Το δειλινό-ΛΑΜΠΡΟΣ ΠΟΡΦΥΡΑΣ

Το δειλινό-την ώρα αυτή θυμούνται-πλάι στη γλάστρα,
σα θα κεντάς μονάχη σου στ’άγιο παράθυρό σου,
σα θα κεντάς τα λούλουδα,τον ουρανό με τ’άστρα,
να’μαι το καλοθύμητο στοχαστικό όνειρό σου.

Αν με θυμάσαι,θα’ρχομαι σα μια σκιά-ποιος ξέρει;-
ξενιτεμένος ή νεκρός θα’ρχομαι εκεί που θα’σαι,
θα βλέπεις φύλλα,σύννεφα,πουλιών φτερά στο αγέρι,
σα βλέπεις καραβιών πανιά,στοιχειά…να με θυμάσαι.

Περί σιωπής

Όποιος δεν μπορεί να καταλάβει τη σιωπή σου, δεν μπορεί να καταλάβει ούτε τα λόγια σου.
J.R.R. Tolkien, 1892-1973, Άγγλος συγγραφέας

Αν το Α είναι η επιτυχία, τότε ο μαθηματικός τύπος είναι Α=Χ+Υ+Ζ, όπου Χ ίσον δουλειά, Υ ίσον παιχνίδι και Ζ ίσον να κρατάς το στόμα σου κλειστό.
Αλβέρτος Αϊνστάιν, 1879-1955, Γερμανοεβραίος φυσικός

Είναι καλύτερα να είσαι σιωπηλός και να θεωρείσαι βλάκας παρά να μιλάς και να αίρεις κάθε αμφιβολία.
Αβραάμ Λίνκολν, 1809-1865, Αμερικανός πρόεδρος

Τη μαγεία δεν την πιάνεις με την ερμηνεία της μαγείας, πόσο μάλλον με την περιγραφή της ερμηνείας της μαγείας. Ή κελαηδάς ή σωπαίνεις. Δε λες: αυτό που κάνω είναι κελαηδητό!
Οδυσσέας Ελύτης, 1911-1996, Ποιητής, Νόμπελ 1979

Ηθικό δίδαγμα

Μια εντελώς γυμνή Βρετάνη μπαίνει σε ταξί, όπου ο οδηγός είναι Κινέζος. Ο οδηγός την κοίταξε από πάνω έως κάτω και πάλι πάνω κάτω πολλές φορές.

Ανήσυχη γυναίκα τον ρωτά:
Δεν έχετε δει ποτέ μια γυμνή γυναίκα;

Ο Κινέζος ταξιτζής
απαντά:

  • Δεν σε κοιτάζω γιατί είσαι γυμνή.
    Ανησυχώ γιατί κοιτάζω και κοιτάζω και δεν βλέπω πού έχεις τα χρήματα να με πληρώσεις

Ηθικό δίδαγμα :
Πρέπει να είσαι σαν τους Κινέζους.
Επικεντρωθείτε στην δουλειά σας και όχι στους πειρασμούς.

Νίκος Καζαντζάκης: «Φθᾶστε ὅπου δὲν μπορεῖτε!»

Ο Καζαντζάκης έγραψε
«Φθᾶσε ὅπου δὲν μπορεῖς!»

Ξεκίνα, πήγαινε, προχῶρα, τρέχα, μὴν σταματᾶς, συνέχισε….
«Φθᾶσε ὅπου δὲν μπορεῖς!»
Μά ἀντέχω;
«Ναί, πρέπει νὰ ἀντέχῃς! Μόνον ἐσὺ ἀντέχεις! Οὐδεῖς ἄλλος ἀντέχει! Φθᾶσε ὅπου δὲν μπορεῖς!»

Ποῦ εἶναι τό τέρμα; Ποιός θά τό δῇ; Πῶς μποροῦμε νά μάθουμε ἀπό τώρα τήν διαδρομή;
«Ξέρεις. Ξεκίνα. Φθᾶσε ὅπου δὲν μπορεῖς!»
Εἶναι βουνό, δύσκολο, δίχως μονοπάτια. Εἴναι κι ἄγριο. Εἶναι καὶ χειμώνας.
«Φθᾶσε ὅπου δὲν μπορεῖς!»

Μόνος μου;
«Μόνος σου!!! Μόνον μόνος σου! Φθᾶσε ὅπου δὲν μπορεῖς!»
Σὰν ἠχῶ φθάνει στὰ αὐτιά μου ἡ φωνὴ τοῦ γέροντος Πάππου του. Σὰν νὰ «ξύπνησε» ὁ γέροντας καὶ νὰ μᾶς καλῇ!
«Φθᾶστε ὅπου δὲν μπορεῖτε!» Μᾶς φωνάζει!
Οὐρλιάζει!
Καὶ δὲν εἶναι μόνος του!

Ὅλοι οἱ γέροντες ποὺ ἔζησαν στὰ ἄγρια βουνά, ἐλεύθεροι, μὲ τὴν καρδιὰ πεντακάθαρη καὶ τὸ βλέμμα τὸ γεμάτο οὐρανό, μᾶς καλοῦν:
«Φθᾶστε ὅπου δὲν μπορεῖτε!»
Ποῦ εἶναι τό «δέν μποροῦμε»; Ποῦ εἶναι τό «δέν μπορῶ»;
«Ξεκίνα, θὰ μάθῃς»!
Πῶς θά μάθω; Πότε θά μάθω; Θά μάθω;
«Ξέρεις! Τόλμα! Ξεκίνα! Φθᾶσε ὅπου δὲν μπορεῖς!»
Μοῦ φωνάζει… Ξέρει αὐτός.. Ἐγὼ φοβᾶμαι… Ἀλλὰ… Ἀκούω! Μαθαίνω… Ἀντιλαμβάνομαι….

«Φθᾶσε ὅπου δὲν μπορεῖς!»

Δὲν ἔχω ἄλλον δρόμο…. ΠΡΕΠΕΙ!!!! “

«Θαμμένα όνειρα, ζωντανές αναμνήσεις»

Ένα συγκλονιστικό βιβλίο με δεκαοχτώ διηγήματα, του Κωνσταντίνου Μπερτσιά, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Οροπέδιο»

Καλογραμμένο και με εξαιρετική ευαισθησία το βιβλίο του κ. Κ. Μπερτσιά μας γυρίζει πίσω στο 1972 και μας ταξιδεύει νοερά στην καρδιά της Στερεάς Ελλάδας, όταν οι μπουλντόζες μπήκαν αποφασιστικά στον κάμπο του Μόρνου. Το τίμημα για την ύδρευση της Αθήνας ήταν ο αναγκαστικός και βίαιος ξεριζωμός των ντόπιων, οι οποίοι αποχαιρέτισαν για πάντα την γενέθλια γη τους. Τα νερά έπνιξαν χιλιάδες στρέμματα γης, αλλά δεν κατάφεραν να σβήσουν από τις μνήμες των ανθρώπων το δέσιμο με τον τόπο τους, την αγάπη τους γι’ αυτόν και την νοσταλγία τους για μια πατρίδα που χάθηκε ανεπιστρεπτί.

Τα διηγήματα του βιβλίου είναι αυτοβιογραφικά και αποτελούν μια νοσταλγική προσέγγιση ενός θέματος που θα βασανίζει για πάντα την καρδιά των ανθρώπων που έζησαν στην ορεινή Δωρίδα και είδαν τον τόπο τους να καλύπτεται από τόνους νερού και να χάνεται για πάντα. Η γραφή είναι γλαφυρή και περιγραφική, το ύφος έντονα νοσταλγικό, η γλώσσα τόσο ρέουσα που αποτυπώνει με σαφήνεια ποικίλα συναισθήματα… πικρία, αλλά και αγάπη για την πατρίδα που χάθηκε.

Το βιβλίο με συγκίνησε, με άγγιξε, το διάβασα εν μία νυκτί. Η πρώτη λογοτεχνική προσπάθεια του κ. Μπερτσιά είχε ως αποτέλεσμα ένα εξαιρετικό βιβλίο, έντονα φορτισμένο από ζωντανές αναμνήσεις, πικρία και αγάπη για την γενέθλια γη.

Βασιλική Δάρρα

Το Λιος: διήγημα του Ηλία Βενέζη.

Το Λιος

Ήταν τρεις ψαράδες, νέα παιδιά, κι ένας γέρος. Κάθονταν κάτου από έναν πλάτανο στη Θερμή, στο ακρογιάλι της Λέσβου, και «λάντιζαν» τα παραγάδια. Τούτη είναι μια βαρετή δουλειά, που πρέπει να γίνεται μόλις τελειώσει το ψάρεμα και τραβηχτούν τα παραγάδια απ’ τη θάλασσα. Πάνου στα αφάγωτα δολώματα έχουν κολλήσει κάτι μακρουλά σκουλήκια σα σαρανταποδαρούσες μ’ ένα αδύνατο κόκκινο χρώμα. Αν τ’ αγγίξεις, τα δάχτυλα τσούζουν σα νάπιασες τσουκνίδες. Κάνουν και άλλη ζημιά, γιατί μπαταλεύουν το δόλωμα με το να κολνούν απάνω του και να μη δίνουν τόπο στο ψάρι να το φάει. Οι ψαράδες παίρνουν ένα ‑ ένα τ’ αγκίστρια απ’ τη βρεμένη κουβάρα, όπως είναι μες στα πανέρια, καθαρίζουν τους σπάγγους ‒ τα παράμαλα – και τ’ αγκίστρια, και τ’ αραδιάζουν ύστερα στο φελλό του πανεριού.

Οι δύο ψαράδες – που λάντιζαν τα παραγάδια κάτου απ’ τον πλάτανο στη Θερμή – ήταν τ’ αδέρφια οι Φωτιάδες. Οι άλλοι δυο ήταν πατέρας και γιος, αïβαλιώτες πρόσφυγες.

—  Ε! Πώς τα πήγατε σήμερα, Δημητρό; ρώτησε ο γέρος το ένα απ’ τα αδέρφια, σκουπίζοντας τα χέρια στα βρακιά του για να τυλίξει τσιγάρο.

Αυτός που ρώτησαν ήταν ευχαριστημένος.

Δυο πανέρες μπαρμπούνια στα δίχτυα και πέντε συναγρίδες, είπε. Εσείς;

Ο γέρος σήκωσε τους ώμους του.

— Δεν τα ξέρεις τώρα; Τα συνηθισμένα. Δυο μαγειριές σπάροι και μια οκά χάνοι – ήταν δεν ήταν!

— Τι να γίνει, μπαρμπα ‑ Αντρέα! Α δε μουντάρεις δε ζεις σήμερα! Σου το λέμε: Άσ’ τον, τη Νυχτερίδα, να  ‘ρθεί με τη βάρκα σας μαζί μας στο Λιος! Άσ’  τον να  ‘ρθεί. Μα εσύ δεν ακούς! Δεν ακούς!

— Όχι, μωρέ παιδί μου, όχι! επίμενε με δύναμη ο γέρος, σα νάθελε να δείξει πως δεν είχε κλονιστεί στην απόφασή του. Εμείς είμαστε ολάκερη φαμίλια, πιο φουκαράδες απ’ τον καθένα. Να γίνει τίποτα να πιάσουν τη βάρκα; Πάει, σβήσαμε! Όχι!

Λιγοστοί ψαράδες πηγαίναν και ψάρευαν στην αντικρινή Ανατολή, εκεί κατά το Λιος. Ήταν τα πρώτα χρόνια μετά την καταστροφή της Ανατολής. Από τη Θερμή, το νησάκι τούτο – το Λιος – είναι μόλις δέκα μίλια. Είναι ένα έρημο ξερονήσι, όξω απ’ τον κόρφο του Αϊβαλιού, μα η θάλασσά του είναι ατίμητη σε ψάρι. Τον πρώτο καιρό ύστερα απ’ την καταστροφή, κανένας απ’ την ακρογιαλιά της Λέσβου, από τους ντόπιους και τους πρόσφυγες ψαράδες, δεν κοτούσε να τραβήξει κατά το Λιος. Μα ύστερα, κάμποσα παλικάρια το πήραν απόφαση. Στη Μυτιλήνη απάνου είχε πέσει τόσος πολύς κόσμος που ζούσε απ’ τη θάλασσα, που κι αυτή, τι να κάνει, σφίχτηκε, σφίχτηκε, στέρεψε, δεν έδινε ψάρι. Έναν καιρό, δοκίμασαν με δυναμίτη. Μα ήρθε το καράβι του κουβέρνου για τα λαθραία, έπαιρνε βόλτες όλες τις ακρογιαλιές, έκλεισε κι αυτή η πόρτα.

Λοιπόν; Πήραν καμπόσοι την απόφαση. Μια νύχτα τράβηξαν για τη βλογημένη θάλασσα, το Λιος. Την αυγή γύρισαν πίσω με τα πανέρια τους φίσκα. Ξαναπήγαν. Όλα καλά. Πήγαν κι άλλη φορά. Κι άλλη.

Όμως ήρθε μια μέρα και τα πράματα σκουρήναν. Ο Τούρκος τούς μυρίστηκε. Το Λιος ήταν σύνορα, περιοχή αυστηρά απαγορεμένη, και οι Τούρκοι είχαν περίπολο μια γκαζολίνα που έκανε βόλτα στα ξερονήσια. Τέλος, αυτό που τρέμαν οι ψαράδες της Θερμής έγινε: Οι Τούρκοι τούς πιάσανε μια βάρκα.

Στα ψαροκαλύβια της Θερμής περίμεναν τη βάρκα να γυρίσει απ’ το Λιος, μια μέρα, δυο, τρεις. Τίποτα. Ύστερα από δυο βδομάδες πήραν μήνυμά τους, μες απ’ τη φυλακή του Αϊβαλιού, μ’ ένα καΐκι τούρκικο που ήρθε από κει. Τους γράφανε πως τους πήραν τη βάρκα και τα δίχτυα, με κατάσχεση. Και να τους στείλουν δέκα λίρες, μπαγκανότες, για να τους αφήσουν.

Ένα διάστημα, πολύς φόβος έπεσε στα ψαράδικα καλύβια της Θερμής. Κανένας δεν τολμούσε να ξαναπάει στο Λιος. Ύστερα, πάλι η ανάγκη τούς έσφιξε, ξεθαρρεύτηκαν.

Πάλι οι Τούρκοι πιάσαν μια βάρκα τους. Φοβήθηκαν πάλι, πάλι ξεθαρρεύτηκαν. Η σκληρή ζωή, η ανάγκη της, τύλιγε τους ανθρώπους, τα ψάρια και το Λιος μέσα σ’ έναν κύκλο από φόβο, από ελπίδα, από λίγη χαρά κι από δάκρυα.

Ο γερο ‑ Αντρέας έβλεπε τις πανεριές τα ψάρια που φέρναν όσοι πηγαίναν στο Λιος, οι λιγοστοί που είχαν απομείνει να παίζουν ακόμα τη βάρκα και τα δίχτυα τους μονά ‑ ζυγά∙ λαχταρούσε, μα μάτωνε τα χείλια με τα δόντια του για να διώξει τον πειρασμό.

— Όχι, Όχι, γιε μου, μουρμούριζε. Θα σβήσουμε…

—  Καλά, πατέρα, συμφωνούσε θέλοντας και μη ο νέος ψαράς. Μα αυτό μ’ εμάς δεν είναι ζωή! Με δέκα δράμια χάνους, τι θα κάνουμε; Καμιά μέρα θα μαυρίσει το μάτι μου, θα τα παρατήσω και θα φύγω! Κι ας γίνει ό,τι θέλει!

— Σωστά μιλά! έμπαινε στη μέση ο ένας απ’ τα δύο αδέρφια που πηγαίναν στο Λιος, μασώντας ένα κομμάτι ψημένο χταπόδι. Εσύ, μπαρμπα ‑ Αντρέα, κάνεις σαν κλαψοπαναγιά. Άσ’ τον να ‘ρθεί μ’ εμάς! Εδώ είναι τύχη: Μονά ‑ ζυγά!

Το άσπρο κεφάλι κουνιόταν με πείσμα, τρομαγμένο, σα νάθελε να φυλαχτεί απ’ τον κίνδυνο που ήταν καθαρός σαν τη μοίρα!

— Όχι! Όχι!

Περνούσε ο καιρός. Κάθε φορά, ίσαμε να γυρίσουν οι βάρκες που φεύγαν τη νύχτα για το Λιος, κάμποσα μάτια – τα παιδιά των ψαράδων που ήταν στον κίνδυνο, οι γυναίκες τους, οι μητέρες τους, – κοίταζαν το πέλαγο με αγωνία. Οι άλλοι πάλι, οι ψαράδες που μένανε φχαριστημένοι με τους χάνους και με τους σπάρους που έδινε η ασφαλισμένη θάλασσα της Λέσβου, κουβέντιαζαν με πίκα για τους παλικαράδες του Λιος.

— Ωχ! αδερφέ! Παν να φαν το κεφάλι τους και το κεφάλι των παιδιών τους! Ποιος τους φταίει; Εμείς μαθές δεν έχουμε  φαμίλιες;

Ήταν οι μόνες στιγμές που χτυπούσαν κατακέφαλα τον πειρασμό του Λιος, επειδή, μέσα στην αγωνία των αλλωνών, αυτοί πατούσαν γερά το μουράγιο, γεμάτοι απ’ την άγρια χαρά που δίνει η ασφάλεια.

Σαν πουλούσαν το ψάρι, όλοι μαζί οι ψαράδες κάθονταν και κουβέντιαζαν. Οι παλικαράδες διηγόνταν στους άλλους για το Λιος. Πώς τα πήγαν. Οι άλλοι, οι φρόνιμοι, κουνούσαν τα κεφάλια τους χωρίς να θέλουν ν’ αλλάξουν γνώμη. Το βράδυ, στο ψαράδικο καφενεδάκι της ακρογιαλιάς, πάλι τα ίδια. Το Λιος. Το Λιος. Ήταν ένα όνομα που το άγγιζαν με φόβο, με συγκίνηση, με θαυμασμό, με μίσος. Σα να τους είχε κάμει καλό και κακό μαζί, τους αναστάτωνε και το βλαστημούσαν, όπως γίνεται για καθετί που είναι έξω απ’ το μέσον όρο στη ζωή.

Όμως η μοίρα των ανθρώπων δουλεύει παράξενα. Ο μπαρμπα ‑ Αντρέας πήγαινε ήσυχα και θεοσεβούμενα, νοικοκυρεμένα. Μήτε Λιος, μήτε μπαρμπούνια, μήτε φασαρίες. Έπρεπε, λοιπόν, να περιμένει πως καμιά βίαιη κίνηση δεν έμελλε να ταράξει τη γαλήνη του καλυβιού του. Μα φαίνεται πως ο Θεός φρόντισε να βάλει το χέρι του και μες στους σπάρους και στους χάνους ακόμα.

Ένα πρωί γύρισε με το γιο του απ’ το ψάρεμα με κατεβασμένα μούτρα και με αδειανά τα πανέρια από παραγάδια. Τα είχε κρατήσει η θάλασσα. Μπλέξαν στον πάτο της, μες στους βράχους, κι έμειναν πια εκεί να ησυχάσουν.

Η φαμίλια χρεώθηκε για ν’ αγοράσει καινούργια αγκίστρια και καινούργιο σπάγγο. Το χρέος αυτό τους έπνιξε. Για να ξεπληρωθεί ήθελε μεγάλες χειρονομίες. Μονά ‑ ζυγά.

Το άσπρο κεφάλι του γέρου ψαρά κουνήθηκε ακόμα λίγες φορές με πείσμα, αρνητικά. Ύστερα οι κινήσεις γίνανε πιο μαλακές και πιο ανάριες, τα ξαγρυπνισμένα μάτια του συνήθιζαν στην απόφαση. Δεν το είπε παστρικά το ναι. Χτύπησε μόνο αλαφρά το γιο του στην πλάτη με τρεμουλιαστό χέρι, χωρίς να τον βλέπει καταπρόσωπο.

Ο νέος ψαράς αιστάνθηκε τότε το αίμα μες στις φλέβες του πιο ζεστό, και το μούτρο του πήρε ξαφνική σοβαρότητα. Ήταν ένα παλικάρι ίσαμε εικοσιπέντε χρονώ, μ’ ένα χέρι. Το άλλο ήταν κομμένο απ’ τον καρπό, μα ήταν σα να μην του έλειπε. Έκανε τις δουλειές του περίφημα.

Αυτή η ιστορία του χεριού έγινε πριν από δέκα χρόνια:

Στον πρώτο ευρωπαϊκό πόλεμο οι Εγγλέζοι είχαν πάρει καμιά κατοστή ανθρώπους και τους βάλαν πάνου σ’ ένα άλλο ξερονήσι, στο Γυμνό, όξω απ’ τον κόρφο του Αϊβαλιού. Αν μιλάς στην Ανατολή ακούγεσαι στο Γυμνό, τόσο είναι κοντά. Με το αντάρτικο τούτο σώμα ο Εγγλέζος ήθελε νάχει ένα μάτι μπροστά στα μούτρα της Τουρκιάς. Διάλεξαν τους άντρες έναν ‑ ένα, ανάμεσα στα παλικάρια του Αϊβαλιού που είχαν πάει πρόσφυγες στη Λέσβο. Αυτό που τους γυρέψαν, το να μένουν στο Γυμνό, ήταν μια απίθανη περιφρόνηση προς το θάνατο. Και μονάχα αυτοί ήταν σε θέση να το κάνουν. Ήταν οι τελευταίοι από μια δυνατή ράτσα που έσβησε μαζί τους. Όλη τη ζωή τους την περνούσαν κάνοντας κοντραμπάντο, πίνοντας κρασί και σκοτώνοντας για το τίποτα αν τους πείραζες στο φιλότιμο, αν πρόσβελνες το φίλο τους. Στα φερσίματά τους είχαν έναν αγέρα περήφανο και ντροπαλό μαζί, και πάνω στο πιοτό τους ήταν βαριοί και αμίλητοι, σα να γινόταν λειτουργία. Άμα σηκώνονταν να χορέψουν, τα νταούλια χτυπούσαν βαριά και αυστηρά, και οι κινήσεις του χορού ήταν το ίδιο αυστηρές και ελάχιστες, που επαναλαμβάνονταν στον ίδιο ρυθμό, μ’ ένα τυπικό θρησκευτικής τελετής. Όλα έπρεπε να υποταχθούν στο τυπικό τούτο, και η προσωπικότητα του ανθρώπου να δαμαστεί μες στην παράδοση. Ήταν φανερό πως σ’ αυτούς τους ανθρώπους με το αψύ αίμα, που άναβαν με το τίποτα, τούτο το τυπικό του χορού ήταν ξαλάφρωμα καρδιάς, η ίδια βαθιά ανάγκη που δοκιμάζει κάθε άνθρωπος να χαθεί μια στιγμή και να σβήσει σαν άτομο μες στη συνείδηση του πλήθους.

Στο Γυμνό, εξόν απ’ τ’ άρματά τους, δεν είχαν καμιάν άλλη προστασία απ’ τη μεριά της θάλασσας. Ένα μικρό μονάχα συμμαχικό καράβι ερχόταν κάθε δέκα μέρες, τους άφηνε την τροφοδοσία τους κι έφευγε. Οι αντάρτες μέναν πάλι μονάχοι να κοιτάζουν τις στεριές της Ανατολής που τις ξέραν σπιθαμή με σπιθαμή, και λέγαν πικραμένα τραγούδια της ξενιτιάς. Αν ο καιρός ήταν μπουνάτσα, ξεχώριζαν καθαρά τους σκοπούς στην αντικρινή στεριά. Ρίχναν τότε μια ντουφεκιά στον αγέρα για να πάρουν εκεί είδηση, κι από κει αποκρίνονταν με τον ίδιο τρόπο στο χαιρετισμό. Τη νύχτα άκουγαν τα τραγούδια τους. Προπάντων ένας Τούρκος άμα τραγουδούσε, όλος ο τόπος γέμιζε Ανατολή. Οι αντάρτες του Γυμνού μαζεύονταν τότε στο φρύδι του νησιού και σωπαίναν ακούγοντας τον άνθρωπο απ’ την άλλη στεριά που τραγουδούσε.

Μια χειμωνιάτικη νύχτα έβρεχε. Το πρωί της ίδιας μέρας είχε έρθει το συμμαχικό καράβι στο Γυμνό κι έφερε στους αντάρτες καπνό και κρασί. Ήπιαν. Ήπιαν. Αργά τη νύχτα είχαν γίνει όλοι στουπί. Μήτε οι σκοποί δεν είχαν φυλαχτεί. Οι Τούρκοι κάμαν απόβαση στο Γυμνό, με μαούνες, από τρεις μεριές. Οι μισοκοιμισμένοι σκοποί το πήραν είδηση όταν πια ήταν πολύ αργά. Κείνη τη νύχτα, ως την αυγή, χαθήκαν όλοι τούτοι οι άντρες, μεθυσμένοι, μουγκρίζοντας φριχτά και παλεύοντας στα σκοτεινά πριν ξεψυχίσουν.

Όταν ύστερα από κάμποσες μέρες το συμμαχικό καράβι πήγε πάλι στο Γυμνό, τα πτώματά τους βρωμούσαν από μακριά, τυλιγμένα στη λάσπη και στο αίμα. Μονάχα ένα αμούστακο παλικαράκι δεκαπέντε χρονώ, που το είχε μαζί του ένας από τους αντάρτες, θειος του, αυτό μονάχα είχε καταφέρει να τρυπώσει σε μια σπηλιά, λαβωμένο στο χέρι από σφαίρα. Το βρήκαν αποκαμωμένο, κίτρινο και αλλοσούσουμο από τον τρόμο, να σπαράζει μες στα πτώματα.

Αυτό το παλικαράκι ήταν ο νέος ψαράς, ο Πέτρος, ο επιλεγόμενος Νυχτερίδα. Του κόψαν το χέρι γιατί είχε σαπίσει. Με το κομμένο χέρι και με την ιστορία του έγινε ξακουστός σ’ όλο το νησί. Δεν απόμεινε άνθρωπος που να μην έρθει ν’ ακούσει απ’ το στόμα του το τέλος του Γυμνού. Το παλικαράκι έδειχνε το κομμένο χέρι του κι έλεγε τα καθέκαστα, τη μικρή του ιστορία, ίδια, στερεότυπη, χωρίς πια αποχρώσεις, επειδή την είχε μάθει απόξω. Από τότε η ζωή του γέμισε με το αδιάκοπο ξαναμάσημα της τρομερής σκηνής, γέμισε απ’ το Γυμνό, τους αντάρτες, τις μαούνες που τους ριχτήκαν, το αίμα, το παιχνίδι του πολέμου και του θανάτου.

Ένας περίφημος σταμπαδόρος έβαλε όλη την τέχνη του για να χτυπήσει στα στήθια του νέου ψαρά το καλύτερό του σχέδιο με μπαρούτι και με λιβάνι. Ήταν μια φοβερή συμβολική σύνθεση: Ένα δέντρο∙ κάτου απ’ τα κλαδιά του ένα λιοντάρι. Τυλιγμένο πολλά κάτια στο σώμα του λιονταριού ένα φίδι. Το λιοντάρι, με το τρομερό σφίξιμο του ερπετού, είχε γονατίσει κι έστεκε με το κεφάλι του τιναγμένο ψηλά. Ένα δεύτερο φίδι, πιο χοντρό, πρόβελνε απ’ την άλλη μεριά. Ήταν σωστό θεριό: τύλιγε δυο κάτια όλο τον κορμό του νέου ψαρά, η ουρά του χωνόταν στον αφαλό του, και το κεφάλι του κοίταζε το γονατισμένο λιοντάρι με ανοιχτό στόμα σα να του είχαν χώσει μια μπάλα στο λαρύγγι. Πλάι στα φύλλα του δέντρου, στη γωνιά, έστεκε μια νυχτερίδα, και πλάι της ήταν ένα μισοφέγγαρο.

Το πιο παράξενο σ’ όλη τη σύνθεση ήταν η νυχτερίδα. Γι’ αυτό, από τότε, το νέο ψαρά τον βγάλανε: Η Νυχτερίδα. Στην αρχή πειράχτηκε, ύστερα το συνήθισε, όπως συνήθισε και τα φίδια και τα λιοντάρια που τον ζώναν. Βλέπονταν κάθε μέρα. Μια γοργόνα, ακόμα, του χαμογελούσε, χτυπημένη στο γερό μπράτσο του. Όλα αυτά, – τα φίδια, το γονατισμένο λιοντάρι, η νυχτερίδα, η γοργόνα, το αίμα του Γυμνού, – ήταν μια μικρή καρδιά, ήταν ένα κομμάτι λάσπη, όλα μαζί, που είχε ξεραθεί και δεν ήταν τρόπος να το μαλάξεις.

Το πρώτο ταξίδι της Νυχτερίδας για το Λιος, το «ταξίδι μονά ‑ ζυγά», έγινε με κάθε επισημότητα. Αποβραδίς, όλη η φαμίλια μαζεύτηκε νωρίς την ώρα του φαγιού στο χαμηλό τραπέζι: Οι γονιοί, οι δύο κόρες, ο μικρός γιος κι η Νυχτερίδα. Τρώγανε με σκυμμένο κεφάλι, σιωπηλά. Σαν τέλειωσαν έγινε μικρή κίνηση, σήκωσαν το τραπέζι. Ύστερα πάλι βουβάθηκαν.

Η Νυχτερίδα δεν το βάσταξε:

— Μωρέ, βουβαμάρα σας έπιασε ολουνούς! φώναξε χολωμένος. Ε! Και τι είναι, μαθές;

Πραγματικά, δεν καταλάβαινε να φοβάται. Όμως αν δε φοβόταν μην πάθει ο ίδιος τίποτα, ήξερε καλά τι θάταν για τη φαμίλια τους αν τους πιάναν τη βάρκα. Ένιωθε την τρομερή ευθύνη να κάθεται σα βαριά καδένα πάνου στην καρδιά του. Και αντίς να τον βοηθήσουν, απόψε, να πάρει αγέρα, όλοι τους σωπαίναν σα να είχαν μπροστά τους λείψανο!

Πειράχτηκε.

— Θα πλαγιάσω, είπε στη μητέρα του. Στρώσε μου!

Σε λίγο είχαν πλαγιάσει κι όλοι οι άλλοι, στη γραμμή. Στα σκοτεινά η σιωπή έγινε πιο βαθιά. Πέρασε καμιά ώρα. Κατά το μέρος του μπαρμπα ‑ Αντρέα κάτι σάλευε.

— Ε, γέρο! φωνάζει σιγανά η Νυχτερίδα, για να δει αν κάθεται.

Του αποκρίθηκε μονομιάς στον ίδιο τόνο:

— Ε!

—Κάθεσαι;

— Κάθουμαι.

Πάλι σώπασαν για να κοιμηθούν.

Κατά τα μεσάνυχτα, η Νυχτερίδα έπρεπε να ξυπνήσει για το ταξίδι. Ο γέρος δεν είχε κλείσει μάτι. Σηκώθηκε και πήγε προς το μέρος του γιου του. Μα πριν φτάξει κοντά του, ο νέος ψαράς σηκώθηκε.

— Δεν κοιμήθηκες; ρωτά με απορία ο μπαρμπα ‑ Αντρέας.

Τον βεβαίωσε επίμονα:

— Ναι! Ναι! Κοιμήθηκα!

Όλη η φαμίλια ήταν στο πόδι, κι όλοι τον κοιτάζαν μες στα μάτια. Η Νυχτερίδακατάλαβε: Του έδιναν κουράγιο. Κατέβασε τα μούτρα, έκαμε ένα κίνημα του χεριού σαν αποχαιρετιστήριο, και βγήκε στη νύχτα.

Σαλπάρισαν.

Το νυχτερινό αγέρι χτύπησε το κορμί, το φρεσκάρισε, έχυσε δροσιά μες στην καρδιά. Η Νυχτερίδα αιστάνθηκε να είναι πιο καλά, – ο κλειστός χώρος αντηχεί και πολλαπλασιάζει τις σκέψεις. Άρχισε να σφυρίζει. Όμως το αγέρι ήταν αλαφρό, οι σκέψεις πάλι ξαναγύριζαν. Για μια στιγμή το σφύριγμα γινόταν ασθματικό, κομμένο∙ ο ψαράς τότε έχανε, ξαφνικά, το σκοπό που ωστόσο του ήταν πολύ γνώριμος, πάλευε να τον ξαναπιάσει. Αυτή η προσπάθεια, να ξανάρθει ο σκοπός που τόσκασε, έκανε να φεύγουν για λίγο οι ταραγμένες σκέψεις που τριγύριζαν παρέα με τα σφυρίγματα.

Πραγματικά, δε φοβόταν. Ήταν κάτι άλλο παράξενο που δοκίμαζε, ένα αίσθημα που τον τάραζε ολάκερο. Και ήταν τόσο δυνατό αυτό, που δεν τον άφηνε να κάθεται ήσυχος στο δοιάκι, σαν να πατούσε σε φωτιά: Απ’ τον καιρό του Γυμνού ήταν η πρώτη φορά, τώρα, που θα μπορούσε να συναπαντηθεί με Τούρκο, με τον εχτρό των παιδικών του χρόνων, τώρα που πήγαινε στα χώματά του. Όταν με το τέλος του πολέμου, στα 1919, οι Μικρασιάτες γυρίσαν στην Ανατολή, η Νυχτερίδα δε βρήκε τότε μήτε ένα Τούρκο στην πατρίδα του. Είχαν φύγει. Ύστερα, στην καταστροφή του 1922, η Νυχτερίδα είχε μπαρκάρει για τη Μυτιλήνη πριν φτάξουν οι Τούρκοι στο Αϊβαλή. Γι’ αυτό, τώρα που θα πατούσε τούρκικο χώμα, έρχονταν μπροστά του όλα: Το Γυμνό, η απόβαση, η σκοτεινή νύχτα που τους σφάξαν, το κομμένο χέρι, οι στάμπες, το ξεπάτρισμα, το αίμα των χριστιανών, η τρομερή ευθύνη αντίκρυ στη φαμίλια του. Όλα γίνονταν παράξενος ήχος, ένα σφύριγμα που έκαιγε.

Οι δυο βάρκες, – η μια με τ’ αδέρφια τους Φωτιάδες, που πήγαινε ταχτικά στο Λιος, κι η άλλη με τη Νυχτερίδα, – ταξίδευαν κοντά ‑ κοντά. Ίσαμε είκοσι μέτρα. Ο νέος ψαράς άκουσε στην πλαϊνή βάρκα να τραγουδούνε. Πίσω του, το αυλάκι που άφηνε το τιμόνι στη θάλασσα έτρεμε, ώσπου τα κύματα να σκεπάσουν τα πράσινα μάτια από φώσφορο που σβούσαν.

— Ε, Νυχτερίδα! του φώναξε απ’ την πλαϊνή βάρκα ο Δημητρός, παρατώντας το τραγούδι. Φοβάσαι;

Το σφύριγμα σταμάτησε.

— Εγώ, ρε Δημητρό, να φοβάμαι; Γιατί;

— Έτσι, ρώτησα!

— Α!

Τότε ξαφνικά το θυμήθηκε. Ύστερα από τόσα χρόνια! Πήρε τα μάτια του απ’ τη θάλασσα, να μην τη βλέπει. Τάριξε μες στο αμπάρι σα σαβούρα. Θυμήθηκε:

Όταν έγινε η καταστροφή της Ανατολής, στα 1922, φεύγοντας η Νυχτερίδα με τη φαμίλια τους ξεμπαρκάρανε στο Πλωμάρι. Τα βαπόρια ξεφορτώναν κάθε μέρα στο νησί, σε κακά χάλια, επαναστατημένο στρατό που ό,τι είχε γλιτώσει απ’ την κόλαση της συμφοράς. Κι άλλα βαπόρια, με αμερικάνικες σημαίες, σκορπούσαν στα λιμάνια, σα σάπιο εμπόρευμα, τις γυναίκες και τα παιδιά που φέρναν απ’ την Ανατολή.

Στο Πλωμάρι βρέθηκαν τρεις Τούρκοι, ντόπιοι. Μόλις οι δικοί μας, οι αλαλιασμένοι, τους πήραν είδηση, έγινε χαλασμός ίσαμε να τους ξεπαστρέψουν. Τους βάλαν μπρος με τα κοντάκια των ντουφεκιών τους και τους φέραν στη μεγάλη σκάλα του μουράγιου. Στη μύτη της σκάλας, ήταν στερεωμένη μια σανίδα. Σκούντησαν τον πρώτο Τούρκο να βγει στην άκρη της σανίδας. Από κάτω η θάλασσα ήταν τέσσερα μέτρα βάθος. Ο φουκαράς ο Τούρκος, στεριανός σαραντάρης, δεν είχε βάλει ποτέ στη ζωή του το ποδάρι στη θάλασσα. Οι δικοί μας τον σημαδέψαν με τα ντουφέκια για να τον φοβερίσουν. Ο κόσμος που είχε πλημμυρίσει το κατάγιαλο έμπηξε ενθουσιαστικές κραυγές. Ήταν ένα έξαλλο πλήθος, κουνούσε τα χέρια λυσσασμένο και ούρλιαζε. Παρακινούσαν τον Τούρκο να πέσει:

«Άι! Άι! Άιντε, παλιόσκυλο! Α! α! α! α!»

Ο Τούρκος είχε σαστίσει. Οι κραυγές του πλήθους τον σπρώχναν, παχύ στρώμα ύλη που ερχόταν κύματα κύματα. Οι μπούκες των ντουφεκιών γυρισμένες απάνω του. «Άιντε! Άιντε!». Πάτησε στη σανίδα, ένα βήμα, δυο. Παραπάτησε, το ένα ποδάρι έγραψε δυο κινήσεις ασυνάρτητες, έπεσε στη θάλασσα ανάσκελος, σε μια αστεία στάση.

Το πλήθος ανάσαινε λαχανιασμένο απ’ τη χαρά και την αγωνία. Οι δυο άλλοι Τούρκοι βλέπαν. Ήρθε η σειρά τους. Τον ένα τον σπρώξαν γιατί δεν έπεφτε, μονάχα παρακαλούσε. Ο τελευταίος όμως ήξερε κι έπλεε. Μόλις έπεσε στη θάλασσα άρχισε να χτυπά απελπισμένα το νερό για να φτάξει στη σκάλα. Το πλήθος έτρεξε. Ένας έκαμε την αρχή κι έριξε μια πέτρα. Όλα τα χέρια τότες άρχισαν να πετροβολούν σα να παράβγαιναν. Ο μελλοθάνατος πάλευε με αγκρηλωμένα μάτια. Κατάπινε θάλασσα. Η Νυχτερίδα είχε βρει μια μεγάλη πέτρα, τη ζύγιασε και την έριξε με δύναμη στο βρεμένο μούτρο που σπάραζε από απελπισία. Βγήκε λίγο αίμα, μα το ρούφηξε γρήγορα η θάλασσα, – να μη φαίνεται λερή.

.   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .   .

— Ε, Νυχτερίδα! άκουσε να του φωνάζουν απ’ την πλαϊνή βάρκα. Φοβάσαι;

— Εγώ, ρε Δημητρό; Γιατί; είπε.

Φτάξαν στο Λιος, ρίξαν τα παραγάδια και τα δίχτυα κι άραξαν πίσω από ένα μικρό κάβο που ήταν σαν κρυψώνας.

— Ιχ και νάσαι καλοπόδαρος, να μας πιάσουν! είπε ο ένας αδερφός απ’ την άλλη βάρκα.

Ο νέος ψαράς, πλημμυρισμένος απ’ την ταραχή, έκανε μεγάλη προσπάθεια για να μη χάσει το θάρρος του, την τελευταία στιγμή, σα γυναίκα.

— Ωχ, αδερφέ! είπε. Κι ύστερα;

Ύστερα, το Λιος αλάφρωσε από κάμποσες πανεριές ψάρι. Το μάτι της Νυχτερίδαςγέμισε, πλημμύρισε. Πέντε φορές τέτοια τύχη κι έσβησε το χρέος!

Ετοιμάζονταν να φύγουν. Η βάρκα των δύο αδερφιών σήκωσε πρώτη τα πανιά. Τότε η μικρή ιστορία γράφτηκε πολύ γρήγορα: Ώσπου να το καλοκαταλάβει, η Νυχτερίδα είχε πιαστεί στη φάκα. Οι Τούρκοι ξεμπρόβαλαν απ’ την ανατολική μεριά του κάβου και του φράξαν το δρόμο:

— Ντουρ! Αλτ!

Η βάρκα των δυο αδερφιών είχε προλάβει. Ήταν ίσαμε διακόσια μέτρα αλάργα. Δεν την κυνήγησαν.

Το τούρκικο δεν ήταν περιπολικό. Ήταν μια ψαράδικη βάρκα, και μέσα ήταν, μαζί με τους ψαράδες, ένας μονάχα στρατιώτης που τον είχαν στείλει να ρίξει μια ματιά κατά το Λιος.

Βγήκαν όλοι στη στεριά.

Οι τούρκοι ψαράδες ήταν κρητικοί πρόσφυγες. Η Νυχτερίδα αναθάρρεψε σαν άκουσε να του μιλούν ρωμαίικα. Μα την ίδια στιγμή θυμήθηκε αυτό που είχε ακουστά, πως οι Κρητικοί είναι οι πιο φανατισμένοι απ’ όλο το μιλλέτ. Γύρισε στο στρατιώτη. Αυτός φαινόταν πολύ θυμωμένος, άγριος. Φώναζε, βλαστημούσε και χτυπούσε τον ήσυχο αγέρα του Λιος, μοναδικός άρχοντας καταπώς ήταν την ώρα κείνη πάνου σ’ όλο το γυμνό νησί.

— Και ποιος σας φταίει; λέγανε στο χριστιανό οι κρητικοί ψαράδες. Εσείς, αδερφάτσι μου, πάτε να βγάλετε τα μάτια με τα ίδια σας τα χέρια. Τσ’ εμείς δε θα τάχουμε, βέβαια, δεμένα! Άιντε, τώρα, τραβάτε τα!

Η Νυχτερίδα συνέφερε γρήγορα. Θα μπορούσε μάλιστα να περηφανευτεί πως η κρίσιμη ώρα τον βρήκε έτοιμο, με σκληρή καρδιά, ή, τουλάχιστο, με καρδιά που έκανε ό,τι μπορούσε για να γίνει σκληρή, να μη χτυπά. Γι’ αυτό δεν του έρχονταν τα λόγια. Να τους πει παρακαλετά πως ήταν τα παραγάδια που μείναν στη θάλασσα, το χρέος, ένα άσπρο κεφάλι, μια φαμίλια που περίμενε – δεν του ερχόταν. Απαντούσε στις ερωτήσεις τους κοφτά, ξερά, με περηφάνια.

— Είχαμε ανάγκη, είπε μονάχα, με χαμηλωμένο πρόσωπο.

Κάθισαν στην ακρογιαλιά. Ήταν ένα γαλάζιο ήσυχο πρωί. Το πέλαγο μπροστά τους κατρακυλούσε γυαλιστερά κύματα. Ο στρατιώτης έβγαλε και τύλιξε τσιγάρο. Ύστερα έδωσε την καπνοσακούλα του και στους κρητικούς ψαράδες. Δίστασε λίγο, – την έδωσε και στον αιχμάλωτο να κάνει τσιγάρο.

— Ε! Κάνε κι εσύ, του λέει με πόζα, συγκαταβατικά.

Η Νυχτερίδα κοντοστάθηκε. Ο στρατιώτης τότε μόλις το προσέχει πως το ένα χέρι του αιχμαλώτου είναι κομμένο.

— Ουλάν, σακάτης είσαι;

Η Νυχτερίδα παίρνει την καπνοσακούλα και γνέφει καταφατικά.

Ο στρατιώτης τον κοιτάζει με υποψία.

— Είναι απ’ τον πόλεμο;

— Ναι, απ’ τον πόλεμο.

— Δικοί μας;

— Δικοί σας.

— Α, έτσι! βιάζεται να χαρεί ο Τούρκος. Ποιος σας έφταιγε; Καλά να πάθετε! Γουρούνια!

Η Νυχτερίδα τού γυρίζει την καπνοσακούλα, χωρίς να την ανοίξει.

— Α! Δε μπορείς να στρίψεις τσιγάρο με το ένα χέρι; λέει με μαλακότερη φωνή. Τύλιξέ του εσύ! κάνει σ’ έναν Κρητικό.

Του τύλιξαν τσιγάρο. Για λίγο πάψαν να μιλούν, φουμέρνοντας. Το αγέρι έπαιρνε τον καπνό, τον σκορπούσε, τον έκανε γαλάζιον αιθέρα. Ο στρατιώτης τότε το θυμήθηκε: Ο αιχμάλωτος τού μιλούσε τούρκικα. Πού τα έμαθε τα τούρκικα;

— Είμαι Ανατολίτης, του αποκρίνεται ο χριστιανός.

—Άλλη φορά ήρθες καταδώ; Ξέρεις το μέρος;

— Είμαι από τούτα τα μέρη, Αϊβαλιώτης.

— Α, είμαστε και στα λημέρια σας! συμπεραίνει ο στρατιώτης σα να έμπαινε σε κανένα νόημα σπουδαίο.

Ένα δελφίνι περνούσε ανοιχτά απ’ το Λιος, ίσαμε μισό μίλι. Έβγαζε, μια, τη ράχη του όξω απ’ τη θάλασσα, πάλι βουτούσε στον ίδιο ρυθμό, στο ίδιο διάστημα, ολωσδιόλου αδιάφορα, αναπόφευχτα, σχεδόν τυπικά.

Η κουβέντα γύρισε. Ο στρατιώτης είπε στους κρητικούς ψαράδες να μιλάνε κι εκείνοι τούρκικα για να καταλαβαίνει κι αυτός.

— Ε! Πώς τα περνάτε με τον Έλληνα; ρώτησαν τον αιχμάλωτο οι ψαράδες.

— Πρόσφυγες είμαστε, ζούμε δύσκολα, είπε.

— Κι όμως εμείς ήμαστε πολύ καλά, κάτου στο νησί, πριν απ’ τον πόλεμο, λέει ο Κρητικός.

— Κι εμείς, θαρρείς, δεν ήμαστε καλά στον τόπο μας πριν απ’ τον πόλεμο;

Οι Κρητικοί άνοιξαν τότε τρικούβερτη κουβέντα για τη στρωτή ζωή που ήταν κει κάτου, στο νησί, πριν φύγουν με την ανταλλαγή των πληθυσμών, πριν απ’ τον πόλεμο. Οι ελιές ήταν έτσι, τα δέντρα ήταν έτσι, η θάλασσα ήταν έτσι, οι άνθρωποι ήταν έτσι. Θυμήθηκαν ακόμα πως ένας χριστιανός είχε κάμει στο χωριό το τζαμί τους, επειδή όλοι οι ντόπιοι Τούρκοι ήταν φουκαράδες και δεν είχαν τον τρόπο να σπιτώσουν τον προφήτη τους.

Η πρωινή δροσιά έφευγε, ο ήλιος καθάριζε τα σχήματα, το φως. Στην ξερή γωνιά του Λιος, όπου είχαν διπλοκαθίσει τούτοι οι άνθρωποι, η κουβέντα, από σκληρή και πικρή που άρχισε, σιγά ‑ σιγά ξέχασε, έπιασε να στρώνει. Οι ψαράδες απ’ την Κρήτη ήταν περασμένοι στα χρόνια, είχαν πια κάνει τα τρία κάρτα της ζωής τους. Ήταν μια ζωή στρωτή, ήσυχη, χωρίς τινάγματα, και μ’ όλον που τώρα, για τα στερνά τους, απόμειναν σκληρές μέρες, η καρδιά τους ήταν ακόμα γεμάτη, ήταν διαμορφωμένη απ’ τις καλές μέρες, – τα κάρτα.

— Ναι, ναι, συμπέρανε ο ένας τους. Τούτες οι τιμωρίες, που πέσαν και σ’ εσάς και σ’ εμάς, δε μπορεί νάναι από θέλημα θεού. Ο σεïτάν είναι στη μέση!

— Δε μπορεί να γίνει τίποτα αν δε το θέλει ο Προφήτης, ουλάν! αντιμίλησε δογματικά ο στρατιώτης.

— Σωστό! Σωστό! Μα πες μου, έγινε άλλη φορά τέτοιο ανακάτωμα σ’ όλον το ντουνιά; Αυτό δε θα πει πως στη μέση είναι ο διάολος;

Ο στρατιώτης ήταν ένας απλοϊκός χωριάτης, αγαθός, σκέτος Ανατολίτης. Από κείνα τα αγαθά βόδια που ό,τι καταλαβαίνουν απ’ τη ζωή είναι μοναχά πως ο ήλιος βγαίνει κάθε πρωί, πως λάιν λουλ Αλάχ και πως μακριά από τούτη τη χώρα του νερού, εκεί κατά το Ντιαρμπεκήρ, είναι ένα καλύβι, μια γυναίκα και δυο παιδιά που περιμένουν.

— «Ο κόσμος είναι ένα τσέρκι, χαρά σ’ εκείνον που θα το γυρίσει», απαντά μ’ ένα γνωμικό του τουρκικού λαού.

Ο ψαράς απ’ την Κρήτη, ο ζάβαλος, είχε κι αυτός ένα παλιοτσέρκι στο νησί του, χάρβαλο, ωστόσο το γύριζε μια από δω, μια από κει, τελοσπάντων όσο του ερχόταν βολικά. Τώρα; Ε, τώρα κάθουνται άλλοι με την ησυχία τους και του μιλούν για τσέρκια…

— Αδερφέ μου, λέει πικρά στο στρατιώτη, εσύ φαίνεσαι σα να ήρθες με άλλη βαποριά στον κόσμο, εδώ κάτου. Σίγουρα, δε θάχεις τίποτα να θυμάσαι.

Ο στρατιώτης γυρνά απότομα και τον κοιτάζει καταπρόσωπο.

— Αυτό πού το ξέρεις, ουλάν, εσύ;

— Χμ! Το βλέπω, αδερφέ! Τούτος ο γκιαούρης έχει μπροστά του το κομμένο χέρι του, κι εδώ που τον έπιασες είναι ο τόπος του. Κι εμείς, καταπώς το βλέπεις, ήρθαμε από ένα νησί και δε μπορούμε να το ξεχάσουμε. Εσύ όμως…

Ο στρατιώτης κάνει πιο αραιή τη φωνή του. Σα να τη δίνει με δόσεις, ήσυχα, ταπεινά.

— Έτσι λοιπόν, θαρρείς; Θαρρείς εγώ δε θάθελα να είμαι στον τόπο μου, ουλάν, και δεν έχω τίποτα να θυμάμαι, ε; Για μπας και δεν έχω εγώ φαμίλια…

Αλήθεια! Πώς σε τόσο μεγάλη ηλικία, φαμελίτης, ήταν στρατιώτης;

Ναι, το είχε σκάσει στον καιρό του πολέμου. Έκανε, τότε, μια ζωή σκυλίσια. Τους κυνηγούσαν, κι όσους πιάναν τους κρεμάζαν για να τρομάζουν οι άλλοι. Μα ήταν τόσο βάσανο να πας στρατιώτης τότε, – χωρίς να σου δίνουν μήτε να ντυθείς, μήτε να φας, – που πολλοί είχαν καλύτερα να ζούνε κινδυνεύοντας να τους κρεμάσουν παρά να παν στο στρατό. Τώρα που τέλειωσε ο πόλεμος και κατέβηκαν οι λιποτάχτες κι οι ανυπόταχτοι απ’ τα βουνά, άνοιξαν τα παλιά τεφτέρια, του χάρισαν τη ζωή, μα τον στείλαν να κάνει τη θητεία του. Ήταν η πιο μικρή τιμωρία. Έτσι τ’ άφησε πάλι, κει κάτου, το καλύβι, τη γυναίκα και τα μωρά, τώρα που είναι τόσο δύσκολα να ζήσεις…

Σιγά ‑ σιγά, ο κυρίαρχος χαμήλωσε τη φωνή, χαμήλωσε τα φρύδια. Μες στην πίκρα του είχε ξεχάσει ολότελα πως μπροστά του ήταν και τον άκουγε κι ένας χριστιανός. Μονάχα το πως κει κάτου, στο Ντιαρμπεκήρ, είναι ένα καλύβι…

Μα η Νυχτερίδα έμενε αδιάφορος για όλα αυτά και ασυγκίνητος. Για να φτάξει κει που ήταν σήμερα είχε γίνει στη μικρή ζωή του τρομερή προετοιμασία. Δε βγαίνουν εύκολα τα αίματα του Γυμνού. Το κομμένο χέρι ακουμπούσε πάνου στο στήθος, ίσια κάτου απ’ τα μάτια∙ στο Πλωμάρι, ένα κεφάλι βουτούσε ξεφρενιασμένο στη θάλασσα κι άνοιγε τα μάτια. Αίμα! Αίμα!

Φούμερνε και σώπαινε. Όλοι σώπαιναν.

— Ε! Το ξέρετε πως πρέπει να φεύγουμε; λέει κάποτε ο ένας Κρητικός. Έχουμε και δουλειά στα Μοσχονήσια!

Ο στρατιώτης τίναξε το κεφάλι του, συνεφέρνοντας.

— Σωστά! Πρέπει να φεύγουμε!

— Λοιπόν, αλέστα!

Η Νυχτερίδα τώρα πια καταλαβαίνει να χτυπά δυνατά η καρδιά του. Η μεγάλη ώρα ήρθε: «Σβήσαμε, γιε μου!».

Ο στρατιώτης τον κοιτάζει με προσοχή και του γνέφει:

— Πάμε!

Σηκώνεται. Όμως οι ψαράδες της Κρήτης δε σαλεύουν. Ο ένας ξύνει το κεφάλι του, σα να θέλει κάτι να πει, το συλλογίζεται. Η ατμόσφαιρα απ’ την κουβέντα είναι ακόμα θερμή και φιλική. Τέλος, ο Κρητικός φάνηκε πως το πήρε απόφαση.

— Εμ  σερί, λέει στο στρατιώτη. Εμ – σερί

Κόβεται. Ο στρατιώτης κάνει, αδιάφορος, ένα ‑ δυο βήματα στον τόπο, να ξεμουδιάσει.

— Τι είναι;

— Εμ  σερί…, κάνει παίρνοντας θάρρος ο τούρκος ψαράς. Φουκαράς είναι, σακάτης είναι… Τι λες;

Τι; Α, όχι! Όχι! Αυτός είναι στρατιώτης, πρέπει να κάμει το χρέος του. Είναι ο κυρίαρχος. Κουνά το κεφάλι του αρνητικά:

— Όχι! Καταλαβαίνω τι πας να πεις, σύντροφε. Μα όχι, δε γίνεται!

— Τίποτα δε χάνει κανείς απ’ το Θεό, λέει παρακαλετά ο Κρητικός. Θα δεις καλή πατρίδα, αδερφέ μου. Άσ’ τον!

Ο στρατιώτης επιμένει ακόμα.

— Όχι!

Όχι. Μα κάπου, κει κατά το Ντιαρμπεκήρ, είναι μια μικρή καλύβα…

Η Νυχτερίδα έστεκε ολότελα χαμένος. Ό,τι γινόταν ήταν απίστευτο.

— Ναι, ναι έλεγε ο Κρητικός, ενώ πλησίαζε τον αιχμάλωτο και τον έσπρωχνε να φύγει, κοιτάζοντας κατάματα το στρατιώτη σα να βυθομετρούσε το παιχνίδι που γινόταν στην καρδιά του.

Ο κυρίαρχος κοιτάζει από ένστιχτο, γύρω του, μπας κι είναι κανείς και βλέπει. Ερημιά! Στέκεται ακίνητος μια στιγμή. Ακίνητος. Ύστερα παίρνει βαθιά ανάσα, – «το Ντιαρμπεκήρ! το Ντιαρμπεκήρ!» – κάνει μισή στροφή, και τινάζει κάτου με δύναμη το χέρι του.

— Άι σιχτίρ! μουγκρίζει θέλοντας να κρύψει την αδυναμία του, επειδή όλοι οι άνθρωποι θέλουν να κρύβουν την αδυναμία τους.

— Φεύγα! Γλήγορα! Γλήγορα! λέει ο Κρητικός στη Νυχτερίδα, σπρώχνοντάς τον δυνατά.

Ολότελα χαμένος, ζαλισμένος, χιμά στη βάρκα του, σηκώνει το μαδέρι και σιέρνει το πανί.

— Ε! του φωνάζει απ’ τη στεριά ο Κρητικός. Κοίταξε, σακάτη, να μην ξαναπατήσεις το ποδάρι σου εδώ! Αλλαά Σημαρλαντίκ!

— Αλλαά Σημαρλαντίκ! φωνάζει με άγρια φωνή κι ο χριστιανός ψαράς.

Το αγεράκι φυσούσε γενναία.

Η Νυχτερίδα, μες στη βουή τη θάλασσας που σπούσε στη βάρκα, ακούει μια ντουφεκιά. Μπας και του ρίχνουν; Όχι, ένας γλάρος, κάπου εκατό μέτρα δεξιά του, έτρεχε πάνου στα μικρά κύματα σα να τα έγλειφε. Με τη ντουφεκιά, τινάζεται λοξά, πολύ λίγο, κάνει να πετάξει ψηλότερα, μα λυγίζει και πέφτει απότομα στο κύμα, χωρίς να ξανασηκωθεί.

Ο στρατιώτης, στη στεριά, κατέβασε το ντουφέκι. Θέλησε να βρει μια δικαιολογία. Γιατί χτύπησε το πουλί; Μα δε μπορεί να δίνει κανείς πάντα απόκριση. Μήτε στον εαυτό του. Αισθάνεται μονάχα να είναι λυπημένος, γεμάτος φούρκα, αναστατωμένος, αυτό ήξερε.

Πρόσεξε για λίγο αφαιρεμένος τον τόπο όπου έπεσε το πουλί, είδε μια στιγμή την άσπρη φτερούγα που έπλεε. Ώσπου χάθηκε στο κύμα.

— Άι σιχτίρ! βλαστήμησε πάλι.

Η Νυχτερίδα ανοίχτηκε στο πέλαγο. Το κύμα χτυπούσε στη μάσκα της ψαροπούλας και τον ράντιζε, μα στο κεφάλι του μέσα όλα ήταν θολά. Έκανε μεγάλη προσπάθεια να τα βάλει τα πράματα στη σειρά. Δεν γινόταν. Η χαρά τον έπνιγε. Ήταν ένα φοβερό κύμα που έσπασε μονομιάς. Πολεμούσε να εξηγήσει. Μα όλη του η ζωή δεν τον άφηνε να δεχτεί μια τέτοια εξήγηση. Το μόνο μέτρο που είχε ήταν ο εαυτός του. Συλλογιζόταν λοιπόν τι θα έκανε αυτός σε μια τέτοια περίσταση, αν ήταν ο κυρίαρχος. Πελάγωνε, δεν έβρισκε άκρη. Το φέρσιμο τούτο, ό,τι έγινε στο Λιος, δεν του ερχόταν μήτε για παλικαριά, μήτε για αδυναμία, μήτε για καλοσύνη, τίποτα. Έμενε ξεκρέμαστο μες στα δακρυσμένα από χαρά μάτια του, που το κοίταζαν με θαυμασμό και απορία.

Το ταξίδι του γυρισμού στη Λέσβο δεν έλεγε να τελειώσει. Οι ώρες ήταν μακριές σα να τις λαστιχέρνανε ξεπίτηδες. Σιγά ‑ σιγά, έτσι που μονολογούσε φωναχτά, χωρίς διακοπή, πάνου σε κείνο που έγινε στο Λιος, ο νέος ψαράς άρχισε να το συνηθίζει. Το έβλεπε με λιγότερη έκπληξη. Ύστερα, οι χαρούμενες φωνές του γίναν πιο αραιές. Ύστερα ακόμα πιο αραιές. Ώσπου, τέλος, κόπηκαν.

Έμεινε συλλογισμένος απάνου στα κύματα του Αιγαίου που ο δυνατός ήλιος τα έκανε να λάμπουν σαν ασήμι.

Όταν αργά, άραξε στη Θερμή, έγινε χαλασμός κυρίου σ’ όλο τον πληθυσμό των ψαροκαλυβιών. Η βάρκα των δυο αδερφιών, που είχε γλιτώσει, είχε φέρει το κακό μήνυμα για τη Νυχτερίδα. Γι’ αυτό τρίβαν όλοι τα μάτια τους σαν τον είδαν να αράζει. Δεν ήξερε με τι λόγια και με ποια σειρά να τους τα πει. Και οι ψαράδες, που τ’ άκουγαν έτσι ανακατεμένα, τον κοιτάζαν γεμάτοι απορία.

Πέρασε ώρα, πούλησε τα ψάρια του, πήγε στο καλύβι τους, βγήκε όξω. Ακόμα δε μπορούσε να κατασταλάξει. Εκεί που το χώνευε, εκεί τιναζόταν ολάκερος. Μα η αντίσταση αυτή ήταν, τώρα πια, σαν τη βαριά ανάσα του ψαριού που σπαράζει στην κουπαστή χωρίς δύναμη, αραιά, για τελευταία φορά.

Πήγε να περπατήσει μονάχος, πέρα κατά την ακρογιαλιά. Εκεί ήταν ένα καφενεδάκι, πολλά νέα ζευγάρια έρχονταν απ’ τη Μυτιλήνη να χαρούν τη θάλασσα και την αγάπη. Κάτω από ένα δέντρο, στη σκιά, είδε δυο νέα παιδιά που φιλιούνταν. Το αγόρι είχε μελαψό πρόσωπο και καστανά μάτια, το κορίτσι ήταν ξανθό και είχε μακριά μαλλιά που πέφταν στους ώμους του. Στο τραπέζι τους περίμενε ένα πιάτο με δυο μεγάλα μπαρμπούνια του Λιος. Έμεναν τα ψάρια, εκεί, έρημα και περίμεναν, το λίγο φως τα τύλιγε, από πάνω τους ήταν ένα αγόρι κι ένα κορίτσι που αγαπιούνταν. Παράξενα που ήταν εκεί, στο γαλήνιο χώρο, ήσυχα, τα ψάρια του Λιος…

Πολύ γαλήνεψε το βράδυ. Και η Νυχτερίδα αιστάνθηκε να ξαλαφρώνει, να δένεται κι αυτός με τη γαλήνη που τον έλουζε. Γύρισε, σφυρίζοντας, στο ψαράδικο καφενεδάκι της Θερμής. Κάτω απ’ τον πλάτανο κάθονταν κάτι νέα παιδιά, πατριωτάκια, που δούλευαν στις τράτες. Χτυπούσαν το μπράτσο του γιου του Χάνου, για να του κάνουν στάμπα. Ένας, ο μάστορης, βαστούσε το ξυλαράκι με τις ψιλές βελόνες, τις βουτούσε στον καπνό του άσπρου αρσενικού λιβανιού, ανακατεμένου με ρακί, κι έξυνε, χτυπώντας το μπράτσο του αγοριού, του Χάνου, πάνω στο σχέδιο που είχε κάνει πριν με μολύβι.

— Γεια ‑ χαρά, Νυχτερίδα!

— Γεια σας! Τι κάνετε, ρε; τους ρώτησε και πλησίασε να δει. Γοργόνες είναι;

— Τούτο που βλέπεις θα γίνει καρδιά, του αποκρίνεται με σοβαρότητα ο σταμπαδόρος. Μονάχα δεν ξέρω τι να βάλω από πάνου της: σταυρό για μαχαίρι…

— Δε βάζεις κανένα γρύλλο, να ταιριάζει! τον πείραξε η Νυχτερίδα.

Κάθισε και παρακολουθούσε με ενδιαφέρον ό,τι γινόταν. Το βράδυ έγερνε, τα φύλλα του πλάτανου σειούνταν σα να τρίβονταν με τον αγέρα ερωτικά. Τα φύκια στέλναν δυνατή μυρουδιά, και ο νέος γιος του Χάνου, όταν ο πόνος γινόταν αβάσταγος, έβαζε φωνή δυνατή και την έπνιγε στη στιγμή, για να μη δείξει πως φοβάται.

— Εσύ αλήθεια, έχεις τίποτα εξόν απ’ τα φίδια και τη νυχτερίδα; ρώτησε ο σταμπαδόρος το νέο ψαρά, επειδή δε θυμόταν.

— Στο μπράτσο, λες;

— Ναι.

— Έχω μια γοργόνα.

— Για να δω!

Η Νυχτερίδα τράβηξε προς τα πάνου το μανίκι του πουκαμισιού του. Ήταν εκεί ένα άγριο, άτεχνο, ανθρώπινο μούτρο, μήτε αρσενικό μήτε θηλυκό, με δυο μολυβιά μάτια σα να ήταν μονάχα κόχες. Από κάτου η φιγούρα τέλειωνε σε ουρά ψαριού.

— Ρε, τούτο είναι σωστό φάντασμα! λέει περιφρονητικά ο σταμπαδόρος. Εμ, όλα τα πράματα θέλουν τη μαστοριά τους, Νυχτερίδα! Να σου χτυπήσω εγώ γοργόνα και να δεις! Σαν τον Στρατάρα, μα το Θεό!

— Τι μας λες! Τον ειρωνεύτηκε η Νυχτερίδα για να τον πικάρει.

— Μα το Θεό! Μα το Θεό, σου λέω! υπερασπιζόταν ο άλλος την αξοσύνη του. Σα δεν πιστεύεις, σα δεν πιστεύεις δοκιμάζουμε!

Η Νυχτερίδα είχε τόσο καλό κέφι, αισθανόταν την ανάγκη να ευχαριστήσει ακόμα και τούτο το παιδί.

— Τι λέτε, ρε; κάνει ερωτηματικά στην παρέα, γελώντας. Θα το χάψουμε;

Οι άλλοι τον παρακινούσαν.

— Άιντε, ντε! Θέλουμε να το δούμε! Να το δούμε!

— Καλά, λέει η Νυχτερίδα κουνώντας με χαμόγελο το κεφάλι του. Έλα!

Έκαμε ν’ ανεβάσει πάλι το μανίκι που σκέπαζε το γερό χέρι του. Στάθηκε λίγο. Μια βιαστική ιδέα, γελαστή, του ήρθε. Όχι. Στο γερό χέρι ήταν που ήταν μια γοργόνα. Αν χτυπούσε στο άλλο χέρι, τώρα, στο κομμένο;

Χαμογέλασε.

Ναι, ναι, σ’ αυτό! Το είχε δεμένο πάντα, σα φασκιωμένο. Έλυσε τα δεσίματα, το ξεγύμνωσε, φάνηκε ένα κομμάτι κρέας, ένα τίποτα, σαν πεθαμένο πράμα∙ εκεί που ήταν η κοψιά, το κρέας έκανε ζαρωματιές ‑ ζαρωματιές σαν τα γερασμένα πρόσωπα.

— Έλα! γνέφει στο νέο παιδί, το μάστορη.

Μα το παιδί έβλεπε έκπληχτο, διστάζοντας.

— Αυτού; λέει δειλά. Στο κομμένο χέρι;

— Ναι. Γιατί;

— Τίποτα.

Σάλιωσε το καλέμι του.

— Λοιπόν; Γοργόνα θα γίνει;

Η Νυχτερίδα συλλογίζεται. Γιατί γοργόνα; Έχει που έχει μια στο άλλο χέρι.

— Για στάσου, ρε. Γιατί γοργόνα; λέει.

— Εγώ θάθελα να γίνει γοργόνα για να δείτε! λέει ο σταμπαδόρος. Μα θα γίνει ό,τι θες εσύ, αδερφέ μου. Σαν τι;

— Ε, να, ξέρω κι εγώ; αναρωτιέται κι η Νυχτερίδα, πασκίζοντας να βρει. Ας γίνει… – α στο διάολο, μπελά που βάλαμε! κάνει χαμογελώντας. Ας γίνει μια μπρατσέρα… Όχι, όχι μπρατσέρα!…

— Ένα ελάφι! πετάχτηκε ένας απ’ την παρέα.

— Α, όχι, είπε πάλι η Νυχτερίδα.

Κι άξαφνα το βρήκε.

— Τίποτα κανένα πουλί, ρε! Μπορείς; Να, θαλασσινοί αφού είμαστε… Ας είναι… ας είναι ένας γλάρος!

Κόμπιασε, έκαμε μικρή προσπάθεια, μα το είπε. Οι άλλοι τον κοίταζαν ξαφνιασμένοι: Τα φίδια, η νυχτερίδα κι ένας γλάρος! Ωχ, αδερφέ!

Χαμήλωσε τα χαροπά μάτια του με ντροπή, σαν κορίτσι, στη γη.

Το αίμα απ’ το χτύπημα με τις βελόνες κατρακυλούσε ως τις ψιλές ζαρωματιές, που έκαναν την κοψιά του χεριού να μοιάζει σα μικρό γερασμένο πρόσωπο. Γινόταν ένας γλάρος, κάτι τέτοιο, λίγες γραμμές χοντρές, χωρίς γούστο, με το αίμα που έτρεχε, με την καπνιά του αρσενικού λιβανιού και με το ρακί. Από δω και πέρα, μαζί με τα φίδια, με τη γοργόνα, με τη νυχτερίδα και με το λιοντάρι, θα είναι κι ένας άλλος φοβισμένος σύντροφος, ένα πουλί. Η Νυχτερίδα – δεν του φαινόταν ο πόνος. Ήταν ευτυχισμένος, δεν ήξερε τίποτα. Σφύριζε.

Πηγή: sarantakos.Wordpress.com

Τα 3 χόμπι που αν τα έχεις….

Τα χόμπι δεν είναι μόνο για να γεμίζουν τον χρόνο σου. Μπορούν να έχουν και ουσιαστικό ρόλο στην ανάπτυξη σου. Υπάρχει ένας κανόνας που υποστηρίζουν πολλοί: Ότι πρέπει να έχεις 3 βασικά χόμπι. Ένα που σου φέρνει χρήματα, ένα που σε κρατά σε φόρμα, και ένα που σε κάνει δημιουργικό. Ιδού μερικά παραδείγματα για κάθε κατηγορία:

-> Για χρήματα: Social media, marketing, blogging, συγγραφή, κώδικας.

-> Για καλή φυσική κατάσταση: Γυμναστήριο, τζόκινγκ, να πας σε αθλητική λέσχη, να ανακαλύψεις νέα σπορ, γυμναστική στο σπίτι.

-> Για δημιουργικότητα: Ζωγραφική, μουσική, χειροτεχνία, designing, διάβασμα.

Πηγή: it’s possible.gr

Ένα είναι σίγουρο: στην Ελλάδα δεν θα μπούνε!

Νίκος Πουλιάσης

Ο Νίκος Πουλιάσης, φωτογραφημένος από τους συναδέλφους του, μετά από δύο επιτυχημένες αερομαχίες

Συγκλονιστική η μαρτυρία του, αγρίως απίθανη η ζωή του! Ο Νίκος Πουλιάσης, απόστρατος σήμερα της Πολεμικής Αεροπορίας, άξιο τέκνο της Ρόδου και της Μονολίθου, σε μία αφήγηση που κόβει την ανάσα, αποκαλύπτει τη ζωή των πιλότων που υπερασπίζονται την πατρίδα και τότε και σήμερα. Δεν έχω λόγια να προλογίσω. Μία βαθιά υπόκλιση αρμόζει και μια προσεκτική ανάγνωση!

«Είμαι Ροδίτης από τη Μονόλιθο, μου λέει.  Η μητέρα μου είναι η Αυγή,  το γένος Σεΐτη, δασκάλα που γνώρισε τον πατέρα μου τον Κερκυραίο όταν εκείνος ήρθε στη Ρόδο και υπηρετούσε ως ενωμοτάρχης. Είμαι και των δύο πελαγών, αλλά πάντα αισθανόμουν πιο πολύ Ροδίτης.

Έρχομαι ασταμάτητα από τα παιδικά μου χρόνια, στη Μονόλιθο.  Παιδάκι,  θυμάμαι πρώτη μου δουλειά ήταν να βρω γαϊδούρι και να τριγυρίσω σ’ όλη την περιοχή, ελεύθερος. Ήθελα να εξερευνήσω. Ήμουνα παιδί που είχε μεγάλη περιέργεια και ήμουνα πολύ ριψοκίνδυνος. Ενάμιση ετών, είπα στον πατέρα μου ότι θα γίνω αεροπόρος.

Περάσαν πάνω από το κεφάλι μας, σε χαμηλό ύψος δύο F84 μαχητικά εκείνης της εποχής και σείστηκε η γη. Ρώτησα  «μπαμπά τι είναι αυτά;», μου είπε «πολεμικά αεροπλάνα, μέσα υπάρχουν  Έλληνες, αεροπόροι και υπερασπίζονται  τους ουρανούς της πατρίδας μας»!

Τα κοίταξα που απομακρυνόντουσαν, γύρισα προς τον πατέρα μου και του έδωσα τη σφυρηλατημένη απάντηση η οποία δεν άλλαξε ποτέ «μπαμπά, εγώ όταν μεγαλώσω θα γίνω αεροπόρος. Αποφοίτησα από τη Σχολή Ικάρων. Τη λέμε Σχολή Ικάρων, αλλά είναι το Τμήμα Εφαρμοσμένης Αεροδιαστημικής της Ελλάδος. Βγάζει καθηγητές της αεροδιαστημικής γιατί για να πιλοτάρεις τα σύγχρονα μαχητικά αεροπλάνα, τα οποία είναι διαστημόπλοια στην κυριολεξία και οι συνθήκες είναι πλέον απίστευτες, με ταχύτητες μιάμιση φορά πιο γρήγορα από τη σφαίρα του όπλου, τα ύψη είναι γιγαντιαία.

Βγαίνεις στη στρατόσφαιρα και βλέπεις τη Γη στρογγυλή και την Πελοπόννησο σαν το χέρι μου και βέβαια δεν προορίζεσαι μόνο να πετάς, αλλά με αυτές τις ικανότητες να υπερασπίζεσαι και να πολεμήσεις, αν χρειαστεί γιατί είσαι στην Πολεμική Αεροπορία, δεν είσαι στην Αεροπορία.

Παρότι είμαι πτυχιούχος και της Πολιτικής Αεροπορίας, δεν θέλησα να ασκήσω το επάγγελμα του πιλότου αερογραμμών γιατί ήμουνα «υπερασπιστής», δεν ήθελα να είμαι οδηγός «λεωφορείου». Πώς να στο εξηγήσω. Άγιο το επάγγελμα για όσους το κάνουν, αεροπλάνα είναι και τα δύο, αλλά είναι σαν να συγκρίνεις τη Formula 1 με ένα λεωφορείο».

Υπό ποιες προϋποθέσεις ένας άνθρωπος ρισκάρει τη ζωή του, κάθε μέρα; Χρήματα πολλά δεν παίρνετε, ούτε αξιώματα!

Έψαξα βαθιά μέσα μου και κατέληξα ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο ένας άνθρωπος μπορεί να ρισκάρει τη ζωή του, είναι γιατί αγαπάει κάποιους άλλους. Και ρισκάρει αυτός για να σώσει άλλους. Αγαπάει αυτούς και την Ελλάδα. Και δεν μισούμε τον εχθρό!

Δεν μισείτε τον εχθρό;

Όχι. Κανένα μίσος προς τους συναδέλφους μου, Τούρκους αεροπόρους. Όμως τους έχουμε ενημερώσει σε κάποια φόρουμ που έχουμε βρεθεί, ότι από εμάς δεν θα περάσουν. Το καλύτερο που μπορεί να πετύχουν είναι να σκοτωθούμε και οι δυο στη γραμμή της μάχης. Αλλά ένα είναι σίγουρο: στην Ελλάδα δεν θα μπούνε.

Εσείς προσωπικά ήσασταν από τους πιο τολμηρούς! Τη νύχτα των Ιμίων ήσασταν στην πρώτη εξάδα των πιλότων που θα χτυπούσαν.

Επιλέχτηκα για τον πρώτο σχηματισμό και την πρώτη εξάδα, το πρώτο χτύπημα. Δεν ξέρω αν είναι τιμή μου ή όχι. Τα έζησα όλα από κοντά. Την αίσθηση του χρόνου, τα συναισθήματα, τις μνήμες, τα είχα «κλειδωμένα» όλα. Το μόνο που μπορώ να σου πω είναι ότι ήμασταν πάνοπλοι, πανέτοιμοι, δεν υπήρχε κανένας φόβος, ήταν «κλειδωμένη» η αίσθηση του φόβου, μπροστά μας πέρναγε όλη η ιστορία της Ελλάδος, δεν προκαλέσαμε εμείς κάτι, προκληθήκαμε, κι έπρεπε να κρατήσουμε την Ελλάδα ζωντανή. Υπάρχουνε πράγματα που δεν μπορώ να πω για εκείνη τη νύχτα, θα σου πω όμως ότι μας δόθηκαν οι άκρως απόρρητοι κωδικοί πολέμου σύμφωνα με το Σχέδιο Έψιλον της Ελλάδος, το Σχέδιο Άμυνας της Ελλάδος.

Δηλαδή η χώρα ήταν σε πόλεμο;

Πέραν απ’ ό,τι έχεις ακούσει, ήμασταν σε πόλεμο. Όταν μας δόθηκαν οι κωδικοί, εμείς οι πρώτοι έξι βάλαμε αμέσως τους κινητήρες σε πολεμική  ισχύ που σημαίνει ότι μόλις αφήναμε τα φρένα, σε τέσσερα δευτερόλεπτα, ξεκολλάγαμε από το έδαφος. Κι αν ξεκολλήσω από το έδαφος δεν υπάρχει εντολή ανάκλησης στην Ελλάδα!

Αν απογειωνόμουν, ήμασταν σε πόλεμο άνευ ετέρας, δηλαδή  χωρίς ο πόλεμος να μπορεί να ανατραπεί. Δεν υπάκουα ούτε στον πρωθυπουργό, ούτε στον αρχηγό της Αεροπορίας, ούτε στη μάνα μου. Οι στόχοι θα καταστρεφόντουσαν και μετά θα γυρίζαμε πίσω. Στο λέω για να καταλάβεις ότι η Ελλάδα βρέθηκε στα τέσσερα δευτερόλεπτα από τη γενικευμένη σύρραξη. Κι αν αποφεύχθηκε, αποφεύχθηκε εξαιτίας αυτών των τεσσάρων δευτερολέπτων.

Οι Αμερικανοί  γνώριζαν αυτό που ίσχυε στην Ελλάδα και μόλις  είδαν όλα τα πολεμικά με πλήρη πολεμική ισχύ, έτοιμα να απογειωθούμε με τους κωδικούς, αμέσως μετέφεραν την πληροφορία στον πρόεδρο της Αμερικής, ενημέρωσαν την πρόεδρο Τσιλέρ της Τουρκίας ότι «οι Έλληνες σας χτυπάνε άνευ ετέρας», προκλήθηκε ένας πανικός γιατί η Τουρκία δεν ήταν έτοιμη για σύρραξη με την Ελλάδα- μία στρατηγική και πολιτική και διπλωματική ένταση ήθελαν να κάνουν με σκοπό να μας καθίσουν σε τραπέζι διαπραγματεύσεων. Η Ελλάδα απάντησε όπως στην Αρχαία Ελλάδα, με γενική επίθεση όλων των Ενόπλων δυνάμεων. Το οφείλαμε.

Μιλήστε μου για εσάς. Πώς βιώσατε την ημέρα όταν ήχησαν οι σειρήνες του πολέμου;

Χειμώνας, πολύ άσχημη βραδιά, η βραδιά της εντάσεως, καταιγίδες από τα 1.000 έως τα 34.000 πόδια από την Ελλάδα μέχρι τα βάθη της Ανατολίας. Άνεμος 9 μέχρι 10 μποφώρ στο Αιγαίο, απόλυτο σκοτάδι και καταιγιστική βροχή.

Ο τέλειος καιρός για τους Έλληνες πιλότους. Εκείνη την ώρα θα πολεμάγαμε. Κι επειδή ήμουνα στον πρώτο σχηματισμό, εναντίον του πρώτου στόχου, ήμουνα ο σχηματισμός «Τίγρης Ά της 335 Μοίρα Βομβαρδισμού» όπου απογειωνόμαστε πρώτοι εναντίον του πρώτου και σημαντικότερου στόχου, σ’ εμάς δόθηκαν οι κωδικοί. Ήμουνα στην αεροπορική βάση της Αράξου, στη δύναμη κρούσεως βομβαρδισμού της Ελλάδος.

Ανήκα στους πιλότους οι οποίοι διεισδύαμε μέσα στο τουρκικό έδαφος και τους καταστρέφαμε μέσα στο έδαφός τους. Τους καταστρέφαμε για να σώσουμε ανθρώπους. Και δικούς τους ανθρώπους. Γιατί όσο πιο γρήγορα τους καθηλώναμε, τόσο περισσότερες ζωές θα σώζονταν. Ήμουν στο δόρυ της Ελλάδος. Η αναχαίτιση είναι η ασπίδα η οποία τους αποκρούει και το δόρυ είναι αυτό που τους πλήττει. Εγώ ήμουνα το δόρυ της Ελλάδος τότε. Μάλλον η αιχμή του δόρατος. Γιατί ήμουν στους πρώτους έξι.

Τη βραδιά των Ιμίων η Πολεμική Αεροπορία της Ελλάδος ήταν πανέτοιμη, μέρες πριν εσείς αντιληφτείτε τι πλησιάζει. Εκείνη τη βραδιά ήμουν μέσα στο θωρακισμένο υπόστεγο που ήταν το αεροπλάνο μου, κι εκείνη την ώρα το επιθεωρούσα. Άκουσα για πρώτη φορά στη ζωή μου πραγματική σειρήνα πολέμου. Παραδίπλα ήταν έξι τεχνικοί διάφορων ειδικοτήτων οι οποίοι με υποστηρίζανε, οι οποίοι με κοιτάζανε και οι έξι με γουρλωμένα μάτια, γιατί εγώ ήμουν το επίκεντρο.

Εγώ και το αεροπλάνο μου. Εκείνη την ώρα εμφανίζεται ένα τζιπ και ο αξιωματικός πληροφοριών μου δίνει ένα άκρως απόρρητο δεματίδιο που περιέχει τον στόχο μου, τουρκικό συνάλλαγμα, πληροφορίες, περίστροφο. Του λέω «τι συμβαίνει…», μου λέει «πόλεμος…»! Οπλίζω το πιστόλι και το βάζω στη θέση του οπλισμένο. Εκ των υστέρων μου είπε ότι απ’ όλους τους πιλότους στους οποίους έδωσε πιστόλι, μόνο εγώ κι άλλος ένας βάλαμε τις σφαίρες μέσα και οπλίσαμε.

Τον ρωτώ «πόσες σφαίρες έχω…», μου λέει «δεκαοκτώ…», του λέω «δεκαεπτά… δεκαεπτά για τον αντίπαλο και μία για εμένα…». Δεν υπήρχε περίπτωση να πέσω και να με πιάσει ζωντανό ο εχθρός. Είπα την προσευχή μου, πιάνω τη σκάλα και ανεβαίνω. Εκείνη τη στιγμή ακούγεται μέσα μου ένα κρακ. Τέλος τα συναισθήματα, τέλος όλα. Ήμουνα κάτι σαν τον Καραϊσκάκη, ο οποίος έβλεπε μόνο τον εχθρό και πώς θα τον «φάει». Ούτε τη μάνα μου έβλεπα πλέον, ούτε τον πατέρα μου. Έβλεπα όλη την Ελλάδα μαζί.

Την ώρα που ετοίμαζα τα συστήματα, έρχεται ο υποδιοικητής της μοίρας μου. Σκαρφαλώνει πάνω στο αεροπλάνο, κι όπως ήμουν γυρισμένος, μου χτυπάει το κράνος.  Γυρίζω και τον κοιτάζω. Το κράνος μου ήταν βαμμένο όλο τίγρης, μία τίγρη ήρεμη. Μου δίνει τις πληροφορίες για τις τακτικές κινήσεις των Τούρκων για τον στόχο και με ρωτά «Νίκο, είσαι έτοιμος;»

Εκείνη τη στιγμή φορούσα τα γυαλιά μου γιατί μέσα είχε πολύ δυνατά φώτα. Δεν του έδωσα απάντηση, σήκωσα τα γυαλιά για να δει τα μάτια μου, με κοιτάει, στέκεται προσοχή και με χαιρετάει. Θα πείτε οι στρατιωτικοί χαιρετιόμαστε μεταξύ μας. Όχι, αγαπητή μου, δεν είναι έτσι. Στις Ένοπλες Δυνάμεις, ο νεώτερος χαιρετάει τους αρχαιότερους. Μόνο σε μία κατάσταση ο αρχαιότερος στέκεται προσοχή στο νεώτερο ακόμα κι αν αυτός είναι στρατιώτης, κι εσύ είσαι στρατηγός.

Ξέρεις πότε; Όταν παρασημοφορείσαι, για πράξη πατριωτισμού και ανδρείας, εν καιρώ πολέμου. Εκείνη την ώρα ο αρχαιότερός μου, μου έδωσε το μεγαλύτερο παράσημο της αεροπορικής μου καριέρας. Στάθηκε προσοχή και με χαιρέτησε, θεωρώντας με ισάξιο της γενναιότητας και της τιμής των προγόνων μου. Πάγωσε το αίμα μου την ώρα που τον κοίταξα δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο. Στεκόταν προσοχή και με χαιρετούσε.

Επάνω από το αεροπλάνο τον χαιρέτησα. Έκανε μεταβολή να φύγει γιατί είχε αρχίσει να κλαίει. Τεχνικοί, μηχανικοί, είχανε δει τη σκηνή και είχανε γίνει άσπροι. Μέσα σε ειδική θήκη στη στολή μου είχα τρία τσιγάρα που τα είχα μαζί μου για τρεις συγκεκριμένες στιγμές. Βγάζω το ένα και αρχίζω να καπνίζω μέσα στο πιλοτήριο. Μου λένε, «καύσιμα, πυρομαχικά…»

Καπνίσαμε όλοι, ακόμα κι αυτοί που δεν είχαν καπνίσει ποτέ στη ζωή τους. Όσο το κόκκινο είναι αναμμένο είσαι εν αναμονή. Όταν ανάψει το πράσινο δεν ρωτάς γιατί άναψε  πράσινο. Και το πράσινο φως άναψε, αγαπητή μου Ροδούλα. Στάθηκαν προσοχή, με χαιρέτησαν κι απογειώθηκα, βγήκα έξω στο σκοτάδι, την καταιγιστική βροχή και τη θηριωδία του ανέμου. Όλα ήταν υπέρ μας. Το τέλειο περιβάλλον για τους Έλληνες πιλότους. Θα τους χτυπάγαμε και δεν θα ξέρανε από πού τους ήρθε.

Οι κεραυνοί, οι καταιγίδες, το σκοτάδι, τα κύματα του Αιγαίου είναι φίλοι μας, μας ξέρουν, δεν μας κάνουν τίποτα. Κατευθείαν τροχοδρομήσαμε, οι πρώτοι έξι και στη σειρά, 70 αεροσκάφη περίμεναν να φύγουν πίσω από εμάς. Στα Ίμια μπροστά στο σκοπευτικό του αεροπλάνου μου έβλεπα τον Κολοκοτρώνη να τρίβει τα μουστάκια του και να λέει «άντε να δούμε τι θα κάνετε τώρα  εσείς. Η σειρά σας»!

Συγκλονιστική περιγραφή! Μια περίοδος ακυβερνησίας ήταν τότε, δεν είχε πάρει ακόμη ψήφο εμπιστοσύνης ο Κώστας Σημίτης!

Η κυβέρνηση ήταν ανύπαρκτη. πρωθυπουργός εκτός θέσεως, ο υπουργός Εσωτερικών, ο Εξωτερικών και ο Αμύνης, εκτός θέσεως. Ο ναύαρχος Λυμπέρης, έβγαζε ασπροπρόσωπη όλη την Ελλάδα. Η Τσιλέρ, παρακάλεσε την Αμερική να της δώσει χρόνο να απεμπλακεί. Μίλησε ο Κλίντον με τον Σημίτη, ο Σημίτης κάλεσε τον αντιστράτηγο… Αυτός ήταν ο χρόνος που χρειάστηκε ώστε οι Τούρκοι να κλείσουν τα συστήματα και να φεύγουν από την περιοχή  πάσα δυνάμει.

Τα Τουρκικά πλοία φύγανε με φουλ τις μηχανές τους από εκεί, έπαψε η αιτία πολέμου, ο εχθρός την είχε κοπανήσει με μέγιστη ταχύτητα, παύση της επιφυλακής. Παύση της επιφυλακής όπως γνωρίζατε εσείς, γιατί εμείς για μήνες βρισκόμασταν σε πλήρη ετοιμότητα. Σαράντα ώρες μέσα  στο αεροπλάνο στο κόκκινο, περιμένοντας το πράσινο. Έγραψα ένα γράμμα στον πατέρα μου. Του έλεγα να μην ανησυχεί για εμένα, έχω πλήρη επίγνωση της θέσεώς μου και το τι  η ιστορία με καλεί να επιτελέσω.

Επομένως δεν επιχειρήσατε;

Δεν μπορώ να σου απαντήσω. Κρίνε μόνη σου, διαισθητικά.

Επιστρέψατε! Πότε ξεκλειδώσατε συναισθήματα; Πότε καταλάβατε τι θα μπορούσε να σας είχε συμβεί, ότι είστε άνθρωπος;

Δεν είμαι άνθρωπος, είμαι η Ελλάς εκείνη την ώρα! Πετύχαμε την αποστολή μας, ο εχθρός τράπηκε σε φυγή και δεν κοίταζε πίσω. Τώρα, όλα τα υπόλοιπα που ακούτε νομίζω ότι είναι δημοσιογραφικού επιπέδου ή επιπέδου καφενείου. Δεν υπάρχουν γκρίζες ζώνες. Όπου πετάνε τα ελληνικά φτερά είναι ελληνικός εναέριος χώρος, ελληνική θάλασσα, και ελληνικό έδαφος. Όποιος θέλει να τα αμφισβητήσει, είμαστε εδώ να τον εξυπηρετήσουμε.

Έχετε ικανότητα λόγου και φαίνεται ότι έχετε διαβάσει!

Μ’ άρεσε η φιλοσοφία σε πολύ βαθύ επίπεδο, η θεοσοφία γιατί κινούμουν στα όρια του ανθρώπινου είδους και ίσως  όφειλα να δημιουργήσω κάποιες ψυχολογικές σταθερές, κι αυτές δημιουργούνται μόνο με γνώση όχι με θεωρίες. Έπρεπε να ανακαλύψω και να βιώσω τα μεγάλα μυστήρια των αιώνων. Τι κάνουμε εδώ, ποιοι είμαστε, γιατί ερχόμαστε εδώ, πού πάμε μετά, τι είναι ο θάνατος. Νομίζω ότι τα βρήκα σε πολύ δυναμικό επίπεδο, κι αυτό με βοήθησε να εκτελέσω και το έργο μου. Γιατί δεν είναι μια δουλειά επικίνδυνη. Είναι μια δουλειά που κάθε μέρα φεύγεις και σε χαϊδεύει ο θάνατος.

Εσείς τον αισθανόσασταν τον θάνατο κοντά σας;

Ώ, πάρα πολλές φορές. Σε τριψήφιο νούμερο.

Και τι μετρούσε εκείνη την ώρα; Η τύχη;

Δεν υπάρχει τύχη στο Σύμπαν. Τύχη ονομάζει ο άνθρωπος αυτό που δεν μπορεί να κατανοήσει ο εγκέφαλός του. Τα πάντα στο Σύμπαν είναι μαθηματικά διατεταγμένα από κάτι πολύ υψηλότερο. Κι αυτό το έχω δει και το έχω βιώσει με τις αισθήσεις μου. Πες το, Θεό. Πάρα πολλά πράγματα γίνονται συγχρόνως, υπεράνω λογικής, προκειμένου να είσαι ζωντανός. Όταν δοθεί η διαταγή να φύγεις, θα φύγεις είτε περπατάς στον δρόμο είτε πετάς με Mirage.

Εγώ λοιπόν αυτή την υψηλή διαταγή  μετά από όσα έμαθα και κατανόησα, ούτε μπορούσα να την αμφισβητήσω, ούτε να τη φοβηθώ. Δευτερόλεπτα πριν απογειωθώ έκανα την προσευχή μου και έλεγα: «Θεέ μου, η ζωή μου είναι στα χέρια σου. Όταν με διατάξεις να έρθω σ’ εσένα, θα έρθω αμέσως. Μέχρι τότε, δίνε μου δύναμη για να εκτελέσω το καθήκον». Έφευγα μπροστά, κι από εκεί και πέρα δεν σκεφτόμουνα τίποτα. Ούτε οικογένεια, ούτε τη ζωή μου. Ήμουνα όλη η Ελλάδα συγχρόνως.

Τόσο διαφορετική η καθημερινότητά σας, τόσο απρόβλεπτη!

Οι πιλότοι έχουμε δύο προσωπικότητες. Η ιατρική μας ονομάζει «σχιζοφρενείς προσωπικότητες άνευ παθολογικής αιτίας». Είναι η προσωπικότητα που βλέπεις τώρα που επικοινωνώ μαζί σου, και η προσωπικότητα με την οποία μπαίνω στο αεροπλάνο που δεν θα τη δεις ποτέ, την βλέπουνε μόνο ομοειδείς μου και οι αντίπαλοι.

Φαντάσου λοιπόν έναν άνθρωπο που διαβάζει ένα βιβλίο ή πίνει έναν καφέ σε κάποια θέση, σε κατάσταση γαλήνης και ηρεμίας. Και ξαφνικά με το άκουσμα της σειρήνας η οποία μπορεί ν’ ακουστεί δύο-τρεις ή τέσσερις φορές κατά τη διάρκεια της ημέρας, να πρέπει μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου να μπεις σε ψυχολογία πολέμου, όχι εντάσεως. Γιατί στον αέρα τα όπλα είναι ελεύθερα και το δάχτυλο στη σκανδάλη. Ο πιλότος αποφασίζει αν θ’ ανοίξει πυρ ή όχι.

Εκεί μπορεί να συμβεί και το λάθος;
Είναι ένα λειτούργημα «αυτών που τολμάνε πέρα από τα όρια της δυνάμεως». Εκεί ο άνθρωπος είναι εκτεθειμένος. Ναι, υπάρχει η περίπτωση λάθους. Κάποιες φορές το λάθος είναι θανατηφόρο, κάποιες φορές προλαβαίνεις.

Και οι παραβιάσεις, οι οποίες συνεχίζονται με αμείωτο ρυθμό;
Για τον κάθε πιλότο οι παραβιάσεις μπορούν να φτάσουν τις τριάντα, τις σαράντα, τις εξήντα την ημέρα. Έχω δει και 130 παραβιάσεις μέσα σε μία μέρα.

Ένας πιλότος πόσες μπορεί να αντιμετωπίσει;

Απογειωνόμαστε σε δύο λεπτά. Είναι παγκόσμιο ρεκόρ σε όλες τις αεροπορίες. Ένας Δανός, για να έχεις ένα μέτρο σύγκρισης, απογειώνεται σε 16 λεπτά, δεμένος μέσα στο αεροπλάνο. Εμείς απογειωνόμαστε στα δύο λεπτά από το κρεβάτι όπου βρισκόμαστε. Αλλά στο κρεβάτι είμαστε με πλήρη εξοπλισμό. Ένας πιλότος ο οποίος βρίσκεται σε κατάσταση επιφυλακής πρώτης γραμμής στη Λήμνο ή στη Σκύρο τότε ή στη Σαντορίνη, μπορεί να χρειαστεί να απογειωθεί δύο-τρεις ,τέσσερις φορές. Και τότε είσαι εσύ και η αναπνοή σου.

Αυτό που ακούμε ότι ο Ερντογάν έχει φυλακίσει τους πιλότους του μετά το πραξικόπημα του 2016 και στη συνέχεια άρχισε να εκπαιδεύει 18χρονους που δεν κατάφεραν να έχουν τη δική σας κατάρτιση, ισχύει;

Έχασε 660 ή 620 αξιωματικούς της πολεμικής αεροπορίας. Έχασε την αφρόκρεμα. Δεν θα το πω πραξικόπημα, αλλά γεωπολιτικό παιχνίδι και ψεύτο-πραξικόπημα.   Δεν μπορώ να αναφέρω κάτι παραπάνω, τα γνωρίζαμε, ήμασταν προετοιμασμένοι. Μέσα στα τουρκικά πολεμικά αεροσκάφη σήμερα είναι πολλοί νεαροί πιλότοι, άπειροι, είναι Πακιστανοί πιλότοι οι οποίοι δανείστηκαν στην Τουρκία…

Το μόνο που μπορώ να σου πω ξεκάθαρα, και να θυμάσαι την έκφραση, είναι ότι αυτή τη στιγμή στις αερομαχίες του Αιγαίου γίνεται: «στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά…»! Πάντοτε είχαμε αεροπορική υπεροχή απέναντι στους Τούρκους, και λόγω υλικού και λόγω ιπταμένων και προσωπικού, αλλά στη συγκεκριμένη περίοδο κυριολεκτικά τα Σάλωνα σφάζουν αρνιά. Κι εκείνοι δεν βλέπουν ούτε πίσω τους. Φαντάσου ότι μπαίνει κάποιος οπλισμένος στο σπίτι σου την ώρα που κοιμάσαι μαζί με τη γυναίκα σου και τα παιδιά σου.

Και δίπλα στο κομοδίνο σου έχεις ένα πιστόλι. Θα κάτσεις να τον ρωτήσεις τι γυρεύει μέσα στο σπίτι σου; Εμείς λοιπόν είμαστε οι άνδρες, κι εσείς είσαστε οι γυναίκες και τα παιδιά. Οπλισμένοι μπαίνουν με άσχημες διαθέσεις μέσα στο σπίτι μας, κι εγώ ενώ είμαι οπλισμένος, τον πιάνω στις σφαλιάρες για να θυμάται και την άλλη φορά να μην πλησιάσει. Το ελληνικό έθνος δεν πρέπει να ανησυχεί για το Ναυτικό του, την Αεροπορία του και τις Ένοπλες Δυνάμεις. Να ανησυχεί για άλλα πράγματα.

Τι κάνετε σήμερα;

Χρειάζομαι τέσσερις ζωές για να ξεκουραστώ απ’ αυτό που έζησα. Μου έγιναν προτάσεις, αλλά στα 21 χρόνια τους είπα «θα είμαι κοντά σας εφόσον η ιστορία μας καλέσει…»  και πήγα να ξεκουραστώ! Η σημερινή πολεμική αεροπορία παρά τις παρούσες συνθήκες στη χώρα μας, παρά τα προβλήματα, είναι νούμερο ένα στον πλανήτη. Κοινή παραδοχή πάντων. Και μας έβγαλαν πρώτους χωρίς να έχουμε φίλους.

Μας βγάλανε πρώτους γιατί είμαστε καλοί. Από την ώρα που αποστρατεύτηκα, προσπαθώ να διδάξω την τίγρη να οργώνει χωράφι!  Έχεις δει τίγρη να οργώνει χωράφι; Ούτε εγώ! Ακόμα προσπαθώ.  Πριν από δύο μήνες κατέθεσα αναφορά στην Πολεμική Αεροπορία και ζήτησα την επιστροφή μου ως ιπτάμενος για να ενισχύσω τα αεροσκάφη πυροσβέσεως. Έχω συμμετάσχει σε αποστολές. Τα χρονάκια μου με παίρνουν ακόμα. Νομίζω ότι μπορώ να βοηθήσω.

Δωδεκανήσιος που πέταγε χαμηλά για να «χαιρετήσει»!

Όποτε πετάγαμε εδώ αποστολές στην περιοχή, ειδικά πάνω από το Καστελλόριζο, πετάγαμε πολύ χαμηλά για να αισθάνονται ότι δεν είναι μόνοι του. Μόνοι μπορεί να μοιάζουνε, αλλά σε μερικά λεπτά  εμείς είμαστε από πάνω τους, κι έχουμε τεράστια δύναμη.

Και τη Μονόλιθο τη χαιρετάγατε, έμαθα!

Όταν πετάγαμε προς Καστελλόριζο κι επέστρεφα,  όφειλα να αποδώσω έναν χαιρετισμό στην πατρίδα μου. Περνούσα πάνω από το χωριό μου, τη Μονόλιθο. Το ‘χουνε και το λένε.  Ξέρανε ποιος περνάει. Με ακούγανε από την Απολλακιά όταν πλησίαζα και προετοιμάζονταν ψυχολογικά γιατί έτρεμε όλη η περιοχή. Πέρναγα, τους έριχνα έναν χαιρετισμό δευτερολέπτων και εξαφανιζόμουν. Αυτό το «Μονολιθιάτες, είμαι κι εγώ εδώ».  Έχω τη δυνατότητα να τη χαιρετήσω την ιδιαίτερη πατρίδα μου, αφού την υπερασπίζομαι.

Τι βλέπετε να γίνεται, θα έχουμε περαιτέρω προβλήματα με τους Τούρκους;

Οι Τούρκοι ασκούν διπλωματική και πολιτική πίεση σ’ όλα τα επίπεδα για πετύχουν ό,τι μπορούν. Κι ο Ερντογάν το ξέρει, δεν θα πάρει εδάφη, αυτό που θα πάρει είναι καταστροφή.

Αναδημοσιεύω στον Σφένδαμο την συνέντευξη που παραχώρησε στην δημοσιογράφο κα Ροδούλα Λουλουδάκη και δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ροδιακή» την Πέμπτη 18 Αυγούστου 2022, ο απόστρατος πιλότος κος Νίκος Πουλιάσης, η οποία με έκανε να αισθανθώ ασφάλεια, αισιοδοξία και εθνική υπερηφάνεια. Τους ευχαριστώ και τους δύο.

Δεν μένει τίποτα να προσθέσω παρά το περίφημο ρηθέν του Πέρση Τριτανταίχμη, όταν είδε τους Ελληνες να αγωνίζονται στους Ολυμπιακούς, πριν τον επικείμενο πόλεμο: «Παπαί, Μαρδόνιε, κοίους επ’ άνδρας ήγαγες μαχησομένους ημέας, οι ου περί χρημάτων τον αγώνα ποιούνται, αλλά περί αρετής!» (Αλίμονο, Μαρδόνιε, με ποιους μας έφερες να πολεμήσουμε; με αυτούς που δεν αγωνίζονται για χρήματα, αλλά για την αρετή!)

Η αναδημοσίευση έγινε με την άδεια της εφημερίδας.

Αννυ Λιγνού

Ροδούλα Λουλουδάκη

Ροδούλα Λουλουδάκη

Δημοσιογράφος της «Ροδιακής», βραβευμένη με το βραβείο «Μεγάλες Δημοσιογραφικές Επιτυχίες-Κοινωνικά Θέματα» μεταξύ 200 υποψηφιοτήτων δημοσιογράφων που διακρίθηκαν για το έργο τους και για το ήθος τους.

Αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα..

Το ρητό αυτό δεν είναι βιβλικό, αλλά αρχαίο. Και σημαίνει ακριβώς το αντίθετο από αυτό που νομίζουν οι περισσότεροι. Η αμαρτία, και στην αρχαιότητα αλλά και στην χριστιανική πίστη είναι η αστοχία, η αποτυχία, η παρέκκλιση από τον στόχο να είναι κανείς καλός καγαθός. Ομως, αυτές οι αμαρτίες (όλων των ειδών, από τις ελαφρότερες έως τις βαρύτερες) αποτελούν και παραδείγματα προς αποφυγή, για τα παιδιά, καθώς δεν είμαι υποχρεωμένος να αναλάβω και να επαναλάβω τα λάθη του πατέρα και της μητέρας μου, ή των όποιων προγόνων μου. Οι αρχαίοι Ελληνες και οι Χριστιανοί, πρεσβεύουν το αυτεξούσιο και την προσωπική ελευθερία και ευθύνη των ΔΙΚΩΝ μας πράξεων.

Έτσι λοιπόν, το «παιδεύουσι» σημαίνει εκπαιδεύουν και όχι βασανίζουν ή τους κυνηγάνε αιωνίως, σαν κατάρες.

Τα λάθη των προγόνων μας μάς εκπαιδεύουν. Δεν χρειάζεται να τα επαναλάβουμε για να μάθουμε από αυτά. Γιαυτό δεν ευθύνονται οι τωρινοί Γερμανοί για τα εγκλήματα των προγόνων τους, οι τωρινοί Τούρκοι για τις σφαγές που έκαναν οι πρόγονοί τους.
Ευθύνονται μόνο εις όλοκληρον αν τα επικροτούν, τα θαυμάζουν, τα δικαιολογούν και επιθυμούν να τα επαναλάβουν. Τότε η ευθύνη είναι όλη δική τους. Και οι ανάλογες συνέπειες.

Γενικότερα, πολλά πράγματα διορθώνονται με την εκπαίδευση. Αυτή που είναι όμως τρόπος ζωής, όχι απλή συσσώρευση εξειδικευμένος γνώσεων. Την παιδεία.

Αλλωστε όποιος μας αγαπάει, δεν μας αφήνει ζωντόβολα, αλλά κοιτάει να μας εκπαιδεύσει. «Ο που αγαπά παιδεύει» λέει η άλλη μας σχετική παροιμία.

Α.Λιγνού

Η Κίνα και τα boxer του Κονκγιού

•Η Κίνα βυθίζεται στη «σκέψη του Σι». Κοντολογίς σε μια πιο απολυταρχία από την απολυταρχία. Την ενός Ανδρός αρχή. Ποια είναι ακριβώς η σκεψη του Σι δεν ξέρω. Υπόσχομαι όμως να τη διαβάσω ευλαβικώς και να σας πω πως σκέπτομαι μετά το χαίρε το βάθος της σκέψης αμέτρητο.


Η Κίνα πλην των επιδερμικών πληροφοριών ήταν στην ουσία για μένα terra incognita,(άγνωστη γη). Οι Κινέζοι που έχω δει στο γραφείο μου επαγγελματικά μου φαίνονταν σαν ολογράμματα. Αδιευκρίνιστης ηλικίας και αδύνατο να διαισθανθείς τι πράγματι σκέπτονται. Κάποτε πρέπει να τους καταλάβω. Δεν γίνεται να ζω αγνοώντας τους. Όπως έλεγε μια φίλη στο παιδι της που δεν του άρεσε το ρύζι «φάε το ρύζι σου δεν γίνεται να έχουν άδικο 2δις Κινεζοι».


•Οι Κινέζοι έχουν ένα πλεονέκτημα απέναντι μας. Τη γλώσσα τους. Γι αυτό και λέμε όταν δεν καταλαβαινουμε κάποιον ότι «μιλάει κινεζικά» .Εμείς κατανοούμε το κόσμο μέσω των λέξεων. Αυτοί μέσω των εικόνων. Τεράστια διαφορά. Γιατί η λέξη έχει μια οριοθέτηση. Η εικόνα μπορεί να γίνει κατανοητή αλλά όχι πλήρως. Πως ξέρει κανείς πως τους εχει καρφωθεί ιστορικά μια εικόνα, του λύκου ας πούμε. Και τι ακριβώς εννοούν με τα λουλούδια που ανθίζουν κλπ.


•Ετσι παγιώνουν τώρα τη διπλωματία που ονομάζουν οι ίδιοι διπλωματία του «πολεμιστή λύκου» (warrior wolf diplomacy.). Τι είναι τούτο; Ένα παράδειγμα. Σε μια διαφωνία με τη Σουηδία ο πρέσβης Κονγιου απέφυγε την ουσιαστική απάντηση και είπε. «Ένα μπόξερ 10 κιλων παρενοχλεί ένα μποξερ 50 κιλων. Το μεγάλο μποξερ το αγκαλιάζει και το προστατεύει. Το μικρό μποξερ εξακολουθεί να το παρενοχλεί και να το τσιγκλαει επιδιώκοντας καυγά. Ε κατόπιν αυτού τι να κάνει το μεγάλο μποξερ;».


•Το μεγάλο πρόβλημα είναι όπως σας έγραφα είναι ότι οι Αμερικανοί έχουν δυσκολίες ανάλυσης πολύ απλούστερων θεμάτων. Γιατί σκέφτονται με άξονα το τρέχον ενώ οι Κινέζοι με άξονα τον απέραντο χρόνο. Άντε τώρα να μάθουν στην Ουάσιγκτον κινεζικά ιδεογράμματα.

Πάνος Μπιτσαξής