Η διάκριση Ορεινών- Πεδινών, ανάγεται στην Εθνοσυνέλευση της Γαλλικής Επανάστασης του 1789. Τότε, οι ριζοσπαστικοί με τις πλέον επαναστατικές ιδέες, κατέλαβαν το άνω αριστερό μέρος της αίθουσας της Εθνοσυνέλευσης και ονομάσθηκαν Ορεινοί επειδή τα έδρανά τους ήταν στο ψηλότερο μέρος του αμφιθεάτρου. Μεταξύ των Ορεινών ήταν ο Νταντόν, ο Μαρά, ο Σαιν Ζυστ και άλλοι από την ομάδα των Επαναστατών της Γαλλικής Επανάστασης.
….Κάποιος φοβάται τις αράχνες και καθυστερεί να φορτώσει λίγα ξύλα, έτσι μια χαζή γριά βρίσκει το χρόνο να ρίξει τη γλάστρα και καληνύχτα σας. Κατάλαβες, Φάμπιο, πώς λειτουργεί ο φόβος; Ο φόβος είναι μια μαλακία, δεν έχει νόημα. Ο φόβος είναι μια αραχνίτσα που σου αποσπά την προσοχή και τότε η ζωή σε πηδάει….
Fabio Genovesi
Δημοσιεύτηκε στισ
Δημοσιεύτηκε στισ
“Αυτός που δεν ταξιδεύει, που δεν διαβάζει, που δεν ακούει μουσική, που δεν βρίσκει τη χάρη στον εαυτό του, αυτός αργοπεθαίνει “.
Η Άλωση της Βαστίλης είναι ένα από τα σημαντικότερα επεισόδια στην πορεία επικράτησης της Γαλλικής Επανάστασης, αν και συμβολικού χαρακτήρα. Συνέβη στις 14 Ιουλίου του 1789 στο Παρίσι και τιμάται ως Εθνική Εορτή της Γαλλίας.
Στα μέσα του 1789 η Γαλλία δονείται από επαναστατικό ενθουσιασμό. Το αριστοκρατικό και φεουδαρχικό καθεστώς της χώρας βρίσκεται υπό κατάρρευση και η λεγόμενη Τρίτη Τάξη (αστοί, αγρότες και λαϊκές τάξεις των πόλεων) διεκδικεί μερίδιο στην εξουσία.
Ο «Βέρθερος» του Ζυλ Μασνέ επιστρέφει στην Εθνική Λυρική…
Στις 9 Ιουλίου η Εθνοσυνέλευση, στην οποία πλειοψηφούν οι αστοί και οι φιλελεύθεροι ευγενείς, μετατρέπεται σε Συντακτική Συνέλευση και απαιτεί Σύνταγμα από τον βασιλιά. Η απόλυτη μοναρχία του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ έχει καταργηθεί. Ο μονάρχης αντιδρά και συγκεντρώνει στρατό στο Παρίσι για να χτυπήσει τους επαναστάτες και παράλληλα απολύει τον δημοφιλή υπουργό οικονομικών Ζακ Νεκέρ, που έχαιρε της εμπιστοσύνης της εθνοσυνέλευσης (11 Ιουλίου).
Οι βουλευτές δεν έχουν τη δύναμη να αντιπαρατεθούν με τη στρατιωτική δύναμη του μονάρχη. Η αντεπανάσταση καραδοκεί. Την κρίσιμη στιγμή αναλαμβάνει δράση ο λαός του Παρισιού, που εισέρχεται για πρώτη φορά στο προσκήνιο της επανάστασης. Καθοδηγούμενος από φλογερούς δημοκρατικούς ρήτορες, όπως ο Καμίλ Ντεμουλέν, καταλαμβάνει το Δημαρχείο και οργανώνει πολιτοφυλακή.
Για τον εξοπλισμό της πολιτοφυλακής, οι εξεγερμένοι Παριζιάνοι αρπάζουν χιλιάδες τουφέκια από το Μέγαρο των Απομάχων το πρωί της 14ης Ιουλίου. Την ίδια ημέρα πολιορκούν τη Βαστίλη, το φρούριο στην ανατολική πλευρά του Παρισιού, που χρησίμευε ως φυλακή των αντιφρονούντων του παλαιού καθεστώτος.
Το εξεγερμένο πλήθος ζητάει από τον διοικητή της Βαστίλης μαρκήσιο Ντε Λονέ να παραδώσει το φρούριο. Αυτός αρνείται και διατάσσει τους λιγοστούς άνδρες του να ανοίξουν πυρ εναντίον τους. Αυτοί δεν διστάζουν να πραγματοποιήσουν έφοδο κατά του φρουρίου, με βαρύ φόρο αίματος και άνευ αποτελέσματος. Όταν, όμως, οι πολιτοφύλακες, με επικεφαλής τον λοχαγό Ελί, μεταφέρουν κανόνια για να παραβιάσουν τις πύλες της Βαστίλης, ο Ντε Λονέ παραδίδεται, αλλά εκτελείται επί τόπου, μαζί με τρεις αξιωματικούς του.
Στα κελιά του φρουρίου δεν βρίσκουν παρά μόνο επτά ποινικούς κρατούμενους, όμως η κατάληψη της Βαστίλης γιορτάζεται ξέφρενα από τους Παριζιάνους, καθώς συμβολίζει τη μοναρχική καταπίεση αιώνων. Μπροστά στη διογκούμενη λαϊκή πίεση, ο Λουδοβίκος υποχωρεί. Επαναφέρει τον δημοφιλή Νέκερ στο Υπουργείο Οικονομικών και διατάσσει την αποχώρηση των στρατευμάτων του από το Παρίσι. Ο λαός βρίσκεται για πρώτη φορά στο προσκήνιο της ιστορίας και η Γαλλική Επανάσταση, με το σύνθημα «Ελευθερία – Ισότητα – Αδελφότητα», μάχεται για την επικράτησή της και εμπνέει τους καταπιεσμένους λαούς του κόσμου.
Μεταγενέστερα, η Άλωση της Βαστίλης χαιρετίστηκε ως θρίαμβος των λαϊκών δυνάμεων κατά της τυραννίας και της μοναρχίας. Γι’ αυτό και η 14η Ιουλίου είχε παγκόσμια απήχηση και καθιερώθηκε το 1880 ως εθνική εορτή της Γαλλίας. Οι εορταστικές εκδηλώσεις της ημέρας κορυφώνονται με τη μεγάλη στρατιωτική παρέλαση στα Ηλύσια Πεδία, ενώπιον του Προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας.
*Ο Giorgio Armani άλλαξε μία για πάντα τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε το πώς πρέπει να ντυνόμαστε για να είμαστε καθημερινά κομψοί. Απλά, όμορφα, κλασικά. Άλλωστε, ο ίδιος το έχει δηλώσει πολλάκις: δεν έχει σημασία αυτό που φοράς, αλλά αυτό που εκπέμπεις.
…Το να διαβάζεις Κούντερα στα 20 είναι σαν να προσπαθείς να χωρέσεις στο πιο ιερό κλισέ. Ο έρωτας είναι πεζός, αμήχανος, βαρετός, μα δύσκολος.
Η μονογαμία είναι ήδη αποφασισμένο πως δεν είναι βιώσιμη. Ή είναι τόσο βιώσιμη όσο μια στερητική δίαιτα: θα φτάσεις τον μικροαστικό σου στόχο μα θα έχεις στερηθεί την απόλαυση του να θρέφεσαι από τυφλό ένστικτο. Τα αριστερά μυαλά δεν χωράνε σε καλούπια, σε όποιο σημείο του άξονα και αν έχουν βιδωθεί.
Ερωτευμένοι άνθρωποι απιστούν, με τρόπο που δεν παρουσιάζεται σαν αμάρτημα ή σαν χυδαίο θράσος απέναντι σε αδύναμες υπάρξεις, αλλά ένας ενστικτώδης τρόπος να φουντώσεις ένα πάθος που καίει χρόνια, έχοντας χωρέσει στο φλατ καρδιογράφημα μιας μακροχρόνια σχέσης.
Το πώς αυτός που απιστεί για να μη χωρίσει είναι άντρας, λες και δεν θα μπορούσε να είναι γυναίκα, είναι ένα ζήτημα που όταν είσαι 20 στα ’10 δεν σε απασχολεί. Δεν έχει χρειαστεί, αν έχεις υπάρξει τυχερή, να σκεφτείς την έμφυλη ισότητα ως κάτι μη δεδομένο από την τυχερή σου κούνια.
Οι σχέσεις αποκτούν μια ρευστότητα, απογυμνώνονται από τις απολυτότητες των 20. Ακριβώς όπως αυτές στα βιβλία του Κούντερα. Τα κατώτερα ένστικτα ντύνονται με έναν μανδύα καλόγουστης πονηριάς, με ένα πειραματικό «έτσι» χωρίς να χάνουν τη βαθιά τους ρίζα στο πόσο στ’αλήθεια ελαφριά είναι η ύπαρξη, στο πόσο εκκωφαντική, μα απελευθερωτική είναι έλλειψη νοήματος.
Πόσο επιδερμικά μπορεί να βιώσει κανείς την οδύνη, την καθημερινή, αναπόδραστη οδύνη, εκείνη που λέγεται ρουτίνα, χωρισμός, εξορία, απωθημένο, λάθος απόφαση, πισογύρισμα, restart, νοσταλγία, απουσία αναμνήσεων, σοβαροφανής γελοιότητα. Τουλάχιστον μέχρι να τελειώσεις το βιβλίο και να φλερτάρεις με κανέναν γκόμενο που να ξέρει τον Κούντερα μόνο από καμία αναφορά στους «Δυο Ξένους», από το στόμα του mainstream, τηλεοπτικού διανοούμενου Μαρκορά….
Ούτε κομμουνιστής, ούτε αντιφρονών, ούτε αριστερός ή δεξιός, απλά μυθιστοριογράφος Κομμουνιστής στη νιότη του και κατόπιν αντιφρονών, μετά τη Σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία το 1968, ο εκλιπών την Τρίτη συγγραφέας της «Αβάσταχτης Ελαφρότητας…» επαναλάμβανε στην ύστερη ζωή του στη Δύση ότι «η τέχνη και η λογοτεχνία χάνουν την αξία τους όταν μετατρέπονται σε προπαγάνδα, είτε κομμουνιστική είτε αντικομμουνιστική»
Αύγουστος 1968, Πράγα, Τσεχοσλοβακία. Διαδηλωτές πυρπολούν σοβιετικό τανκ, μετά την εισβολή ρωσικών στρατευμάτων με στόχο την κατάπνιξη της Άνοιξης της Πράγας, της προσπάθειας δηλαδή φιλελευθεροποίησης και εκδημοκρατισμού του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Τσεχοσλοβακία.
Λίγο μετά την ανακοίνωση του θανάτου του Μίλαν Κούντερα, η Εταιρεία Συγγραφέων εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία «εκφράζει, μαζί με αμέτρητους αναγνώστες διαφόρων ηλικιών, τη βαθύτατη θλίψη της για τον θάνατό του».
Η ανακοίνωση του πιο μεγάλου λογοτεχνικού σωματείου της χώρας δεν παραλείπει να σημειώσει ότι «με τα μυθιστορήματα και τα δοκίμιά του, ο Κούντερα –που υπήρξε και επίτιμο μέλος της Εταιρείας μας– υπηρέτησε με πάθος τις ιδέες του Διαφωτισμού και της ανθρώπινης ελευθερίας. Γεννημένος στην Τσεχία το 1929 ήρθε σε ρήξη με το καθεστώς της χώρας του και κατέφυγε το 1975 στη Γαλλία, όπου έκτοτε έζησε, αποκτώντας τη γαλλική υπηκοότητα. Βιβλία του, όπως τα εμβληματικά “Το Αστείο”, “Η αβάσταχτη ελαφρότητα του Είναι” και “Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης”, αποτέλεσαν για αρκετές γενιές παραδειγματικά πρότυπα ζωής για την αντίσταση κατά του αυταρχισμού, για τη διακωμώδηση ως πράξη αντίθεσης προς τον συντηρητισμό, για την απελευθερωτική δύναμη του έρωτα».
Ολόσωστα όλα. Αλλά γιατί από την ανακοίνωση λείπει κάτι ουσιώδες, κάτι που μετατρέπει ένα επικήδειο κείμενο σε στρεψόδικη αναφορά στον τεθνεώτα, κάτι που ουσιαστικά αφαιρεί τη βασική ιδιότητα και του Κούντερα και της λογοτεχνίας του.
Κι αυτό το κάτι είναι η αποφυγή αναφοράς στον κομμουνισμό.
Ο κομμουνισμός ήταν αυτό που είχε φιμώσει τον Κούντερα, όταν ζούσε στην Τσεχοσλοβακία και μαχόταν για τον Διαφωτισμό και την ανθρώπινη ελευθερία. Λόγω της ανελευθερίας του κομμουνιστικού καθεστώτος έφυγε από την Πράγα για το Παρίσι (αν και είχε ελπίσει ότι το καθεστώς μεταρρυθμίζεται, στο τέλος το πήρε απόφαση: δεν μεταρρυθμιζόταν, μόνο ανατρεπόταν).
Η αντίσταση κατά του αυταρχισμού, που αναφέρει η ανακοίνωση, δεν ήταν γενικώς μια φιλοσοφική αντίσταση εναντίον κάθε αυταρχισμού. Ήταν η αντίσταση ενός φιμωμένου ανθρώπου κατά του κομμουνιστικού αυταρχισμού. Η διακωμώδηση δεν είναι απλώς πράξη αντίθεσης στον συντηρητισμό, είναι πράξη αντίθεσης στην εξουσία και ιδίως στην αυταρχική εξουσία. Τα βιβλία του, το Αστείο, Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι, Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης δεν είναι φανταστικές πλοκές για φανταστικές δυστοπίες, αλλά λογοτεχνία για το κομμουνιστικό καθεστώς και τις πρακτικές του που ζούσαν εφιαλτικά οι πολίτες στη χώρα του – και τις έζησε κι ο ίδιος.
Γιατί άραγε οι έλληνες συγγραφείς αδυνατούν να μιλήσουν για τον κομμουνισμό, για τα ολοκληρωτικά καθεστώτα που εξέθρεψε, ακόμα κι όταν αναφέρονται σε διαπρεπή θύματα του κομμουνισμού;
Δημοσιογράφος, εκδότης του περιοδικού Books’ Journal. Σπούδασε κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες και κινηματογράφο. Εξέδωσε και διεύθυνε το περιοδικό Κάμερα, υπήρξε κριτικός κινηματογράφου και αρχισυντάκτης του περιοδικού Αντί, εργάστηκε ως επιφυλλιδογράφος στην Εποχή, στην Ελευθεροτυπία, στην Εξουσία, στην Athens Voice, στο Βήμα, στο Protagon.gr και, τα τελευταία χρόνια, στα Νέα. Για πολλά χρόνια έκανε καθημερινή εκπομπή στον ραδιοφωνικό σταθμό Αθήνα 9,84 ενώ συνεργάστηκε ως πολιτικός αναλυτής με την τηλεόραση της ΕΡΤ. Ίδρυσε και διεύθυνε την εφημερίδα του Φεστιβάλ Αθηνών εφ. Έχει γράψει το βιβλίο Εθνοχουλιγκανισμός: Εκφράσεις της νεοελληνικής ιδεολογίας στους Ολυμπιακούς Αγώνες 2004της Αθήνας (εκδόσεις Οξύ) και έχει επιμεληθεί τις κινηματογραφικές μονογραφίες Σταύρος Τορνές (με τον Σταύρο Καπλανίδη και, για την ιταλική έκδοση, με την επιπλέον συνεργασία του Sergio Grmek Germani), Κώστας Γαβράς και Σταύρος Τσιώλης. Σε λίγο θα κυκλοφορήσει το βιβλίο του, Το κιτς του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο γαλλο-τσέχος μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος, θεατρικός συγγραφέας και ποιητής, Μίλαν Κούντερα, ήταν ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του ύστερου 20ου αιώνα.