Υπάρχει ελεύθερη βούληση;
Το ερώτημα βέβαια είναι πολύ παλαιότερο, με τους φιλοσόφους να έχουν υποστηρίξει με σθένος και τις δύο απόψεις. Πρώτος ο Πλάτωνας θέτει το θέμα προς συζήτηση με απλούς όρους:
«Δηλαδή, κανένας δεν είναι με τη θέλησή του κακός (κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς). Διότι ένας άνθρωπος γίνεται κακός από μία κακή κατάσταση του σώματος και από ανατροφή χωρίς παιδεία, και όλα αυτά είναι άσχημα και συμβαίνουν χωρίς τη θέλησή του». Πλάτων, Τίμαιος, 86d-e
Το ζήτημα της ελεύθερης βούλησης είναι μείζον για τη φιλοσοφία. Ο Αριστοτέλης, υπερασπιστής του ορθού λόγου, επικρίνει τον Πλάτωνα. Για τον ίδιο, η παιδεία, που έχει τη βάση της στη φιλοσοφία, μπορεί να αλλάξει το αποτέλεσμα. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Ο Αριστοτέλης ονομάζει «προαίρεση» την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου να πράττει όπως επιθυμεί: «Γενικά η προαίρεση φαίνεται να σχετίζεται με πράγματα που εξαρτώνται από εμάς» (Ηθικά Νικομάχεια, 1111b30-31).
..αν θέλουμε ένα καλύτερο μέλλον, πρέπει να αλλάξουμε (σύντομα) τον κόσμο – στηριγμένοι στα δεδομένα και όχι στις προκαταλήψεις μας….
Vaclav Smil.
Ο Vaclav Smil είναι Τσέχο-Καναδός επιστήμονας και αναλυτής πολιτικής. Είναι Διακεκριμένος Ομότιμος Καθηγητής στη Σχολή Περιβάλλοντος στο Πανεπιστήμιο της Μανιτόμπα στο Γουίνιπεγκ.
Νέες ζωές στο αγρόκτημα
Αμερικανικός κυκλών….η διαφορά νοοτροπίας
•Κατ αρχήν προτιμώ τη δική μας νοοτροπία. Χωρίς καμιά επιφύλαξη. Αν εδώ, ο μη γενοιτο, συνέβαινε ότι συνεβη στην Αμερική, ούτε καν και το μισό να συνέβαινε, η κυβέρνηση θα είχε πέσει. Αύτανδρη, επί τόπου. Εκατομμύρια χωρίς ρεύμα με θερμοκρασίες -10 έως – 40. Εκεί δεν φταίει κανένας. Ούτε Πρόεδρος,ούτε κυβέρνηση,ούτε κυβερνήτες ούτε αυτοδιοίκηση ούτε εταιρείες παροχής ρεύματος. Φταίει αποκλειστικά ο Θεός. Ακόμα και οι δρόμοι δεν έχουν κλείσει. Συστάσεις μόνο και πολλοί βγαίνουν και τρακάρουν σαν συγκρουόμενα σε λούνα πάρκ. Εδώ ένας ορειβάτης κινδυνεύει και κινητοποιείται το συμπαν να τον σώσει. Και τρωει κριτική αν αργήσει ή κάνει κάποιο λάθος.
•Των φρονίμων τα παιδιά. Δεν την ξέρουν την παροιμία στην Αμερική.
Πάνος Μπιτσαξής
Απολίθωμα!
Βαθύς Λάκος Κλειδί Βοιωτίας
Κύπρος πριν τριάντα χρόνια
Στελέχη της Ιντεραμέρικαν σε επίσκεψη τους στο προεδρικό Μέγαρο και συνάντηση με τον πρόεδρο Βασιλείου
«Ο Ήλιος ο ηλιάτορας»
«Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος
να’ ν’ ήμερος να ‘ ναι άκακος
λίγο φαί λίγο κρασί
Χριστούγεννα κι Ανάσταση
κι όπου φωλιάσει και σταθεί
κανείς να μην του φτάνει εκεί
Μα ‘ρθαν αλλιώς τα πράματα
τονε ξυπνάν χαράματα
Τον παν τον φέρνουν πίσω μπρος
του τρώνε και το λίγο βίος
κι από το στόμα την μπουκιά
πάνω στην ώρα τη γλυκιά
του τηνε παίρνουνε κι αυτή
Χαρά στους που ‘ναι οι Δυνατοί!
Χαρά στους που ‘ναι οι Δυνατοί
γι’ αυτούς δεν έχει “εγώ” κι “εσύ”
Χαρά στους που ‘ναι οι Δυνατοί
γι’ αυτούς δεν έχει χόρταση.»
Οδυσσέας Ελύτης
«Ο Ήλιος ο ηλιάτορας»
Ευτυχής παππούς!
Κότσυφας παίρνει το μπάνιο του!
Νικοδήμου και Ευστρατίου
Υπέρ πλεόντων!
Σταβέντο, Χιό και Πάσπαργκο
Γραμμή στο Καβοντόρο
Του καπετάνιου τη φωνή (νύχτα βαριά και σκοτεινή)
Να ακούς αμπάσα και βραχνή
Μέσ´στον ηχήεντα πόντον.
Να καταλάβεις τι θα ειπή της εκκλησίας η ευχή: υπέρ πλεόντων
Αργύρης Αναπλιώτης
Μεγάλη πέτρα αλείαντος !
Όσο ζούμε θαμπωμένοι και άπραγοι κάτω από το βάρος της παλιάς μας δόξας και δεν ζητάμε να ζήσουμε υπεύθυνα και δημιουργικά την δίκη μας ζωή, προκοπή ας μην περιμένουμε.
Ανδρέας Καρκαβίτσας (1865-1922) συγγραφέας, θεμελιωτής της ηθογραφίας και εκπρόσωπος του νατουραλισμού στη νεοελληνική λογοτεχνία.
Χρόνια πολλά πατριώτες απανταχού της υφηλίου!!
W. B. YEATS, ΜΙΑ ΓΈΝΝΗΣΗ
*
Αφιέρωμα του ΝΠ στον Ουίλλιαμ Μπ. Γέητς [ 1 / 6 ]
~.~
ΜΙΑ ΓΕΝΝΗΣΗ
Ποια στέκει εκεί με το παιδί;
Έν’ άστρο τής τρυπάει τ’ αυτί.
Ποιος φώτισε έτσι τη φασκιά;
Όχι όποιος – ο Ντελακρουά.
Τι κυνηγά ψύλλους, κοριούς;
Του Ίρβινγκ ο φτερωμένος νους.
Πώς και δεν στάζει από ψηλά;
Άπλωσε ο Λάντορ μουσαμά.
Ποιος διώχνει αγύρτες και μωρούς;
Βροντά ο Ταλμά με κεραυνούς.
Τρόμος της κόβει τη μιλιά.
Ανήλεο βλέμμα την κοιτά;
~.~
Το λίκνο της Βηθλεέμ και οι συμβολισμοί του ενέπνευσαν επανειλημμένα τον Ουίλλιαμ Μπάτλερ Γέητς και την ποίησή του. Το ποίημα «Μια γέννηση» ανήκει στα τελευταία που έγραψε και περιλαμβάνεται στα Last poems (1938-39) που δημοσιεύτηκαν μεταθανατίως. Για την εικόνα του δεύτερου στίχου, ο ποιητής σημείωνε σε άλλη περίσταση:
«Είχα στη μνήμη μου βυζαντινές ψηφιδωτές απεικονίσεις του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, οι οποίες δείχνουν μια γραμμή τραβηγμένη από ένα αστέρι ώς το αυτί της Παναγίας. Εκείνη δέχεται τον Λόγο διά του αυτού, ένα αστέρι πέφτει και ένα αστέρι γεννιέται.»
Κατά τα λοιπά, ο ποιητής σχολιάζει τη Γέννηση του Χριστού διά της τέχνης: μνημονεύοντας τέσσερις καλλιτέχνες και συγγραφείς, τους δικούς του τρόπον τινά Μάγους που περιβάλλουν και προστατεύουν το θείο βρέφος. Κατά σειρά, τον Ferdinand-Vietor-Eugene Delacroix (1798-1863), Γάλλο ζωγράφο· τον Walter Savage Landor (1775-1864), Άγγλο συγγραφέα· τον Sir Henry Irving (1838-1905), Άγγλο ηθοποιό· και τον François Joseph Talma (1763-1826), Γάλλο ηθοποιό.
Ας προσεχθεί πάντως ιδιαιτέρως το τελευταίο δίστιχο: λίγους μήνες πριν το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Γέητς υπαινίσσεται τους περίφημους στίχους του της «Δευτέρας Παρουσίας», το Θηρίο που σέρνεται ώς τη Βηθλεέμ. Ο ιστορικός κύκλος της εποχής και του πολιτισμού μας έχει ολοκληρωθεί, ο νέος πέπρωται να εγκαινιαστεί όχι με τον ερχομό ενός Θεού, αλλά ενός Τέρατος:
κι ήρθε επιτέλους ποιου σκαιού θηρίου η ώρα
στα μουλωχτά στη Βηθλεέμ να πάει να γεννηθεί;
Με τρόπο αντίστοιχο είχε περιγράψει και παλαιότερα (“Δύο τραγούδια από ένα θεατρικό”) την έλευση του Χριστού, συγκρίνοντας την Παναγία με την παρθένο Αθηνά που σπαράσσει το σώμα του Διονύσου.
Είδα να στέκει μια παρθένα που κοιτούσε
του ιερού Διονύσου τη σορό
και την καρδιά απ’ το στήθος του ανασπούσε
και την καρδιά του την παλλόμενη κρατούσε
κι ύψωνε την καρδιά του θριαμβικά·
τότε οι Μούσες ύμνησαν θερμά
τον Μέγα Ενιαυτό, λες και στον θείο χαμό
είδαν μονάχα ένα έργο θεατρικό.
Μια νέα Τροία θ’ ανατείλει και θα δύσει,
μια νέα φατρία τα κοράκια θα ταΐσει,
μιας νέας Αργώς η πλώρη θα κινήσει
για κάποιο λούσο πιο φανταχτερό.
Σε πόλεμο κι ειρήνη αφέντρα πρώτη,
στάθηκε η Ρώμη τώρα τρομαγμένη
σαν η παρθένα βγήκε η μανιασμένη
με τ’ Άστρο της απ’ τα μυθώδη σκότη.
~.~
Η παρούσα ανάρτηση είναι το πρώτο από τα συνολικά έξι μέρη του εορταστικού αφιερώματος του ΝΠ στον Γέητς. Έως την προπαραμονή της Πρωτοχρονιάς θα ακολουθήσουν μια ευρεία επιλογή από τα «Ποιήματα», ένα μικρό ανθολόγιο δοκιμιακών αποσπασμάτων, μια ανάρτηση για το άγνωστο εδώ σε μας ενδιαφέρον του Ιρλανδού ποιητή για το ελληνικό δημοτικό τραγούδι που έθρεψε δύο τουλάχιστον κείμενά του και, τέλος, μια εκτενής μελέτη για την, επίσης άδηλη αλλά εντυπωσιακή, ομοιότητα της δημιουργικής διαδρομής του μ’ εκείνην του Κωστή Παλαμά, συγγένεια που ώθησε ήδη τον Σέημους Χήνυ να τους αποκαλέσει «παράλληλους». Αυτή η τελευταία πρωτοπαρουσιάστηκε στο πρόσφατο παλαμικό συνέδριο του Ομόδους στην Κύπρο (βλ. τώρα τον τόμο Παλαμάς και κυπριακά γράμματα, Λευκωσία 2022). Τις μεταφράσεις και τα κείμενα του Αφιερώματος υπογράφει ο Κώστας Κουτσουρέλης.
Πηγή: neoplanodion.gr
δεν θέλει πολλά ο άνθρωπος για να είναι ευτυχισμένος!
ΝΑ ΤΗΡΕΊΣ ΤΙΣ ΠΑΡΑΔΌΣΕΙΣ! (ΔΙΉΓΗΜΑ)
*
της ΑΝΤΩΝΙΑΣ ΓΟΥΝΑΡΟΠΟΥΛΟΥ
«Τι θυμάσαι απ’ τα Χριστούγεννα;» τη ρώτησα και πάτησα το record στο κινητό μου. «Ε τι, Χριστούγεννα ήταν, τα γιορτάζαμε». Έγειρε όλο το σώμα της μπροστά κι έπιασε να ισιώνει με το πάσο της την ποδιά της. «Εσύ, δηλαδή» μου είπε γυρνώντας ελαφρά το κεφάλι «πώς τα γιορτάζεις;» Το ήξερε πως εγώ δεν γιόρταζα τίποτα, επίτηδες το έκανε. «Έλα, ρε γιαγιά» διαμαρτυρήθηκα. «Εσύ θα μου πάρεις συνέντευξη ή εγώ;» Με κοίταξε στα πεταχτά, ικανοποιημένη. Αν ήθελα τη «συνέντευξη» έπρεπε να παίξω το παιχνίδι – και να κερδίσω. Γιατί, τι; Όποτε θυμάται η εγγονή μας ότι υπάρχουμε έρχεται να μας κάνει δυο ερωτήσεις και να φύγει; Σαν να διάβαζα το «Τώρα θα δεις» και «Θα σου πω εγώ» μες στο μυαλό της, σαν να τα ’βλεπα, να τα, σάλευαν στα σκασμένα χείλη που ’χε αρχίσει να πασπατεύει με την κυρτή της παλάμη, θέλοντας να κρύψει το χαμογελάκι της – σχεδόν διαβολικό. «Κοίτα, γιαγιά» ξαναπροσπάθησα. «Μπορείς να μου πεις πώς γιορτάζατε τα Χριστούγεννα όταν ήσουν μικρή, στο σπίτι στα Ταμπούρια;» Ίσιωσε τον κορμό της. Θα μου μιλήσει, σκέφτηκα. Μπα. Κοίταξε προς το πατάρι, ψηλά κι αριστερά της. «Μόλις κατέβει αυτή από πάνω, να της πεις να βάλετε τη σκάλα και να βγάλετε απ’ το πατάρι δυο μεγάλους αγιοβασίληδες που έχει, κουνιστούς, με μπαταρίες, και να βγάλετε και τα λαμπιόνια, καινούρια είναι, να τα δώσεις στις μικρές. Κι εσύ να πάρεις ένα πλαστικό δεντράκι, μικρό, δεν πιάνει τόπο, να το στολίσεις, μέρες που ’ρχονται. Πρέπει ν’ αρχίσεις να τηρείς τις παραδόσεις. Τις παραδόσεις» τόνισε γέρνοντας προς το μέρος μου και κουνώντας το δάχτυλό της. Έτσι μου ’ρθε να της το δαγκώσω. «Ρε γιαγιά!» ύψωσα τη φωνή μου. «Τα παιδιά δεν τα θέλουν αυτά τα πράγματα, έχουν μεγαλώσει. Και τι μου λες τώρα με τις κινέζικες πλαστικούρες, πηγαίντε τα όλ’ αυτά στην ανακύκλωση, επιτέλους. Κι εγώ δε στολίζω, αφού το ξέρεις!» Κουνούσε το κεφάλι της. Δεν το ’χα πάει καλά. Θα την έχανα την παρτίδα. «Αλήθεια» είπα σε μια ξαφνική έμπνευση «εσείς είχατε τέτοια τη δεκαετία του τριάντα; Έβαζε πλαστικούς αγιοβασίληδες η Αννιώ;»
Αυτό ήταν. Αμέσως τσίμπησε το υπέργηρο διαβολάκι.
«Όχι δα!» είπε υψώνοντας περήφανα τη φωνή της. Ύψωσα κι εγώ τα φρύδια και τράβηξα την πετονιά:
«Μμμ… Δεν είχατε λεφτά για τέτοια, ε; Δε στολίζατε;»
Με κοίταξε θιγμένη: «Τι λες εκεί! Άκου τι λέει! Φυσικά και στολίζαμε, πώς, δε στολίζαμε εμείς; Είχε η μαμά μου μια ωραία γυάλινη φρουτιέρα, μ’ ένα πόδι χαμηλό, πού να την έχω τώρα, άμα τη βρω θα σου τη δώσω, τη γέμιζε πορτοκάλια, ωραία στρόγγυλα πορτοκάλια, και την έβαζε στο κέντρο του τραπεζιού, της τραπεζαρίας, αυτής ντε, που είναι μέσα. Παντού έβγαζε φρουτιέρες, στο σερβάν πάνω, στο κομό, γεμάτες με πορτοκάλια και ρόδια και καρύδια και κάστανα. Κι έφτιαχνε τηγανίτες. Σηκωνότανε πρωί πρωί, πριν από μας, έβαζε ένα καζάνι με λάδι να βράζει, κι έπαιρνε το ζυμάρι, να, σα την παλάμη μου, το ’ριχνε μέσα, το τράβαγε και τις έβαζε μετά στην πιατέλα. Έριχνε από πάνω το μέλι, κι άμα ξυπνούσαμε εμείς ήταν έτοιμες, τα βρίσκαμε όλα έτοιμα».
Δεν είχα σκεφτεί ποτέ το πορτοκάλι σαν χριστουγεννιάτικο στολίδι. Αλλά τώρα το έβλεπα. Και η γιαγιά είχε πάρει φόρα, δε χρειαζόταν να τραβάω πια την πετονιά.
«Και το χριστουγεννιάτικο τραπέζι; Τρώγατε γαλοπούλα;»
«Όοοχι, όχι γαλοπούλα. Τρώγαμε κρέας με πατάτες στο φούρνο. Το χριστουγεννιάτικο αρνί».
Την κοίταξα μπερδεμένη, γέλασε.
«Περνούσαν βρε τότε στις γειτονιές και πουλούσανε αρνάκια, μικρά. Κι όποιος είχε, έπαιρνε ένα και το κράταγε στην αυλή του, κι έκανε αυτό μπεεε, μπεεε, μέχρι που φτάναν τα Χριστούγεννα, ή το Πάσχα αν ήταν για το πασχαλινό, και το σφάζαμε. Και τρώγαμε αρνί στο φούρνο με πατάτες».
Απ’ τη γαλήνια εικόνα του πορτοκαλιού ανάμεσα στα καρύδια, εξακοντίστηκα στη μεγάλη αυλή του σπιτιού κι είδα τη χριστουγεννιάτικη σφαγή.
«Βοηθούσες κι εσύ στο σφάξιμο;» τη ρώτησα με ειλικρινή περιέργεια – δε θα μου φαινόταν περίεργο.
Τίναξε τους ώμους κι έκανε μια γκριμάτσα που έδειχνε σιχασιά.
«Όχι μωρέ, ούτε εμείς τα παιδιά ούτε η μάνα μου, ο πατέρας μου το ’παιρνε και το έσφαζε. Ή μπορεί και να το πήγαινε αλλού να το σφάξει. Εκείνος που δεν έσφαζε ούτε πουλάκι, πιο μετά, ήταν ο παππούς σου. Αυτός το πήγαινε στο χασάπη».
«Α…»
Σωπάσαμε για λίγο. Η τηλεόραση, στο αθόρυβο ως τότε, φάνηκε να τραβά το ενδιαφέρον της γιαγιάς.
«Για στάσου, για στάσου, τι λέει αυτός εδώ, τι σεντόνια είν’ αυτά…» Πήρε το τηλεκοντρόλ κι ανέβασε τον ήχο. Ένας τύπος πουλούσε ένα σετ φανελένια σεντόνια σε «μοναδική χριστουγεννιάτικη προσφορά, μο-να-δι-κή!» – η γιαγιά μου έριξε μια ματιά στο τηλέφωνο δίπλα της.
«Μη μου πεις ότι θα τους πάρεις τηλέφωνο!» αντέδρασα. «Έχεις διακόσιες χιλιάδες σεντόνια!»
«Ε;» είπε λιγάκι ένοχα και με κοίταξε φευγαλέα. «Ε… Μέρες που ’ρχονται, να κάνουμε κάνα δώρο, είναι σε προσφορά… Εσύ δε θες σεντόνια;»
Άρπαξα το τηλεκοντρόλ κι έκλεισα την τηλεόραση. Σηκώθηκα, πήρα το κινητό μου από δίπλα και σταμάτησα την ηχογράφηση.
«Λοιπόν, γιαγιά… Καλά μου τα ’πες και σήμερα. Ώρα να πηγαίνω. Άμα δεν τα ξαναπούμε από κοντά, καλά Χριστούγεννα» κι έσκυψα να τη φιλήσω.
«Άκου να σου πω!» μου είπε με ύφος. «Προτού φύγεις, θα πάρεις τους αγιοβασίληδες και το δεντράκι! Να στολίσεις!»
Ε βέβαια, έπρεπε να το περιμένω.
«Λοιπόν, εντάξει, θα στολίσω» της είπα παραδίδοντας μεγαλόψυχα τα όπλα. «Κέρδισες. Αλλά δε χρειάζομαι δεντράκια κι αγιοβασίληδες. Θα βάλω παντού πορτοκάλια».
Με κοίταξε σκασμένη.
«Άντε μωρέ από δω που θα βάλεις πορτοκάλια! Άκου πορτοκάλια! Πού ζούμε, ακόμα ζούμε στο;… Θα πάρεις, είπα, τους αγιοβασίληδες και τα λαμπιόνια!»
«Ε δεν τα θέλω, λέμε!»
Ποτέ δεν ήταν εύκολο να περάσει το δικό σου μ’ αυτή τη γιαγιά. Όταν έφυγα, κουβαλούσα τρεις μεγάλες σακούλες jumbo με ό,τι χριστουγεννιάτικο υπήρχε σ’ εκείνο το πατάρι. Το χειρότερο ήταν πως δε μου πήγε το χέρι να τ’ αφήσω σε κανέναν από τους άπειρους κάδους ανακύκλωσης που προσπέρασα μέχρι να φτάσω στο σπίτι. Κι όχι μόνο αυτό. Τελευταία στιγμή η γιαγιά αποφάσισε ότι θα ερχόταν για Χριστούγεννα στο πατρικό μου. Ε, δίπλα ήμουν, ήταν σίγουρο ότι θα περνούσε κι απ’ το δικό μου σπίτι. Όντως πέρασε. Και κούνησε νικηφόρα το κεφάλι βλέποντας το πλαστικό δεντράκι σε μια γωνιά του σαλονιού, στολισμένο με όλα τα κινέζικα λαμπιόνια που είχα βρει στις τσάντες.
«Μέρες που ’ναι… Έτσι μπράβο, που μου κάνεις και κόνξες. Τις παραδόσεις… Να τηρείς τις παραδόσεις!»
ΑΝΤΩΝΙΑ ΓΟΥΝΑΡΟΠΟΥΛΟΥ
Άγιοι Σαράντα, Σκούρτα Βοιωτίας
Άγιος Δημήτριος Σκούρτων
Νικηφόρος Βρεττάκος
Ουκ εάλω η ρίζα ουκ εάλω το φως ! Ουκ εάλω η βασιλεύουσα ψυχή των Ελλήνων !
Νικηφόρος Βρεττάκος