Η παρακάτω ανάρτηση από τον Γιάννη τον Πενταμοδιανό
Εχθές, παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ήμουνα ξαπλωμένος στο κουβούκλι μας περασμένα τα μεσάνυχτα, και συλλογιζόμουνα.
Είχα δουλέψει νυχτέρι για να τελειώσω μια Παναγία Γλυκοφιλούσα, και δίπλα μου καθότανε η γυναίκα μου κι έπλεκε. Όποτε δουλεύω, βρίσκουμαι σε μεγάλη κατάνυξη, και ψέλνω διάφορα τροπάρια.
Σιγόψελνα λοιπόν εκεί που ζωγράφιζα την Παναγία, κι η Μαρία έψελνε και κείνη μαζί μου με τη γλυκειά φωνή της.
Βλογημένη γυναίκα μου έδωσε ο Θεός, ας είναι δοξασμένο τ’ όνομά Του για όλα τα μυστήρια της οικονομίας του.
Τον ευχαριστώ για όσα μου έδωσε, και πρώτο απ’ όλα για την απλή τη Μαρία, που μου τη δώρισε συντροφιά στη ζωή μου, ψυχή θρησκευτική, ένα δροσερό ποταμάκι που γλυκομουρμουρίζει μέρα νύχτα δίπλα σ’ έναν παλιόν καστρότοιχο….
Κοντά μου κάθεται και με συντροφεύει, ήμερος άνθρωπος, Μαρία η Απλή. Εκείνη πλέκει είτε ράβει, κι εγώ δουλεύω την αγιασμένη τέχνη μου και φιλοτεχνώ εικονίσματα που τα προσκυνά ο κόσμος. Τί χάρη μας έδωσε ο Παντοδύναμος, που την έχουνε λιγοστοί άνθρωποι: «Ότι επέβλεψεν επί την ταπείνωσιν των δούλων αυτού». Το καλύβι μας είναι φτωχό στα μάτια του κόσμου, και μολαταύτα στ’ αληθινά είναι χρυσοπλοκώτατος πύργος κι ηλιοστάλαχτος θρόνος, γιατί μέσα του σκήνωσε η πίστη κι η ευλάβεια. Κι εμείς που καθόμαστε μέσα, ήμαστε οι πιο φτωχοί από τους φτωχούς, πλην μας πλουτίζει με τα πλούτη του Εκείνος που είπε: «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δε εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού».
Αφού λοιπόν τελείωσα τη δουλειά μου κατά τα μεσάνυχτα, ξάπλωσα στο μεντέρι μου, κι η Μαρία ξάπλωσε και κείνη κοντά μου και σκεπάσθηκε και την πήρε ο ύπνος. Έπιασα να συλλογίζουμαι τον κόσμο. Συλλογίσθηκα πρώτα τον εαυτό μου και τους δικούς μου, τη γυναίκα μου και το παιδί μου. Γύρισα και κοίταξα τη Μαρία που ήτανε κουκουλωμένη και δεν φαινότανε αν είναι άνθρωπος αποκάτω από το σκέπασμα.
Κι είπα: Ποιος μας συλλογίζεται; Οι άνθρωποι λένε λόγια πολλά, μα δεν πιστεύουνε σε τίποτα, γι’ αυτό είπε ο Δαυίδ:«Πας άνθρωπος ψεύστης». Γύρισα και κοίταξα το φτωχικό μας, πούνε σαν ξωκλήσι, στολισμένο με εικονίσματα και με αγιωτικά βιβλία, χωμένο ανάμεσα στ’ αρχοντόσπιτα της Βαβυλώνας, κρυμένο, σαν τον φτωχό που ντρέπεται μη τον δει ο κόσμος. Η καρδιά μου ζεστάθηκε, κρυμένη και κείνη μέσα μου.
Ένοιωσα πως ήμουνα χωρισμένος από τον κόσμο, κι οι λογισμοί μου πως ήτανε και κείνοι κρυμένοι πίσω από το καταπέτασμα που χώριζε τον κόσμο από μένα, και πως άλλος ήλιος κι άλλο φεγγάρι φωτίζανε τον δικό μας τον κόσμο. Κι αντί να πικραθώ, ευφράνθηκε η ψυχή μου πως μ’ έχουνε ξεχασμένο, κι η χαρά η μυστική, που τη νοιώθουνε όσοι είναι παραπεταμένοι, άναψε μέσα μου ήσυχα κι ειρηνικά, κι η παρηγοριά με γλύκανε σαν μπάλσαμο, ανακατεμένη με το παράπονο.
Και φχαρίστησα Εκείνον που φανερώνει τέτοια μυστήρια στον άνθρωπο, και που κάνει πλούσιους τους φτωχούς, τους χαρούμενους, τους θλιμμένους, που δίνει μυστική συντροφιά στους ξεμοναχιασμένους, και που μεθά με το κρασί της τράπεζάς του όσους κρεμάσανε την ελπίδα τους σε Κείνον. Αν δεν ήμουνα φτωχός και ξευτελισμένος, δεν θα μπορούσα να αξιωθώ τούτη την πονεμένη χαρά, γιατί δεν ξαγοράζεται με τίποτα άλλο, παρεκτός με την συντριβή της καρδιάς, κατά τον Δαυίδ που λέγει: «Κύριε, εν θλίψει επλάτυνάς με». Επειδή όποιος δεν πόνεσε και δεν ταπεινώθηκε, δεν παίρνει έλεος. Έτσι τα θέλησε η ανεξιχνίαστη σοφία. Μα οι άνθρωποι δεν τα νοιώθουνε αυτά, γιατί δεν θέλουνε να πονέσουνε και να ταπεινωθούνε, ώστε να νοιώσουνε κάποιο πράγμα που είναι παραπέρα από την καλοπέραση του κορμιού κι από τα μάταια πάθη τους.
Ολοένα, χωρίς να το καταλάβω, ανεβαίνανε τα δάκρυα στα μάτια μου, δάκρυα για τον κόσμο και δάκρυα για μένα. Δάκρυα για τον κόσμο γιατί γυρεύει να βρει τη χαρά εκεί που δεν βρίσκεται, και δάκρυα για μένα γιατί πολλές φορές δείλιασα μπροστά στη φτώχια και στους άλλους πειρασμούς, και δικαίωσα τους ανθρώπους, ενώ τώρα ένοιωσα πως δεν παίρνει ο άνθρωπος μεγάλο χάρισμα χωρίς να περάσει μεγάλον πειρασμό. Κι αντρειεύθηκα κατά το πνεύμα, κι ένοιωσα πως δεν φοβάμαι τη φτώχια, παρά πως την αγαπώ. Και κατάλαβα καλά πως δεν πρέπει ο άνθρωπος να αγαπήσει άλλο τίποτα από τον πόνο του, γιατί από τον πόνο αναβρύζει η αληθινή χαρά κι η παρηγοριά, κι εκεί βρίσκουνται οι πηγές της αληθινής ζωής.
Αληθινά, η φτώχια είναι φοβερό θηρίο. Όποιος το νικήσει όμως και φτάξει να μην το φοβάται, θα βρει μεγάλα πλούτη μέσα του. Τούτη την αφοβία τη δίνει ο Κύριος, άμα ταπεινωθεί ο άνθρωπος. Σ’ αυτόν τον πόλεμο που η αντρία λέγεται ταπείνωση, και τα βραβεία είναι καταφρόνεση και εξευτελισμός, δεν βαστάνε οι αντρείοι του κόσμου. Όποιος δεν περάσει από τη φωτιά της δοκιμής, δεν ένοιωσε αληθινά τί είναι η ζωή, και γιατί ο Χριστός είπε: «Εγώ είμαι η ζωή», και γιατί είπε πάλι: «Μακάριοι οι πικραμένοι, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούνε». Όποιος δεν απελπίσθηκε από όλα, δεν τρέχει κοντά στον Θεό, γιατί λογαριάζει πως υπάρχουνε κι άλλοι προστάτες γι’ αυτόν, παρεκτός του Θεού.
Κι εκεί που τα συλλογιζόμουνα αυτά, ένοιωσα μέσα μου ένα θάρρος και μια αφοβιά ακόμα πιο μεγάλη, κι ειρήνη με περισκέπασε, κι είπα τα λόγια που είπε ο Ιωνάς μέσα από το θεριόψαρο: «Εβόησα εν θλίψει μου προς Κύριον τον Θεόν μου και εισήκουσέ μου. Από την κοιλιά του Άδη άκουσες την κραυγή μου, άκουσες τη φωνή μου. Άβυσσο άπατη με έζωσε. Το κεφάλι μου χώνεψε μέσα στις σκισμάδες των βουνών, κατέβηκα στη γης, που την κρατάνε αμπάρες ακατάλυτες. Ας ανεβεί η ζωή μου από τη φθορά προς εσένα, Κύριε ο Θεός μου. Την ώρα που χάνεται η ζωή μου, θυμήθηκα τον Κύριο. Ας έρθει η προσευχή μου στην αγιασμένη εκκλησιά σου. Όσοι φυλάγουνε μάταια και ψεύτικα θα παρατηθούνε χωρίς έλεος. Μα εγώ θα σε φχαριστήσω και με φωνή αινέσεως θα σε δοξολογήσω».
Και πάλι δόξασα τον Θεό και τον φχαρίστησα γιατί μ’ έκανε αναίσθητο για τις ηδονές του κόσμου, τόσο που να συχαίνουμαι όσα είναι ποθητά για τους άλλους, και να νοιώσω πως είμαι κερδισμένος όποτε οι άλλοι λογαριάζουνε πως είμαι ζημιωμένος. Και γιατί πήρα δύναμη από Κείνον να καταφρονήσω τον σατανά, που παραφυλάγει πότε θα λιγοψυχήσω, κι έρχεται και μου λέγει: «Πέσε προσκύνησέ με, γιατί θα γίνουνε ψωμιά αυτές οι πέτρες που βλέπεις».
Και πάλι ξανάρχεται και μου λέγει: «Ε, πως χαίρεται ο κόσμος! Ακούς τον αλαλαγμό, τις φωνές που βγαίνουνε από τα παλάτια όπου διασκεδάζουνε οι φτυχισμένοι υποταχτικοί μου, άντρες και γυναίκες; Πέσε προσκύνησέ με και σαν απλώσεις μοναχά το χέρι σου να τα πάρεις όλα. Εσύ είσαι άνθρωπος τιμημένος για την τέχνη σου. Γιατί να υποφέρνεις, σε καιρό που αυτοί χαίρουνται όλα τα καλά και τ’ αγαθά, μ’ όλο που δεν έχουνε τη δική σου την αξιοσύνη; Κοίταξε τη φτώχια σου, κι αν δεν λυπάσαι τον εαυτό σου, λυπήσου την καϋμένη τη γυναίκα σου και το φτωχό το παιδί σου, που υποφέρνουνε από σένα!».
Συνεχίστε την ανάγνωση του “* Παραμονή πρωτοχρονιάς με τον Φώτη Κόντογλου”