άσε με να κάνω λάθος, μην παριστάνεις τον θεό δεν μ’αρέσουν οι σωτήρες, δεν γουστάρω να σωθώ
Α.Τσιλιφώνης
Η διάκριση Ορεινών- Πεδινών, ανάγεται στην Εθνοσυνέλευση της Γαλλικής Επανάστασης του 1789. Τότε, οι ριζοσπαστικοί με τις πλέον επαναστατικές ιδέες, κατέλαβαν το άνω αριστερό μέρος της αίθουσας της Εθνοσυνέλευσης και ονομάσθηκαν Ορεινοί επειδή τα έδρανά τους ήταν στο ψηλότερο μέρος του αμφιθεάτρου. Μεταξύ των Ορεινών ήταν ο Νταντόν, ο Μαρά, ο Σαιν Ζυστ και άλλοι από την ομάδα των Επαναστατών της Γαλλικής Επανάστασης.
άσε με να κάνω λάθος, μην παριστάνεις τον θεό δεν μ’αρέσουν οι σωτήρες, δεν γουστάρω να σωθώ
Α.Τσιλιφώνης
Μεγάλη συνάντηση δημιουργών σήμερα στα ορεινά δερβενοχώρια: ο βραβευμένος συγγραφέας Δημήτρης Κανελλόπουλος, ( κρατικό βραβείο διηγήματος -2018-για το βιβλίο του, “ο θάνατος του αστρίτη και άλλα διηγήματα”), με τον αρχιτσέλιγκα της ΒΔ Πάρνηθας Κότσιο Μίχα.
Όσο πιο πολύ γερνάω, καταλαβαίνω πως το μόνο που δεν εξασθενεί είναι τα όνειρα!!
Ζαν Κοκτώ
ο αντιγραφέας: Ορεινός
Κάθε χρόνο ο Άγιος Βασίλης τις παραμονές της Πρωτοχρονιάς γυρίζει από χώρα σε χώρα κι από χωριό σε χωριό, και χτυπά τις πόρτες για να δει ποιος θα τον δεχτεί με καθαρή καρδιά. Μια χρονιά λοιπόν, πήρε το ραβδί του και τράβηξε. Ήτανε σαν καλόγερος ασκητής, ντυμένος με κάτι μπαλωμένα παλιόρασα, με χοντροπάπουτσα στα ποδάρια του και μ’ ένα ταγάρι περασμένο στον ώμο του. Γι αυτό τον παίρνανε για διακονιάρη και δεν τ’ ανοίγανε την πόρτα. Ο Άγιος Βασίλης έφευγε λυπημένος, γιατί έβλεπε την απονιά των ανθρώπων και συλλογιζότανε τους φτωχούς που διακονεύουνε, επειδής έχουνε ανάγκη, μ’ όλο που αυτός ο ίδιος δεν είχε ανάγκη από κανέναν, κι ούτε πεινούσε, ούτε κρύωνε.
Αφού βολόδειρε(1) από δω κι από κει, κι αφού πέρασε από χώρες πολλές κι από χιλιάδες χωριά και πολιτείες, έφταξε στα ελληνικά τα μέρη, πού ’ναι φτωχός κόσμος. Απ’ όλα τα χωριά πρόκρινε τα πιο φτωχά, και τράβηξε κατά κει, ανάμεσα στα ξερά βουνά που βρισκόντανε κάτι καλύβια, πεινασμένη λεμπεσουριά(2).
Περπατούσε νύχτα κι ο χιονιάς βογκούσε, η πλάση ήτανε πολύ άγρια. Ψυχή ζωντανή δεν ακουγότανε, εξόν από κανένα τσακάλι που γάβγιζε.
Αφού περπάτηξε κάμποσο, βρέθηκε σ’ ένα απάγκιο που έκοβε ο αγέρας από ’να μικρό βουνό, κι είδε ένα μαντρί κολλημένο στα βράχια. Άνοιξε την αυλόπορτα που ήτανε κανωμένη από άγρια ρουπάκια(3) και μπήκε στη μάντρα. Τα σκυλιά ξυπνήσανε και πιάσανε και γαβγίζανε. Πέσανε απάνω του να τον σκίσουνε˙ μα, σαν πήγανε κοντά του, σκύψανε τα κεφάλια τους και σερνόντανε στα ποδάρια του, γλείφανε τα χοντροπάπουτσά του, γρούζανε φοβισμένα και κουνούσανε παρακαλεστικά τις ουρές τους.
Ο Άγιος σίμωσε στο καλύβι του τσομπάνου και χτύπησε την πόρτα με το ραβδί του και φώναξε:
«Ελεήστε με, χριστιανοί, για τις ψυχές των αποθαμένων σας! Κι ο Χριστός μας διακόνεψε σαν ήρθε σε τούτον τον κόσμο!».
Η πόρτα άνοιξε και βγήκε ένας τσομπάνης, παλικάρι ως εικοσιπέντε χρονώ, με μαύρα γένια˙ και δίχως να δει καλά καλά ποιος χτυπούσε την πόρτα, είπε στο γέροντα:
«Πέρασε μέσα στ’ αρχοντικό μας να ζεσταθείς! Καλή μέρα και καλή χρονιά!».
Αυτός ο τσομπάνης ήτανε ο Γιάννης ο Μπάικας, που τον λέγανε Γιάννη Βλογημένον, άνθρωπος αθώος σαν τα πρόβατα που βόσκαγε, αγράμματος ολότελα.
Μέσα στην καλύβα έφεγγε με λιγοστό φως ένα λυχνάρι. Ο Γιάννης, σαν είδε στο φως πως ο μουσαφίρης ήτανε γέροντας καλόγερος, πήρε το χέρι του και τ’ ανασπάστηκε και τό ’βαλε απάνω στο κεφάλι του. Ύστερα φώναξε και τη γυναίκα του, ως είκοσι χρονώ κοπελούδα, που κουνούσε το μωρό τους μέσα στην κούνια. Κι εκείνη πήγε ταπεινά και φίλησε το χέρι του γέροντα, κι είπε:
«Κόπιασε, παππού, να ξεκουραστείς».
Ο Άγιος Βασίλης στάθηκε στην πόρτα και βλόγησε το καλύβι κι είπε:
«Βλογημένοι νά ’σαστε, τέκνα μου, κι όλο το σπιτικό σας! Τα πρόβατά σας να πληθαίνουν ως του Ιώβ μετά την πληγήν και ως του Αβραάμ και ως του Λάβαν! Η ειρήνη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού να είναι μαζί σας!».
Ο Γιάννης έβαλε ξύλα στο τζάκι και ξελόχισε(4) η φωτιά. Ο Άγιος απίθωσε σε μια γωνιά το ταγάρι του, ύστερα έβγαλε το μπαλωμένο το ράσο του κι απόμεινε με το ζωστικό του. Τον βάλανε κι έκατσε κοντά στη φωτιά, κι η γυναίκα τού ’βαλε και μια μαξιλάρα ν’ ακουμπήσει.
Ο Άγιος Βασίλης γύρισε κι είδε γύρω του και ξανάπε μέσα στο στόμα του:
«Βλογημένο νά ’ναι τούτο το καλύβι!».
Ο Γιάννης μπαινόβγαινε, για να φέρει τό ’να και τ’ άλλο. Η γυναίκα του μαγείρευε. Ο Γιάννης ξανάριξε ξύλα στη φωτιά.
Μονομιάς φεγγοβόλησε το καλύβι με μιαν αλλιώτικη λάμψη και εφάνηκε σαν παλάτι. Τα δοκάρια σαν νά ’τανε μαλαμοκαπνισμένα, κι οι πυτιές(5) που ήτανε κρεμασμένες σαν να γινήκανε χρυσά καντήλια, και τα τυροβόλια κι οι καρδάρες και τ’ άλλα τα σύνεργα που τυροκομούσε ο Γιάννης, λες κι ήτανε διαμαντοκολλημένα. Και τα ξύλα που καιγόντανε στη φωτιά ευωδιάζανε σαν μοσκολίβανο και δεν τρίζανε, όπως τρίζανε τα ξύλα της φωτιάς, παρά ψέλνανε σαν τους αγγέλους πού ’ναι στον Παράδεισο.
Ο Γιάννης ήτανε καλός άνθρωπος, όπως τον έφτιαξε ο Θεός.
Φτωχός ήτανε, είχε λιγοστά πρόβατα, μα πλούσια καρδιά : «Τη πτωχεία τα πλούσια!». Ήτανε αυτός καλός, μα είχε και καλή γυναίκα. Κι όποιος τύχαινε να χτυπήσει την πόρτα τους, έτρωγε κι έπινε και κοιμότανε. Κι αν ήτανε και πικραμένος, έβρισκε παρηγοριά. Γι αυτό κι ο Άγιος Βασίλης κόνεψε στο καλύβι τους, ξημερώνοντας Πρωτοχρονιά, παραμονή της χάρης του, κι έδωσε την ευλογία του.
Κείνη τη νύχτα τον περιμένανε όλες οι πολιτείες και τα χωριά της οικουμένης, αρχόντοι, δεσποτάδες κι επίσημοι ανθρώποι, πλην εκείνος δεν πήγε σε κανέναν τέτοιον άνθρωπο, παρά πήγε στο μαντρί του Γιάννη του Βλογημένου.
Σαν βολέψανε τα πρόβατα, μπήκε μέσα ο Γιάννης και λέγει στο γέροντα:
«Γέροντα, μεγάλη χαρά έχω απόψε που ήρθες, ν’ ακούσουμε κι εμείς κανένα γράμμα, γιατί δεν έχουμε εκκλησία κοντά μας, μήτε καν ρημοκλήσι. Εγώ αγαπώ πολύ τα γράμματα της θρησκείας μας, κι ας μην τα καταλαβαίνω, γιατί είμαι ξύλο απελέκητο. Μια φορά μας ήρθε ένας γέροντας Αγιονορίτης και μας άφησε τούτη την αγιωτική φυλλάδα, κι αν λάχει να περάσει κανένας γραμματιζούμενος καμιά φορά, τον βάζω και τη διαβάζει. Εγώ όλα όλα τα γράμματα που ξέρω είναι τρία λόγια που τά ’λεγε ένας γραμματιζούμενος, που έβγαζε λόγο στο χωριό, δυό ώρες από δω, κι από τις πολλές φορές που τά ’λεγε, τυπωθήκανε στη θύμησή μου. Αυτός ο γραμματικός έλεγε και ξανάλεγε : “Σκώνιτι ου μήτηρ του κι τουν ανισπάζιτι κι του λέγ’ : Τέκνου μου! Τέκνου μου!”. Αυτά τα γράμματα ξέρω…».
Ήτανε μεσάνυχτα. Ο αγέρας βογγούσε. Ο Άγιος Βασίλης σηκώθηκε απάνου και στάθηκε γυρισμένος κατά την ανατολή κι έκανε το σταυρό του τρεις φορές. Ύστερα έσκυψε και πήρε από το ταγάρι του μια φυλλάδα κι είπε:
«Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε, νυν και αει και εις τους αιώνας των αιώνων!».
Ο Γιάννης πήγε και στάθηκε από πίσω του και σταύρωσε τα χέρια του. Η γυναίκα του βύζαξε το μωρό και πήγε κι εκείνη και στάθηκε κοντά στον άντρα της.
Κι ο γέροντας είπε το «Θεός Κύριος» και τ’ απολυτίκιο της Περιτομής «Μορφήν αναλλοιώτως ανθρωπίνην προσέλαβες», χωρίς να πει και το δικό του τ’ απολυτίκιο, που λέγει : «Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου». Έψελνε γλυκά και ταπεινά, κι ο Γιάννης κι η Γιάνναινα τον ακούγανε με κατάνυξη και κάνανε το σταυρό τους. Κι είπε ο Άγιος Βασίλης τον όρθρο και τον κανόνα της εορτής «Δεύτε λαοί, άσωμεν», χωρίς να πει το δικό του κανόνα «Σου την φωνήν έδει παρείναι, Βασίλειε». Κι ύστερα είπε όλη τη λειτουργία κι έκανε απόλυση.
Καθίσανε στο τραπέζι και φάγανε, ο Άγιος Βασίλειος ο Μέγας, ο Γιάννης ο Βλογημένος, η γυναίκα του κι ο μπάρμπα – Μάρκος ο Βουβός, που τον είχε συμμαζέψει ο Γιάννης και τον βοηθούσε.
Και, σαν αποφάγανε, έφερε η γυναίκα τη βασιλόπιτα και την έβαλε απάνω στο σοφρά. Κι ο Άγιος Βασίλης πήρε το μαχαίρι και σταύρωσε τη βασιλόπιτα κι είπε:
«Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος!».
Κι έκοψε το πρώτο το κομμάτι κι είπε: «του Χριστού», έκοψε το δεύτερο κι είπε: «της Παναγίας», κι ύστερα έκοψε το τρίτο και δεν είπε: «του Αγίου Βασιλείου», αλλά είπε: «του νοικοκύρη του Γιάννη του Βλογημένου!».
Πετάγεται ο Γιάννης και του λέγει:
«Γέροντα, ξέχασες τον Αι-Βασίλη!».
Του λέγει ο Άγιος:
«Αλήθεια, τον ξέχασα!».
Κι έκοψε ένα κομμάτι κι είπε:
«Του δούλου του Θεού Βασιλείου!».
Ύστερα έκοψε πολλά κομμάτια, και σε κάθε ένα που έκοβε έλεγε: «της νοικοκυράς», «του μωρού», «του δούλου του Θεού Μάρκου του μογιλάλου(6)», «του σπιτιού», «των ζωντανών», «των φτωχών».
Λέγει πάλι ο Γιάννης στον Άγιο:
«Γέροντα, γιατί δεν έκοψες για την αγιοσύνη σου;».
Του λέγει ο Άγιος:
«Έκοψα, ευλογημένε!».
Μα ο Γιάννης δεν κατάλαβε τίποτα, ο καλότυχος!
Έστρωσε η γυναίκα, για να κοιμηθούνε. Σηκωθήκανε να κάνουνε την προσευχή τους. Ο Άγιος Βασίλης άνοιξε τις απαλάμες του κι είπε την δική του την ευχή, που τη λέγει ο παπάς στη λειτουργία:
«Κύριος ο Θεός μου, οίδα ότι ουκ ειμι άξιος, ουδέ ικανός, ίνα υπό την στέγην εισέλθης του οίκου της ψυχής μου…».
Σαν τελείωσε την ευχή κι ετοιμαζόντανε να πλαγιάσουνε, του λέγει ο Γιάννης :
«Εσύ, γέροντα, που ξέρεις τα γράμματα, πες μας σε ποιά παλάτια άραγες πήγε απόψε ο Αι-Βασίλης; Οι αρχόντοι κι οι βασιλιάδες τί αμαρτίες μπορεί νά ’χουνε; Εμείς οι φτωχοί είμαστεν αμαρτωλοί και κακορίζικοι, επειδής η φτώχεια μας κάνει να κολαζόμαστε!».
Ο Άγιος Βασίλης δάκρυσε. Σηκώθηκε πάλι απάνω, άπλωσε τις απαλάμες του και ξαναείπε την ευχή αλλιώτικα:
«Κύριε ο Θεός μου, οίδας ότι ο δούλος Ιωάννης ο απλούς εστιν άξιος και ικανός, ίνα υπό την στέγην αυτού εισέλθης, ότι νήπιος υπάρχει, και των τοιούτων εστίν η βασιλεία των ουρανών…».
Και πάλι δεν κατάλαβε τίποτα ο Γιάννης ο καλότυχος, ο Γιάννης ο Βλογημένος.
Λεξιλόγιο
1. Βολοδέρνω – βασανίζομαι γυρνώντας από δω κι από κει
2. Λεμπεσουριά – φτωχολογιά
3. Ρουπάκι – αγριοβελανιδιά
4. Ξελοχίζω – ζωηρεύω τη φωτιά
5. Πυτιά (η) – μαγιά απ’ την οποία γίνεται το τυρί
6. Μογιλάλος – βουβός
Από τότε που ένας άνεμος με εμπόδισε, με όλους τους ανέμους ταξιδεύω.
Οδ. Ελύτης

Παιγνίδι για μικρούς και μεγάλους, που παίζεται στη χώρα μας την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, με χρήματα ή όχι, για το καλό το νέου χρόνου.
Στο επίκεντρο του παιγνιδιού βρίσκεται μία σβούρα, κοκάλινη παλιότερα, πλαστική σήμερα, στις έξι πλευρές της οποίας αναγράφονται οι εντολές προς τους παίκτες και συγκεκριμένα:null
Αρχικά, οι παίκτες που συμμετέχουν στο παιγνίδι συμφωνούν για τη συνεισφορά τους στην μπάγκα, που μπορεί να είναι χρήματα, μάρκες ή και φασόλια παλιότερα, όταν το παιγνίδι γίνεται καθαρά για ψυχαγωγικό σκοπό. Ο πρώτος παίχτης στριφογυρίζει τη σβούρα και περιμένει αυτή να «καθίσει», οπότε διαβάζει την εντολή τής πάνω πλευράς και πράττει αναλόγως. Ακολουθεί ο δεύτερος, ο τρίτος κ.ο.κ.
Όταν η εντολή είναι «πάρε ένα ή δύο», ο παίκτης κερδίζει από την μπάγκα μία ή δύο μονάδες, ενώ στο «βάλε ένα ή δύο» βάζει στη μπάγκα μία ή δύο μονάδες. Στην εντολή «βάλτε όλοι» συνεισφέρουν στην μπάγκα όλοι οι παίχτες από μία μονάδα, ενώ στο «πάρτα όλα» ο τυχερός τινάζει την μπάγκα στο αέρα.
Το παιγνίδι έλκει την καταγωγή του από την αρχαία Ρώμη και από εκεί διαδόθηκε στην Ευρώπη. Υπάρχουν αναφορές ότι παιζόταν στην Αγγλία τον 18ο αιώνα με την ονομασία teetotum, όπως ονομάζεται και σήμερα στα αγγλικά. (απαντάται και την ονομασία «Put and Take»). Ένα είδος «πάρτα όλα» με την ονομασία ντρέιντελ (dreidel) παίζεται από τους Εβραίους κατά την εορτή της Χανουκά, ενώ με την ονομασία perinola το συναντάμε στις χώρες της Λατινικής Αμερικής
Πηγή: https://www.sansimera.gr
Στα δύσκολα να δανείζεσαι από το μέλλον σου!
….Η άλογη θεοποίηση της αλλαγής είναι ίδιον των ανθρώπων που δεν θέλουν να θυμούνται το παρελθόν, που δεν γνωρίζουν να ζήσουν το παρόν και αναζητούν εναγωνίως και πανικόβλητα κάποια ελπίδα στο μέλλον, από κάτι διαφορετικό, που υποτίθεται, θα είναι η λύση….
Απόσπασμα από την εισαγωγή του βιβλίου του Δ. Καραγιάννη: «αλλάζει ο άνθρωπος;»
ΔΗΜΟΣ ΤΑΝΑΓΡΑΣ: 15.292
ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΣΧΗΜΑΤΑΡΙΟΥ: 4.043
ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΕΡΒΕΝΟΧΩΡΙΩΝ: 1.992
ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΟΙΝΟΦΥΤΩΝ: 3.505
ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΑΝΑΓΡΑΣ: 3.172
ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΗΛΕΣΙΟΥ: 2.580
η γλώσσα του σώματος τα λέει όλα…
•Η χώρα μας είναι παράδοξη. Δίνει άπειρες ευκαιρίες αποκατάστασης σε όσους έχουν ολισθησει. Ξεχνά. Συγχωρεί. Συμπαραστέκεται. Από την αγανάκτηση στη λησμοσυνη, αρκεί να μεσολαβήσει κάποιος πανδαμάτωρ χρόνος. Δεν είμαστε μνησίκακος λαός.
•Έτσι ο πάλαι ποτέ παντοδύναμος,ελέω συγγένειας, Μιχάλης άνοιξε κατάστημα στο Καρπενήσι με γλυκά του κουταλιού από φρούτα του βουνού. Ευρυτάν, την καταγωγή, εκ μητρός. Την αείμνηστη κ.Αντιγόνη. Εύχομαι καλή επιτυχια. Αν πάω στι Καρπενήσι σίγουρα θα ψωνίσω. Είναι ένα άριστο μήνυμα.
•Ποτέ δεν είναι αργά για να κάνεις κάτι χρήσιμο στη ζωή σου. Κι ας είσαι 71 ετών.
Δεν σε υποχρεωνει κανείς να γίνεις βουλευτής, υπουργός και ευρωβουλευτής αν δεν σου φτάνει ο μισθός και δεν τα βγάζεις πέρα. Υπάρχουν πάρα πολλοί τρόποι να βγάζεις τίμια το ψωμί σου. Γλυκά του κουταλιού. Μια χαρά. Είναι κι ένα προιόν με το οποίο θαπρεπε να έχουμε πλημμυρίσει το κόσμο. Ανυπέρβλητο και ελληνικό. Ένα μήνυμα για όσους/ες αντιμετωπίζουν τα γνωστά θέματα.
Κανείς δεν χάνεται στο τέλος. Για όλους έχει ο Θεός της Ελλάδος.
Πάνος Μπιτσαξής
Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ
Ὅσο μπορεῖς
Κι ἂν δὲν μπορεῖς νὰ κάμεις τὴν ζωή σου ὅπως τὴν θέλεις,
τοῦτο προσπάθησε τουλάχιστον
ὅσο μπορεῖς: μὴν τὴν ἐξευτελίζεις
μὲς στὴν πολλὴ συνάφεια τοῦ κόσμου,
μὲς στες πολλὲς κινήσεις κι ὁμιλίες.
Μὴν τὴν ἐξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνὰ κ’ ἐκθέτοντάς τὴν
στῶν σχέσεων καὶ τῶν συναναστροφῶν
τὴν καθημερινὴν ἀνοησία,
ὡς ποὺ νὰ γίνει σὰ μιὰ ξένη φορτική.
[1913]
Άλλαξε απόψεις, αλλά κράτα τις αρχές σου, άλλαξε τα φύλλα, αλλά κράτα άθικτες τις ρίζες.
Βίκτωρ Ουγκώ
Ο Πελέ θεωρείται (κυρίως από τους παλαιότερους) ως ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής του κόσμου. Οι πιο νέοι έχουν να προτείνουν τον Μαραντόνα και τον Κρόιφ και οι αρκετά νεώτεροι τον Μέσι και τον Ρονάλντο. Κανείς όμως ποδοσφαιρόφιλος δεν διανοείται να αφήσει εκτός οποιασδήποτε δεκάδας με τους ημίθεους της στρογγυλής θεάς τον Έντσον Αράντες ντο Νασιμέντο, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα.
Αθλητής μετρίου αναστήματος (ύψος 1,73 μέτρα και βάρος 72 κιλά), συνδύαζε όλα τα γνωρίσματα ενός μεγάλου ποδοσφαιριστή: ακρίβεια στην πάσα, ισχυρό σουτ, απίθανη ντρίμπλα και προβλεπτικότητα στις κινήσεις των αντιπάλων του. Τον αποκαλούσαν «Perola Negra» («Μαύρο Μαργαριτάρι») και η ποδοσφαιρική του αίγλη τον κατέστησε εθνικό ήρωα τής Βραζιλίας. Η απουσία της τηλεόρασης την εποχή που μεσουρανούσε το άστρο του φούντωσε ακόμη περισσότερο τον μύθο του.
Ο Πελέ γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 1940 στην πόλη Τρες Κορασόες (Τρεις Καρδιές) της πολιτείας Μίνας Ζεράις της Βραζιλίας. Ο πατέρας του Ζοάο Ράμος ντο Νασιμέντο ή Ντοντίνιο ήταν ποδοσφαιριστής σε μικρές ομάδες της περιοχής (με εξαίρεση ένα διάστημα στην Ατλέτικο Μινέιρο) και τον μύησε στα μυστικά της μπάλας. Το παρατσούκλι Πελέ, που δεν σημαίνει κάτι στα πορτογαλικά, του το κόλλησαν οι συμμαθητές του στο σχολείο, όταν είχε αποκαλέσει κατά λάθος Πελέ τον Μπιλέ τον τερματοφύλακα της Βάσκο Ντα Γκάμα που ήταν ο αγαπημένος του ποδοσφαιριστής.
Η ποδοσφαιρική σταδιοδρομία του άρχισε στην εφηβική ομάδα της Μπαουρού, στην πολιτεία του Σάο Πάουλο, όπου ο πατέρας του είχε κρεμάσει τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια. Το 1956, η Σάντος εκτίμησε το ταλέντο του και τον ενέταξε στην δύναμή της. Με την ασπρόμαυρη φανέλα αγωνίστηκε στην θέση του επιθετικού μέσου, το διάστημα 1956-1974, σε 638 παιγνίδια επιτυγχάνοντας 619 γκολ. Με την Σάντος ο Πελέ κατέκτησε 6 πρωταθλήματα Βραζιλίας και 6 διεθνείς τίτλους (3 Διηπειρωτικά και 3 Κόπα Λιμπερταδόρες). Στις 20 Νοεμβρίου 1969, στην 909η συμμετοχή του σε αγώνα Α’ Κατηγορίας της Βραζιλίας, σημείωσε το 1.000ό τέρμα του.
Την εποχή εκείνη δεν είχε δημιουργηθεί ακόμη το βραζιλιάνικο πρωτάθλημα. Ετσι η Σάντος, προσπαθώντας να εκμεταλλευθεί με τον καλύτερο τρόπο το «προϊόν της», έκλεινε φιλικούς αγώνες ανά τον κόσμο με αντάλλαγμα αρκετές χιλιάδες δολάρια. Σε ένα τέτοιο πέρασμά της από την Αθήνα η Σάντος με τον Πελέ στην σύνθεσή της έπαιξε και με τις τρεις μεγάλες ομάδες του κέντρου. Νίκησε την ΑΕΚ με 3-0 και τον Παναθηναϊκό με 3-2, αλλά ηττήθηκε από τον Ολυμπιακό με 2-1. Ήταν ένα κατόρθωμα κοσμοϊστορικής σημασίας που αναφέρεται και στον ύμνο της ομάδας(…κι ακόμα σε θυμούνται η Σάντος κι ο Πελέ…).
Ο Πελέ έγινε παγκοσμίως γνωστός με την Εθνική Βραζιλίας, την φανέλα της οποίας φόρεσε 92 φορές επιτυγχάνοντας 77 γκολ. Οδήγησε την «Σελεσάο» στην κατάκτηση τριών Παγκοσμίων Κυπέλλων (1958, 1962, 1970) και στη μόνιμη κατοχή του επάθλου Ζιλ Ριμέ.
Το 1974, ο Πελέ ανακοίνωσε την απόσυρσή του από το ποδόσφαιρο, αλλά τον επόμενο χρόνο συμφώνησε να υπογράψει τριετές συμβόλαιο ύψους 7 εκατ. δολαρίων με την ομάδα «Κόσμος» της Νέας Υόρκης και να συμβάλλει στην προαγωγή τού αθλήματος στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 1977 κρέμασε οριστικά τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια, αφού οδήγησε την ομάδα του στην κατάκτηση τού πρωταθλήματος των ΗΠΑ. Με τους «Κόσμος» αγωνίστηκε σε 56 παιχνίδια σημειώνοντας 31 γκολ. Συνολικά στην καριέρα του αγωνίστηκε σε 1363 και πέτυχε 1281, ρεκόρ ακατάρριπτο μέχρι σήμερα.
Ο Πελέ τιμήθηκε με πλήθος πολιτικών και αθλητικών βραβείων. Το 1994 ονομάστηκε πρεσβευτής καλής θελήσεως της UNESCO και το 1999 «Ποδοσφαιριστής του Αιώνα» από την FIFA. Περιοδεύει συνεχώς στο κόσμο και φροντίζει πάντα να διατηρεί την φήμη του αλώβητη. Στην προσωπική του ζωή είχε νυμφευτεί τρεις φορές και είχε αποκτήσει επτά παιδιά.
Ο Πελέ έφυγε από την ζωή στις 29 Δεκεμβρίου 2022, σε ηλικία 82 ετών. Νοσηλευόταν σε νοσοκομείο του Σάο Πάολο με καρκίνο του εντέρου.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/