρρας , ο Θανασης Στραιτουρης , ο Φωτης Σαμπανης , ο Φιλιππας ο Ταμπουρατζης , ο Δημητρης Ταμπουρατζης και ο Χρηστος Αντωνιου .
Η διαδικασία παραγωγής κάρβουνου δεν ήταν αποκλειστική εργασία της νεότερης εποχής. Είναι γνωστή από γραπτές πηγές και αρχαιολογικά ευρήματα, ήδη από την αρχαιότητα. Οι ἀνθρακευταί, οι καρβουνιάρηδες παρέμεναν σχεδόν αφανής, παρότι η εργασία τους κατείχε έναν κρίσιμο οικονομικό ρόλο στον αρχαίο και μεσαιωνικό χώρο
Οι αθρόες εισαγωγές βιομηχανικού ξυλοκάρβουνου (μπρικέτας) από την Ασία, και το φθηνό ξυλοκάρβουνο που έρχεται από την Βουλγαρία σήμερα απειλεί ακόμη και τους λιγοστούς εναπομείναντες καρβουνιάρηδες της χώρας που προσπαθούν να κρατήσουν ζωντανή όχι μόνο την επιχειρηματική τους δραστηριότητα αλλά και μια παραδοσιακή τέχνη που έρχεται από την αρχαιότητα. Στο κοντινό παρελθόν τεχνίτες του ξυλοκάρβουνου από την Εύβοια την Ικαρία, την Λέσβο, την Χαλκιδική και από άλλες περιοχές της χώρας, από τον Απρίλιο έως τον Σεπτέμβριο πλημμύριζαν τα εκατοντάδες καμίνια της βόρειας Ελλάδας όπου η ξυλεία είναι σε αφθονία.
Σήμερα τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά και δυστυχώς οι εγχώριοι τεχνίτες είναι δυσεύρετοι
Το καλοκαίρι του 1929 η Αμερική ευημερούσε. Ο κόσμος δανειζόταν από τις τράπεζες για να «παίξει» στη Γουολ Στριτ. Ο δείκτης Ντόου Τζόουνς (DJIA) έφθασε στο υψηλότερο σημείο του, στις 381.17 μονάδες (3 Σεπτεμβρίου 1929). Οι χρηματιστηριακή αξία των μετοχών είχε αυξηθεί τόσο πολύ, που οι διορατικότεροι μιλούσαν για «φούσκα» έτοιμη να εκραγεί.
Οικονομικοί κύκλοι φοβούμενοι την κάμψη των τιμών των μετοχών άρχισαν να τις ρευστοποιούν. Στις 24 Οκτωβρίου 1929, 13 εκατομμύρια μετοχές άλλαξαν χέρια, αριθμός ρεκόρ για τα χρηματιστηριακά χρονικά («Μαύρη Πέμπτη»). Πανικός άρχισε να καταλαμβάνει τους επενδυτές και τους χρηματιστές. Οι μεγάλοι «παίκτες» της Γουόλ Στριτ άρχισαν να αγοράζουν μαζικά τα καλά χαρτιά (blue chips), σε μια προσπάθεια να συγκρατήσουν την πτώση. Η τακτική αυτή είχε αποδώσει στη χρηματιστηριακή κρίση του 1907, όχι όμως και τώρα.
Το Σαββατοκύριακο που μεσολάβησε η κατάσταση δραματοποιήθηκε ακόμη περισσότερο από τον Τύπο. Τη Δευτέρα 28 Οκτωβρίου οι τιμές συνέχισαν την κατηφορική τους πορεία, με τους επενδυτές να ξεφορτώνονται τα «χαρτιά» τους, με σκοπό να αναζητήσουν πιο πρόσφορες επενδυτικές ευκαιρίες. Ο δείκτης χάνει 12% της αξίας του και 16,4 εκατομμύρια μετοχές αλλάζουν χέρια.
Την επόμενη μέρα, η Γουόλ Στριτ καταρρέει («Μαύρη Τρίτη»). Πολλές τράπεζες που είχαν τοποθετήσει τα χρήματα των πελατών τους σε μετοχές για να αποκομίσουν μεγαλύτερα κέρδη, αντιμετωπίζουν δυσεπίλυτα προβλήματα και τις επόμενες μέρες κηρύσσουν πτώχευση.null
Το χρηματιστηριακό κραχ χειροτέρευσε την ήδη εύθραυστη κατάσταση της αμερικανικής οικονομίας και συνέβαλε στη Μεγάλη Οικονομική Ύφεση της δεκαετίας του ’30, που έπληξε Ευρώπη και Αμερική, με πτωχεύσεις εταιρειών, μαζική ανεργία και μεγάλη κεφαλαιοκρατική συγκέντρωση.
Η Γουόλ Στριτ ανέκαμψε προσωρινά στις αρχές του 1930, για να κατρακυλήσει ξανά το επόμενο διάστημα και ο δείκτης Ντόου Τζόουνς να φθάσει στις 41.22 μονάδες στις 8 Ιουλίου 1932, στο χαμηλότερο σημείο όλων των εποχών. Το 1931 το Κογκρέσο συγκρότησε την Επιτροπή Πεκόρα για να μελετήσει τις αιτίες της χρηματιστηριακής κρίσης και βάσει των πορισμάτων της ψήφισε το νόμο Γκλας – Σίγκαλ του 1933, με τον οποίον διαχωρίστηκαν οι τράπεζες σε εμπορικές και επενδυτικές.
Τα επόμενα χρόνια, με βάση την εμπειρία της Γουόλ Στριτ, τα χρηματιστήρια όλου του κόσμου πήραν μέτρα για να αποτρέψουν ένα νέο κραχ. Το κυριότερο ήταν η διακοπή των συνεδριάσεων σε περιόδους ραγδαίων μεταβολών της χρηματιστηριακής αγοράς.
Οι επιπτώσεις του «Κραχ» στις ΗΠΑ σε αριθμούς
12.000.000 έμειναν άνεργοι.
12.000 έχαναν τη δουλειά τους κάθε μέρα.
20.000 επιχειρήσεις κήρυξαν πτώχευση.
1.616 τράπεζες πτώχευσαν.
1 στους 20 γεωργούς ξεσπιτώθηκαν.
23.000 αυτοκτονίες σημειώθηκαν σ’ ένα χρόνο, αριθμός ρεκόρ.
Εσπερινός στον δισυπόστατο ναίσκο της Ζωοδόχου Πηγής και της Αγίας Αναστασίας της Ρωμαίας στο Οροπέδιο Τσιγκουρατίου στα Σκούρτα Βοιωτίας
Δημοσιεύτηκε στισ
Ο Ν. Καζαντζάκης μιλάει για την Κρήτη.:
“Δεν βλέπω την Κρήτη σαν ένα πράγμα γραφικό και χαμογελαστό. Αυστηρή είν’ η μορφή της. Σκαμμένη από τον αγώνα και τον πόνο. Αυτό το νησί, μεταξύ Ευρώπης, Ασίας και Αφρικής, ήταν προορισμένο από τη γεωγραφική του θέση να γίνει η γέφυρα ανάμεσα σ’ αυτές τις τρεις ηπείρους. Να γιατί η Κρήτη υπήρξε η πρώτη γη της Ευρώπης που δέχθηκε το φως του πολιτισμού που ήρθε από την ανατολή. Δυο χιλιάδες χρόνια πριν το ελληνικό θαύμα, ανθούσε στην Κρήτη αυτός ο μυστηριώδης πολιτισμός, ο λεγόμενος αιγαιακός, ακόμα βουβός, γεμάτος από ζωή, μεθυσμένος από χρώματα, με φινέτσα και γούστο που ξαφνιάζουν και προκαλούν τον θαυμασμό. Μάταια αντιστεκόμαστε στο ίχνος του παρελθόντος. Υπάρχει μια έκκριση, νομίζω, μια μαγική έκκριση που ακτινοβολεί από τ’ αρχαία χώματα που πάλεψαν και υπέφεραν πολύ. Σαν κάτι να έμεινε μετά την εξάφανιση των λαών που αγωνίσθηκαν, έκλαψαν κι αγάπησαν σ’ ένα κομμάτι γης. Αυτή η ακτινοβολία των περασμένων καιρών είναι εξαιρετικά έντονη στην Κρήτη. Σας διαπερνά μόλις πατήσετε την Κρητική γη. Ύστερα ένα άλλο συναίσθημα, πιο συγκεκριμένο, σας καταλαμβάνει. Όποιος γνωρίζει την τραγική ιστορία των τελευταίων αιώνων αυτού του νησιού καθηλώνεται όταν αναλογίζεται το λυσσαλέο αγώνα πάνω σ’ αυτή τη γη ανάμεσα στον άνθρωπο που μάχεται για την ελευθερία του και στον καταπιεστή που μαίνεται για να τον συνθλίψει. Οι Κρητικοί αυτοί έχουν τόσο εξοικειωθεί με το θάνατο που δεν τον φοβούνται πια. Υπέφεραν τόσο επί αιώνες, διαπίστωσαν τόσες φορές ότι ο ίδιος ο θάνατος δεν μπορεί να τους καταβάλει, που έφτασαν στη διαπίστωση ότι ο θάνατος είναι απαραίτητος για το θρίαμβο του ιδανικού τους, ότι στην κορυφή της απελπισίας αρχίζει η σωτηρία. Ναι, είναι δύσκολο να τη μασήσεις την αλήθεια. Αλλά οι Κρητικοί, σκληραγωγημένοι από τον αγώνα, λαίμαργοι για ζωή, την καταπίνουν σαν ένα ποτήρι δροσερό νερό. «Πώς σου φάνηκε η ζωή, παππού;» ρώτησα μια μέρα ένα γέρο Κρητικό, εκατοχρονίτη, γεμάτο παλιές πληγές, τυφλό. Ζεσταίνονταν στον ήλιο, κουκουβιστός στο κατώφλι της καλύβας του. Ήταν περήφανος στ’ αυτιά, όπως λέμε στην Κρήτη. Δεν άκουε καλά. Τού επανέλαβα την ερώτηση: «Πώς σου φάνηκε η μεγάλη σου ζωή, τα εκατό σου χρόνια, παππού; Σαν ένα ποτήρι δροσερό νερό» μου απάντησε. «Και διψάς ακόμα παππού;» Σήκωσε απότομα το χέρι. «Καταραμένος αυτός που πια δε διψάει» φώναξε. Αυτοί είναι οι Κρητικοί. Πώς να μη τους κάνω σύμβολο; Απόσπασμα από συνέντευξη του Ν. Καζαντζάκη στον Pierre Sipriot, Γαλλική Ραδιοφωνία (Παρίσι), 6 Μαΐου 1955