Υπάρχουν τριών ειδών άνθρωποι: αυτοί που κερδίζουν, αυτοί που χάνουν και αυτοί που κανονίζουν ποιοι θα χάσουν και ποιοι θα κερδίσουν …
Θουκυδίδης*
*Ο Θουκυδίδης (460/454-398/396 π.Χ.) είναι ο πιο σπουδαίος ιστοριογράφος της κλασικής αρχαιότητας, ο οποίος έγραψε την ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου.
Κακοκαιρία Daniel: Ισραηλινή ασφαλιστική απεγκλώβισε πελάτες της από το Χορευτό Πηλίου
Ζευγάρι Ισραηλινών που ήρθε να περάσει τις καλοκαιρινές διακοπές του στο Πήλιο αποκλείστηκε στο Χορευτό, χωρίς ρεύμα, νερό και τρόφιμα, μετά το ξέσπασμα της θεομηνίας, όπως άλλωστε όλοι οι τουρίστες και οι κάτοικοι της περιοχής .
Το ζευγάρι ζήτησε να βρεθεί διέξοδο στο αδιέξοδο με κινητοποίηση για τον απεγκλωβισμό του, από ιδιωτική εταιρεία της δικής του χώρας . Σήμερα ελικόπτερο που ανήκει σε μεγάλη ασφαλιστική εταιρεία του Ισραήλ , προσγειώθηκε στο Χορευτό και παρέλαβε το ζευγάρι, που συνόδευαν 4 άτομα. Στο Χορευτό παραμένουν τουρίστες από το Ισραήλ που θέλησαν να κάνουν τις διακοπές τους στο Πήλιο, αλλά δεν διέθεταν τόσο ισχυρά συμβόλαια με ασφαλιστικές εταιρείες.
7 δισ. ευρώ τα μέτρα στήριξης
Έκτακτα μέτρα στήριξης και ανασυγκρότησης 3,5% του ΑΕΠ αλλάζουν τα πάντα στην oικονομία:
«Πλημμύρα» αποζημιώσεων «πνίγει» εξαγγελίες και παροχές – Η οικονομική αποτίμηση των μέτρων στήριξης μπορεί και να ξεπεράσουν τα 7 δισ. ευρώ –
ΣΤΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΕΣ
Στρατός είναι ένας πανάκριβος μηχανισμός που στη σύγχρονη εποχή δεν μπορεί μόνο να χρησιμοποιείται μόνο για αποτροπή, αλλά και σε έκτακτες, εσωτερικές ανάγκες όπως αυτές που ζούμε σήμερα στην Θεσσαλία.
Ο Στρατός πρέπει να ηγείται και να συντονίζει όλες τις δυνάμεις που πρέπει να συνδράμουν σε τέτοιες περιπτώσεις. Όπως γίνονται ασκήσεις για τον πόλεμο έτσι πρέπει να γίνονται σε τακτά χρονικά διαστήματα και ασκήσεις για την αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών με την συμμετοχή και των πολιτών.
Επιχειρησιακή ευθύνη
•Το πρώτο συμπέρασμα έχει ηδη προκύψει.Οι ένοπλες δυνάμεις πρέπει να έχουν το γενικό πρόσταγμα στις φυσικές καταστροφές.Απλά και καθαρά.Είναι μορφη «πολέμου» σε καιρό ειρήνης.Γιατί;δεν είναι θεωρητική άσκηση
•γιατί μέσα σε 30 ωρες έστησαν γέφυρα και αποκαθιστούν την οδική επικοινωνία στο Νότιο Πηλιο
•γιατί στρατιωτικά ελικόπτερα εξασφαλίζουν την τροφοδοσία χωριών που έχασαν τις προσβάσεις
•γιατί όπως είπε ευγνώμων κάτοικος οτσν η πυροσβεστική δεν μπορούσε,εύλογα δεν μπορούσε,7 ουκάδες βούτηξαν στα νερά με στολές,και απεγκλώβισαν από σπίτι 32 άτομα.Όσοι έχουμε υπηρετησει στο ΠΝ ξερουμε τι θα πει εκπαίδευση ΟΥΚ.Μια από τις χιλιάδες διασώσεις.
•γιατί έχουν πειθαρχία,εκπαίδευση και εξοπλισμό στην ξηρά,τη θάλασσα κσι τον αέρα και παρουσία σε όλη τη χώρα.Γιατί έχουν το απαιτούμενο ηθικό.
•γιατί μπορούν να κατευθύνουν κσι να συντονίσουν τους χιλιάδες εθελοντές
•γιατί άνευ αυτών θα αντιμετωπίζαμε σήμερα δραματικές συνεπειες.Όπου δεν ενεπλακησαν έγκαιρα το βλέπουμε ήδη.
Αυτό δεν σημαίνει υποτίμηση των λοιπών δυνάμεων.Καθε άλλο.Η μπαγκέτα της ορχήστρας θα αναδείξει τις μεγάλες αρετές τους.Της πυροσβεστικής,της ΕΜΑΚ κλπ.Έχουν προσφέρει πάρα πολλά αλλά δεν μπορούν να το βγάλουν όλο πέρα.
•γιατί ο πολίτης έχει πληρώσει άπειρα δις για τις ένοπλες δυνάμεις και πρέπει να αισθανθεί από όλη αυτή την αφαίμαξη ένα απτό όφελος
•Το να γίνει πράξη το παραπάνω δεν είναι καθόλου απλό οργανωτικά αλλά και πολιτικά.Ειναι σύνθετο εγχείρημα.Θεσμικα καθίσταται καίρια η σύνθεση της ηγεσίας του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας και η επάρκεια του Γενικού Επιτελείου.Κανενα από τα δυο δεν είναι αυτονόητο.
Είναι αρκετά τα συμπεράσματα μετα απο το δύσκολο αυτό καλοκαίρι.Σε κάθε επίπεδο υου μηχανισμού.Ιδιως στην αυτοδιοίκηση.Το μόνο που δεν χρειάζεται είναι η στείρα αοριστιλογια.Χρειαζετσι συγκεκριμένος ,οργανωμένος λογος.
Πάνος Μπιτσαξής
Μικροσκοπικό οικοσύστημα!
Μικροσκοπικό οικοσύστημα
Το 1960, ο Άγγλος David Latimer αποφάσισε να προσπαθήσει να δημιουργήσει έναν μικρό κήπο, μέσα σε ένα γυάλινο μπουκάλι. Από τότε, ο φορητός κήπος του παρέμεινε πράσινος και έντονα ζωντανός, σφραγισμένος καλά, μέσα στο μπουκάλι. Η περίεργη και εκπληκτική λεπτομέρεια είναι ότι η τελευταία φορά που ο Latimer πότισε το φυτό ήταν το 1972.
Το φυτό δημιουργεί ενέργεια, από το φως του ήλιου, μέσω της φωτοσύνθεσης, καταναλώνοντας διοξείδιο του άνθρακα και απελευθερώνοντας οξυγόνο στη φιάλη. Όταν πεθαίνουν τα μέρη του φυτού, τα βακτήρια στο έδαφος χρησιμοποιούν οξυγόνο, για να διασπάσουν αυτά τα νεκρά μέρη, απελευθερώνοντας διοξείδιο του άνθρακα και ολοκληρώνοντας τον κύκλο.
Ο κύκλος του νερού αναπληρώνεται με παρόμοιο τρόπο: το νερό, που παίρνει το φυτό μέσα από τις ρίζες του, βγαίνει, τελικά, από τα φύλλα του, συμπυκνώνεται μέσα στο μπουκάλι και στάζει πίσω σε αυτό.
Το μπουκάλι λειτουργεί σαν μια μικρογραφία του τι συμβαίνει σε όλο τον πλανήτη.
Πηγή: geografikoi.gr/terrarium
Είμαι και εγώ εδώ..
Το σύγνεφο (διήγημα του Α Καρκαβίτσα)
Η καταστροφή έγινε στην διπλανή Θεσσαλία …στο ίδιο καζάνι βράζουμε όλοι μας .. ας σκεφθούμε τι μπορούμε να κάνουμε και για τον δικό μας τόπο και να νοιαστούμε για τους πληγέντες , έμπρακτη αλληλεγγύη αδέλφια …
Διαβάστε το διήγημα του Καρκαβίτσα και προβληματιστείτε
Ορεινός
Το σύγνεφο
— Σαν καλός ο Αύγουστος εφέτος· ε;
— Ναι· μακάρι πάντα μας!
— Εγώ φοβόμουνα την αυγή.
— Και γω. Μα δεν άκουσες τα κοκόρια; Άμα λαλούν τα κοκόρια παράωρα ο καιρός αλλάζει.
— Και μαζί κι η τύχη μας.
— Βέβαια· στην τρίχα κρέμεται.
Ο Δημάκης και ο Βρανάς στολισμένοι όπως οι χασάπηδες τις νηστίσιμες ημέρες, εκάθηντο ήσυχοι εις τον πάγκον ενός κρασοπουλειού και συνομίλουν για τον καιρό. Είχαν και αυτοί απλωμένη εις τ’ αλώνι την σταφίδα των κάτω από τας φλογεράς του ηλίου ακτίνας ως αι χωρικαί τας θυγατέρας των εις τα περιπαθή βλέμματα των λεβέντηδων, και μετρώντες τις ημέρες εις τα δάκτυλα επερίμεναν ανυπομόνως να ξεραθεί. Φυσικά λοιπόν αι συζητήσεις της ημέρας και της νυκτός τα όνειρα δεν έχουν άλλον σκοπόν παρά την κατάσταση του καιρού και τις τιμές της σταφίδας.
— Άκου που σου λέω· μου το είπε ο κουμπάρος του κυρ-Γιάννη· είχε γράμμα από την Πάτρα! έλεγεν ο Δημάκης εις τον σύντροφόν του εμπιστευτικά.
— Λες;
— Λέω βέβαια! Περσυνό πράμα δεν έμεινε ρόγα· τ’ αμπέλια στη Γαλλία χάλασαν. Στην Πάτρα έβρεξε· στη Βοστίτσα παλιόπραμα.
— Α! πασά μου! εφώναξε ενθουσιασμένος ο Βρανάς· Σαράντα κι αμάν αμάν!
— Τι σαράντα; Εξήντα δε λες! Και ο Δημάκης άρχισε πάλι το τραγούδι που είχε διακόψει:
Κι άλλος θέλει τον Άγουστο
που ’ναι τα ταλαράκια.
— Ταλαράκια· ψυχή μου φρούτο!… είπε ο Βρανάς ξερογλείφων τα χείλη του σαν να πιπίλιζε καραμέλα. Ο Μάης βγάνει τα κεράσια, ο θεριστής τ’ αγγούρια, ο Αλωνάρης τα καρπούζια και ο Άγουστος τα τάλαρα. Αν παραφάς από τ’ άλλα θερμαίνεσαι. Αν παραφάς τάλαρα, γίνεσαι κυρ-Λινάρδος. Λέω γω ο φτωχός πως μου ’φαγε ο ποντικός το τυρί, κανείς δεν το πιστεύει. Λέει ο κυρ-Λινάρδος πως του ’φαγε το σίδερο, το πιστεύουν όλοι. Καλά το λέει κι ο λόγος: Άγουστέ μου καλέ μήνα, να ήσουν δυο φορές το χρόνο.
—Μωρέ καλός να είναι κι ας είναι και μια φορά. Μου φτάνει· είπε ο Δημάκης.
*
Αλλά την ίδια στιγμή έκοψε την κουβέντα τους μία φωνή. Πίσω τους άλλος χωρικός ψηλός και αδύνατος, που κρατούσε εις το ένα χέρι βουρλιά ψάρια και εις την μασχάλην ένα ζευγάρι τρυπημένα παπούτσια, έστεκε ακίνητος με μάτια ολάνοικτα, στυλωμένα πέρα εις τον δυτικόν ορίζοντα.
— Τ’ είναι Χαραλάμπη; ερώτησεν ο Βρανάς.
— Δε βλέπετε: Ένα σύγνεφο.
— Σύγνεφο!…
Επετάχθηκαν και οι δύο ορθοί.
— Αμ το είπα από την αυγή εγώ! είπε ο Βρανάς με κλαψάρικο ύφος. Άκουσα τις χήνες που γύρευαν νερό.
— Κι εγώ είδα δίπλα το σκυλί.
— Είδα και γω τη γάτα της νύφης μου που νιβόταν στην άστρια.
Εκείνην την στιγμήν εφάνη εις τον δρόμον ο δήμαρχος με την άσπρη λινή φορεσιά του, τον παναμά εις το ξουρισμένο κεφάλι, γελαστός, αξιοπρεπής, ποζάτος — αληθινός άρχοντας του τόπου. Εις τα δάχτυλα της δεξιάς εκρατούσε μια πρέζα ταμπάκου και εις το αριστερόν δέμα από εφημερίδες που ήρθαν εκείνη την ώρα με το ταχυδρομείο. Επήγαινε αργά διαβάζοντας την εφημερίδα. Και κάθε τόσο εγέμιζε τα ρουθούνια του ταμπάκο και ταυτοχρόνως ένα τρανταχτό φτάρνισμα εξάγνιζε το κοιμισμένο Σταυροπάζαρο. Ηκούοντο τότε από τα μαγαζιά γύρω οι ευχές των φίλων:
— Με τις υγείες!
— Γεια σου!
— Γεια σου, κυρ-Δήμαρχε!
— Ευχαριστώ!.. ευχαριστώ!… απαντούσε ο Δήμαρχος δυνατά, ευτυχισμένος για τη δημοτικότητά του, χαμογελώντας και μη σηκώνοντας μάτια από την εφημερίδα. Όταν όμως επλησίασε τους χωρικούς και άκουσε τις φωνές τους εσήκωσε τα μάτια του και ρώτησε·
— Τι είναι; τι τρέχει; Γιατί κάνετ’ έτσι;
— Ένα σύγνεφο…
— Σύγνεφο!..
Αληθινά εις τον δυτικόν ορίζοντα εφαίνετο μικρόν μαύρο σύγνεφο που είχε σχήμα και μέγεθος ενός κριαριού. Η παρουσία του έγινε σε λιγάκι γνωστή εις όλην την αγοράν. Αμέσως οι έμποροι άφηκαν τις πήχες των, οι χασάπηδες τις μαχαίρες των, οι παπουτσήδες τα τσαγκαρόσουβλά των, οι καφενόβιοι απάνω εις τα τραπέζια την τράπουλα και όλοι έσπευδαν εις το μέρος όπου έστεκε ο κυρ-Δήμαρχος. Εκοίταζαν όλοι εις σημείον του ουρανού με αγωνίαν. Οι Καμπίσοι είναι όλοι, όπως οι παλαιοί Χαλδαίοι, δόκιμοι μετεωροσκόποι. Ιδίως κατά τους μήνας Ιούλιον και Άγουστον, αδιακόπως έχουν γυρισμένα τα μάτια εις τον ουρανόν, και από τας σπασμωδικάς κινήσεις του προσώπου των, ημπορεί κανείς ασφαλώς να μάθει τα σημεία των καιρών.
Ωστόσο το συγνεφάκι όλο κι εμεγάλωνε. Τώρα είχε σκεπάσει όλον το από Κεφαλληνίας μέχρι Χλομούτσι διάστημα. Οι χωρικοί εκοίταζαν εις εκείνο το μέρος ακίνητοι ως να διετέλουν υπό βασκανίαν. Από πολυχρονίους παρατηρήσεις, ήξευραν ότι η βροχή είναι άφευκτος εις τον Κάμπον, όταν το μέρος εκείνο, το Στενό, συννεφιάσει. Με τα χέρια σταυρωτά εις το στήθος, κατακίτρινοι, εκοίταζαν εκεί και κάποτε εγύριζαν ένας εις τον άλλον και άλλαζαν δειλά ολίγας λέξεις,
— Βρέχει στην Πάτρα!.. είπε κάποιος και έδειξε προς ανατολάς.
— Και στον Πύργο!.. επρόσθεσεν άλλος.
Όλων τα πρόσωπα εχαροποιήθησαν αμέσως· τα χείλη των σχεδόν εγέλασαν. Άρχισαν να ελπίζουν. Και λησμονούντες την θέσιν των εσκέπτοντο ευχαρίστως την ωφέλειαν, που θα έχουν αυτοί από την καταστροφήν των άλλων.
— Κλωνί δε θα μείνει στην Πάτρα!
— Ούτε τσάμπουρο δε θα γλυτώσει στον Πύργο!
— Μωρέ δεν τη δίνω αν δε τα σκάσουν τα εξήντα.
— Εξήντα! Τι λες ξάδερφε!.. Εκατό και αμακινάριστη!
— Όχι δα, καημένε…
— Άκου που σου λέω! θα την πάρει από το αλώνι. Και — πού είσαι — τον παρά στο χέρι. Εν τη παλάμη και ούτω βοήσωμεν…
Ήσαν αχόρταστοι, απαιτητικοί, ασυγκίνητοι. Η καταστροφή της σταφίδας των άλλων, τους έκανε να πιστεύουν ότι έπλεαν ήδη εις ωκεανόν ταλήρων. Έβλεπαν τους σταφιδεμπόρους ταπεινούς, ικετευτικούς μπροστά τους και φιλέκδικος διάθεσις τους εκυρίευσε να σταθούν ανένδοτοι, για να τους εξευτελίσουν. Ακόμη έφθαναν και εις την χαροποιάν διάθεσιν να λυπήσουν, να τιμωρήσουν τους καταναλωτάς της σταφίδος, τους Εγγλέζους με τις λίρες, τις στερλίνες των. Άλλες χρονιές ήσαν δύσκολοι· επλήρωναν με κατεβασμένες εξηυτελισμένες τιμές. Ή την άφηναν να σήπεται εις τας αποθήκας απώλητη. Εφέτος θα ιδείς Εγγλέζε με το ξουρισμένο μουστάκι!…
— Σκύβαλα θα φάνε! σκύβαλα!.. είπε με αγανάκτηση ο Δημάκης.
— Ακούστε! είπε ξαφνικά δείχνοντας με το δάχτυλό του ο Βρανάς.
Μια δυνατή βροντή ακούστηκε πέρα ως κανονιά
— Δεν είναι τίποτα. Είναι βαθιά· είπε ο Δημάκης.
— Βαθιά βροντή γοργό νερό! εσυμπέρανε κάποιος.
— Γοργό για την Πάτρα, για τον Πύργο. Τώρα το νερό στρατεύει.
— Άμποτε!..
— Τι άμποτε; είπε θυμωμένος ο Βρανάς. Δεν βλέπεις που τους έπνιξε;
Αληθινά το σύγνεφο είχε απλώσει γύρω και είχε κατασκεπάσει όλον τον ουρανόν, πυκνό και μαύρο σαν γιγάντια αράχνη. Το Κάστρο δεν εφαίνετο πλέον ούτε τα βουνά του Μεσολογγιού· ούτε ο Ωλονός των Πατρών· ούτε τα χαμοβούνια του Πύργου που κρεμνίζονται μέχρι του Κατακώλου εις την θάλασσαν. Μόνον απάνω από το δικό τους χωριό ο ουρανός εφαίνετο ακόμη ασκέπαστος, αλλά σταχτής και ο ήλιος καθώς έπεφτε εχρωμάτιζε τα πάντα, ανθρώπους και πράγματα μ’ ένα κοκκινωπόν σκούρο χρώμα, σαν να περνούσε από καπνισμένο γυαλί. Αυτό όμως δεν εφαίνετο ν’ ανησυχεί τους χωρικούς και εξακολούθησαν την ομιλία τους, τις μεγάλες ελπίδες και τ’ αμέτρητα κέρδη των.
— Ναι· μα σαν να το κρέμασε κι εδώ, λέω! ετόλμησε να είπει κάποιος κοιτάζοντας ανήσυχα τον ουρανό.
— Να φας τη γλώσσα σου! είπε ο Βρανάς
— Μωρέ δώσ’ του μια με το βουνό της Κεφαλλονιάς!… είπε ο Δημάκης.
— Το κρέμασε… σε λίγο θα βρέξει· επέμενε ο χωρικός.
Όλοι εσήκωσαν διά μιας πάλι τα μάτια εις τον ουρανό και τώρα ανατρίχιασαν· το καπνισμένο γυαλί είχε γίνει κατάμαυρο. Η αντηλιά έπαιζε απάνω στο Σταυροπάζαρο σαν ανατριχίλα. Μια σιγή εβασίλευε ολούθε σαν εκείνη που προηγείται αφεύκτως της καταιγίδας. Έξαφνα μια φωτεινή καδένα εράγισε τον ουρανό προς το μέρος του Στενού, έδειξε μια τις κοκκινόμαυρες τάπιες του Κάστρου, τις σκοτεινές πλαγιές του βουνού, λακκώματα, τούφες, δένδρα, ξερολιθιές, βοσκοτόπια, χωριά και τα ’κλεισε πάλι στο σκοτάδι και την ασάφεια. Οι χωρικοί εστραβώθηκαν από το ξαφνικό φως και έκλεισαν τα μάτια τους. Σύγκαιρα άκουσαν να κυλίονται στον ουρανό χιλιάδες άδεια βαρέλια. Και πριν ανοίξουν τα μάτια τους ένοιωσαν στα μέτωπά τους μεγάλες πλατιές σταγόνες νερού σαν ρώγες σταφυλιού: πλατς! πλουτς!
— Θεέ και κύριε!.. είπε έτοιμος να βλαστημήσει ο Βρανάς.
— Δε λυπάσαι τους χριστιανούς, Θε μου!
— Τι διάβολο μας κυνηγάς έτσι;
— Βάλθηκες να μας καταστρέψεις φέτος;
Διά μιας η συγκέντρωσις εσκόρπισε.
Το Σταυροπάζαρο έμεινε έρημο. Ένας με τον άλλον οι χωρικοί έτρεξαν εις τα σπίτια τους και σε λιγάκι απ’ όλους τους δρόμους του χωριού, δεν άκουες παρά κροταλισμούς άλογων, κάρων τροχούς, μαστιγώσεις, φωνές, θρήνους και αλαλαγμούς ανδρών, γυναικών και παιδιών. Όλοι μετέφεραν, ότι είχαν ρουχικά εις το σπίτι τους, παλαιά ή καινούργια, φόρεμα, σκέπασμα ή στολίδι· το μετέφεραν εις τ’ αλώνι για να σκεπάσουν την σταφίδα, να την φυλάξουν από την βροχήν. Τα περισσότερα μαγαζιά έκλεισαν, τα καφενεία ερήμαξαν. Το Σταυροπάζαρο έμεινε γυμνό, σιωπηλό. Κι ενώ όλοι έτρεχαν εις την εξοχήν εφάνη ένας κύριος να σπεύδει εις το κεντρικότερον μέρος της αγοράς ξεσκούφωτος, ξεκούμπωτος και καταϊδρωμένος.
— Κύριε τηλεγραφητά! κύριε τηλεγραφητά! του λέγει ο δήμαρχος ερωτηματικώς.
— Έχω ανοικτή τη μηχανή· απήντησε χωρίς να σταθεί φοβισμένος.
— Α ντε! να μας πετάξεις στον αέρα… εψιθύρισε ο Δήμαρχος. Μου φαίνεται πως πρέπει να ζητήσω την μετάθεσίν του.
Ζωή στο αγρόκτημα!
Συγγραφείς
Φίλοι συγγραφείς επιδεικνύουν την “πραμάτεια ” τους!
ΑΦΙΞΙΣ
Δημήτρης Κανελλόπουλος
ΑΦΙΞΙΣ
Λαθραῖα μπῆκα στὸν κόσμο.
Ἦρθα ἀπὸ τὴν Πέρα Μεριά.
Περαμερίτης κι ὁδοιπόρος χωρὶς χαρτιά·
κι αὐτὸς ὁ χωρομέτρης
ποὺ ὁρίζει τὸν ἴσκιο
τοῦ καθένα,
δὲν ἤθελε μὲ τίποτα νὰ δώσει
τὸ κατιτὶς παραπάνω. Ὄχι
πὼς ἐπέμειναν οἱ δικοί μου,
νὰ κάνει μιὰ τέτοια παραχώρηση!
Ὄχι!
Μονάχα ἡ τρανὴ εἶπε κάτι σάν,
καλή του ὥρα τὸ παιδάκι…
Ὅμως κανένας δὲν τὴν ἄκουσε πού,
ἦταν κι αὐτὴ φερτὴ
ἀπὸ τὸν ἴδιο τόπο καὶ κανεὶς
δὲν ἤθελε νὰ τὴν ἀκούσει…
Σκληρὴ ζωὴ
ὅταν δὲν ἔχεις τόπο ν’ ἀνασάνεις·
μοιάζεις μὲ ψέμα…
Πάμε καλά;
Το συμπέρασμα μετά την ανακοίνωση της ΠΝΟ, συνδικαλιστών – καθαρμάτων, ειναι: ότι για το τερατώδες έγκλημα του φονιά ναυτικού , φταίει ο καπιταλισμός, η κούραση των ναυτικών που το κεφάλαιο τους απομυζεί κι η αρμύρα της θάλασσας.
Αυτό αγαπητοί είναι το μοναδικό σύμπτωμα σηψης και παρακμής. Αυτό είναι το πιο στυγνό φονικό όπλο:η ανθρώπινη ζωή κι θάνατος να εκτιμούνται με ιδεολογικά κριτήρια.. Βρισκόμαστε σε σκοτεινό βυθό.
ΥΓ Όλες οι δηλώσεις, αρχής γενομένης από τον αρμόδιο υπουργό ναυτιλίας Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη, τον κυνικό λαϊκισμό του Ξυδακη, την ιδεολογική ελεεινότητα της Αριστεράς έως την ανατριχιστικά απάνθρωπη ανακοίνωση των συνδικαλιστών, αποτελούν την απόδειξη του “απανθρωπισμού” της κοινωνίας. Σπρώχνουν εκ νέου τον δολοφονημενο Αντώνη σε έναν ακόμα γκρεμό πιο αποτρόπαιο: της προσβολής της μνήμης ενός κτηνωδώς δολοφονημένου ανθρώπου.
Ξενοφώντας Μπρουτζάκης, συγγραφέας- δημοσιογράφος.
ΜΗΝ ΜΑΛΩΝΕΙΣ ΜΕ ΓΑΙΔΟΥΡΙΑ….
ΜΗΝ ΜΑΛΩΝΕΙΣ ΜΕ ΓΑΙΔΟΥΡΙΑ
Είπε ο γάιδαρος στην τίγρη:
- “Το γρασίδι είναι μπλε”.
Η τίγρη απάντησε: - “Όχι, το γρασίδι είναι πράσινο. “
Η συζήτηση άναψε, και οι δύο αποφάσισαν να τον υποβάλουν σε διαιτησία, και γι’ αυτό πήγαν ενώπιον του λιονταριού, του βασιλιά της ζούγκλας.
Ήδη πριν φτάσει στο ξέφωτο του δάσους, όπου το λιοντάρι καθόταν στο θρόνο του, ο γάιδαρος άρχισε να φωνάζει: - «Υψηλότατε, είναι αλήθεια ότι το γρασίδι είναι μπλε; “.
Το λιοντάρι απάντησε: - “Αλήθεια, το γρασίδι είναι μπλε. “
Ο γάιδαρος έσπευσε και συνέχισε: - “Ο τίγρης διαφωνεί μαζί μου και με αντιφάσκει και με ενοχλεί, παρακαλώ τιμωρήστε τον. “
Ο βασιλιάς τότε δήλωσε: - «Η τίγρη θα τιμωρηθεί με 5 χρόνια σιωπής. “
Ο γάιδαρος πήδηξε χαρούμενα και προχώρησε στο δρόμο του, ευχαριστημένος και επαναλαμβάνοντας: - “Το γρασίδι είναι μπλε”…
Ο τίγρης δέχτηκε την τιμωρία του, αλλά πριν ρωτήσει το λιοντάρι: - “Μεγαλειότατε, γιατί με τιμωρήσατε; , τελικά το γρασίδι είναι πράσινο. “
Το λιοντάρι απάντησε: - «Στην πραγματικότητα, το γρασίδι είναι πράσινο. “
Η τίγρη ρώτησε: - “Γιατί λοιπόν με τιμωρείς; “.
Το λιοντάρι απάντησε: - “Αυτό δεν έχει καμία σχέση με το ερώτημα αν το γρασίδι είναι μπλε ή πράσινο.
Η τιμωρία είναι επειδή δεν είναι δυνατόν ένα γενναίο και έξυπνο πλάσμα σαν εσένα να σπαταλάει χρόνο μαλώνοντας με ένα γάιδαρο, και από πάνω να έρθει και να με ενοχλήσει με αυτή την ερώτηση. “
Το χειρότερο χάσιμο χρόνου είναι να τσακώνεσαι με τον ανόητο και φανατικό που δεν νοιάζεται για την αλήθεια ή την πραγματικότητα, αλλά μόνο για τη νίκη των πεποιθήσεων και των ψευδαισθήσεων του. Ποτέ μην σπαταλάς χρόνο σε επιχειρήματα που δεν βγάζουν νόημα…
Υπάρχουν άνθρωποι που, ανεξάρτητα από το πόσα στοιχεία και στοιχεία τους παρουσιάζουμε, δεν έχουν την ικανότητα να καταλάβουν, και άλλοι τυφλώνονται από εγωισμό, μίσος και αγανάκτηση, και το μόνο που θέλουν είναι να έχουν δίκιο ακόμα και αν δεν είναι.
Όταν η άγνοια ουρλιάζει, η ευφυΐα σιωπά. Η ηρεμία και η ησυχία σου αξίζουν περισσότερο.
ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΟΝΗΝ ΤΩΝ ΚΛΕΙΣΤΩΝ (1920)
ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΟΝΗΝ ΤΩΝ ΚΛΕΙΣΤΩΝ (1920)
Του ΠΕΖΟΠΟΡΟΥ (Δημήτριου Χατζόπουλου)
Μονή Κλειστών, δεκαετία 1920.
«… Επήγε, λοιπόν, το τραγί για νερό, αλλά δεν ήθελε να πιη μαζί με τα άλλα και όλο προς το βαθούλωμα του βράχου επήγαινε. Το πράγμα έκαμε εντύπωσιν εις τον βοσκόν. Ακολούθησε το τραγί και ανεκάλυψε την Εικόνα…»
Επερπατούσαμεν εις τους κρεμαστούς πευκώνας της μονής των Κλειστών με τον καλόγηρον και ακούαμεν την ευλαβή αφήγησίν του. Ελέγετο Κλήμης Παπαθανασίου, πατρίδα είχε την Τανάγραν και όψιν σεμνήν και γαλήνιον, όπως και το όλον ιερόν μοναστήριον εις την μεγαλοπρεπή κλεισώρειαν της Πάρνηθος. Είχε ακόμη και το χλωμόν χρώμα των κεριών, που ανάψαμεν εις την Χάριν της, εις την σπηλαιώδη εκκλησίαν της. Η παλαιοτέρα εκκλησία ευρίσκεται εις το βάθος του σπηλαίου.
Τούτο έχει χωρισθή εις δύο μέρη, με τείχος. Το εσώτατον, το οποίον έχει είσοδον από την ανατολικήν πλευράν, μετεβλήθη εις σταύλον. Μη λησμονώμεν, ότι ο Χριστός εγεννήθη εις φάτνην αλόγων. Η νεωτέρα εκκλησία ευρίσκεται εις το έμπροσθεν μέρος του σπηλαίου. Εκεί είνε και η εικών της Παναγίας. Κατά πόσον δύναται να είνε παλαιά, αυτό δεν ενδιαφέρει απολύτως. Αρκεί, ότι παλαιά είνε η παράδοσις, αλλά και το αίσθημα των χριστιανών, οι οποίοι την έχουν ασημώση και κρεμούν αργυρά αναθήματα, αργυρά και χάρτινα επ’ αυτής. Χαραγμένη χρονολογία εις την είσοδον της σπηλαιώδους νεωτέρας εκκλησίας αναφέρει τον καιρόν της ιδρύσεώς της: 1242.
Άποψη της Μονής Κλειστών.
– Λοιπόν, πάτερ;…
– Λοιπόν, ο βοσκός ανεκάλυψε με την βοήθειαν του τραγιού την Εικόνα. Έφευγε τους εικονομάχους και κατέφυγε εδώ, όπου εφανερώθη εις τον βοσκόν. Την επροσκύνησε και με την βοήθειαν των χριστιανών απεφάσισε να της κτίση ναόν. Αλλά την νύχτα η Εικόνα και τα εργαλεία των κτιστών έφευγαν. Τότε οι χριστιανοί έκαμαν αγρυπνίαν, νυκτερινήν παράκλησιν και γονυκλισίαν, προ της Εικόνος εις το αλώνι, να, εκεί, διά να την ικετεύσουν να τους υποδείξη το μέρος, που έπρεπε να κτισθή ο ναός. Πραγματικώς η Εικών εξεκίνησε και ήρθε εδώ εις την σπηλιάν, όπου ηκολούθησε ο λαός. Εδώ δε εκτίσθη η εκκλησία και εγκατεστάθη η Ελεούσα η Κτητόρισσα. Δι’ αυτό την νύχτα της παραμονής της 15 Αυγούστου ψάλλομεν εις το αλώνι παράκλησιν. Και πολλοί βλέπουν ένα άσπρο περιστέρι να κάμνη τρεις γύρους απάνω από την Εικόνα…»
Η Μονή των Κλειστών. Άποψη εκ του βάθους της κοίτης του ποταμού Γκούρας.
Απηχούσαν οι καλογηρικοί λόγοι τόσον ευλαβείς εις την βραχώδη και πευκόφυτον υψηλήν περιοχήν, όπου ένοιωθε κανείς, ότι επήγαζαν από ειλικρινή διάθεσιν. Ο ερυθρόφαιος βράχος της Παγανιάς και Καλιακούδας, το άρμα του Διός εις την αρχαιότητα, υψούτο αποτόμως υπέρ την μονήν. Βορειανατολικώς ταύτης, κάτωθεν των τειχών της, έχαινε η αγρία χαράδρα, από τα έγκατα της οποίας ανέβαινε η βοή του ρεύματός της. Η Γιαννούλα κατεκρημνίζετε, από την πηγήν της προερχομένη, από την Γκούραν. Ακτινοβολούντα με λευκούς ασημένιους σπινθηροβολισμούς εις τον ήλιον τα χιόνια επί των κορυφών, του άρματος του Διός, του Ταμίλθι, των λοιπών βουνών, υπεράνω της μονής, έφθαναν τα έλατα και εσταματούσαν εις την γραμμήν των πεύκων, τα οποία κατέβαιναν πυκνότερα προς τας κατωφερείας.
Το υδραγωγείον της Γιαννούλας διέγραφε την φειδωτήν αργυράν ροήν του εις τας πλευράς του βουνού, κατερχόμενον προς την Χασσάν. Η μόνη καλλιέργεια εκεί ήσαν τα κηπαρέλια της μονής με την ελάχιστην πρασινάδα των. Εκαθήσαμεν εις την είσοδον του σκοτεινού διαδρόμου του υδραγωγείου της μονής διά να αναπαυθώμεν. Ο πάτερ Κλήμης εξακολουθούσε να μαζεύη ανεμώνες, τας οποίας μας προσέφερε και να ικανοποιή την ανακριτικήν διάθεσίν μας. Η μονή εφαίνετο ολόκληρη από το υψηλόν εκείνο μέρος, περιτειχισμένη, ζεσταινομένη εις τον χειμερινόν ήλιον, προφυλαγμένη από τους βράχους των βουνών εκ του παγερού βορρά. Από μίαν καπνοδόχον της ανέβαινε πυκνός και ταχύς καπνός. Εις το τζάκι του κελλίου του ανεπαύετο ο πρώην ηγούμενος Νεόφυτος, αλγών από τους οχληρούς ρευματισμούς του, καλός πρεσβύτης, δεκαετηρίδας μονάζων, γόνος της πολυσχιδούς οικογενείας των Τσεβάδων της Χασσάς.
Το φαράγγι των Κλειστών
– Πάτερ, τι έγινε το άλλο κυπαρίσσι εις την αυλήν της μονής; ηρώτησα.
– Το θυμάσαι; είπε έκπληκτος ο πάτερ Κλήμης.
– Βέβαια. Ανεπαύθην εις την σκιάν του μίαν ημέραν, που κατέβηκα εδώ από την αγίαν Τριάδα.
Επληροφορήθημεν, ότι κατά την ανέγερσιν των νέων ξενώνων, τοίχος κατέπεσε και παρέσυρε και κατέστρεψε το κυπαρίσσι. Τώρα μένει ένα μόνον, νεαρόν ακόμη, εκεί εις την βουνώδη κλεισώρειαν. Αριθμεί 15 ετών ηλικίαν και μεγαλώνει βραδέως εις τους βράχους. Αλλά και η όλη όψις της μονής μετεβλήθη, κατά τα τελευταία χρόνια με τας μεταρρυθμίσεις της. Παρά τα παληά κτίρια υψούνται δύο καινούργια. Ε, βέβαια μίαν ημέραν και αυτά θα παληώσουν. Εκείνη που έμεινε παμπαλαία, αλλά και νεάζουσα πάντοτε, είνε η θαυμαστή ηχώ της χαράδρας. Αφυπνίζεται αιφνιδίως εις τον πυροβολισμόν κυνηγού και νομίζει κανείς πως απηχούν παρατεταμένοι κανονιοβολισμοί εις την βαθυτάτην σιγήν και ερημίαν.
Η είσοδος της Μονής Κλειστών.
Εις την αυλήν μας προσφέρει ο περιποιητικός μοναχός κρασί από την βραχώδη κάβαν, μαστίχαν, νερό και καφέν. Έχομεν και μουσικήν. Τα κτυπήματα της αξίνης των υλοτόμων. Αντηχούν εις το δάσος με βραδύν ρυθμόν. Τα γεράκια πλανώνται με μεγαλοπρέπειαν υπέρ τας χιονισμένας βουνοκορφάς και φαίνονται ακροώμενα με ευχαρίστησιν αυτήν την μουσικήν της ερημίας. Πιθανόν να ήθελε να παραμείνη κανείς όλην την ζωήν του εις ένα τόσον γαλήνιον και λησμονημένον μέρος, μακράν των καλών συνανθρώπων του, κάκιστος αυτός. Αλλά πρέπει να κατεβώμεν από το βουνόν. Μπορεί να κρυώση η σούπα, που μας αναμένει εις του Φάνη Τζεβά και ελκυστικόν προ παντός είνε το ηδύτερον μέλι της Αττικής, το του καλού μας Φάνη, όταν μας προσφέρεται εις κερήθραν υπό μορφήν ηλίου.
Mονή Κλειστών
Ένα τέταρτον κάτωθεν της μονής, εκεί όπου το βουνόν έχει τόσον βαθύ κόκκινον χρώμα εις βράχους, γην, ρίζας πεύκων, ξαναβλέπομεν το εκπληκτικόν φαινόμενον μιας μορντερέ βαφής, όπου και αυτά τα βάναυσα παπούτσια μας πεζοπόρων προσλαμβάνουν το θριαμβευτικόν χρώμα της τελευταίας γυναικείας μόδας. Η περιοχή εκείνη της Πάρνηθος είνε από τας πλουσιωτέρας της εις ιώδη, ερυθρομέλανα χρωματισμόν. Η μικροτέρα πέτρα της έχει ανταυγείας μενεξέ, χρυσωμένου από ηλιακόν φέγγος. Επάνω εις το τραπέζι μου έχω αυτήν την στιγμήν ένα βυσσινόχρωμον λιθαράκι του μέρους εκείνου του βουνού. Λοιπόν, δοκιμάζω ευχαρίστησιν, που πιθανόν να μη την ένοιωσε ακόμη νεόπλουτος ακτινοβολών από μπριλλάντια. Αδιόρθωτος ονειροπόλος, αλλά είνε κανείς ό,τι εδόθη.
Ο ΦΕΡΜΑΣ (διήγημα)
Ο ΦΕΡΜΑΣ
‘Ηταν μία γνωριμία τυχαία.
Καθόταν στο πλαϊνό μου τραπέζι ενός καφενείου απ’ αυτά της Ομόνοιας, που συχνάζουν ηθοποιοί.
Μόλις είχ’ αφήσει τη βραδινή εφημερίδα που διάβαζα, στο μάρμαρο του τραπεζιού και άκουσα μια φωνή βραχνιασμένη να μιλάη σιμά μου.
– Τι διαβολεμένο κρύο που κάνει!..
– Κρυώνετε;… είπα για να πω κάτι επειδή με κοιτούσε στα μάτια, περιμένοντας απάντηση.
– Αν κρυώνω!.. Τα πόδια μου δεν τα νοιώθω… Μα είναι κρύο το φετινό!..
‘Hταν ένα λιγνό κορίτσι με πρόσωπο χλωμό και παιδιάστικο που τόσο ερχότανε σε αντίθεση με τη χονδρή εκείνη φωνή της.
– Τι; σεις δεν κρυώνετε;…
– Δεν κρυώνω τόσο, όσο πονάν τα μάτια μου απ’ τις καπνούρες των τσιγάρων, που καπνίζει εδώ τόσος κόσμος…
– Και μένα μου πονάν τα μάτια… είπε ζαρώνοντας τα βλέφαρά της, σαν να ‘θελε να προφυλαχθεί από καμιά φωτεινή αντηλιά.
Κι επειδή εκείνης της επονούσαν τα πόδια από το κρύο, κι εμένα τα μάτια από τον καπνό του καφενείου, βγήκαμε έξω συντροφιά να περπατήσουμε. Μόλις βγήκαμε στο δρόμο, φύσηξε και μας περιέλουσε ένα κύμα ψυχρού αέρα.
Και το φουστάνι της συνοδού μου φορμαρίστηκε πάνω στο απαλόγραμμο σώμα της.
– Ξέρεις μένω στη Λαχαναγορά, κάτω… μού’πε δυναμώνοντας τη φωνή της, γιατί ο αέρας σκορπούσε τις λέξεις.
– Στη Λαχαναγορά! Σαν πολύ μακριά είπα και σκεφτόμουνα αν θ’ άξιζε τον κόπο να πήγαινα με τόσο κρύο ως εκεί κάτω, για μερικές στιγμές της γυναίκας αυτής.
Αν μου ‘λεγε να μείνω τη νύχτα όλη μαζί της, θα ‘μενα;
– Βρίσκουμε στο δωμάτιο του Φέρμα προς το παρόν… συμπλήρωσε απότομα την προηγούμενη φράση της.
– Πώς;… Δεν άκουσα καλά!… φώναξα μέσ’ απ’ το ξεροβόρι, σιμώνοντάς την.
– Τον Φέρμα τον ξέρεις… Σας είδα το μεσημέρι στο καφενείο μαζί να κουβεντιάζετε.
– Ε και τι έχει να κάνει ο Φέρμας;
– Σου είπα. Μένω μαζί του… Ήρθα προχτές από την «τουρνέ» που έκανα με το θιάσο που ‘μουνα και θυμήθηκα τα παλιά με το Φέρμα… Έφερα και μερικά λεφτά, και καπνίζουμε αράδα κάθε βράδυ τσιγαριλίκια.
– Τι; τσιγαριλίκια!… Ώστε κάπνιζε κι αυτή χασίς, όπως ο Φέρμας.
– Τι είπες; Δεν τον ξέρεις τον Φέρμα;… με σίμωσε για να καταλάβει τι έλεγα, γιατί ο αέρας δεν άφηνε καμιάα λέξη ν’ ακουστεί σωστή.
Κι εγώ, ναι, ήξερα το Φέρμα, το μαυριδερό πρόσωπό του, που όταν γελούσε δεν ακουγόταν κανένας ήχος, αλλά μόνο το κεφάλι του πετούσε μπρος κι εζάρωνε λίγο το στόμα του. Γι’ αυτόν τον είχαν βγάλει και «Φέρμα».
Φτάσαμε στο δωμάτιο.
‘Ητανε σε μια αυλή μέσα, ισόγειο, που όμοια μ’ αυτό θα ‘σαν γύρω κι άλλα δέκα κοντά νοικιασμένα όλα από επαρχιωτόπουλα φοιτητές.
Άνοιξε η πόρτα και μέσα είδα τον Φέρμα μ’ έναν άλλο να κάθουνται, που αργότερα μου τον σύστησε για φοιτητή της ιατρικής – γιατρό.
– Σου φέρνω κι ένα σου φίλο!… φώναξε μπαίνοντας εκείνη.
– Βρε Δώρα, πού τους ξετρυπώνεις και γνωρίζεις όλο ανθρώπους «καθώς πρέπει»!… της είπε ο Φέρμας, πρόσχαρος, με διάθεση να την πειράξει, που, καθώς φαίνεται, θα ‘χε καπνίσει πολύ, γιατί όλο το δωμάτιο μύριζε από χασίς –μια μυρωδιά πούρχονταν και γαργάλευε ηδονικά τη μύτη.
Κάθισα σε μια κασέλα.
Ο γιατρός κάπνιζε απλά τσιγάρα και, καθώς φαίνεται, δεν ήξερε «τι καπνό φούμαραν» οι γύρω του και κάθε τόσο έλεγε ν’ ανοίξουν την πόρτα να πάρει αέρα, γιατί άρχισε να του πονάει το κεφάλι.
– Γιατρέ, του ‘λεγε ο Φέρμας, κοιτάζοντας με τα θολά του μάτια, δεν σου πονάει η καρδιά για να πειράζεσαι στο κεφάλι απ’ τον καπνό μας.!…
– Κάνε μας τίποτα, κανένα φακιρικό… είπα στο Φέρμα, που τον ήξερα για ηθοποιό και στις επαρχίες για ηθοποιό – φακίρη σε αποτυχημένες «τουρνέ».
– Τι να κάνω;… είπε και χαμογέλασε σκεφτικά.
– Τη νοομαντεία κάνε μας!… του λέγει η Δώρα.
– Νοομαντεία… κάτι έκανε να πει ο γιατρός που κοιτούσε εντατικά τη Δώρα, που κάθουνταν πλάι μου στην κασέλα μα τον διάκοψε ο Φέρμας.
– Αφήστε με βρε παιδιά… κι είμαι και γω βαρεμένος…
– Θα καπνίσεις;… μου βάζει η Δώρα στο στόμα ένα τσιγάρο.
– Πρέπει να ξεχνάει κανείς… ανάβει το τσιγάρο μου απ’ τ’ αναμμένο το δικό της.
Πώς λάμπουν τα μάτια αυτού του κοριτσιού!
Ξάφνου βλέπω τ’ αριστερό πόδι του Φέρμα νάναι δεμένο μ’ έναν επίδεσμο, μέσ’ από την κάλτσα και να μη φορεί παπούτσι όπως στο άλλο του το πόδι, αλλά παντούφλα.
– Τι έχει το πόδι σου, Φέρμα;
Μ’ αυτός μου χαμογελάει μυστηριωδώς και δεν μ’ απαντάει
– Κι εγώ του ‘πα να το κοιτάξω το πόδι του, μα δεν μ’ αφήνει,… λέει ο γιατρός, δίχως να μπορή να ξεκολλήσει το μάτι του από τα κάπως αμέριμνα ξεσκέπαστα πόδια της Δώρας.
– Ναι. Να το ιδείς, όπως το δόντι μου, που γι’ αυτό με μαχαίρωσες και δεν μπορώ να φάω δέκα μέρες!…
– Εγώ έκανα απλώς μια «τομή»… Τι να σου πω εγώ, αν εσύ το μόλυνες ύστερα;…
– ‘Ασ’ τα αυτά! τον αποπαίρνει ο Φέρμας και για ν’ αποφύγει το θέμα του ποδιού του έρχεται στα πειράματα.
– Βλέπετε, κύριοι… μιλάει με φωνή επίσημη σαν να βρίσκεται μπρος σε πολυπληθές ακροατήριο. – Βλέπετε αυτή την εφημερίδα… Λοιπόν, την κάνουμε
έτσι, την κάνουμε αλλοιώς, την κάνουμε, κι έτσι…
– Τι έχει το πόδι του Φέρμα;… σκύβω και ρωτάω σιγά τη Δώρα γιατί κάτι υποψιάζουμαι.
Μ’ αυτή με πλησιάζει, βάζει το στόμα της απάνω στ’ αυτί μου και μου λέει, ψιθυριστά, πως του Φέρμα δεν του πονάει το πόδι, αλλά του ‘χει λιώσει πιότερο τ’ αριστερό του παπούτσι, και γι’ αυτό…
Και ξεσπάμε κι οι δύο σε κάτι γέλια, τρελά, παράξενα.
Κι ο Φέρμας, που κατάλαβε την αιτία των γέλιων μας, μας κοιτάει χαμογελώντας.
– Ορίστε, για τον κόπο σου!… προσφέρει στη Δώρα μια χάρτινη ανθοδέσμη, που τελείωσε με την εφημερίδα.
Κι’ ύστερα ξαπλώνει κι’ αυτός στο χαμηλό του κάθισμα κι αρχίζει ένα γέλιο όμοιο με το δικό μας, μα βουβό και ήρεμο.
Ο γιατρός μας κοιτάει παραξενεμένος και κουνάει το κεφάλι του πάνω κάτω.
Ύστερα νευριάζεται μη ξέροντας τι να κάνει, πού να ρίξει τη ματιά του, κι έτσι κόβει και σε μας την όρεξη που ‘χαμε να γελάμε, καθώς τον βλέπουμε.
Γέρνει η Δώρα το κεφάλι της ζαλισμένη, κοιτώντας με.
Το ‘να της χέρι είναι ριγμένο στον ώμο μου και με τραβάει σιμά της.
Αχ, εκείνα τα μάτια της πόσο είναι μεγάλα!… Ένας σωστός λαβύρινθος…
Πώς εκείνος ο Φέρμας γελάει εκείνο το γέλιο του το άφωνο!…
Ο γιατρός μας καλονυχτίζει και φεύγει.
Πώς έχει γίνει τόσο μικρός σα νάνος;… Τι γελοία εμφάνιση που έχει λάβει…
Και μόλις κλείνει η πόρτα πίσω του, νιώθω δυο χείλια να ενώνουνται καυτερά πάνω στα δικά μου.
……………………………………………………………………………………………………………………………………..
– Ξέρεις τι γούστο πο’χει ο γιατρός!…
Κάθε βράδυ φεύγει από δω μέσα «ντουμάνι» απ’ τα τσιγαριλίκια που καπνίζουμε κι ο «λελές» δεν καταλαβαίνει τίποτα. Και με ρωτάει γιατί, λέει, το πρωί τού πονάει το κεφάλι… Σήμερα ήρθε και μου ‘πε, ότι είναι βέβαιος, πως έχει η Αθήνα ελώδεις πυρετούς και γι΄αυτό του πονάει το κεφάλι, και πως από αύριο θαρχίση να παίρνει κινίνο…
Καλύτερα να μιλάη ο Φέρμας έτσι παρά να γελάει εκείνο το γέλιο του.
– Να ξέρατε τι μου θυμίζει όποτε τον βλέπω; Θυμάμαι βρε παιδιά, σαν τον βλέπω ένα φίλο μου στο στρατό, στη Μικρά Ασία… τον είδα στην οπισθοχώρηση να πεθαίνει πλάι μου, και φύλαξα να ξεψυχήσει για να του βγάλω τ’ άρβυλά του, που ‘σαν γερά πιότερο απ’ τα δικά μου για να μπορώ να τρέχω. Μα νόμισα, σε μια στιγμή, εκεί που τον έσερνα, τραβώντας για να του τα βγάλω, πως μ’ αγριοκοίταζε με τα γουρλωμένα μάτια του… Και πήρα ένα δρόμο! Ωχ!…
Κοιτούσε ο Φέρμας εμπρός τρομαγμένος σα να ‘βλεπε κάτι το τρομερό ν’ αναδεύει μέσα στη θαμπή ατμόσφαιρα του δωματίου.
Κι’ απλώθηκε γύρω μας η σιωπή.
Κι’ από δίπλα μου, εγώ, ένοιωθα δυο άγρια μάτια να προβάλλουν και να ‘ρχονται, να’ ρχονται σιμά μου… Γύριζα να τα ιδώ για να τ’ αποφύγω και ξάφνου με σίμωσαν, σαν αστραπή, κι’ έμπαιναν μέσ’ στα δικά μου και γίνονταν ένα. Κι αυτό διαρκώς επαναλαμβανόνταν. Αχ, τι εφιάλτης!
Η γυναίκα, καθισμένη πλάι μου στην ίδια κασέλα, σφίγγουνταν και πάλι πάνω μου.
Κι’ εγώ σφιγγόμουνα σιμά της, με δέος και πόθο μαζί.
– ‘Αλλοτε μ’ αυτόν το φίλο μου, είχαμε τρυπώσει σ’ ένα σπίτι, για να ζητήσουμε ψωμί, γιατί είχαμε περιπλανηθεί μακρυά απ’ τους δικούς μας. Όταν ξάφνου, βρεθήκαμε σ’ ένα δωμάτιο με μια λιμνίτσα στη μέση που πλένονταν τρεις γυναίκες, με πέντε κοριτσόπουλα… Μπήξανε ξεφωνητά σαν τρομαγμένα πουλιά… Εμείς μόνο λίγο ψωμί θέλουμε!… τους φωνάξαμε… Κι οι άνδρες τους, που ‘χαν κρυφτεί, μόλις μας είδανε, βγήκαν και μας έδωσαν λίγο ψωμί…
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
Τραβάω και την τελευταία ρουφηξιά του τσιγάρου μου και το πετάω κάπου, δεν ξέρω πού.
Κλείνουν τα μάτια μου βαριά.
… Τι ήσαν αυτές οι φωνές, που ‘βγαιναν απ’ τον θερμό λουτρώνα;
Μα πως νόμισα πως οι γυναίκες ξεφώνισαν μόλις μ’ είδαν με το σύντροφό μου πλάι; Να, που αυτές χαμογελούν έτσι ολόγδυτες που τις βλέπω. Και τα νερά χαμογελούν άλλη μια φορά, που τις καθρεφτίζουν απ’ τη μέση κι απάνω, όσο είναι έξω.
Και βγαίνει μια από δαύτες μέσ’ από το νερό και πατάει ντροπαλά χάμω τις μωσαϊκές πλάκες με το λεπτό της ποδάρι.
Κι έρχεται για μένα, λικνιστή έτσι, που κάνει να τρέμουν τα γιομάτα μπούτια της και τα μελαψά της στήθη.
Έρχεται αυτή για μένα και στο δρόμο της αφίνει τ’ αχνάρια της βρεγμένης πατούσας της απάνω στα μωσαϊκά… που, αχ! Θε μου, έχουν ένα τέτοιο πολυποίκιλο σχέδιο με κόκκινες γραμμές, που όσο το κοιτάω ζαλίζουμαι.
Νιώθω να μ’ αγκαλιάζει αυτή και να με φιλεί στα χείλη…
Μα τώρα δεν είμαι εγώ ο στρατιώτης, αλλά η γυναίκα που βγήκε μέσ’ απ το λουτρό… Νοιώθω τα νερά να στεγνώνουν απάνω μου κι ανατριχιάζω και κρυώνω, σα να πεθαίνω… Και πεθαίνω… κι είμαι γω τώρα ο στρατιώτης, που σέρνει ο Φέρμας στο χώμα χάμου, κάτω απ’ τον φλογερό ήλιο, για να μου βγάλει τα παπούτσια… Κι εγώ είμαι αυτός, που κοιτάω με θυμωμένα μάτια… Με τραβάει και με σέρνει ο Φέρμας απ’ τα πόδια…
Όταν βλέπω γύρω μου όλα να ‘ναι αχνόφωτα.
Και τα μάτια μου τα νιώθω τώρα, καθώς τ’ ανοιγοκλείνω και καίνε.
– Βρε, τι έπαθες και κλοτσάς!… ακούω σιμά μια γνωστή μου φωνή – το Φέρμα – να φωνάζει.
‘Εχει αρχίσει να γλυκοχαράζει πια.
Τι εφιάλτες, Θεέ μου, που μ’ ετυράννησαν όλη τη νύχτα!
Η Δώρα κοιμάται ακόμη μισόγυμνη και ξετραχηλωμένη, ακουμπώντας απάνω μου.
Κι ο Φέρμας, βρίσκεται πεσμένος απ’ το χαμηλό του κάθισμα, κάτω στα πόδια μας.
Τα μάτια μου καίνε. ‘Ολο μου το σώμα είναι κομμένο και κρυώνω, γιατί έξω μουγκρίζει ένας τέτοιος βοριάς!
– Καλημέρα!…
Σηκώνεται η Δώρα να μας ψήσει τον καφέ!
– Ε, κοιμόσαστε ακόμα;… άνοιξε το θυρόφυλλο και μπήκε ο γιατρός.
– Κλείσε γρήγορα την πόρτα, γιατί φυσάει!
– Δεν ξέρω τι σόι αρρώστεια να ‘ναι αυτή. Απόψε, όλο το βράδυ, μου πονούσε το κεφάλι κι έβλεπα και κάτι όνειρα…
– ‘Ετσι, ε;… γελάει ο Φέρμας.
– Πήρα τρία κουφέτα κινίνο και το κεφάλι μου πάει να φύγει…
– Ελονοσία που ‘χει η Αθήνα!…
– ‘Ετσι, ε;…
Πηγή: sarantskos.Wordpress.com