Γκαίτε

Στο σπίτι του Γκαίτε μαζεύονταν τα βράδια κάποιοι φίλοι του και συζητούσαν γύρω από διάφορα θέματα, της θρησκείας, των τεχνών, των γραμμάτων και των επιστημών.

Το μόνο θέμα για το οποίο απαγορευόταν να μιλούν, ήταν τα ελαττώματα των απόντων. Ο οικοδεσπότης και μέγας άνθρωπος των γραμμάτων σιχαινόταν όσο τίποτε άλλο την κατάκριση.

Ρένος Αποστολίδης

[Σ ε ῖ ς ἀπὸ τὴ μιὰ μεριά, ὅλοι –μὲ τοὺς πολέμους σας, τοὺς «ἱερούς» ἀγῶνες σας, τὶς «ἱερές» σας καὶ μεγάλες «σκοπιμότητες» (καὶ μὲ τὰ ψεύδη σας, τά «ἱστορημένα» καί «διαπιστωμένα» σας, τὰ ὅποια «ἐκτὸς πάσης ἀμφισβητήσεώς» σας)– κ’ ἐ γ ώ ἀπ’ τὴν ἄλλη, μ ό ν ο ς, ἢ μὲ τοὺς χιλιάδες τοὺς νεκρούς, τοὺς βουβὰ μαρτυρήσαντες, μὲ τὰ ἴδια τὰ πράγματα, ποὺ παρὰ τὶς ὅποιες προπαγάνδες κι ἀντιπροπαγάνδες σας ὅ μ ο ι α βοοῦν ἀκόμα – μ ό ν ο ς, μὲ τὰ προσωπικά μου βιώματα, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ μὲ γελάσουν (ἤ, κι ἂν μὲ γελοῦν πιὰ κι αὐτά, χαλάλι μου τὸ γέλασμα κ’ ἡ ἀπὸ παραίσθησή μου προσωπική μου ἀπώλεια μὲς στὴν πλάνη), μ ό ν ο ς _ τ ε λ ε ί ω ς, μὲ ὅσα εἶδα ἐγώ, ὅσα ἄγγιξα ἐγώ, ὅσα βεβαιώθηκα ἐγὼ πὼς στέκαν τ έ τ ο ι α, κι ὄχι ἄλλα, μπροστά μου…

// «Κατηγορῶ», σ. 69.]

Τ’ ΑΕΡΙΚΟ ΣΤΟ ΔΕΝΤΡΟ (Παπαδιαμάντης)

Τ’ ΑΕΡΙΚΟ ΣΤΟ ΔΕΝΤΡΟ

Κάτω στὰ Βουρλίδια, καθὼς κατηφορίζεις ἀπὸ τὶς Βίγλες, ἀνάμεσα Πλατάνα καὶ Πετράλωνο, σιμὰ στῆς Γανωτίνας τὸν Μύλον, ἐκεῖ κατεβαίνει τὸ ρεῦμα χείμαρρος, νᾶμα, δρόσος καὶ ἴαμα, ἀπὸ τὰ ὄρη τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ εὐφροσύνη ὀρνέων, ἐπαύλεις Σειρήνων, καὶ καλάμη καὶ χλόη· ἐκεῖ τὸ ὄμμα ἀπολαύει γωνίαν παραδείσου, καὶ ἡ ψυχὴ δροσίζεται, ὡς σώφρων Ἄννα, κινοῦσα τὰ χείλη εἰς προσευχήν, χωρὶς ν᾿ ἀκούεται ἡ φωνή της, φωνὴ μυστηριωδῶς ψιθυρίζουσα εἰς τὴν καρδίαν: Σὺ ἐποίησας πάντα τὰ ὡραῖα τῆς γῆς, θέρος καὶ ἔαρ σὺ ἔπλασας αὐτά.

Τέσσαρα ἢ πέντε καλύβια ἀγροτῶν καὶ βοσκῶν, ἀντικρύζοντα εἰς ἄλληλα, ἦσαν κτισμένα ἐπὶ τῶν κλιτύων ἔνθεν κ᾿ ἔνθεν τῆς κοιλάδος. Ὅλα τ᾿ ἀνήλικα παιδία τῶν ἀγροδιαίτων αὐτῶν οἰκογενειῶν συνηγελάζοντο καθημερινῶς πρὸς τὸ βάθος τῆς ρεματιᾶς, κυλιόμενα μέσα εἰς τὰ παχέα χόρτα, ἀνάμεσα εἰς τὰς πυκνὰς λόχμας καὶ τοὺς καλαμῶνας, παίζοντα εἰς τὸν ἴσκιον τῶν βαθυφύλλων δένδρων, τὰ ὁποῖα ἠγκαλίζετο ὁ κισσὸς ἀπὸ τῆς ρίζης σπειροειδῶς ἀνέρπων μέχρι τῆς κορυφῆς, σιμὰ εἰς τὸ διαυγὲς ρεῦμα τοῦ ὁποίου ἠκούετο ὁ ψίθυρος, κελαρύζων βαθιὰ εἰς τὴν ψυχήν, ἐνῶ ἡ αὔρα ἔσειε μυστικὰ τοὺς βαθυπρασίνους θάμνους, κ᾿ οἱ παπαροῦνες ἔβαπτον μὲ κόκκινα στίγματα ὅλα τὰ κατηφορικὰ χωράφια γύρω, ἐν μέσῳ πληθύος ἄλλων ποικιλοχρώμων ἀνθέων, ὁποὺ ἐνθύμιζαν τὸ ᾆσμα τὸ ψαλὲν εἰς τὰς ἐκκλησίας τὴν ἡμέραν ἐκείνην τὴν σεβάσμιον: «ἀνεδήσω στέφανον ὕβρεως, ὁ τὴν γῆν ζωγραφήσας τοῖς ἄνθεσι· καὶ τὴν χλαῖναν τὴν κοκκίνην ἐφόρεσας…» Κ᾿ ἐκεῖ τὰ πετεινὰ εὐφραινόμενα ἐπετοῦσαν ἀπὸ κλάδον εἰς κλάδον, ἀνταποκρινόμενα φαιδρῶς μὲ τὰ κελαδήματά των εἰς τὰς χαρμοσύνους τῶν παιδίων κραυγάς.

Ἦσαν ὁ Στάθης κι ὁ Λευθέρης τῆς Κρατήρας, δίδυμα ἑπτὰ ἐτῶν, κι ὁ Γιώργης κ᾿ ἡ Μαλάμω τοῦ Καρυοφύλλη, ἑπτὰ καὶ ἓξ ἐτῶν, κι ὁ Κῶτσος τοῦ Κοντονίκου, ὀκταέτης, κι ὁ Χαράλαμπος καὶ τὸ Τσιτσὼ τοῦ Καλλιμάνη, ἓξ καὶ πέντε ἐτῶν, ὅλα χαρούμενα, παίζοντα μέσα εἰς τὰς λόχμας, πηδῶντα τὰ μικρὰ χανδάκια, καραβίζοντα* φύλλα δένδρων ἢ ξυλάρια εἰς τὸ νερὸν τοῦ ρύακος. Τὴν πρωίαν ἐκείνην τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, μία μικρὰ σπεῖρα ἀπὸ μάγκας τῆς πολίχνης, ἡλικίας ἀπὸ δώδεκα μέχρι δεκαπέντε ἐτῶν, εἶχεν ἐξέλθει εἰς ἐκδρομὴν ἀνὰ τὴν κοιλάδα, διὰ νὰ κόψουν βέργες ἴσως, διὰ νὰ φάγουν κότσικα* ἀνθοβολοῦντα εἰς τὰς λόχμας, διὰ νὰ κλέψουν ρόδα ἀπὸ τὰς αἱμασιὰς καὶ τοὺς φράκτας τῶν περιβολίων, ἢ διὰ νὰ κυνηγήσουν φωλεὰς πουλιῶν ἀναρριχώμενοι εἰς τὰ δένδρα. Ἡ συμμορία εἰσέβαλε θορυβωδῶς μέσα εἰς τὰ Βουρλίδια, ἠκούοντο αἱ ἄγριαι φωναί της μακράν, ἀτακτοῦσαν κ᾿ ἐκτυποῦσαν τοὺς θάμνους καὶ κατέβαλλον τὰς καλαμιὰς εἰς τὸ ἔδαφος. Ἡ μικρὰ ἀγέλη τῶν χωρικῶν παιδίων, ἅμα εἶδε καὶ ἤκουσε τὴν σπεῖραν τῶν παιδίων τῆς πόλεως, τὰ ὁποῖα ἦσαν πολὺ μεγαλύτερα τὴν ἡλικίαν καὶ τὸ ἀνάστημα ―ἐφαίνοντο δὲ ἀγριώτερα ἀπὸ τὰ τέκνα τῶν ἀγροδιαίτων τῆς κοιλάδος― ἐτράπησαν εἰς ἄτακτον καὶ ραγδαίαν φυγήν.

Οἱ μάγκαι τῆς πόλεως ἔμειναν κύριοι τοῦ πεδίου, ἀμαχητεί. Εἷς μόνος ἐκ τῆς σπείρας των, ὁ Μιχάλης ὁ Βεργής, κρατῶν μακρὰν βέργαν τὴν ὁποίαν ἀρτίως εἶχε κόψει ἀπὸ ἓν δένδρον καὶ τὴν εἶχε πελεκήσει μὲ τὸν γκέκαν, τὸν κυρτὸν σουγιάν του, εὐχαριστήθη νὰ κυνηγήσῃ ἓν παιδάριον ἐκ τῆς συνοδίας, τὸν Κῶτσον τοῦ Κοντονίκου, ὅστις εἶχε μικρὰν χωλότητα εἰς τὸν ἀριστερὸν πόδα κι ἀργοπατοῦσε, μείνας τελευταῖος ἀπὸ ὅλην τὴν ἀγέλην τὴν παθοῦσαν τὸ πανικὸν πάθημα. Ὁ Μιχάλης ὁ Βεργὴς τὸν ἔφθασε, τὸν ἔψαυσε μὲ τὴν μακρὰν ράβδον, καὶ τὸν ἔκαμε νὰ πέσῃ κάτω, ἂν δὲν εἶχε πέσει ἤδη ἀπὸ τὸν φόβον του, πρὶν τὸν φθάσῃ ἡ βέργα τοῦ Μιχάλη. Τὸ παιδίον, ἀρχίσαν νὰ κραυγάζῃ καὶ πρὶν πέσῃ, ἔβαλε σπαρακτικὰς φωνὰς ἀφοῦ ἔπεσε, κ᾿ ἐβάρεσεν, ὡς φαίνεται, εἰς τὸ πόδι του τὸ πονεμένον. Ὅλαι αἱ ἠχοὶ τῶν κοίλων βράχων, καὶ τῶν ἀπορρώγων κρημνῶν καὶ τῶν καθέτων κλιτύων τῆς βαθείας κοιλάδος, ἐξύπνησαν ἀπὸ τὰς κραυγὰς τοῦ μικροῦ Κώτσου, καθὼς εἶχε πέσει ἀνὰ τὸ ὀλισθηρὸν χῶμα, δίπλα εἰς τὸν ὑγρὸν χορταριασμένον βράχον, ἄνωθεν τοῦ ρεύματος.

Ἀπὸ τὸ ἀντικρινὸν καλύβι, τὸ πλησιέστερον εἰς τὸν βράχον τὸν βρεχόμενον ἀπὸ τὸν ρύακα, κάτω ἀπὸ τὴν φυλλάδα τῶν κισσοειδῶν θάμνων καὶ τὸ σύμπλεγμα τῆς ἀγραμπελιᾶς καὶ τῶν αἰγοκλημάτων, ἐξῆλθεν ἡ γρια-Κοντονίκαινα, ἡ μάμμη τοῦ μικροῦ Κώτσου. Εἶχεν ἀποθάνει ἡ νύμφη της πρὸ χρόνων, καὶ αὐτὴ εἶχεν ἀναθρέψει τὸ παιδίον, καὶ τὸ ἠγάπα ὡς «δυὸ φορὲς παιδί της». Χωρὶς νὰ ἐξακριβώσῃ καλὰ τί εἶχε συμβῆ, ἤρκει ὅτι εἶδε τὸν Μιχάλην νὰ κρατῇ ἀκόμη τεταμένην τὴν βέργαν του, καὶ τὸ παιδίον νὰ κεῖται χαμαί, ᾐσθάνθη ὅτι τὸ ἐγγόνι της εἶχε πάθει κακόν τι ἀπὸ τὸν μάγκαν τῆς πόλεως, καὶ ἤρχισε συνάπτουσα τὰς χεῖρας νὰ ὀνειδίζῃ καὶ νὰ καταρᾶται:

―Ἀρὲ σύ, σκύλε ἀγαρηνέ, τί ἔκαμες!… Τί σοῦ ἔφταιξε τὸ παιδί, τὸ σακάτικο, καὶ τὸ κυνηγᾷς;… Κακὸ ἀερικὸ νὰ σοῦ ᾽ρθῃ ἀπάνω σου, νὰ σὲ μαράνῃ, σὰν ἐκεῖνο τὸ δεντρί, ἐκεῖ!…

*
* *

Ὅλη ἡ μικρὰ συμμορία τῶν ἀγυιοπαίδων τότε, μὲ ἓν βλέμμα καὶ μὲ ἓν κίνημα ἀπέβλεψεν εἰς τὸ μέρος ὅπου ἔδειξε διὰ τῆς χειρονομίας της ἡ γραῖα. Ὑπῆρχε τῷ ὄντι μία κηλὶς εἰς τὴν φαιδρὰν πασχαλινὴν εἰκόνα τῆς ἀνοίξεως καὶ τῆς καλλονῆς. Ἓν δένδρον, ἀχλαδιά, ἵστατο ἐκεῖ, ἐπὶ τοῦ κατωφεροῦς τῆς κλιτύος, μὲ μαραμένα φύλλα καὶ ἄνθη, μὲ χρῶμα τέφρας καὶ σποδοῦ ἐπὶ τῆς κορυφῆς καὶ τῶν κλώνων του· πολύκλαδον κούτσουρον, ἀπειλητικόν, παραπονεμένον. Εἶχε περάσει «ἀερικὸ» ἀπὸ πάνω του, καὶ τὸ εἶχε μαράνει διὰ μιᾶς, προώρως, ἐν πλήρει ἀνθήσει. Ἵστατο ἐν μέσῳ τῶν ἄλλων δένδρων, ὡς φάντασμα ἐν μέσῳ ζώντων.

Τὰ παιδία ἐτράπησαν εἰς φυγήν. Ἡ πικρὰ ἀρὰ τῆς γραίας, καὶ τὸ θέαμα τοῦ ἀπεξηραμμένου δένδρου, τὰ κατεπτόησεν. Ἀλλ᾿ ὁ Μιχάλης τοῦ Βεργῆ ἔμεινε τελευταῖος, ὀπίσω ἀπὸ τοὺς ἄλλους, καθὼς εἶχε μείνει πρὸ ὀλίγων λεπτῶν, τελευταῖος ἀπὸ τὴν συνοδίαν του, ὁ Κῶτσος τοῦ Κοντονίκου.

*
* *

Τὴν νύκτα ἐκείνην, νύκτα Ἀναστάσεως, ἡ Ἀνάστασις ἐτελεῖτο εἰς τὸν ναΐσκον τοῦ Ἁι-Γιώργη τῆς Χριστοδουλίτσας, κείμενον χίλια βήματα ἄνω ἀπὸ τὸν ἀνήφορον τοῦ λόφου, ὄχι μακρὰν ἀπὸ τὰ τέσσαρα Καλύβια τῆς κοιλάδος τῶν Βουρλιδίων. Ἐκεῖ ἀνήφθησαν φαιδραὶ λαμπάδες ἀνάμεσα εἰς τὰ δένδρα, κάτω ἀπὸ τὰ γλυκὰ λάμποντα ἄστρα τ᾿ οὐρανοῦ, πρὶν ἀνατείλῃ ἀκόμη ἡ σελήνη. Καὶ ἦσαν ἐκεῖ ὅλοι οἱ βοσκοὶ κ᾿ οἱ βοσκοποῦλες τοῦ διαμερίσματος, φοροῦσαι τὰ στολίδια των τὰ πασχαλινά, εὐφραινόμεναι καὶ ἀπολαύουσαι τὴν ἄρρητον χαρὰν καὶ εὐωδίαν τοῦ Πάσχα.

Εἰς τὸ τέλος τῆς χαρμοσύνου Λειτουργίας, ὅλοι οἱ ἀγρόται, χριστιανοὶ καὶ χριστιαναί, ἐμετάλαβαν ἐκ «τοῦ καινοῦ τῆς ἀμπέλου γεννήματος». Ἀλλ᾿ ἡ γρια-Κοντονίκαινα εἶχεν ἐξομολογηθῆ εἰς τὸν παπα-Ἡσύχιον πρὶν ἀρχίσῃ ἀκόμη ἡ ἱερὰ ἀκολουθία.

Ὁ παπὰς ἠρνήθη νὰ τὴν μεταλάβῃ. Διηγήθη δύο ἢ τρία ἀληθῆ γεγονότα, πῶς, πρὸ ὀλίγων χρόνων, ἡ γρια-Κυρατσούλα τὸ Μοσχοβάκι (ἀποθανοῦσα τῷ 1864), ἐνῷ ἐπήγαινεν ἕνα πρωὶ εἰς τὸ σπίτι τοῦ γυιοῦ της, ἐσπρώχθη καθ᾿ ὁδὸν ἀπὸ ἓν ἄτακτον παιδίον, υἱὸν οἰκογενείας, τὸν Εὐτυχῆ τοῦ Παυλίνη, καὶ πεσοῦσα ἐπάνω εἰς τὴν κοπτερὰν γωνίαν μιᾶς οἰκοδομῆς ―τοῦ δημοτικοῦ Σχολείου― ἔθραυσε τὴν μίαν τῶν πλευρῶν της. Ἡ γραῖα ἐξέφερεν ἕνα γογγυσμόν, μίαν ἀράν: «νὰ κοπῇ τὸ χεράκι του!» Καὶ ὕστερον ἀπὸ χρόνους, ὁ Εὐτυχὴς τοῦ Παυλίνη, ὅταν ἔγινεν ἀνήρ, ἐπανέκαμψεν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, ὅπου εἶχε διατρίψει ἐπὶ καιρὸν ἐμπορευόμενος, μ᾿ ἕνα καὶ μόνον χέρι. Εἶχε χάσει τὴν δεξιάν του χεῖρα ἐν ὥρᾳ συμπλοκῆς, τίς οἶδεν, ἴσως ἐκ μέθης. «Τώρα, τί ἐκέρδισεν ἡ γρια-Κυρατσούλα;» προσέθηκεν ὁ ἱερεύς. Ἐμοὶ ἐκδίκησις, ἐγὼ ἀνταποδώσω, λέγει Κύριος.

Παλαιότερον ἀκόμη, ἡ γρια-Σινιώρα, ἡ μήτηρ αὐτῆς τῆς Κυρατσούλας, ἐπέζη ὀγδοηκοντοῦτις, ἐνῶ καὶ οἱ τρεῖς υἱοί της ἱερομόναχοι, μονάζοντες εἰς τὴν Παναγίαν τὴν Κουνίστραν ―ὁ παπα-Καλλίνικος, ὁ παπα-Ἰωσήφ, καὶ ὁ παπα-Εὐγένιος― εἶχον προαποθάνει. Μίαν τῶν ἡμερῶν ὁ προεστὼς τοῦ χωρίου, ὁ γερο-Καλοειδής, τὴν ἐνώχλησε καὶ τῆς εἶπεν: «Ἐσύ, γριὰ στρίγλα, ποὺ ἐψωμόφαες καὶ τοὺς τρεῖς γυιούς σου, καὶ σὺ ἀκόμη ζῇς!…» Ἡ γρια-Σινιώρα ἐταράχθη, ἔγινε κάτωχρος, καὶ τρέμουσα εἶπεν: «Ὅπως μ᾿ ἐτάραξε, νὰ τὸν ταράξῃ!» Ὀλίγῳ ὕστερον, τρεῖς υἱοὶ τοῦ γερο-Καλοειδῆ ἐχάθησαν, ὁ εἷς ἀπὸ πνιγμόν, ἄλλος ἀπὸ συγκοπήν, καὶ ὁ τρίτος ἀπὸ πῦρ, καὶ ὁ γηραιὸς πατήρ των ἐπέζη ἀκόμη. «Τώρα τί ἐκέρδισεν ἡ γρια-Σινιώρα;… Εὐλογεῖτε, καὶ μὴ καταρᾶσθε, εἶπεν ὁ Κύριος…»

Ποῦ νὰ μᾶς ξεσυνερισθῇ ὁ Θεός! εἶπεν ὁ ἱερεύς. Εἶναι μεγάλη ἡ μακροθυμία του. Εὐτυχῶς δὲν μᾶς ξεσυνερίζεται, ἀλλ᾿ ὅμως συμβαίνουν κάποτε, εἰ καὶ σπανίως, παράδοξα πράγματα, τὰ ὁποῖα εἶναι προωρισμένα νὰ χρησιμεύσουν ὡς παραδείγματα. Στὰ χίλια ἕνα! Τὸ καλὸν εἶναι νὰ φυλάγῃ κανεὶς τὸν θυμόν του καὶ τὴν γλῶσσάν του, καὶ ἂν τυχὸν ἀδικῆται, «ἕκαστος ἔχει τὸν κρίνοντα αὐτόν».

Καὶ μάλιστα, ἐπέφερεν ὁ παπα-Ἡσύχιος, «χρονιάρα μέρα», τοιαύτην ὑψηλὴν καὶ πανσέβαστον ἡμέραν, ὑπερέχουσαν πασῶν τῶν ἡμερῶν, ὅπως τὸ Μέγα Σάββατον, πρέπει μεγάλως νὰ προσέχῃ τις, ὅπως μὴ ἐξέλθῃ κατάρα ἀπὸ τὸ στόμα του. Πολλάκις δὲ ἡ τιμωρία φαίνεται δυσανάλογος πρὸς τὸ πταῖσμα, καὶ φαίνεται ὡς νὰ ἔγινε πρὸς τιμωρίαν ὄχι τόσον τοῦ πρώτου πταίστου, ὅσον ἐκείνου ὅστις ἐβαρυθύμησε, καὶ ἐχολώθη, καὶ ἀφῆκε πικρὰν κατάραν νὰ ἐκφύγῃ τὸ ἕρκος τῶν ὀδόντων του.

*
* *

Περὶ τὰ μέσα τῆς Διακαινησίμου ἑβδομάδος ἦλθεν εἰς τὰ Καλύβια τὸ ἄγγελμα ὅτι ὁ Μιχάλης τοῦ Βεργῆ εἶχε πέσει αἰφνιδίως ἄρρωστος ἀπὸ τὸ δειλινὸν τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, καὶ μετὰ συνεχῆ πυρετὸν ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας, ἐσηκώθη ἀπὸ τὴν κλίνην πελιδνός, σκελετώδης, δυσκίνητος, καὶ μετὰ κόπου ἀναπνέων. Ἐφαίνετο ὅτι εἶχε περάσει «ἀερικὸ» ἀπὸ πάνω του, καὶ τὸν ἐμάρανε.

Εὐλογεῖτε, καὶ μὴ καταρᾶσθε, εἶπεν ὁ Χριστός.

Tο γαστρονομικό καραβάνι που στρώνει τραπέζια σε αμπελώνες, λιβάδια και παραλίες

ΤΗΣ ΜΑΡΘΑΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥ/newmoney.gr

Πώς η ιδέα για την δημιουργία του Outstanding in the Field έγινε μια πρωτότυπη σειρά εμπειριών σε όλον τον κόσμο και είναι μονίμως sold out.  

To 1999, o Jim Denevan ίδρυσε το Outstanding in the Field, θέλοντας να προσφέρει μια ριζικά εναλλακτική γευστική εμπειρία. Η ιδέα ήταν απλή αλλά ευφυής: αντί να φέρει τις πρώτες ύλες στο εστιατόριο, θα «μετακινούσε» το εστιατόριο στην πηγή των πρώτων υλών. Το πρώτο ταπεινό δείπνο που διοργάνωσε ήταν στη φάρμα του αδερφού του. Σήμερα ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο με τον στόχο του να παραμένει πάντα ο ίδιος: να συνδέσει τους ανθρώπους με την προέλευση του φαγητού τους και να τιμήσει τα εργατικά χέρια που μας ταΐζουν –  από τον σεφ, τον οινοποιό και τον ζυθοποιό μέχρι τον αγρότη, τον ψαρά, τον τυροκόμο και τον αμπελουργό.

Tο γαστρονομικό καραβάνι που στρώνει τραπέζια σε αμπελώνες, λιβάδια και παραλίες
Tο γαστρονομικό καραβάνι που στρώνει τραπέζια σε αμπελώνες, λιβάδια και παραλίες
Tο γαστρονομικό καραβάνι που στρώνει τραπέζια σε αμπελώνες, λιβάδια και παραλίες
Tο γαστρονομικό καραβάνι που στρώνει τραπέζια σε αμπελώνες, λιβάδια και παραλίες
Tο γαστρονομικό καραβάνι που στρώνει τραπέζια σε αμπελώνες, λιβάδια και παραλίες
Tο γαστρονομικό καραβάνι που στρώνει τραπέζια σε αμπελώνες, λιβάδια και παραλίες

Σε κάθε event, οι προσκεκλημένοι γνωρίζουν τον οικοδεσπότη τους και απολαμβάνουν ένα γεύμα από τα χέρια ενός φημισμένου σεφ που συνδυάζεται με κρασί και μπύρα από τους guest οινοποιούς και ζυθοποιούς. Για παράδειγμα, στο γεύμα που θα πραγματοποιηθεί στις 20 Μάϊου στο Pescadero στην Καλιφόρνια, το τραπέζι θα στρωθεί σε μια μυστική αμμουδιά με soundtrack τα κύματα του ωκεανού. Οικοδεσπότης ο ψαράς Ηans Haveman -ένας local hero της περιοχής που φημίζεται για την φρεσκάδα των προϊόντων που αλιεύει, και προσκεκλημένος σεφ ο Βrad Briske του εστιατορίου Home στο Soquel της Σάντα Κρουζ που θα μαγειρέψει πιάτα ιταλικής έμπνευσης με ολόφρεσκα θαλασσινά από τον Ειρηνικό, τα οποία θα πλαισιωθούν από μπύρες της ιστορικής ζυθοποιίας Anchor του Σαν Φρανσίσκο, και Chardonnay και Pinot Noir από το οινοποιείο Trail Marker. Mια θέση σε αυτό τραπέζι κοστίζει 426 δολάρια, ενώ το μενού αποτελεί, όπως πάντα, έκπληξη.  

Tο γαστρονομικό καραβάνι που στρώνει τραπέζια σε αμπελώνες, λιβάδια και παραλίες
Tο γαστρονομικό καραβάνι που στρώνει τραπέζια σε αμπελώνες, λιβάδια και παραλίες

Πατέ σελινόριζας, μαροκινή σαλάτα με πορτοκάλι και φιστίκι, ψητές γαρίδες με chorizo και πέστο μαϊντανού, βακαλάο με chermoula – την φημισμένη βορειοαφρικάνικη σος από κόλιανδρο, μαϊντανό, σκόρδο, πάπρικα, κύμινο και λεμόνι, καπνιστό κοτόπουλο με ψητές πατάτες, παγωμένη σούπα αγγουριού. Και τι δεν έχουν δοκιμάσει όλα αυτά τα χρόνια οι προσκεκλημένοι του Outstanding in the Field. Το μενού αποκαλύπτεται πάντα στο τραπέζι και οι προσκεκλημένοι σεφ το σχεδιάζουν λίγες εβδομάδες ή μέρες πριν από την εκδήλωση, προκειμένου να εξασφαλίσουν τα πιο φρέσκα υλικά από την περιοχή. Τους αρέσει, όπως λένε, να σχεδιάζουν γεύματα υπερεποχιακά, καλλιτεχνικά και αυθόρμητα!
Τραπέζια που έχουν στρωθεί στα απέραντα ράντσο του Γουαϊόμινγκ και τα αμπέλια της Βουργουνδίας, αυθεντικό τεξανό μπάρμπεκιου και once-in-a-lifetime θέα σε μυστικές τοποθεσίες του Big Sur, στρείδια και παγωμένο κρασί σε φάρμες θαλασσινών στο γραφικό Charleston της Νότιας Καρολίνας, σιγοψημένο Mangalitsa -την ουγγρική φυλή χοίρων που θεωρείται το kobe του χοιρινού σε οικογενειακές φάρμες στο Νάσβιλ, δείπνο με φόντο το ηλιοβασίλεμα στην εμβληματική προβλήτα του Μαλιμπού.      

Tο γαστρονομικό καραβάνι που στρώνει τραπέζια σε αμπελώνες, λιβάδια και παραλίες
Tο γαστρονομικό καραβάνι που στρώνει τραπέζια σε αμπελώνες, λιβάδια και παραλίες
Tο γαστρονομικό καραβάνι που στρώνει τραπέζια σε αμπελώνες, λιβάδια και παραλίες
Tο γαστρονομικό καραβάνι που στρώνει τραπέζια σε αμπελώνες, λιβάδια και παραλίες

Tην άνοιξη, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο, το περιπλανώμενο εστιατόριο του Jim Denevan ταξιδεύει στις απέραντες ευθείες του Φαρ Ουέστ και τα θεόρατα Rocky Mountains, στις παραλίες της Καλιφόρνια και των Xάμπτονς, στα ανθισμένα πατατοχώραφα του Καναδά, σε chateau στην κοιλάδα του Λίγηρα, στους αμπελώνες της Τοσκάνης. Κάθε βράδυ εξαφανίζεται χωρίς να αφήσει ίχνη και κάθε πρωί ξαναστήνει κατσαρόλες και φωτιές. Το χειμώνα περιοδεύει σε απομονωμένα haciendas στο Μεξικό, εξωτικά νησιά στις Μπαχάμες, ελαιώνες στο Μαρόκο…   Όπου κι αν βρίσκονται, συνεργάζονται πάντα με τοπικούς σεφ, αγρότες και παραγωγούς για να δημιουργήσουν μια μοναδική και καθηλωτική εμπειρία που αφηγείται την ιστορία του τόπου.
Ανάρπαστo γίνεται και το τραπέζι που οργανώνουν κάθε χρόνο στον VIP κήπο του μουσικού φεστιβάλ Coachella – «ένα ήσυχο dinner party στη μέση ενός ανθισμένου ροδώνα» όπως αναφέρει το LA Magazine –  φέτος είναι η όγδοη χρονιά που το Outstanding in the Field συμμετέχει στο φεστιβάλ.  

Tο γαστρονομικό καραβάνι που στρώνει τραπέζια σε αμπελώνες, λιβάδια και παραλίες
Tο γαστρονομικό καραβάνι που στρώνει τραπέζια σε αμπελώνες, λιβάδια και παραλίες
Tο γαστρονομικό καραβάνι που στρώνει τραπέζια σε αμπελώνες, λιβάδια και παραλίες

«Μαζευόμαστε σε ένα μακρύ τραπέζι για να μοιραστούμε ένα γεύμα. Είναι μια στιγμιαία εμπειρία και μια χαρούμενη γιορτή για την ανθρώπινη σύνδεση» εξηγεί ο ιδρυτής του Outstanding in the Field. Mε έδρα του την Σάντα Κρουζ, o Jim Denevan και η ομάδα του ταξιδεύουν με ένα παλιό κόκκινο – άσπρο λεωφορείο, το οποίο είχε αγοράσει το 2004 για 9 χιλιάδες δολάρια. Λίγα χρόνια αργότερα, το λεωφορείο ανακαινίστηκε και επισκευάστηκε πλήρως με κέρδη από τα καλλιτεχνικά του project – o Denevan είναι διάσημος καλλιτέχνης που δημιουργεί land art εγκαταστάσεις στην άμμο, την γη και τον πάγο, τα οποία στην συνέχεια φωτογραφίζει από ψηλά πριν εξαφανιστούν από τους ανέμους και την παλίρροια. «Χρειάζομαι τους χειμωνιάτικους ανέμους και τα κύματα επειδή λειαίνουν την επιφάνεια της άμμου» εξηγεί ο καλλιτέχνης, ο οποίος δημιουργεί τα έργα του στις παραλίες της Αμερικής, αλλά και την έρημο της Νεβάδα, τη Λίμνη Βαϊκάλη, τη Σαουδική Αραβία.

Tο γαστρονομικό καραβάνι που στρώνει τραπέζια σε αμπελώνες, λιβάδια και παραλίες

O εμπνευστής και ιδρυτής του Outsanding in the Fileds, Jim Denevan Photo: Getty Images / Ideal image

Tο γαστρονομικό καραβάνι που στρώνει τραπέζια σε αμπελώνες, λιβάδια και παραλίες

«Είμαι ο τελετάρχης κάθε event… Kουβεντιάζω με τους καλεσμένους, μιλάω για την ιστορία της φάρμας που μας φιλοξενεί και παρουσιάζω τον προσκεκλημένο σεφ μας». Στις περιοδείες του, ο 62χρονος καλλιτέχνης και ιδρυτής του Outstanding in the Field, δεν ξεχνά την καλλιτεχνική του πλευρά∙ παίρνει πάντα μαζί του υλικά ζωγραφικής, και φτιάχνει σκίτσα και εικονογραφημένες ιστορίες στα γρήγορα, για να τα χαρίσει στο προσωπικό, τους αγρότες και τους σεφ. Όσο για το περίφημο παλιό λεωφορείο της εταιρίας Flxible που λειτουργούσε από το 1913 έως το 1996, και αποτελεί σήμα κατατεθέν του Outstanding in the Fields, κάθε νύχτα μεταμορφώνεται σε καταφύγιο για τον Denevan και την ομάδα του – «εκτός και αν περισσεύει κάποιο δωμάτιο στην αγροικία» όπως λέει.

Η τιμή για τις εκδηλώσεις του Outstanding in the Field ξεκινά από 365 δολάρια.
https://outstandinginthefield.com/
@out_inthefield

Φώτης Κόντογλου

Ἡ πίστη τοῦ χριστιανοῦ δοκιμάζεται μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ σὰν τὸ χρυσάφι στὸ χωνευτήρι. Ἀπ ̓ ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ πλέον ἀπίστευτο πράγμα, ὁλότελα ἀπαράδεκτο ἀπὸ τὸ λογικό μας, ἀληθινὸ μαρτύριο γιὰ δαῦτο. Μὰ ἴσια-ἴσια, ἐπειδὴ εἶναι ἕνα πράγμα ὁλότελα ἀπίστευτο, γιὰ τοῦτο χρειάζεται ὁλόκληρη ἡ πίστη μας γιὰ νὰ τὸ πιστέψουμε. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι λέμε συχνὰ πὼς ἔχουμε πίστη, ἀλλὰ τὴν ἔχουμε μονάχα γιὰ ὅσα εἶναι πιστευτὰ ἀπ ̓ τὸ μυαλό μας. Ἀλλὰ τότε, δὲν χρειάζεται ἡ πίστη, ἀφοῦ φτάνει ἡ λογική. Ἡ πίστη χρειάζεται γιὰ τὰ ἀπίστευτα.

Οἱ πολλοὶ ἄνθρωποι εἶναι ἄπιστοι. Οἱ ἴδιοι οἱ μαθητάδες τοῦ Χριστοῦ δὲν δίνανε πίστη στὰ λόγια τοῦ δασκάλου τους ὅποτε τοὺς ἔλεγε πὼς θ ̓ ἀναστηθῆ, μ ̓ ὅλο τὸ σεβασμὸ καὶ τὴν ἀφοσίωση ποὺ εἶχαν σ ̓ Αὐτὸν καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη στὰ λόγια του. Καὶ σὰν πήγανε οἱ Μυροφόρες τὴν αὐγὴ στὸ μνῆμα τοῦ Χριστοῦ, κ ̓ εἴδανε τοὺς δυὸ ἀγγέλους ποὺ τὶς μιλήσανε, λέγοντας σ ̓ αὐτὲς πὼς ἀναστήθηκε, τρέξανε νὰ ποῦνε τὴ χαροποιὰ εἴδηση στοὺς μαθητές, ἐκεῖνοι δὲν πιστέψανε τὰ λόγια τους, ἔχοντας τὴν ἰδέα πὼς ἤτανε φαντασίες: «Καὶ ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος (τρέλα) τὰ ῥήματα αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς»…

“θα σε κάνω του αλατιού»

Η φράση “θα σε κάνω του αλατιού» βγήκε από τον τρόπο που γίνονται οι σαρδέλες και γενικά όλα τα ψάρια, όταν παστώνονται με αλάτι. Ζαρώνουν και χάνουν την όμορφη εμφάνισή τους. Έτσι λοιπόν, θα τον κάνει όταν τον δείρει, όπως το ψάρι στο αλάτι.

Πάρε μια απόφαση όταν γνωρίζεις το 70% των πληροφοριών που επιθυμείς. Αν περιμένεις να φτάσεις στο 90%, στις περισσότερες περιπτώσεις πιθανόν θα είσαι αργός», λέει ο Jeff Bezos. Πρέπει να συλλέξεις όσες περισσότερες πληροφορίες μπορείς, και στην συνέχεια να κινηθείς γρήγορα για να κάνεις το «μεγάλο βήμα». Ακόμα και αν δεν είσαι απολύτως σίγουρος ότι η απόφαση που παίρνεις είναι η σωστή. Εάν γνωρίζεις με βεβαιότητα ότι η απόφαση σου είναι σωστή, τότε μάλλον… είσαι ήδη πολύ αργός.

Ετοιμάζεται για την παραλαβή του Αγίου φωτός από τον πανάγιον τάφον!

Καλή Ανάσταση!

Καλή Ανάσταση!

•Από την καθέδρα του μαχόμενου αγνωστικισμού , που με διαπνέει από τη νεότητα , απόμακρος και ξενος προς το όποιο δόγμα, στρέφω το βλέμμα με σεβασμό προς το αγνό θρησκευτικό συναίσθημα. Λίγο ζηλόφθονα παρατηρώ πως ηρεμεί η ψυχή , των πιο πολλών από εμας , στους συμβολισμούς με τους οποίους ποτιστήκαμε από παιδιά.Το συμβολισμό της αυτοθυσίας,το συμβολισμό της ελπίδας με το Αγιο Φως, αδιαφορώ το πως ανάβει, και το συμβολισμό της ζωής απέναντι στο θάνατο, την πανάρχαια αυτή αγωνία.
•Καλή Ανάσταση λοιπόν από καρδίας. Να περάσουμε ωραία και αγαπημένα.
•Από ένα άρθρο του Δημήτρη Αθηνάκη στην Εστία της Μεγαλης Παρασκευής αποθησαυριζω το στίχο του καλου μας ποιητή Βαρβερη,για τη μεγαλοβδομαδα.Λίγο μελαγχολικός αλλά βαθύς.
•Ήταν Μεγάλη βεβαια …γεμάτη πάθη,προδοσίες,σταυρώσεις/θέλουν πολύ για να υποκύψουν οι κοινοί θνητοί;/Έτσι ακριβώς από τα Βαγια μέχρι σήμερα θάπρεπε κάπως ναχαμε κι εμείς χωρέσει /Όμως το Πάσχα τελείωσε,μητέρα/ κι εμεις τι θ απογίνουμε σ ένα παγκάκι/Αθάνατοι καθώς νυχτώνει.

Πάνος Μπιτσαξής