
Χρόνια αλλοτινά !

Η διάκριση Ορεινών- Πεδινών, ανάγεται στην Εθνοσυνέλευση της Γαλλικής Επανάστασης του 1789. Τότε, οι ριζοσπαστικοί με τις πλέον επαναστατικές ιδέες, κατέλαβαν το άνω αριστερό μέρος της αίθουσας της Εθνοσυνέλευσης και ονομάσθηκαν Ορεινοί επειδή τα έδρανά τους ήταν στο ψηλότερο μέρος του αμφιθεάτρου. Μεταξύ των Ορεινών ήταν ο Νταντόν, ο Μαρά, ο Σαιν Ζυστ και άλλοι από την ομάδα των Επαναστατών της Γαλλικής Επανάστασης.
Πρόσφατα ένα δημοσίευμα σε ιταλική εφημερίδα έφερε ξανά στο φως, μ’ έναν απροσδόκητο τρόπο, το πρόβλημα των ηλικιωμένων στον σύγχρονο δυτικό κόσμο. Κάποιος μοναχικός συνταξιούχος δάσκαλος ζητούσε με αγγελία του να υιοθετηθεί από οικογένεια που θα ενδιαφερόταν να αξιοποιήσει τα προσόντα του. Θα μπορούσε να συμβάλλει στη μόρφωση των παιδιών ή των εγγονιών, και γενικά, όπως ο ίδιος έγραφε, να είναι «κοινωνικά χρήσιμος».
Ανεξάρτητα από το τι ανταπόκριση βρήκε η συγκεκριμένη έκκληση, το βέβαιο είναι ότι σήμερα η χρησιμότητα της τρίτης ηλικίας αμφισβητείται χωρίς περιστροφές. Αν κάποιος άνω των 65 ετών ζητήσει να προσφέρει τις γνώσεις του, το πιο πιθανό είναι ότι η προσφορά του θα πέσει στο κενό. Οι γνώσεις αυξάνονται, εξειδικεύονται, τρέχουν πολύ γρήγορα για να τις προλάβει κάποιος με μειωμένη αντοχή στις κούρσες.
Αυτό θα του απαντήσει η αγορά, το ίδιο θα πει και η οικογένεια. Όταν υπάρχουν τόσο ειδικοί φροντιστές και σύμβουλοι, οι γονείς βρίσκουν πως δεν τίθεται θέμα να απευθυνθούν σ’ ένα καινούργιο είδος κατ’ οίκον παιδαγωγών. Αφού λοιπόν ως προς τις τρέχουσες εκπαιδευτικές και επαγγελματικές ανάγκες ο ηλικιωμένος υστερεί, σε τι θα μπορούσε να είναι ωφέλιμος; Στη μετάδοση της πείρας, προτείνει η απλή λογική.
Όμως αμέσως εδώ προκύπτουν νέα προβλήματα. Ένας άνθρωπος που έχει δει κι έχει ζήσει πολλά, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα βρει αντίκρυ του αυτιά πρόθυμα να ακούσουν τις διηγήσεις του. Στην κοινωνία των ατομικών δικαιωμάτων και της ανεξαρτησίας της γνώμης, κάθε συμβουλή ή υπόδειξη μπορεί να εκληφθεί ως αθέμιτη παρέμβαση. Θίγονται τα προσωπικά δεδομένα, η μυγιάγγιχτη προσωπικότητα και του πιο ανερμάτιστου. Όποιος θελήσει να πει σ’ έναν άλλο (ακόμη κι αν αυτός είναι πολύ νεώτερος) τι θα ήταν καλύτερο, κατά τη γνώμη του, να πράξει, κινδυνεύει να φανεί εξουσιαστικός. Συνεπώς ας κρατηθούν οι μεγάλες ηλικίες μακριά από τις μικρές.
Φανταστείτε μια αγγελία γραμμένη από κάποιον με κάμποσα χρόνια στην πλάτη του. «Έχω ζήσει μέσα στις αλλαγές. Γνώρισα τη φτώχεια. Κατόπιν το ξεπέρασμα της φτώχειας και την επιτυχία. Επίσης τον έρωτα, αλλά και την ερωτική απογοήτευση. Και ακόμη, τα σκαμπανεβάσματα της φιλίας – θέλει κανείς αρχάριος να πληροφορηθεί γι’ αυτά;».
Τα πρώτα παράδοξα
Το φιλελεύθερο ακροατήριο απαντά: «Όχι. Θα τα μάθουμε μόνοι μας». Κατηγορηματική η δήλωση και ακλόνητη η πεποίθηση ότι το νεαρό άτομο πρέπει να δοκιμάζει τις δικές του δυνάμεις σε οτιδήποτε καινούργιο συναντάει στο δρόμο του. Φυσικά, θα έχει κάποια ενημέρωση για το τι προηγήθηκε, αλλά δεν θα καθορίσει αυτό την πορεία του.
Παρακολουθώντας αυτή την πορεία διαπιστώνουμε πολύ γρήγορα τα παράδοξα της. Με τα πρώτα εμπόδια γεννιούνται ανησυχίες. Μήπως μια αποτυχία στις εξετάσεις τσακίσει την αυτοπεποίθηση του εφήβου; Μήπως μια πρώιμη ερωτική ατυχία τού προκαλέσει ανεπανόρθωτο ψυχικό τραύμα; Η αντίφαση είναι χτυπητή. Από τη μια η οικογένεια και οι ειδήμονες ωθούν τους νέους στο πείραμα, στην αναζήτηση του “εαυτού” τους. Από την άλλη τρομάζουν προκαταβολικά με το τσουρούφλισμα και το γρατσούνισμα που θα υποστεί μοιραία ο τρυφερός βλαστός.
Εκεί ακριβώς θα ήταν δυνατόν να βρεθεί μια θέση για την πείρα. Γιατί ο έμπειρος και μόνον αυτός, μπορεί να πει για το πόσο βαθιά είναι μια πληγή, για το πόσος χρόνος περνάει μέχρι να επουλωθεί. Παρ’ όλα αυτά, όσους έπαθαν και έμαθαν τους κρατάνε σε απόσταση. Στους νέους φαίνονται βαρετοί οι γέροι, αλλά γι’ αυτό δεν ευθύνονται ούτε οι μεν ούτε οι δε, ευθύνονται οι ενδιάμεσες ηλικίες που παρεμβαίνοντας εμποδίζουν τις παλιές καραβάνες να μιλήσουν για τα όσα ανάποδα τούς έτυχαν και για τις περιπέτειες που πέρασαν αντιμετωπίζοντάς τα.
Εξαιτίας του φόβου των μεσόκοπων για τη φθορά, η γιαγιά και ο παππούς παρουσιάζονται στις νέες γενιές σαν μούμιες, ενώ είναι ακόμη ζωντανοί. Μην τους πλησιάζετε. Δεν έχουν να διηγηθούν παρά μόνο ιστορίες πολύ πραγματικές για να είναι αληθινές. Είναι πλάσματα με παράξενες ιδιότητες. Μπορούν να συσχετίζουν γεγονότα, να συγκρίνουν συμπεριφορές, να προσαρμόζονται στις δυσκολίες και το πιο εξωφρενικό: διαθέτουν επιπλέον και υπομονή. Άχρηστο, πράγματι, υλικό η πείρα, είναι τόσο πυκνή που δεν ξέρει κανείς τι να ξεδιαλέξει απ’ αυτή –και, κυρίως, σε τι να την εφαρμόσει αποδοτικά.
Πηγή: slpress.
Ο Βασίλης Καραποστόλης θυμάται πώς κάποτε, σε μια άλλη Ελλάδα, οι άνθρωποι έδιωχναν τις μαύρες σκέψεις απ’ το τραπέζι τους κι άφηναν χώρο μόνο για τη χαρά. Ένα ευφρόσυνο μάθημα ζωής από το εξαίρετο –και πολύ διδακτικό– βιβλίο του «Η εποχή της όρεξης», 5 χρόνια φέτος από την έκδοσή του.
[…] Σε μια αυλή έξω από την οποία περνώ ετοιμάζεται τσιμπούσι. Όλα τα πρόσωπα είναι στραμμένα προς το τηγάνι που έρχεται από το εσωτερικό του σπιτιού, κρατημένο σαν κάνιστρο σε αρχαία πομπή από το χέρι της αρχιέρειας νοικοκυράς. Μόλις τα συκωτάκια ρίχνονται στην πιατέλα, οι καθήμενοι τα υποδέχονται με ελαφρά επιφωνήματα, πολύ διαφορετικά από εκείνες τις φιλοφρονήσεις προς την οικοδέσποινα και τη μαστοριά της που δέκα χρόνια αργότερα θα θεωρούνταν ένδειξη κοσμιότητας στα μικροαστικά τραπέζια. Είναι πρώιμο έως και άτοπο να λέγονται διάφορα κομπλιμεντάκια μόνο με το που σερβίρεται το έδεσμα. Αυτό φρονούσαν τότε οι ομοτράπεζοι. Και περίμεναν να αποφανθεί πρώτα ο οισοφάγος τους και μετά να μιλήσουν.
Με μαγνήτιζε ιδιαίτερα η σοβαρότητα με την οποία δοκίμαζαν τις πρώτες μπουκιές. Και τα επόμενα, όμως, στάδια της διαδικασίας ήταν αξιοπρόσεχτα. Η προσήλωσή τους σε ό,τι βρισκόταν μέσα στο στόμα τους, το άλεσμα της τροφής στον μύλο, η συνδυασμένη δράση για μερικά δευτερόλεπτα των τραπεζιτών και των κοπτήρων, κι έπειτα εκείνο το «μμμ…» εκ βαθέων, με το οποίο επικυρωνόταν η απόλαυση. Έφθαναν πλέον κοντά στη γευστική πλησμονή: σε λίγο δεν θα τους έλειπε το παραμικρό, όλη η φύση κι όλος ο πολιτισμός της κουζίνας θα βρίσκονταν πάνω στις θηλές της γλώσσας τους.
Ξεχείλιζαν από μια μεστωμένη ευχαρίστηση που τη χάζευα και που, παρότι ήμουν συνηθισμένος αρκετά με το θέαμα, μ’ άφηνε κάπως απ’ έξω: δυσκολευόμουν να την καταλάβω καλά, να μπω στο εσωτερικό της. Ένας νέος δεν μπορεί να ευχαριστιέται έτσι. Του λείπει η πείρα, του λείπουν ακόμη πολλοί πόνοι ώστε να μπορεί να εκτιμήσει, όταν έχει πια ξεφύγει απ’ αυτούς, την αξία μιας ηδονής που μοιάζει απλή. Τίποτε όμως δεν είναι απλό όταν έχεις προηγουμένως υποφέρει.
Τότε το κάθε τι που ξεφεύγει από την τανάλια του πόνου γίνεται τόσο πολύτιμο όσο εκείνα που θεωρούμε εκλεκτά επειδή σπανίζουν. Απορούσα βλέποντας την εύθυμη ομήγυρη. Πώς μπορούσαν κι έδειχναν τόσο ευχαριστημένοι με τόσο λίγα; Μερικές μερίδες συκωτάκια και δυο κιλά κοκκινέλι τούς είχαν ανεβάσει στους γαλαξίες, αν ήταν δυνατόν. Το σφάλμα στη σκέψη μου βρισκόταν ήδη στην αφετηρία: χαρακτήριζα λίγο αυτό που οι ίδιοι, τις στιγμές εκείνες, δεν το μετρούσαν καθόλου με όρους ποσότητας.
«Τίποτε δεν είναι απλό όταν έχεις προηγουμένως υποφέρει. Τότε το κάθε τι που ξεφεύγει από την τανάλια του πόνου γίνεται τόσο πολύτιμο όσο εκείνα που θεωρούμε εκλεκτά επειδή σπανίζουν».
Εξίσου όμως λαθεμένο θα ήταν να νομίσει κανείς ότι μπροστά μου φανερωνόταν τότε η συνετή στάση κάποιων ολιγαρκών. Σχεδόν ανύπαρκτη η αρετή αυτή σε τούτο τον τόπο. Απρόθυμοι όλοι να αρκεστούν στα λίγα και να μην προσδοκούν διακαώς τα περισσότερα. Ωσότου έρθει όμως η ώρα της δαψίλειας, το κάθε τερπνό που προέκυπτε ήταν για κείνους τους καλοφαγάδες, τους ανεκπαίδευτους στην επιτήδευση, ευπρόσδεκτο όσο και το πολλαπλάσιο και καλύτερό του· ήταν ικανοί να το νιώθουν αυτό.
Να απολαμβάνουν ό,τι βρισκόταν στο πιάτο τους, αναγνωρίζοντας εκεί μέσα τους κόπους των προηγούμενων ωρών. Δικαιωματικά το πιρούνι λάμβανε την ανταμοιβή τους σε μορφή ριγανάτου νεφρού ή σπλήνας. Είχαν δώσει ζωή με τον μόχθο τους και τώρα την έπαιρναν πίσω. Και θα την ξανάδιναν, το επόμενο πρωί, ήταν αναπόφευκτο αυτό.
Χαίρονταν λοιπόν με κάτι τόσο πρόσκαιρο; Ήμουν πολύ μικρός για να καταλάβω ότι όπως κάρφωναν το νεφρό έτσι ακινητοποιούσαν κι εκείνες τις στιγμές· επρόκειτο για αγκυροβόλημα μέσα στο παρόν. Άφηναν κατά μέρος τα περασμένα και τα μελλούμενα για να μην εισχωρήσουν στην αυλή τους, με το τραπέζι στο κέντρο, ούτε ο φόβος ούτε η θλίψη, ούτε κι η ελπίδα. Χώρος διαθέσιμος υπήρχε μόνο για τη χαρά.
Την τάιζαν με μερικές πιρουνιές, την πότιζαν με δυο-τρία ποτηράκια, κι εκείνη ξεπεταγόταν για να βάψει τα πρόσωπα των οπαδών της με τα χρώματα του ροδάκινου και του βερίκοκου. Ακτινοβολούσαν. Και χωρίς να έχουν ιδέα, δάνειζαν σ’ εμένα που στεκόμουν απ’ έξω και τους έβλεπα ένα αίσθημα με τη βοήθεια του οποίου θα αποτιμούσα αργότερα την αξία που έχουν τα γαρνιρίσματα της ζωής. […]
[…] //Απόσπασμα από το βιβλίο «Η εποχή της όρεξης – Ακολουθώντας τα ίχνη του ’60» του συγγραφέα και καθηγητή Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Βασίλη Καραποστόλη, εκδόσεις Πατάκη, 2012.
•Σας έγραφα για το μαύρο κύκνο,το σπάνιο πτηνό,που συμβολίζει το απρόοπτο που αλλάζει τον ρου της ιστορίας.Στο πάρκο όμως των μαύρων κύκνων ενδημούν και δυο αλλα δυο συμβολικά έμβια.Ο γκρίζος ρινόκερος και ο λευκός ελέφαντας.Ο πρώτος συμβολίζει τον πιθανό αλλα απολύτως προβλέψιμο κίνδυνο που όλοι παραβλεπουν.Ενώ ο μαύρος κύκνος ειναι ο απρόβλεπτος κίνδυνος.Ο λευκός ελέφαντας είναι ο βέβαιος κίνδυνος που σίγουρα θα επισυμβεί αλλα η αντιμετώπιση του είναι πολύ ακριβή.Έτσι υποτάσσεσαι στο αναπόφευκτο.Αυτό συμβαίνει στις πολυ φυωχές χώρες.
•Η Ελλάδα είναι ένα απέραντο πάρκο γκρίζων ρινόκερων και λευκών ελεφάντων.Στις στήλες των εφημερίδων σήμερα έχει ανοίξει το κουτί της Πανδώρας.Πλοία,αεροπλάνα,κτελ,τραμ,σχολεία,νοσοκομεια.Που να αρχίσεις και που να τελειώσεις.Προσθέτω και τα γήπεδα και ορισμένα θέατρα.Ο Θεός βοηθός.
Πάνος Μπιτσαξής
Posted by il Notaro
*
Ο επιλοχίας, ανεβασμένος στα σκαλιά του λόχου, μοίραζε τα γράμματα φωνάζοντας το όνομα. Τα πετούσε με δύναμη στον ουρανό κι αυτά προσγειώνονταν με τσαλίμια μέσα στο τσούρμο των φαντάρων. Ο παραλήπτης σπάνια έπιανε το γράμμα στον αέρα, συνήθως το έψαχνε ανάμεσα στις αρβύλες των άλλων φαντάρων που περίμεναν κι αυτοί το δικό τους. Όταν τα γράμματα τέλειωναν ο λοχίας φώναζε χαιρέκακα «οι υπόλοιποι έχετε χαιρετίσματα από τη Βουγιουκλάκη… και φιλιά!».
«Και σήμερα δεν ήρθε γράμμα της. Ας μου ’γραφε δυο γραμμές που να λένε πως μ’ αγαπάει και πως με σκέπτεται κι εγώ ας καθόμουν τρεις μέρες συνέχεια σκοπιά. Θ’ άντεχα τα πάντα!»
Η έξοδος των φαντάρων στην Κόρινθο κρατούσε από τις τρεις το απόγευμα μέχρι τις εννιά το βράδυ. Όλη η πόλη ντυνόταν στο χακί. Γέμιζαν τα ζαχαροπλαστεία και οι ταβέρνες. Οι πιο τυχεροί, που τους επισκέπτονταν τα κορίτσια ή οι γυναίκες τους, κλείνονταν σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου κι έβγαιναν στο παρά πέντε τρέχοντας να προλάβουν να χωθούν στο στρατόπεδο πριν από τις 9. Η αγαπημένη του ήρθε μόνο μία φορά. Ήταν βιαστική και αγχωμένη. Σχεδόν δεν πρόλαβε να τη φιλήσει, να την αγκαλιάσει λίγο πριν μπει στο λεωφορείο για την Αθήνα. Όμως το βράδυ στη σκοπιά τη σκεφτόταν με την άνεσή του. Αναπαριστούσε στο μυαλό του τις πιο έντονες ερωτικές σκηνές τους και φανταζόταν πως όταν θα πήγαινε με άδεια στο σπίτι της στην Αθήνα θα πετούσε τα φανταρίστικα από την είσοδο, θα γδυνόταν για να την αγκαλιάσει. Την ποθούσε τόσο πολύ που δεν είχε καθαρό μυαλό να δει πως το κορίτσι τον τελευταίο καιρό όλο και περισσότερο απομακρυνόταν απ’ αυτόν.
Advertisementsabout:blankREPORT THIS ADΑΠΌΡΡΗΤΟ
Ο πιο τακτικός επισκέπτης ήταν η Ειρήνη. Ερχόταν και τις μέρες που δεν είχε επισκεπτήριο και τον έβλεπε απ’ το φράχτη ή άφηνε φαγητό και τσιγάρα στην πύλη. Ήταν ένα από τα κορίτσια της παρέας του που δεν είχε όμως ποτέ ερωτική σχέση μαζί του. Τη φώναζαν « η Ήσυχη», γιατί μιλούσε λίγο και σιγανά. Δεν θύμωνε, δεν ύψωνε τη φωνή της, δεν τσακωνόταν ποτέ. Έλαμπε ολόκληρη όταν τον έβλεπε αλλά δεν τον κοιτούσε ποτέ με νόημα, ούτε τον φιλούσε ποτέ στο στόμα. Έβαζε μόνο τα δάχτυλά της στα μαλλιά του ανεμίζοντάς τα. Η σχέση τους δεν είχε καμία εξέλιξη. Ήταν πάντα σταθερή και σίγουρη. Και για τους δυο. Χωρίς σκαμπανεβάσματα. Αυτός σκέφτηκε κάνα δυο φορές να την αρπάξει ερωτικά αλλά δεν το τόλμησε γιατί αυτή δεν του δημιούργησε ποτέ κατάλληλη ατμόσφαιρα.
Από την Κόρινθο μετατέθηκε στο Κιλκίς. Η αγαπημένη του εξαφανίστηκε αλλά η «Ήσυχη» έφτανε πάντα με το αυτοκινητάκι της κάθε Σάββατο στο στρατόπεδο για να τον δει. Τις μέρες που αυτός ερχόταν με άδεια στην Αθήνα ήταν πάντα κοντά του. Ένα βράδυ έξω από το στρατόπεδο, την ώρα που τον αποχαιρετούσε του είπε ήσυχα: «Την άλλη Κυριακή παντρεύομαι τον Νίκο!». Του το είπε χαμογελώντας τρυφερά και ανεμίζοντας του τα μαλλιά. Αυτός ξαφνιάστηκε για λίγο αλλά μετά δακρυσμένος την αγκάλιασε και τη φίλησε στα μάγουλα. Μετά το γάμο οι συνήθειές της δεν άλλαξαν. Μόνο που τώρα καμιά φορά τη συνόδευε και ο άντρας της. Τρεις φίλοι γερά δεμένοι απ’ τα χρόνια του σχολείου.
Τα χρόνια πέρασαν. Ο Κώστας απολύθηκε, παντρεύτηκε, έγινε πατέρας. Όσο μεγάλωνε, η Ήσυχη τον φώναζε Κωστάκη. Εκτός από τις οικογενειακές συναντήσεις έβγαιναν συχνά οι δυο τους για καφέ ή πήγαιναν στο σινεμά. Κι αυτό το τηρούσαν με θρησκευτική ευλάβεια. Δεν υπήρχε στη ζωή τους πιο πιστή σχέση. Όταν εκείνη αρρώστησε και πήγε στο νοσοκομείο αυτός ήταν κάθε μέρα δίπλα της. Όταν ξύπνησε μετά από σοβαρή εγχείρηση τον είδε πάνω από το μαξιλάρι της. Του’ πιασε το χέρι και το χάιδευε… « Κωστάκη, κάποτε θα ταξιδέψουμε οι δυο μας. Χωρίς τα παιδιά μας, μόνοι μας. Θα πάμε σε μία εξωτική χώρα, απ’ αυτές που κρεμάνε στα κορίτσια στεφάνια με λουλούδια στο λαιμό. Θα μένουμε σ’ ένα σπίτι δίπλα στη θάλασσα, στη ρηχή θάλασσα με τα άσπρα αφριστά κυματάκια. Θα σου αγοράσω παρδαλά ρούχα. Θα είναι το μόνον της ζωής μας ταξείδιον… χαρά μου».
Πηγή:neoplanodio.gr
Posted by il Notaro
Κάποτε ήρθε στην εφημερίδα μια αρκετά παράξενη αγγελία, τέσσερις σειρές όλες κι όλες.
«Ζητείται ικανός βιογράφος να γράψει την ζωή μου. Απαραίτητη προϋπόθεση, να διαθέτει φαντασία, χρόνο και έμφυτη ικανότητα στα ψέματα. Πληροφορίες…»
Όταν είδε ο υπάλληλος στα γραφεία της εφημερίδας το παράξενο κείμενο, γέλασε δυνατά και κοίταξε τριγύρω, μη τον έβλεπε κανείς, θα τον περνούσαν σίγουρα για τρελό ή κάπως μεθυσμένο ενώ εκείνος είχε κόψει το ποτό εφτά χρόνια πριν∙ κι αυτό γιατί του είχε απαγορεύσει το σεβαστό δικαστήριο να βλέπει, έστω και τα Σαββατοκύριακα, την κόρη του, κι έτσι δεν πρέπει να γνώριζαν, τότε, τι θυσίες είναι ικανός να κάνει ένας πατέρας για το βλαστάρι του και δεν το ξανάβαλε στο στόμα του. Εδώ και δυόμισι χρόνια, ευτυχώς, την έβλεπε πιο συχνά.
Σκούπισε στο πουκάμισο τα γυαλιά του∙ γεμίζανε δαχτυλιές κάθε τόσο κι όλο νόμιζε πως έβλεπε ορθογραφικά λάθη στο χαρτί και διόρθωνε γραπτά που δεν είχαν κανένα λάθος. Έτσι και εκείνη την στιγμή, τα σκούπισε μηχανικά και άρχισε να την ξαναδιαβάζει. Μπα! το ίδιο έλεγε. Ποιος παλαβός, σκέφτηκε, στέλνει κάτι τέτοιο να δημοσιευτεί; Και καλά, συνέχισε, άντε να βρεθεί ένας άλλος παλαβός να του γράψει την ιστορία του, ποιος θα βρεθεί να καταπιεί τόσα ψέματα; Χαμογέλασε, και την άφησε πιο πέρα στο γραφείο, ούτε καν στα υπ’ όψιν, ενώ βάλθηκε να οργανώσει τις άλλες, τις πλέον σοβαρές που είχαν φτάσει στα χέρια του.
Οι ώρες περνούσανε βασανιστικά αργά. Κάποια στιγμή σήκωσε με κούραση το βλέμμα του από τον υπολογιστή. Χρειάστηκε κάμποσα λεπτά ωσότου να ξεδιαλύνει μέσα του πόσο είχε περάσει από την προηγούμενη στιγμή που έκανε το ίδιο. Και η αλήθεια είναι πως μόλις σήκωσε τα μάτια, ψαχούλεψε επάνω στο γραφείο του, για εκείνη την αλλόκοτη αγγελία. Πρέπει να ήταν αυτή που δεν τον άφηνε διόλου να συγκεντρωθεί.
Ανάμεσα σε διάφορες αγγελίες που κάθε τόσο κατέκλυζαν το μικρό του γραφείο, οι περισσότερες αληθινά αδιάφορες, ήταν η μοναδική που δημιούργησε έξαψη κάτω απ’ τα μονίμως βρώμικα γυαλιά του.
Ανασκάλεψε τριγύρω στα χαρτιά. Έψαξε όλο το γραφείο του σχεδόν, για να την ξαναπιάσει στα χέρια του κι έτσι, την βρήκε κάτω από διάφορες άλλες που ζητούσανε υπαλλήλους προς εργασιακή αποκατάσταση. Παράξενο, πραγματικά παράξενο, που την βρήκε σ’ εκείνο το σημείο, λες και εκεί ήταν η θέση της. Την κοίταξε κάμποσα λεπτά σταθερά, κρατώντας την και με τα δύο χέρια. Δίπλα του ήταν το τηλέφωνο, μια μαύρη συσκευή παλιάς τεχνολογίας με το καντράν που γύριζε αργά τα νούμερα και έπρεπε να περιμένεις δευτερόλεπτα για να ξαναγυρίσει στην αρχική του θέση, τόσα δευτερόλεπτα όσα χρειάζονταν για να καταλάβεις το λάθος σου και να κλείσεις την γραμμή προτού προλάβει ο άλλος να το σηκώσει από την απέναντι πλευρά.
Τώρα βέβαια, θα αναρωτηθούμε όλοι μας, τι δουλειά έχει ένα παλιό τηλέφωνο σε μια εφημερίδα, και μάλιστα, σε τέτοια σύγχρονη εποχή. Να σας πω πως και εγώ αλήθεια δεν γνωρίζω, παραξενιές του υπαλλήλου θα αρκεστώ να πω και θα κλείσω την παρένθεση.
Με το ένα του χέρι ιδρωμένο, κράτησε το χαρτί και με το άλλο, βάλθηκε να σχηματίζει αριθμούς. Δύο, ένα μηδέν… Και μέχρι να τελειώσει σχεδόν τα δέκα νούμερα ήταν αρκετές οι φορές που είπε να το κλείσει, αν και μέσα του νίκησε την περιέργεια. Χτυπούσε, απίστευτο, αληθινά χτυπούσε στην άλλη γραμμή του παράξενου εντολέα και εκείνος περίμενε με ένταση επάνω στο ακουστικό.
Παρακαλώ;» ακούστηκε από την άλλη μεριά του τηλεφώνου. Μια φωνή βαριά γέροντα. Ήταν παράξενο βέβαια, αλλά, άντρας ήταν σίγουρος ότι θα το σηκώσει. Δεν ήταν αγγελία που θα την έστελνε γυναίκα, καθώς κείνες που ήταν πάντοτε πολύ ικανές στα ψέματα και στις δυνατές ιστορίες, δεν ήταν αναγκαίο να αναζητήσουν βοήθεια από κανέναν άλλο.
—Καλημέρα σας, απάντησε προσπαθώντας να έχει εξασφαλίσει το πιο σταθερό κι επαγγελματικό του ηχόχρωμα. Σας καλώ για την αγγελία που ζητήσατε να δημοσιευτεί την εφημερίδα, ήθελα να ρωτήσω…
—Ενδιαφέρεστε; τον διέκοψε κάπως σκληρά αυτός που αναζητούσε.
—Όχι, απλά θέλησα να διευκρινίσω… συνέχισε ο υπάλληλος της εφημερίδας διαλέγοντας προσεκτικά τα επόμενα λόγια του, έτσι ώστε να εξηγήσει γρήγορα στη γραμμή για ποιο λόγο δεν μπορούσε να του δημοσιεύσει τούτη την αγγελία. Όμως εκείνη τη στιγμή άκουσε ένα κουρασμένο στεναγμό από το ακουστικό, λες και ο άλλος παραιτήθηκε προτού προλάβει να του πει ότι ήθελε να ρωτήσει.
Συνεχίστε την ανάγνωση του “Η αγγελία”– Πῆτε μου, ρίζες τῶν δενδρῶν και σεῖς, κορφές τοῦ δάσους τί βλέπετε βαθειὰ στὴ γῆς καὶ τί ψηλὰ στὰ οὐράνια;
Στόν κόσμο ἐτοῦτον, πού περνᾶς νά βγάλῃς τή σειρὰ σου, ἀξίζει νά ’σαι ταπεινός ἤ νά ’χης περιφάνεια;
Κι’ εἶπε ἡ ριζούλα ἡ πιό βαθιά μές ἀπ’ τῆς γῆς τά σπλάχνα – τήν ἀδελφή μου ἐγώ κορφή ποτέ δέν τή ζηλεύω κι, οὔτε μέ νοιάζει ἄν λησμονᾶ μές στ’ οὐρανοῦ τήν ἄχνα πῶς γιά νά παίζῃ αὐτή ψηλά, στά βάθη ἐγώ δουλεύω.
Γ. ᾿Αθάνας
Όταν από λάθος της ασφαλιστικής, έμεινε το αμάξι μου ανασφάλιστο για ΔΥΟ μέρες, την τρίτη μέρα ήρθε γράμμα από τον Δήμο που με ενημέρωνε ότι θα μου κόψουν τον κ#λο με ευγενικό τρόπο, αν δεν πληρώσω τα ασφάλιστρα ή ότι θα μου πάρουν τις πινακίδες και το αμάξι θα ακινητοποιηθεί, αλλά για αρχή ας πληρώσω 80€. Έλυσα το θέμα με την ασφαλιστική, πλήρωσε το ποσό, αποκαταστάθηκε το όλο πράμα. Αυτό είναι ασφάλεια προς τους συνανθρώπους μου.
Όμορφη γωνία στην Πάρνηθα!