Η διάκριση Ορεινών- Πεδινών, ανάγεται στην Εθνοσυνέλευση της Γαλλικής Επανάστασης του 1789. Τότε, οι ριζοσπαστικοί με τις πλέον επαναστατικές ιδέες, κατέλαβαν το άνω αριστερό μέρος της αίθουσας της Εθνοσυνέλευσης και ονομάσθηκαν Ορεινοί επειδή τα έδρανά τους ήταν στο ψηλότερο μέρος του αμφιθεάτρου. Μεταξύ των Ορεινών ήταν ο Νταντόν, ο Μαρά, ο Σαιν Ζυστ και άλλοι από την ομάδα των Επαναστατών της Γαλλικής Επανάστασης.
Όσο ζούμε θαμπωμένοι και άπραγοι κάτω από το βάρος της παλιάς μας δόξας και δεν ζητάμε να ζήσουμε υπεύθυνα και δημιουργικά την δίκη μας ζωή, προκοπή ας μην περιμένουμε.
Ανδρέας Καρκαβίτσας (1865-1922) συγγραφέας, θεμελιωτής της ηθογραφίας και εκπρόσωπος του νατουραλισμού στη νεοελληνική λογοτεχνία.
Ποια στέκει εκεί με το παιδί; Έν’ άστρο τής τρυπάει τ’ αυτί.
Ποιος φώτισε έτσι τη φασκιά; Όχι όποιος – ο Ντελακρουά.
Τι κυνηγά ψύλλους, κοριούς; Του Ίρβινγκ ο φτερωμένος νους.
Πώς και δεν στάζει από ψηλά; Άπλωσε ο Λάντορ μουσαμά.
Ποιος διώχνει αγύρτες και μωρούς; Βροντά ο Ταλμά με κεραυνούς.
Τρόμος της κόβει τη μιλιά. Ανήλεο βλέμμα την κοιτά;
~.~
Το λίκνο της Βηθλεέμ και οι συμβολισμοί του ενέπνευσαν επανειλημμένα τον Ουίλλιαμ Μπάτλερ Γέητς και την ποίησή του. Το ποίημα «Μια γέννηση» ανήκει στα τελευταία που έγραψε και περιλαμβάνεται στα Last poems (1938-39) που δημοσιεύτηκαν μεταθανατίως. Για την εικόνα του δεύτερου στίχου, ο ποιητής σημείωνε σε άλλη περίσταση:
«Είχα στη μνήμη μου βυζαντινές ψηφιδωτές απεικονίσεις του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, οι οποίες δείχνουν μια γραμμή τραβηγμένη από ένα αστέρι ώς το αυτί της Παναγίας. Εκείνη δέχεται τον Λόγο διά του αυτού, ένα αστέρι πέφτει και ένα αστέρι γεννιέται.»
Κατά τα λοιπά, ο ποιητής σχολιάζει τη Γέννηση του Χριστού διά της τέχνης: μνημονεύοντας τέσσερις καλλιτέχνες και συγγραφείς, τους δικούς του τρόπον τινά Μάγους που περιβάλλουν και προστατεύουν το θείο βρέφος. Κατά σειρά, τον Ferdinand-Vietor-Eugene Delacroix (1798-1863), Γάλλο ζωγράφο· τον Walter Savage Landor (1775-1864), Άγγλο συγγραφέα· τον Sir Henry Irving (1838-1905), Άγγλο ηθοποιό· και τον François Joseph Talma (1763-1826), Γάλλο ηθοποιό.
Ας προσεχθεί πάντως ιδιαιτέρως το τελευταίο δίστιχο: λίγους μήνες πριν το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Γέητς υπαινίσσεται τους περίφημους στίχους του της «Δευτέρας Παρουσίας», το Θηρίο που σέρνεται ώς τη Βηθλεέμ. Ο ιστορικός κύκλος της εποχής και του πολιτισμού μας έχει ολοκληρωθεί, ο νέος πέπρωται να εγκαινιαστεί όχι με τον ερχομό ενός Θεού, αλλά ενός Τέρατος:
κι ήρθε επιτέλους ποιου σκαιού θηρίου η ώρα στα μουλωχτά στη Βηθλεέμ να πάει να γεννηθεί;
Με τρόπο αντίστοιχο είχε περιγράψει και παλαιότερα (“Δύο τραγούδια από ένα θεατρικό”) την έλευση του Χριστού, συγκρίνοντας την Παναγία με την παρθένο Αθηνά που σπαράσσει το σώμα του Διονύσου.
Είδα να στέκει μια παρθένα που κοιτούσε του ιερού Διονύσου τη σορό και την καρδιά απ’ το στήθος του ανασπούσε και την καρδιά του την παλλόμενη κρατούσε κι ύψωνε την καρδιά του θριαμβικά· τότε οι Μούσες ύμνησαν θερμά τον Μέγα Ενιαυτό, λες και στον θείο χαμό είδαν μονάχα ένα έργο θεατρικό.
Μια νέα Τροία θ’ ανατείλει και θα δύσει, μια νέα φατρία τα κοράκια θα ταΐσει, μιας νέας Αργώς η πλώρη θα κινήσει για κάποιο λούσο πιο φανταχτερό. Σε πόλεμο κι ειρήνη αφέντρα πρώτη, στάθηκε η Ρώμη τώρα τρομαγμένη σαν η παρθένα βγήκε η μανιασμένη με τ’ Άστρο της απ’ τα μυθώδη σκότη.
~.~
Η παρούσα ανάρτηση είναι το πρώτο από τα συνολικά έξι μέρη του εορταστικού αφιερώματος του ΝΠ στον Γέητς. Έως την προπαραμονή της Πρωτοχρονιάς θα ακολουθήσουν μια ευρεία επιλογή από τα «Ποιήματα», ένα μικρό ανθολόγιο δοκιμιακών αποσπασμάτων, μια ανάρτηση για το άγνωστο εδώ σε μας ενδιαφέρον του Ιρλανδού ποιητή για το ελληνικό δημοτικό τραγούδι που έθρεψε δύο τουλάχιστον κείμενά του και, τέλος, μια εκτενής μελέτη για την, επίσης άδηλη αλλά εντυπωσιακή, ομοιότητα της δημιουργικής διαδρομής του μ’ εκείνην του Κωστή Παλαμά, συγγένεια που ώθησε ήδη τον Σέημους Χήνυ να τους αποκαλέσει «παράλληλους». Αυτή η τελευταία πρωτοπαρουσιάστηκε στο πρόσφατο παλαμικό συνέδριο του Ομόδους στην Κύπρο (βλ. τώρα τον τόμο Παλαμάς και κυπριακά γράμματα, Λευκωσία 2022). Τις μεταφράσεις και τα κείμενα του Αφιερώματος υπογράφει ο Κώστας Κουτσουρέλης.
Πηγή: neoplanodion.gr
Δημοσιεύτηκε στισ
δεν θέλει πολλά ο άνθρωπος για να είναι ευτυχισμένος!
«Τι θυμάσαι απ’ τα Χριστούγεννα;» τη ρώτησα και πάτησα το record στο κινητό μου. «Ε τι, Χριστούγεννα ήταν, τα γιορτάζαμε». Έγειρε όλο το σώμα της μπροστά κι έπιασε να ισιώνει με το πάσο της την ποδιά της. «Εσύ, δηλαδή» μου είπε γυρνώντας ελαφρά το κεφάλι «πώς τα γιορτάζεις;» Το ήξερε πως εγώ δεν γιόρταζα τίποτα, επίτηδες το έκανε. «Έλα, ρε γιαγιά» διαμαρτυρήθηκα. «Εσύ θα μου πάρεις συνέντευξη ή εγώ;» Με κοίταξε στα πεταχτά, ικανοποιημένη. Αν ήθελα τη «συνέντευξη» έπρεπε να παίξω το παιχνίδι – και να κερδίσω. Γιατί, τι; Όποτε θυμάται η εγγονή μας ότι υπάρχουμε έρχεται να μας κάνει δυο ερωτήσεις και να φύγει; Σαν να διάβαζα το «Τώρα θα δεις» και «Θα σου πω εγώ» μες στο μυαλό της, σαν να τα ’βλεπα, να τα, σάλευαν στα σκασμένα χείλη που ’χε αρχίσει να πασπατεύει με την κυρτή της παλάμη, θέλοντας να κρύψει το χαμογελάκι της – σχεδόν διαβολικό. «Κοίτα, γιαγιά» ξαναπροσπάθησα. «Μπορείς να μου πεις πώς γιορτάζατε τα Χριστούγεννα όταν ήσουν μικρή, στο σπίτι στα Ταμπούρια;» Ίσιωσε τον κορμό της. Θα μου μιλήσει, σκέφτηκα. Μπα. Κοίταξε προς το πατάρι, ψηλά κι αριστερά της. «Μόλις κατέβει αυτή από πάνω, να της πεις να βάλετε τη σκάλα και να βγάλετε απ’ το πατάρι δυο μεγάλους αγιοβασίληδες που έχει, κουνιστούς, με μπαταρίες, και να βγάλετε και τα λαμπιόνια, καινούρια είναι, να τα δώσεις στις μικρές. Κι εσύ να πάρεις ένα πλαστικό δεντράκι, μικρό, δεν πιάνει τόπο, να το στολίσεις, μέρες που ’ρχονται. Πρέπει ν’ αρχίσεις να τηρείς τις παραδόσεις. Τις παραδόσεις» τόνισε γέρνοντας προς το μέρος μου και κουνώντας το δάχτυλό της. Έτσι μου ’ρθε να της το δαγκώσω. «Ρε γιαγιά!» ύψωσα τη φωνή μου. «Τα παιδιά δεν τα θέλουν αυτά τα πράγματα, έχουν μεγαλώσει. Και τι μου λες τώρα με τις κινέζικες πλαστικούρες, πηγαίντε τα όλ’ αυτά στην ανακύκλωση, επιτέλους. Κι εγώ δε στολίζω, αφού το ξέρεις!» Κουνούσε το κεφάλι της. Δεν το ’χα πάει καλά. Θα την έχανα την παρτίδα. «Αλήθεια» είπα σε μια ξαφνική έμπνευση «εσείς είχατε τέτοια τη δεκαετία του τριάντα; Έβαζε πλαστικούς αγιοβασίληδες η Αννιώ;»
Αυτό ήταν. Αμέσως τσίμπησε το υπέργηρο διαβολάκι.
«Όχι δα!» είπε υψώνοντας περήφανα τη φωνή της. Ύψωσα κι εγώ τα φρύδια και τράβηξα την πετονιά:
«Μμμ… Δεν είχατε λεφτά για τέτοια, ε; Δε στολίζατε;»
Με κοίταξε θιγμένη: «Τι λες εκεί! Άκου τι λέει! Φυσικά και στολίζαμε, πώς, δε στολίζαμε εμείς; Είχε η μαμά μου μια ωραία γυάλινη φρουτιέρα, μ’ ένα πόδι χαμηλό, πού να την έχω τώρα, άμα τη βρω θα σου τη δώσω, τη γέμιζε πορτοκάλια, ωραία στρόγγυλα πορτοκάλια, και την έβαζε στο κέντρο του τραπεζιού, της τραπεζαρίας, αυτής ντε, που είναι μέσα. Παντού έβγαζε φρουτιέρες, στο σερβάν πάνω, στο κομό, γεμάτες με πορτοκάλια και ρόδια και καρύδια και κάστανα. Κι έφτιαχνε τηγανίτες. Σηκωνότανε πρωί πρωί, πριν από μας, έβαζε ένα καζάνι με λάδι να βράζει, κι έπαιρνε το ζυμάρι, να, σα την παλάμη μου, το ’ριχνε μέσα, το τράβαγε και τις έβαζε μετά στην πιατέλα. Έριχνε από πάνω το μέλι, κι άμα ξυπνούσαμε εμείς ήταν έτοιμες, τα βρίσκαμε όλα έτοιμα».
Δεν είχα σκεφτεί ποτέ το πορτοκάλι σαν χριστουγεννιάτικο στολίδι. Αλλά τώρα το έβλεπα. Και η γιαγιά είχε πάρει φόρα, δε χρειαζόταν να τραβάω πια την πετονιά.
«Και το χριστουγεννιάτικο τραπέζι; Τρώγατε γαλοπούλα;»
«Όοοχι, όχι γαλοπούλα. Τρώγαμε κρέας με πατάτες στο φούρνο. Το χριστουγεννιάτικο αρνί».
Την κοίταξα μπερδεμένη, γέλασε.
«Περνούσαν βρε τότε στις γειτονιές και πουλούσανε αρνάκια, μικρά. Κι όποιος είχε, έπαιρνε ένα και το κράταγε στην αυλή του, κι έκανε αυτό μπεεε, μπεεε, μέχρι που φτάναν τα Χριστούγεννα, ή το Πάσχα αν ήταν για το πασχαλινό, και το σφάζαμε. Και τρώγαμε αρνί στο φούρνο με πατάτες».
Απ’ τη γαλήνια εικόνα του πορτοκαλιού ανάμεσα στα καρύδια, εξακοντίστηκα στη μεγάλη αυλή του σπιτιού κι είδα τη χριστουγεννιάτικη σφαγή.
«Βοηθούσες κι εσύ στο σφάξιμο;» τη ρώτησα με ειλικρινή περιέργεια – δε θα μου φαινόταν περίεργο.
Τίναξε τους ώμους κι έκανε μια γκριμάτσα που έδειχνε σιχασιά.
«Όχι μωρέ, ούτε εμείς τα παιδιά ούτε η μάνα μου, ο πατέρας μου το ’παιρνε και το έσφαζε. Ή μπορεί και να το πήγαινε αλλού να το σφάξει. Εκείνος που δεν έσφαζε ούτε πουλάκι, πιο μετά, ήταν ο παππούς σου. Αυτός το πήγαινε στο χασάπη».
«Α…»
Σωπάσαμε για λίγο. Η τηλεόραση, στο αθόρυβο ως τότε, φάνηκε να τραβά το ενδιαφέρον της γιαγιάς.
«Για στάσου, για στάσου, τι λέει αυτός εδώ, τι σεντόνια είν’ αυτά…» Πήρε το τηλεκοντρόλ κι ανέβασε τον ήχο. Ένας τύπος πουλούσε ένα σετ φανελένια σεντόνια σε «μοναδική χριστουγεννιάτικη προσφορά, μο-να-δι-κή!» – η γιαγιά μου έριξε μια ματιά στο τηλέφωνο δίπλα της.
«Μη μου πεις ότι θα τους πάρεις τηλέφωνο!» αντέδρασα. «Έχεις διακόσιες χιλιάδες σεντόνια!»
«Ε;» είπε λιγάκι ένοχα και με κοίταξε φευγαλέα. «Ε… Μέρες που ’ρχονται, να κάνουμε κάνα δώρο, είναι σε προσφορά… Εσύ δε θες σεντόνια;»
Άρπαξα το τηλεκοντρόλ κι έκλεισα την τηλεόραση. Σηκώθηκα, πήρα το κινητό μου από δίπλα και σταμάτησα την ηχογράφηση.
«Λοιπόν, γιαγιά… Καλά μου τα ’πες και σήμερα. Ώρα να πηγαίνω. Άμα δεν τα ξαναπούμε από κοντά, καλά Χριστούγεννα» κι έσκυψα να τη φιλήσω.
«Άκου να σου πω!» μου είπε με ύφος. «Προτού φύγεις, θα πάρεις τους αγιοβασίληδες και το δεντράκι! Να στολίσεις!»
Ε βέβαια, έπρεπε να το περιμένω.
«Λοιπόν, εντάξει, θα στολίσω» της είπα παραδίδοντας μεγαλόψυχα τα όπλα. «Κέρδισες. Αλλά δε χρειάζομαι δεντράκια κι αγιοβασίληδες. Θα βάλω παντού πορτοκάλια».
Με κοίταξε σκασμένη.
«Άντε μωρέ από δω που θα βάλεις πορτοκάλια! Άκου πορτοκάλια! Πού ζούμε, ακόμα ζούμε στο;… Θα πάρεις, είπα, τους αγιοβασίληδες και τα λαμπιόνια!»
«Ε δεν τα θέλω, λέμε!»
Ποτέ δεν ήταν εύκολο να περάσει το δικό σου μ’ αυτή τη γιαγιά. Όταν έφυγα, κουβαλούσα τρεις μεγάλες σακούλες jumbo με ό,τι χριστουγεννιάτικο υπήρχε σ’ εκείνο το πατάρι. Το χειρότερο ήταν πως δε μου πήγε το χέρι να τ’ αφήσω σε κανέναν από τους άπειρους κάδους ανακύκλωσης που προσπέρασα μέχρι να φτάσω στο σπίτι. Κι όχι μόνο αυτό. Τελευταία στιγμή η γιαγιά αποφάσισε ότι θα ερχόταν για Χριστούγεννα στο πατρικό μου. Ε, δίπλα ήμουν, ήταν σίγουρο ότι θα περνούσε κι απ’ το δικό μου σπίτι. Όντως πέρασε. Και κούνησε νικηφόρα το κεφάλι βλέποντας το πλαστικό δεντράκι σε μια γωνιά του σαλονιού, στολισμένο με όλα τα κινέζικα λαμπιόνια που είχα βρει στις τσάντες.
«Μέρες που ’ναι… Έτσι μπράβο, που μου κάνεις και κόνξες. Τις παραδόσεις… Να τηρείς τις παραδόσεις!»
•Τις καλύτερες ευχές μου σε όλους για ευτυχισμενα Χριστούγεννα και να περασετε πολύ όμορφα. •Βλέπω στα σάιτ αναλύσεις για το πως διαμορφώνονται οι «τιμές φιάλης» στα μπουζούκια. Γράφουν πως αναμένεται κοσμοσυρροή,κοσμοπλημμύρα. Καλή διασκέδαση από καρδίας. Εγώ δεν πάω στα μπουζούκια, όχι γιατί έχω τίποτα εναντίον τους, αλλά δεν μου πάει το στυλ. Τα διάβασα όμως εκ παθολογικής περιεργείας η οποία με διακρίνει.
Λοιπόν εκτός από τις σουίτες VIP και τα πρώτα τραπέζια πίστα οι τιμές για τη «πλεμπα» είναι ανεκτές. Με ένα διακοσάρι ένα ζευγάρι τη βγάζει. •Τίθεται όμως ένα θέμα κοινωνικης συνοχής για τον Γεωργιάδη. Απαιτείται άμεσα ένα καλάθι φιάλης. Τι να έχει; Ας βάλει ρετσίνα Μαλαματίνα, ούζο Καρώνη, σλιμποβίτσα Σερβίας, ρακή Τουρκιας, εγχώριο οινομελο, και βότκα Βουλγαρίας. Επίσης για τις σουίτες και τα πρώτα τραπέζια πίστα όπου συναντάται μεταξύ άλλων η αριστερά του χαβιαριού και οι φιλελεύθεροι πολυτελείας ένα καλάθι χαβιαριου. Με θαυμάσια σκανδιναβικά υποκατάστατα, αυγοτάραχο Μεσολογγιου και μια απευθείας εισαγωγή από το Αστραχαν της Κασπιας όπου μεγαλούργησε ο Βαρβάκης. «Ποιος φοβάται το χαβιάρι».
•Να και μια ωραία για τη περίσταση εκδοχή καλάντων από την Αστυπάλαια: «γεννάται κι ανατρέφεται με μέλι και με γάλα, το μέλι τρων οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες και το μελισσοβότανο το λούζονται οι κυράδες. Κι ανοίξτε τα κουτάκια σας τα κατακλειδωμένα και δώστε μας απ’ το χρυσό που ’χουνε τα πουγγιά σας. Αν είστ’ από τους πλούσιους, φλουριά μη λυπηθείτε κι αν είστ’ από τους δεύτερους, ένα ζευγάρι κότες»
Από τον ιστότοπο του Νίκου Σαραντάκου. Αντιγράφουμε από εκεί το σημείωμα του επιμελητή: «Ο Βάρναλης έχει γράψει κι άλλα διηγήματα εις ύφος Παπαδιαμάντη, αλλά τούτο εδώ έχει το μοναδικό γνώρισμα ότι παρουσιάζει ως ήρωα και τον ίδιο τον κυρ Αλέξανδρο. Εκτός αυτού, ο προσεκτικός αναγνώστης θα δει μέσα στο κείμενο ξεσηκωμένες αυτούσιες φράσεις από διηγήματα του Παπαδιαμάντη και θα ευφρανθεί με λέξεις παπαδιαμαντικές. Πήρα το κείμενο από την έκδοση του Κέδρου Πεζός Λόγος. Αγνοώ αν το Καλοκαιρής (το παπαδιαμαντικώς σωστό είναι Καλοσκαιρής) είναι λάθος του τυπογράφου ή αβλεψία τού Βάρναλη.» Με αυτό το ξεχωριστό αφήγημα, το ΝΠ εύχεται στους αναγνώστες και τις αναγνώστριές του Καλά Χριστούγεννα.
~ . ~
ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
Ο ουρανός έβρεχε διαρκώς λεπτόν νερόχιονον, ο γραίος αδιάκοπος εφύσα και ήτο ψύχος και χειμών τας παραμονάς των Χριστουγέννων του έτους…
Ο κυρ Αλέξανδρος είχε νηστεύσει ανελλιπώς ολόκληρον το Σαρανταήμερον και είχεν εξομολογηθεί τα κρίματά του (Παπά-Δημήτρη το χέρι σου φιλώ!). Και αφού εγκαίρως παρέδωσε το χριστουγεννιάτικον διήγημά του εις την «Ακρόπολιν» και διέθεσεν ολόκληρον την γλίσχρον αντιμισθίαν του προς πληρωμήν του ενοικίου και των ολίγων χρεών του, γέρων ήδη κεκμηκώς υπό των ετών και της νηστείας, αποφεύγων πάντοτε την πολυάσχολον τύρβην, αλλά φιλακόλουθος πιστός, έψαλεν, ως συνήθως, με την βραχνήν και σπασμένην φωνήν του, πλήρη όμως ενθέου πάθους, ως αριστερός ψάλτης, εις το παρεκκλήσιον του Αγίου Ελισσαίου τας Μεγάλας Ώρας, σχεδόν από στήθους, και ότε επανήλθεν εις το πτωχικόν του δωμάτιον, δεν είχεν ακόμη φέξει!
Ήναψε το κηρίον του και τη βοηθεία του κηρίου (και του Κυρίου!) έβγαλε το υπόδημά του το αριστερόν, διότι τον ηνώχλει ο κάλος, και ημίκλιντος επί της πενιχράς στρωμνής του, πολλά ρεμβάζων και ουδέν σκεπτόμενος, ήκουε τας ορυγάς του κραταιού ανέμου και τους κρότους της βροχής και έβλεπε νοερώς τον πορφυρούν πόντον να ρήγνυται εις τους σκληρούς αιχμηρούς βράχους του νεφελοσκεπούς και χιονοστεφάνου Άθω.
Εκρύωνεν. Αλλά το καφενείον του κυρ Γιάννη του Αγκιστριώτη ήτο κλειστόν. Αλλά και οβολόν δεν είχε να παραγγείλει:
– Πάτερ Αβραάμ, πέμψον Λάζαρον! (ένα ποτηράκι ρακή ή ρώμι).
Εκείνην την χρονιάν τα Χριστούγεννα έπεσαν Παρασκευήν. Τόσον το καλύτερον. Θα νηστεύσει και πάλιν, ως το είχε τάμα να νηστεύει δια βίου κάθε Παρασκευήν δια να εξαγνισθεί ο αμαρτωλός δούλος του Θεού από το μέγα κρίμα της νεότητός του, που είδε τυχαίως από την κλειδαρότρυπαν την νεαράν του εξαδέλφην να γδύνεται.
Έκαμε τον σταυρόν του κι εσκεπάσθη με την διάτρητον βατανίαν του, όπως ήτο ντυμένος και με τα υποδήματα – πλην του αριστερού.
Και τότε ευρέθη εις την προσφιλήν του νήσον των παιδικών του χρόνων με τα ρόδιν’ ακρογιάλια, τας αλκυονίδας ημέρας, τας χλοϊζούσας πλαγιάς, με τα κρίταμα, την κάππαριν και τας αρμυρήθρας των παραθαλασσίων βράχων και με τους απλούς παλαιούς ανθρώπους, θαλασσοδαρμένους ή ναυαγούς, ζωντανούς και κεκοιμημένους.
Και ήλθεν ο Χριστός με το τεθλιμμένον πρόσωπον, η Παναγία η Γλυκοφιλούσα με το λευκόν και ένθεον Βρέφος της, ο Άγιος Στυλιανός, ο φίλος και φρουρός των νηπίων, η Αγία Βαρβάρα και η Αγία Κυριακή με τους σταυρούς και τους κλάδους των φοινίκων εις τας χείρας, ο όσιος Αντώνιος και Ευθύμιος και Σάββας με τας γενειάδας και τα κομβοσχοίνιά των· και ήλθε και ο όσιος Μωϋσής ο Αιθίοψ, «άνθρωπος την όψιν και θεός την καρδίαν», η Αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια κρατούσα εις τας χείρας το μικρόν της ληκύθιον, το περιέχον τα λυτήρια όλων των μαγγανειών και επωδών, ο Άγιος Ελευθέριος, η Αγία Μαρίνα και είτα ο Άγιος Γεώργιος και ο Άγιος Δημήτριος με τα χαντζάρια των, με τας ασπίδας και τους θώρακάς των – ολόκληρον το Τέμπλον του παρεκκλησίου της Παναγίας της Γλυκοφιλούσης εκεί επάνω εις τον βράχον τον μαστιζόμενον από θυέλλας και λαίλαπας και λικνιζόμενον από το πολυτάραχον και πολύρροιβδον κύμα….
Φέγγος εαρινόν και θαλπωρή διεχύθησαν εντός του υγρού δωματίου και ο κυρ Αλέξανδρος λησμονήσας τον κάλον του ανεσηκώθη να φορέσει και το αριστερόν του υπόδημα δια ν’ ασπασθεί ευλαβώς τους πόδας του Χριστού, της Παναγίας και των αγίων.
Αλλ’ η οπτασία εξηφανίσθη και ιδού ευρέθη εις τον Άι Γιάννην τον Κρυφόν, που εγιάτρευε τους κρυφούς πόνους κι εδέχετο την εξαγόρευσιν των κρυφών αμαρτιών. Πλήθος πιστών είχεν ανέλθει από την πολίχνην, ζωντανοί και συγχωρεμένοι, να παρακολουθήσουν την Λειτουργίαν, την οποία ετέλει ο παπά-Μπεφάνης βοηθούμενος από τον μπάρμπ’ Αναγνώστην τον Παρθένην.
Κατά περίεργον αντινομίαν των στοιχείων, ήτο καλοκαίρι κι η Λειτουργία είχε τελειώσει και ήτον δεν ήτον τρίτη πρωϊνή, ότε η αμφιλύκη ήρχισε να ροδίζει εις τον αντικρυνόν ζυγόν του βουνού.
Όλοι γείτονες, λάλοι και φωνασκοί, εκάθηντο κατά γης πέριξ εστρωμένης καθαράς οθόνης. Τέσσερ’ αρνιά, τρία πρόβατα, δύο κατσίκια, αστακοουρές, κεφαλόπουλα καπνιστά της λίμνης, αυγοτάραχον και εγχέλεις αλατισμένοι, πίττες, κουραμπιέδες, μπακλαβάδες, πορτοκάλια και μήλα – όλα τα καλούδια, προϊόντα της μικρής και ωραίας νήσου, περιέμενον τους συνδαιτυμόνας.
– Καλώς ώρισες κυρ Αλέξαντρε, κάτσε κ’ η αφεντιά σου, του είπεν η θεια η Αμέρσα.
Αλλά τι βλέπει γύρω του; Όλους τους ήρωας και τας ηρωίδας των Χριστουγεννιάτικων διηγημάτων του. Εκεί ήτον η θεια-Αχτίτσα, φορούσα καινουργή μανδήλαν και νέα πέδιλα, επιδεικνύουσα μετ’ ευγνωμοσύνης το συνάλλαγμα των δέκα λιρών, το οποίον μόλις έλαβε από τον ξενητευμένον εις την Αμερικήν υιόν της. Δίπλα της εκάθητο κι ο Γιάννης ο Παλούκας, ο προσποιηθείς τον Καλλικάντζαρον την Παραμονήν των Χριστουγέννων και ληστεύσας τον Αγγελήν, τον Νάσον, τον Τάσον – όλα τα παιδιά τα οποία κατήρχοντο από την Επάνω ενορίαν, αφού είχαν ψάλει τα Κάλανδα. Εσηκώθη και παρέδωσεν εις τον κυρ Αλέξανδρον τας κλεμμένας πεντάρας -δεν είχε πως να μεθύσει και εορτάσει τα Χριστούγεννα εκείνην την χρονιάν (συχωρεμένος ας είναι!).
Ιδού κι ο Μπάρμπ’ Αλέξης, ο Καλοκαιρής, που δεν είχεν ανάγκην του πορθμείου του Χάρωνος δια να πηδήσει εις τον άλλον κόσμον· είχε το ιδικόν του, υπόσαθρον πλοιάριον, αυτόχρημα σκυλοπνίχτην. Μαζί του ήτον κι ο σύντροφός του ο Γιάννης ο Πανταρώτας ο ναυτολογημένος ως Ιωαννίδης και διατελών εν διαρκεί απουσία κατά τας ώρας της εργασίας.
– Να φροντίσεις, του είπεν ο Πανταρώτας, να πάρω την σύνταξή μου!
Και λησμονών την ιερότητα της στιγμής εμούντζωσε το κενόν συνοδεύων την άσεμνον χειρονομίαν με την ασεμνοτέραν βλασφημίαν:
– Όρσε, κουβέρνο!
Εκεί ήτον κι ο Μπάρμπα-Διόμας, ευτυχής διότι εγλύτωσεν από το ναυάγιον και ερρόφησεν απνευστί επί του διασώσαντος αυτόν τρεχαντηρίου ολόκληρον φιάλην πλήρη ηδυγεύστου μαύρου οίνου δια να συνέλθει – ω πενιχρά, αλλ’ υπερτάτη ευτυχία του πτωχού!
Αλλ’ ιδού έτρεξε να του σφίξη την χείρα και ο βοσκός ο Σταθ’ς του Μπόζα, του οποίου δύο αίγες είχον βραχωθή εις τον κρημνόν υπεράνω της αβύσσου, όπου έχαινεν ο πόντος και ήτο αδύνατον να σωθούν, αν δεν τον κατεβίβαζαν δια σχοινίου εις τον βράχον με κίνδυνον της ζωής του.
– Την Ψαρή την έχω τάξει ασημένια στην Παναγιά. Τη Στέρφα (την άλλην αίγα) θα την σφάξω για σένα, να την φάμε.
Και η Ασημίνα του μαστρο-Στεφανή του βαρελά, με τας τέσσαρας κακοτυχισμένας θυγατέρας, τη Ροδαυγή, την Ελένη, τη Μαργαρώ και την Αφέντρα, η Ασημίνα, που την μίαν ημέραν εώρτασε τους γάμους της Αφέντρας με τον Γρηγόρη της Μονεβασάς και την άλλην ημέραν επένθησεν τον θάνατον του υιού της του Θανάση.
Τέλος, ω! της εκπλήξεως, ενεφανίσθη και ο έτερος εαυτός του, ο Αλέξανδρος Παπαδημούλης, ο πτωχαλαζών, ο ασχολούμενος εις έργα μη κοινώς παραδεδεγμένης χρησιμότητος!
Ο κυρ Αλέξανδρος ησθάνθη τύψεις, ότι έπλασεν όλους αυτούς τους ανθρώπους του λαού τόσον δυστυχείς και ταπεινούς ή τόσον αμαρτωλούς (ουδείς αναμάρτητος!) και τον εαυτόν του τόσον επηρμένον!…
Αλλά την στιγμήν εκείνην τον διέκοψεν η οκταόκαδος τσότρα, η περιφερομένη από χειρός εις χείρα. Δεν επρόλαβε να την εναγκαλισθή και ήχησαν τα λαλούμενα (βιολιτζήδες ντόπιοι και τουρκόγυφτοι με κλαρινέτα) και … εξύπνησεν.
Ποτέ ο κοσμοκαλόγηρος κυρ Αλέξανδρος δεν εξύπνησε τόσον χορτάτος, όσον εκείνην την αγίαν ημέραν, ο νήστις του Σαρανταημέρου και ο νήστις όλης της ζωής του! – ζωήν να έχει!