Δεν μπορείτε να εμποδίσετε τη ζωή να σας να σας φέρει δυσκολίες. Δεν μπορείτε να εμποδίσετε το απροσδόκητο να παρεμβαίνει στους στόχους και τα όνειρά σας. Μπορείτε όμως να επιλέξετε πώς θα αντιδράσετε…
Ράλι Βοιωτίας/περιοχή Σκούρτα οροπέδιο Τσιγκουρατίου
Ράλι Βοιωτίας
Εκτίμησε αυτά που έχεις και θα αποκτήσεις περισσότερα από αυτά που θέλεις..
Πηγή: filosofieszois.gr
Ο φίλος μας ο Μιχάλης Τζιώτης μού έστειλε ένα διήγημά του που κινείται στο κλίμα των ημερών, για ένα ταξίδι με τρένο, που μπορούμε να το δούμε και σαν διαφυγή.
Πολλοί θα έχετε κάνει το ταξίδι με τον οδοντωτό. Κι εγώ το έχω κάνει, αλλά όχι τη σχετική πεζοπορία -ή τουλάχιστον όχι ακόμα. Ίσως κάποτε ν’ αξιωθώ.
Πηγή: sarantakos.Wordpress.com
Ο λόγος στον Μιχάλη:
ΤΟ ΦΑΡΑΓΓΙ ΤΟΥ ΒΟΥΡΑΪΚΟΥ
Ναι! Θα το έκανε κι αυτός το ταξίδι αυτό όταν θα μεγάλωνε, σίγουρα θα το έκανε! Όχι! Δεν ήταν στην Έκτη δημοτικού που είχαν διαβάσει στο σχολικό βιβλίο αυτό το κείμενο, στην Έκτη τούς είχαν στις πάνω αίθουσες, που ήταν ηλιόλουστες, θυμάται που έψαχνε τον ήλιο που διάβαζε στο κείμενο και η ματιά του σκόνταφτε όλο σε ντουβάρια. Ούτε στην Πρώτη και τη Δευτέρα τάξη μπορούσε να είναι, η γλώσσα του κειμένου ήταν υπερβολικά πλούσια για να είναι στα βιβλία των πρώτων τάξεων. Για τον ίδιο λόγο δε μπορούσε να είναι ούτε στο βιβλίο της Τρίτης. Ή στην Τετάρτη, ή στην Πέμπτη δημοτικού θα ήταν, δεν θυμόταν ακριβώς… Πάντως ήταν μετά που είχε διαβάσει στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων που κρέμονταν στην παράγκα-ψιλικατζίδικο του Μπαρμπα-Τζίμη την είδηση για την εκτέλεση του Μπελογιάννη. Ήταν χαμογελαστός ο εκτελεσμένος σε κάποια φωτογραφία στο περίπτερο, και ο νους του είχε απορήσει: Να τον σκοτώνουν κι αυτός να χαμογελάει!
Ούτε το όνομα του συγγραφέα θυμόταν. Ο δάσκαλος τούς είχε πει πως το κείμενο ήταν παλιό. Τότε που πήγαινε αυτός στο Δημοτικό, παλιό σήμαινε προπολεμικό. Ποιοι γράφανε τόσο ωραία κείμενα σε τόσο ωραία σπαρταριστή δημοτική στις αρχές του 20ου αιώνα; Τρέχα γύρευε! Το ενδιαφέρον του για το όνομα των συγγραφέων των κειμένων ξύπνησε αργότερα, πολύ αργότερα, τότε, με την έμφυτη κλίση του προς τη γλώσσα, ήταν τα ίδια τα κείμενα που τον συνέπαιρναν και τον ταξίδευαν. Όπως αυτό, που δεν μπορούσε να φύγει από τη μνήμη του ούτε πριν, που έτρεχε γι’ άλλα, ούτε τώρα, που πάσχιζε να το ξεχάσει γιατί η θύμησή του τον πονούσε.
Ένα κείμενο γεμάτο ομορφιά, ένα κείμενο-σταθμός για τη μύησή του στη γλώσσα των γλωσσών. Γεμάτο νέες εικόνες και νέες σεπτές λέξεις γι’ αυτόν, το παιδί της στερημένης προσφυγικής συνοικίας της Αθήνας. Ένα κείμενο σαν πλούσια στρωμένο πασχαλιάτικο τραπέζι! Δέντρα, ζώα, πουλιά, βράχια, γκρεμνοί, χωριουδάκια ταπεινά, όλα με τ’ όνομά τους, έδεναν αρμονικά με την τεχνολογική ορολογία του τρένου, άλλου ζώου αυτού, σιδερένιου, σαματατζίδικου, αλλά δαμασμένου, υπάκουου, εξυπηρετικού.
Τρελός χορός λέξεων, έτσι το είχε συγκρατήσει στη μνήμη του: Φαράγγι, χαράδρα, αγκομαχητό της μηχανής, στρίγκλισμα των φρένων, γκρεμός, άβυσσος, πρωινό πούσι, κροτάλισμα των βοηθητικών τροχών, κελαηδίσματα, πηγές, νάματα, βρύσες, νεροτριβές, νεροσυρμές, θάμα, πετρόχτιστα γιοφύρια, σήραγγες σκαμμένες με σφυροκάλεμο… και μετά ονόματα, κύρια ονόματα, Χελμός, Βούρα, Βουραϊκός, Ηρακλής, Τρικούπης, Ζαχλωρού, Νιάματα, Καλάβρυτα, Διακοφτό (Διακοφτό, όχι Διακοπτόν, να γελάνε απαξιωτικά ακόμα κι οι καθαρευουσιάνοι), Αστρίτης, Σαΐνι, Αητός, Κοτσύφια, Πλατάνια, Σφενδάμια, Οξιές, Πεύκα, Έλατα, Αφάνες, Μέλισσες, Μπούμπουρες, Καρδερίνες, Φλώροι, Αηδόνια, Παπαδίτσες, Καλογιάννοι, Κοκκινολαίμηδες… όλα μπλέκονταν, μαστορικά υφαίνονταν, λιθαράκι-λιθαράκι χτίζονταν για να φτιάξουν εκείνο το αριστουργηματικό κείμενο που ΕΠΡΕΠΕ να είναι τέτοιο, αλλιώς πώς να τολμήσει να αποπειραθεί να περιγράψει την ποίηση της Συνάντησης της Δημιουργίας του Θεού με την Δημιουργία του Ανθρώπου: Τον Οδοντωτό σιδηρόδρομο μέσα στη χαράδρα του Βουραϊκού.
Ήταν ο Χαρίλαος Τρικούπης που τον έφτιαξε, είπε ο δάσκαλος. Ο ίδιος νόμιζε πως ο Τρικούπης ήταν ο μηχανικός, ο δάσκαλος όμως τους εξήγησε πως ήταν ο πρωθυπουργός, ο ίδιος που είχε φτιάξει και τον Ηλεκτρικό (που έπαιρναν από την Ομόνοια με τον πατέρα όποτε έπρεπε να κατέβουν μαζί στον Πειραιά όπου ήταν η δουλειά του πατέρα). Είχε φτιάξει και άλλα τρένα, προς τη Θεσσαλονίκη και προς την Πελοπόννησο, μα και ένα σωρό άλλα έργα, αλλά ο λαός δεν τον είχε ξανακάνει πρωθυπουργό και κείνος έφυγε, εξορίστηκε (αυτοεξορίστηκε είχε πει ο δάσκαλος) και πέθανε μακριά από την πατρίδα λίγο πριν γίνουν τα εγκαίνια του Οδοντωτού. Πέθανε ή τον σκότωσαν όπως τον Μπελογιάννη; είχε ρωτήσει, αλλά ο δάσκαλος άλλαξε γρήγορα θέμα χωρίς να του απαντήσει, πράμα περίεργο για το δάσκαλό τους που τους εξηγούσε τα πάντα με τόσες λεπτομέρειες που, φορές, τον βαριόταν. Στο κείμενο υπήρχαν και ένα σωρό άλλες λεπτομέρειες: ότι στο τρένο υπήρχαν και τροχοί με δόντια, ατσάλινα δόντια, κάτω από τη μηχανή, και οδοντωτές ράγες στις γραμμές που πάνω τους «δάγκωναν» τα δόντια των τροχών και έτσι το τρενάκι μπορούσε να σκαρφαλώνει ανηφόρες και να κατεβαίνει κατηφόρες πολύ απότομες, χωρίς τα δόντια του θα ήταν αδύνατο να ταξιδέψει. Γι’ αυτό τον είχαν ονομάσει «Οδοντωτό». Αυτό το Ο μπροστά στο δόντι το είχε μάθει, με οδυνηρό τρόπο, νωρίτερα, όταν είχε πάει επίσκεψη στον οδοντίατρο και δεν χρειαζόταν παραπέρα διευκρινίσεις.
Και αγκομαχούσε το τρενάκι, και ξεφυσούσε τον καυτόν ατμό που το κινούσε, και σφύριζε για να ειδοποιήσει για τον ερχομό του ή για να φύγουν τα ζωάκια από τις γραμμές του, και φιδοσέρνονταν στις στροφές της διαδρομής του, και δρασκέλιζε τα πετρόχτιστα γιοφύρια του, και χωνόταν σαν αχνιστός τυφλοπόντικας στις σμιλεμένες στοές του και τις μικρές του σήραγγες (άλλο σήραγγα κι άλλο σύριγγα, τους είχε επισημάνει ο δάσκαλος, κι αυτός είχε απορήσει, είχε θαυμάσει, ένα γράμμα αλλάζεις και η σήραγγα γίνεται σύριγγα; ΔΥΟ γράμματα αλλάζεις, του παρατήρησε ο δάσκαλος, ή σκοπεύεις να μου γράφεις τη σήραγγα με ύψιλον; τον ρώτησε και το μάτι του ήταν γελαστό, οπότε γέλασε κι αυτός και αγάπησε το δάσκαλο ακόμα πιο πολύ!)
Αλλά, το κείμενο συνεχιζόταν. Ο συγγραφέας είχε παρασυρθεί σε απέραντο θαυμασμό για ό,τι είχε δει στο ταξίδι του με τον Οδοντωτό και είχε καταφέρει, γράφοντας γι’ αυτόν, να μεταφέρει όλη την τάξη στον παράδεισο. Μια οργιαστικά ανοιξιάτικη φύση να δέχεται μέσα της ένα δημιούργημα του ανθρώπου που την είχε σεβαστεί, δεν την είχε βιάσει για να κάνει το γούστο του, δεν είχε μπαζώσει ποταμάκια, δεν είχε ξεκοιλιάσει βουνά για να κόψει δρόμο, αλλά κοπιαστικά, σεβαστικά, προσκυνητικά, ΣΟΦΑ (αυτή τη λέξη την είχε τονίσει ο δάσκαλος) είχε χαράξει ένα δρομάκι τόσο δα στενό για το πιο στενό τρένο στην Ελλάδα, ίσως και την Ευρώπη, ώστε να μπορέσουν οι Καλαβρυτινοί ν’ ανεβοκατεβαίνουν, οι ίδιοι και τα προϊόντα τους, από το ορεινό χωριό τους στην παραλία της Πελοποννήσου, το Διακοφτό. Χρώματα, ήχοι, αρώματα, γεύσεις, αγγίγματα, χόρευαν πανάρχαιο χορό διονυσιακό, λουλούδια, έντομα, πουλιά, νερά, δέντρα, το παιγνίδισμα του ζωοδότη ήλιου ανάμεσα στις φυλλωσιές, η αγωνία του μηχανοδηγού μη και πάει κάτι στραβά και πάρει στο λαιμό του τόσες ψυχές γιατί, βαθιά μέσα του, από πάππου προς πάππου, γνώριζε πως εκεί που τελειώνει η Φύση αρχίζει η Ύβρις και πως η Νέμεση, μαζί με την Άτη, έχουν χίλιους δυο τρόπους να τιμωρήσουν, (μέχρι δωδεκάτης γενεάς, έτσι δεν λέγανε οι παλιοί;) τον Υβριστή Άνθρωπο.
Συνεχίστε την ανάγνωση του “”3ο ράλλυ Βοιωτίας!
Τζίμι Χέντριξ: «Ο κόσμος θα γνωρίσει την ειρήνη όταν η δύναμη της αγάπης υπερτερήσει της αγάπης για δύναμη».
Κοσμάς Πολίτης, «Τα τσερκένια»
Posted by il Notaro
*
Αναδρομές : Μια στήλη του ΝΠ αφιερωμένη σε αξιομνημόνευτες στιγμές της ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας και σκέψης.
~ . ~
Θα σου μιλήσω για τα τσερκένια.
Δε χώραγε το μυαλό σου πώς μπόραγε να μείνει κολλημένη χάμω στη γης, ύστερ’ από τόσο τράβηγμα στα ύψη. Kαι όπως κοιτάγαμε όλο ψηλά, τα μάτια μας γεμίζανε ουρανό, ανασαίναμε ουρανό, φαρδαίνανε τα στέρνα μας και κάναμε παρέα με αγγέλοι. Ίδια αγγέλοι κι αρχαγγέλοι κορωνίζανε. Θα μου πεις, κι εδώ, την Kαθαρή Δευτέρα, βγαίνουνε κάπου εδώ γύρω κι αμολάρουνε τσερκένια. Eίδες όμως ποτέ σου τούτη την πολιτεία ν’ αρμενίζει στα ουράνια; Όχι. Eκεί, ούλα ήταν λογαριασμένα με νου και γνώση, το κάθε σοκάκι δεμένο με τον ουρανό. Kαι χρειαζότανε μεγάλη μαστοριά και τέχνη για ν’ αμολάρεις το τσερκένι σου.
O Σταυράκης, ο Σταυράκης του Aμανατζή, θα γινότανε σπουδαίος τσερκενάς. Mα χαραμίστηκε η ζωή του. Aς είναι… Που λες, θα γινότανε σπουδαίος τσερκενάς. Παιδί ακόμα, ήτανε μάνα στις μυρωδιές. Nα σου εξηγηθώ. Συμφωνούσες μ’ έναν άλλον που αμόλαρε τσερκένι —όλα γίνονταν με συμφωνία, τίμια, δίχως χιανετιά — συμφωνούσες μαζί του να παίρνετε μυρωδιές. Δηλαδή ποιος θα ξούριζε την οριά του αλλουνού. O Σταυράκης άφηνε σπάγγο, έφερνε το τσερκένι του πιο πέρα και λίγο πιο κάτω από το τσερκένι τ’ αλλουνού, τράβαγε τότε σπάγγο με δυνατές χεριές, και χραπ! του ξούριζε την οριά. Ήξερε κι άλλα κόλπα ο Σταυράκης. Kαι τα τσιγαροχαρτάκια της οριάς γινόντουσαν άσπρα πουλάκια, πεταρίζανε στα ουράνια, ώσπου τα ’χανες από τα μάτια σου. Tο κολοβό τσερκένι αρχίναγε να παίρνει τάκλες —να, όπως γράφουνε τώρα κάποιες φορές οι εφημερίδες για τ’ αεροπλάνα— και σαν ήπεφτε με το κεφάλι, δεν είχε γλιτωμό: χτύπαγε κάπου, ήσπαζε ο γιαρμάς στη μέση, και το τσερκένι σωριαζότανε ίδιο κορμί με τσακισμένη ραχοκοκαλιά. Ήτανε μάνα ο Σταυράκης.
Mα εξόν από τις μυρωδιές, ήτανε και τα παρσίματα. Mπλέκανε τα δυο τσερκένια, τράβαγες σπάγγο, τεζάρανε, κι όποιος ήσπαζε το σπάγγο τ’ αλλουνού του ’παιρνε το τσερκένι. Kι αυτό με τίμια συμφωνία. Φώναζες, να τα παίρνομε; Nαι, σου αποκρινότανε ο άλλος, μα τι σπάγγο έχεις; Γιατί, αν είχες σπάγγο σιτζίμι ή διμισκί, κι ο άλλος είχε σπάγγο τσουβαλίσιο, σίγουρα τον έκοβες. Έπρεπε να ’ναι ισοπαλία, που λένε. Bέβαια, γινόντουσαν και χιανετιές καμιά φορά. Σπάνια όμως.
Tα τσερκένια δεν ήτανε σαν τα εδώ, τετράγωνα ή με πολλές γωνίες. Nα σου εξηγηθώ. Φαντάσου ένα καλαμένιο τόξο —μισό τσέρκι, δηλαδή— με την κόρδα και με τη σαΐτα του. H σαΐτα του —αυτός είναι ο γιαρμάς του τσερκενιού— ήτανε μια ξύλινη βέργα. O γιαρμάς, λοιπόν, περίσσευε κάτω από την κόρδα, δυο φορές πιο μακρύς παρά από την κόρδα ώσαμε τη μέση του τσερκιού. Aυτό, για την ισορροπία. Ήτανε δεμένος στην κορφή του τσερκιού, το ίδιο και καταμεσής στην κόρδα. Kάτω, η μύτη του είχε μια χαρακιά. Ένας σπάγγος ξεκίναγε από την μιαν άκρη του τσερκιού, πλάι στην κόρδα, κατέβαινε, χωνότανε στη χαρακιά ή δενότανε γύρω στη μύτη, ανέβαινε από την άλλη, και ξαναδενότανε στην άλλη άκρη του τσερκιού. Tο τσερκένι, λοιπόν, ήτανε ένα τόξο, που τέλειωνε κάτω μυτερό, σε σφήνα. Aυτός ήτανε ο σκελετός. Tον ντύνανε ύστερα με χαρτί, χοντρό ή πιο λιανό, ανάλογα με το μπόι του τσερκενιού. Bέβαια, το καλό τσερκένι, ήπρεπε να ’ναι καλοζυγιασμένο, να μη γέρνει ούτε από τη μια μπάντα ούτε από την άλλη. Mα, να σου πω την αμαρτία μου, εμένα μ’ άρεσε να γέρνει λιγάκι από τη μια. Tου κρέμαγα σκουλαρίκι από την άλλη, και σαν κορώνιζε ψηλά, καμάρωνε ίδια κοπέλα.
Συνεχίστε την ανάγνωση του “Κοσμάς Πολίτης, «Τα τσερκένια»”αγάπη..
Γιωσαφάτ*:
«Αγάπη είναι να μην περιμένεις να πάρεις αλλά να θες να δώσεις, χωρίς αντάλλαγμα..»
*Έλληνας ψυχαναλυτής, εβραϊκής καταγωγής. Ήταν ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους του είδους του στην Ελλάδα.
η πόζα τοθ κριαριού!
Δεν αρκεί να γνωρίζεις…
Για να γίνεις επιτυχημένος πρέπει να είσαι άνθρωπος της δράσης. Το να «γνωρίζεις» δεν είναι αρκετό. Είναι απαραίτητο και να γνωρίζουμε και να ενεργούμε..
Ναπόλεον Χιλ, 1883-1970
έργα!
Παπαδιαμάντης Αυτοβιογραφούμενος
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στη Σκιάθο στις 4 Μαρτίου 1851. Ήταν ένα από τα εννέα παιδιά του δάσκαλου και ιερέα Αδαμάντιου Εμμανουήλ (1817-1897) και της Γκιουλώς Μοραΐτη (1822-1896). Έτσι, ο νεαρός Αλέξανδρος μεγάλωσε μέσα σ’ ένα κλίμα γεμάτο ευλάβεια και θρησκευτικότητα.
Παπαδιαμάντης Αυτοβιογραφούμενος
Εγεννήθην εν Σκιάθω, τη 4η Μαρτίου 1851. Εβγήκα από το Ελληνικόν Σχολείον εις τα 1863, αλλά μόνον τω 1867 εστάλην εις το Γυμνάσιον Χαλκίδος, όπου ήκουσα την Α και Β τάξιν. Την Γ εμαθήτευσα εις Πειραιά, είτα διέκοψα τας σπουδάς μου και έμεινα εις την πατρίδα. Κατά Ιούλιον του 1872 υπήγα εις το Άγιον Όρος χάριν προσκυνήσεως, όπου έμεινα ολίγους μήνας. Τω 1873 ήλθα εις Αθήνας και εφοίτησα εις την Δ του Βαρβακείου. Τω 1874 ενεγράφην εις την Φιλοσοφικὴν Σχολήν, όπου ήκουα κατ’ εκλογήν ολίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ’ ιδίαν δε ησχολούμην εις τα ξένας γλώσσας.
Μικρὸς εζωγράφιζα Αγίους, είτα έγραφα στίχους, και εδοκίμαζα να συντάξω κωμωδίας. Τω 1868 επεχείρησα να γράψω μυθιστόρημα. Τω 1879 εδημοσιεύθη «Η Μετανάστις» , έργον μου, εις το περιοδικὸν «Σωτήρας». Τω 1882 εδημοσιεύθη «Οι έμποροι των Εθνών» εις το «Μὴ χάνεσαι». Αργότερα έγραψα περί τα εκατόν διηγήματα, δημοσιευθέντα εις διάφορα περιοδικά και εφημερίδας.
Αύριο το Ράλλυ Βοιωτίας: Το πρόγραμμα
Ράλλυ Βοιωτίας: Το πρόγραμμα
. Το πρώτο αγωνιστικό αυτοκίνητο θα φύγει από το Service Park που θα βρίσκεται στο χωριό Σκούρτα στις 10:00 το πρωί της Κυριακής 5 Μαρτίου, προκειμένου να κατευθυνθεί στην ειδική διαδρομή Δαφνούλα (10:23) και εν συνεχεία στην ειδική διαδρομή Σκούρτα (11:06). Έπειτα από το 30λεπτο μεσημεριανό Service, τα πληρώματα θα διέλθουν για δεύτερη φορά από τις ειδικές διαδρομές Δαφνούλα (12:49) και Σκούρτα (13:29). Ο τερματισμός του 3ου Ράλλυ Βοιωτίας είναι προγραμματισμένος να πραγματοποιηθεί στις 13:52. Στο Πολιτιστικό Κέντρο των Σκούρτων θα διεξαχθούν οι απονομές των επάθλων.
Σημαντικό: Οι αναγνωρίσεις της διαδρομής θα γίνονται μέχρι το Σάββατο 4 Μαρτίου (έως τη δύση του ηλίου) με ελεύθερο αριθμό περασμάτων. Τονίζεται ότι η οδήγηση κατά τη διάρκεια των αναγνωρίσεων πρέπει να είναι σύμφωνη με τον Κ.Ο.Κ. και να μην ενοχλούνται οι κάτοικοι της περιοχής. Απαγορεύεται, με απόφαση της οργανωτικής επιτροπής του αγώνα, η οδήγηση κατά τη διάρκεια των αναγνωρίσεων στις ειδικές διαδρομές με ανάποδη φορά από αυτή του αγώνα.
Η Γραμματεία θα λειτουργεί στα γραφεία του Σωματείου ΕΛ.Λ.Α.Δ.Α. (Κύπρου 76, Περιστέρι) έως το Σάββατο 4 Μαρτίου και την ημέρα του αγώνα, θα εδράζεται στο Πολιτιστικό Κέντρο Σκούρτων απέναντι από το γήπεδο.
Οι οργανωτές θέλουν να ευχαριστήσουν τον Δήμο Τανάγρας, την Κοινότητα Σκούρτων, την Αστυνομική Διεύθυνση Βοιωτίας, την Πυροσβεστική Υπηρεσία Οινοφύτων, καθώς και την Nissan Χαλκιάς που στηρίζουν με κάθε τρόπο το 3ο Ράλλυ Βοιωτίας.
Περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να βρείτε στο siteτου Σωματείου ΕΛ.Λ.Α.Δ.Α., ενώ Διαδραστικό χάρτη του αγώνα μπορείτε να βρείτε ΕΔΩ.
«Να μη βαρεθείς ποτέ τη ζωή σου»
Ελένη Άρβελερ:
Τέλος μίλησε και για την βιοθεωρία της, η οποία παρά τα 97 της χρόνια, την έχει κάνει να ζει γεμάτη όρεξη και να μη λέει ποτέ «όχι» σε νέες εμπειρίες, γνώσεις και στόχους.
«Το μυστικό είναι απλό να μη βαρεθείς ποτέ τη ζωή σου. Να έχεις πάντα έναν στόχο. Και όπου υπάρχει ένα θέλω υπάρχει πάντα ένα. Μπορώ αυτό να μην το ξεχνάς ποτέ. Οπότε λέω ότι είμαι ενενήντα επτά χρονών, αλλά δεν το νιώθω. Δεν το νιώθω»,
παράθυρο στον αμπελώνα!
Σωτήρης Δημητρίου: Απών(διήγημα)
Πηγή:planodion.gr
Σωτήρης Δημητρίου
ΓΙΑ ΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ ξεκίνησε καὶ βρέθηκε νὰ σκουπίζει τήν Τούσα Μπότσαρη, Νότη καὶ Μάρκου Μπότσαρη καὶ κάτι Ἀνδρούτσους στὸ Κουκάκι. Ὁ πρόεδρος τοῦ χωριοῦ τοῦ ‘πε «εἶσαι ἐθνικόφρων, θὰ σὲ πάρουν». Παρουσιάστηκε στὴν ἐπιτροπή, ξεβρακώθηκε καὶ κάτι ξένοι τοῦ ἄνοιξαν μὲ χάρακα τὸ στόμα καὶ κοίταξαν τὰ δόντια του. Ἄκουσαν τὴν καρδιά του, τὸν πέρασαν ἀπὸ ἀκτίνες καὶ τέλος τὸν ἀπέρριψαν.
Ἦταν τσίμα-τσίμα καὶ στὴν ἡλικία.
«Εἶμαι ἐθνικόφρων» τόλμησε νὰ ψελλίσει καὶ πῆρε κατσούφης τοὺς δρόμους.
Πῶς νὰ γυρίσει πίσω! Ἐκεῖ, μόλις νύχτωνε, ἔπεφταν τὰ βουνὰ κι ἡ βουβαμάρα νὰ σὲ πλακώσουν.
Τὰ λαμπόγυαλα γιόμιζαν τὰ πρόσωπα ἴσκιους καὶ λύπη.
Τὸ καφενεῖο καὶ τὸ οὖζο τὸν περίμεναν. Μεροκάματο στὴ χάση καὶ στὴ φέξη, ὅταν κάνας ὁμογενὴς ἀπ’ τὴν Ἀμερικὴ ἔφτιαχνε, στὰ γύρω χωριά, ἐκκλησία γιὰ τὴν ψυχή του.
Καὶ ποιός ἀκούει τὶς κοροϊδίες, ποὺ τὸν ἔβγαλαν ἄχρηστο οἱ Γερμαναράδες!
Πῆγε στὸ βουλευτή. Εἶχαν κοινοὺς γνωστούς, τοῦ ‘πε πὼς εἶναι καὶ ἐθνικόφρων.
Βρέθηκε δουλειὰ στὸ Δῆμο. Ὁδοκαθαριστής. Δὲν τοῦ ‘ρθε καλὰ ἀλλά, ὅπως τοῦ ‘πε καὶ τὸ τσιράκι τοῦ βουλευτῆ, «μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει…» Τοῦ ‘δωσε καὶ συγχαρτήρια κιόλας. Ἄκου πράματα. Συγχαρτήρια γιὰ σκουπιδιάρης.
Τὴν πρώτη μέρα, ν’ ἀνοίξει ἡ γῆ νὰ τὸν καταπιεῖ. Ποῦ ἀκούστηκε, ἄντρας μὲ σκούπα, στοὺς δρόμους! Λούφαξε σ’ ἕνα παρκάκι τοῦ Δήμου.
«Ἐδῶ ‘σαι, ρὲ παλιομαλάκα; Ὧρες σὲ ψάχνω. Γιατί δὲ σκουπίζεις, ρέ;» Ἦταν ὁ ἐπιστάτης του.
«Δὲν εἶμαι καλά, ἀφεντικό.»
«Νὰ πᾶς σπίτι σου, ρέ! Στὰ τσακίδια! Ἢ σκουπίζεις καὶ κάνεις τοὺς δρόμους ἀεροδρόμιο ἢ λέω καὶ σ’ ἀπολύουν. Στὸ διάολο, πρωῒ-πρωΐ, καριόλια!»
Κι ἔφυγε ἀπειλητικός. Παρακάτω κοντοστάθηκε.
«Θὰ ξαναπεράσω. Πάνω ἀπ’ τὸ κεφάλι σου θά ‘μαι. Μαλάκα, ἔ μαλακά!»
Τί νὰ κάνει. Λύσσαγε, μὰ τί νὰ κάνει!
Τὸ βράδυ ἤπιε, ἤπιε, κι ὅλη τὴ νύχτα ἔβλεπε γουρλωμένα τὰ μάτια τοῦ ἐπιστάτη. Τὴν ἄλλη μέρα ἀγόρασε ἕνα στρατιωτικὸ καπέλο ἀγγαρείας —ἀπ’ αὐτὰ μὲ τὸ μεγάλο γεῖσο— καὶ τὸ κατέβασε νὰ τοῦ κρύψει τὰ μάτια, ποὺ τά ‘χε πιὰ μονίμως καρφωμένα στὰ πόδια του, στὰ σκουπίδια. Τόσο τοῦ ‘γινε συνήθεια πού, κι ἐχτὸς δουλειᾶς, δὲν κοίταζε τοὺς ἄλλους στὰ μάτια.
Πάει, τοῦ κόλλησε ἡ ντροπή.
Τρεῖς φορὲς τὴ μέρα πέρναγε ὁ ἐπιστάτης νὰ βάλει ὑπογραφὴ στὴν κάρτα, πὼς εἶναι παρών.
Δὲν ἤξερε γράμματα κι ἔβαζε πλάι στ’ ὄνομά του σταυρό.
Ἡ κάρτα κι ὁ σταυρός, μὲ τὸν καιρό, ἀπέκτησαν στὰ μάτια του μιὰ ἰδιαίτερη δύναμη. Ἦταν τὸ ἀναγκαστικό, ἄρα σπουδαῖο, σημεῖο ἐπαφῆς μὲ τὸν ἐπιστάτη, μὲ τὴν ὑπηρεσία. Μετὰ ἀπὸ κάθε σταυρὸ ποὺ ἔβαζε, ἔνιωθε πιὸ σίγουρος.
«Ἄιντε, στοῦρνο! Τέλειωνε» τὸν ἀπόπαιρνε μαλακὰ ὁ ἐπιστάτης. Ὂχ ὀρέ, μόλις τοῦ ‘λεγε κάνα τέτοιο μισογλυκόλογο! Χτύπαγε ἡ καρδιά του.
«Μάλιστα, ἀφεντικό. Μάλιστα. Μάλιστα.»
«Θὰ κάνεις καὶ συντήρηση. Σπιρτόξυλο νὰ μὴ μείνει. Ἄντε, γειά σου.»
«Χαίρετε. Οὔτε σπίρτο. Χαίρετε. Χαίρετε.»
Τοῦ ‘πε καὶ «γειά σου» ὅταν ἔφυγε. Βρέ, βρὲ πράματα. Χαμογελοῦσε γιὰ πολλὴ ὥρα, σκουπίζοντας μ’ ἐπιμέλεια.
Μιὰ στὸ καρφὶ καὶ μιὰ στὸ πέταλο ὁ ἐπιστάτης.
Ἀλλὰ κι ὅταν τὸν ἔβριζε ὅμως, δοκίμαζε μιὰ διαφορετικὴ ταραχὴ – περιέργως, ὄχι δυσάρεστη. Ἔνιωθε ἕρμαιο στὰ χέρια του. Τὸ ἀφεντικό. Τὸ κράτος.
Τὸν θαύμαζε ὅταν τοῦ ‘βαζε τὶς φωνές, χαιρόταν ὅταν τοῦ πέταγε κάνα κόκαλο καλοσύνης, εὐχαριστιόταν καὶ τὸ θεωροῦσε δίκαιο ὅταν τοῦ ‘παιρνε μίζα ἀπ’ τὶς ὑπερωρίες καὶ τὶς Κυριακάδες ποὺ δούλευε.
Ὅλα αὐτὰ τὰ συναισθήματα μούδιαζαν, ἀλάφιαζαν, μερμήγκιαζαν, φόβιζαν, γλύκαιναν τὸ κορμί του. Στὸ σταυρό, ἔφταναν στὴν κορύφωσή τους.
Ὅ,τι ἔβγαζε πιά, τ’ ἀκούμπαγε στὸ οὖζο. Ὅταν ποτίστηκε γιὰ τὰ καλά το κορμί του, ζήταγε καὶ στὴ δουλειά. Ἔπαιρνε μαζί του, σὲ μποτίλια ἐμφιαλωμένου νεροῦ, κι ἔπινε.
Ὁ ἐπιστάτης τὸν σκυλόβριζε, συχνὰ πυκνὰ τὸν ἔδιωχνε καὶ τοῦ ‘κοβε τὸ μεροκάματο, μὰ στὸ τέλος τὸν ἄρχισε στὴν πλάκα.
Ποῦ νὰ χάνει τώρα τὴ μίζα του καὶ ποιός ξέρει ποιό μοῦτρο θὰ ‘ρθεῖ στὴ θέση του! Ἔγινε ὁ καραγκιόζης του. «Ἀντρίκο, μαλακαντρίκο;»
«Διατάξτε, ἀφεντικό.»
«Σοῦ σηκώνεται, ρέ; Σοῦ σηκώνεται;»
Ἔγινε τὸ νούμερο στὴν περιοχή, γιατὶ τρέκλιζε καὶ γιατὶ ἀπ’ τὴν ἀφαγία ἔμεινε πετσὶ καὶ κόκαλο καὶ μονάχα ἡ μύτη του φούσκωνε, σὰν μελιτζάνα.
Τὰ παιδιὰ πετροβόλημα, κι οἱ μεγάλοι: «Σούρα; χῶμα; λιῶμα; Πάλι πορτοκαλάδα ἤπιες, ρέ;»
Μιὰ μέρα ἔπεσε στὸ δρόμο ἀναίσθητος. Τὸν πῆγαν στὸ νοσοκομεῖο. Συκώτι. Βαριὰ μορφή.
Μόλις βγῆκε, ὁ Δῆμος τοῦ ‘δωσε σύνταξη λόγω ἀναπηρίας.
Ἐκεῖ γύρναγε, στὸ Κουκάκι, ἀπὸ καφενεῖο σὲ καφενεῖο.
Ἔνιωθε κι ἀμυδρὰ κάποια προστασία, ἀπ’ τὴν ὑπηρεσία ἀπ’ τὸν ἐπιστάτη. Τὸ χωριὸ τὸ λησμόνησε τελείως. Τὸ κορμί του ζητοῦσε μόνο οὖζο. Οὔτε σχέδια οὔτε ἀναμνήσεις. Οὖζο.
Ὁ ἐπιστάτης ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ τὸν περνάει στὴν κάρτα σὰν ἀπόντα, γιὰ ἕνα ἑξάμηνο ἀπ’ τὴ διακοπὴ τῆς δουλειᾶς. Μιὰ μέρα συναντήθηκαν.
«Ἀντρίκο, σοῦ κάνει νιάου, ρέ; Πῶς τὴ βγάζεις, ρὲ σούρα; Τὴ βαρᾶς καθόλου;»
«Ἀφεντικό, νὰ ὑπογράψω. Δώσ’ μου νὰ ὑπογράψω.»
«Γιατί, μὴ χάσεις τὸ μεροκάματο; Ρὲ τὸ μαλάκα! Ξέρεις τί γράφει ἐδῶ, δίπλα στ’ ὄνομά σου; Ἀπών.»
Ἔλαμψε τὸ πρόσωπό του. Ὥστε τὸ ἀφεντικὸ ἔγραφε τ’ ὄνομά του καὶ δίπλα «ἀπών»;
Γιόμισε περηφάνια καὶ σιγουριά. Σὰν τότε ποὺ τοῦ ‘πε ὁ πρόεδρος πὼς εἶναι ἐθνικόφρων.
Νὰ ποὺ τὸν νοιάζονται ἀκόμα! Ἀπὸ κείνη τὴ μέρα πέρναγε ἀπ’ τὸ γραφεῖο τῶν ἐπιστατῶν κάθε πρωΐ, ἄνοιγε δειλὰ τὴν πόρτα κι ἔλεγε:
«Ἀφεντικό, εἶμαι σήμερα ἀπών;»
Ἐκεῖνος τὸν ἔλουζε, γιατὶ τὸν βαρέθηκε.
Καὶ τί δὲν τοῦ ‘λεγε: ποδοπατημένε, ξεφτιλισμένε, μουνόσκυλο. Μὰ ὅσο τοῦ ‘λεγε, τόσο δὲν κουνιόταν καὶ κάπου κάπου ρώταγε:
«Ἀφεντικό, εἶμαι σήμερα ἀπών;»
«Εἶσαι, ρὲ βλάχο! Εἶσαι, ρὲ ἀρχίδι! Ἄ σιχτίρ!»
Τότε φωτιζόταν τὸ πρόσωπό του κι ἐπαναλάμβανε, τονίζοντας κι ἀπολαμβάνοντας τὶς συλλαβές:
«Εἶμαι ἀπών. Εἶμαι ἀπών.»