Απλό

Πιστεύω ότι το δύσκολο είναι να φτάσει κάποιος στο απλό. Σε αυτό που χωράει στο μάτι κάθε ανθρώπου, σε αυτό που αισθάνεται κάθε ανθρώπινο σώμα. Το αριστούργημα είναι η κοινή μας γλώσσα, είναι αυτό που δεν χωράει αμφισβήτηση και άρα δεν απαιτεί εξήγηση ή ερμηνεία.

Ρίτσαρντ Ρότζερς ή βαρώνος Ρότζερς του Riverside (Richard Rodgers, γεν. 23 Ιουλίου 1933, Φλωρεντία 18 Δεκεμβρίου 2021), ήταν Βρετανός αρχιτέκτονας, με καταγωγή από την Ιταλία.

Drag queens στα νηπιαγωγεία..τους γονείς τους ρώτησε κανείς;

•Λοιπόν αρκετά.Δεν ανέχομαι καθόλου άλλο την τρομοκρατία της πολιτικής ορθότητας. Το δικαίωμα στη διαφορά είναι κατοχυρωμένο. Έκαστος μπορεί να ζει όπως θέλει και όπως νομίζει. Τα σχολεία όμως δεν ανήκουν σε όποιον θέλει η νομίζει οτιδήποτε.

Στο Wikipedia στο λημα «genders” καταγράφονται 95 διαφορετικές ταυτότητες φύλου . Η κάθε μια με την ιδιοσυστασία της . Ανάμεσα τους και δύο ,σταγόνες στον ωκεανό ,η ταυτότητα φύλου «αντρας» και η ταυτότητα φύλου «γυναίκα».Φαίνεται πως ανεπαισθήτως ειμαστε μειοψηφία.
•Ας μιλήσουμε όμως και νομικά για τα ατομικά δικαιώματα.Πλην του Κράτους η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα ατομικα δικαιώματα στο αρθρο 2,του πρωτοκόλλου 1 θεωρει ,και κατοχυρώνει σον ευρωπαϊκό νομικό χώρο ως ατομικό δικαίωμα το ρόλο των γονέων στην εκπαίδευση.Το καταγράφω στο πρωτότυπο ,που αποτελεί υπέρτερη του κοινού νόμου διάταξη ,που χορηγεί δικαίωμα προσφυγής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
No person shall be denied the right to education. In the exercise of any functions which it assumes in relation to education and to teaching, the State shall respect the right of parents to ensure such education and teaching in conformity with their own religious and philosophical convictions.
«ΤοΚράτος θα σέβεται το δικαίωμα των γονέων να διασφαλίζουν ότι η εκπαιδευση και η διδασκαλια θα είναι σε αντιστοιχία με τις θρησκευτικές και φιλοσοφικές τους πεποιθησεις.»
Η νομολογία του Δικαστηρίου είναι εκτενής και πλήρης.Οι φιλοσοφικές πεποιθήσεις περιλαμβανουν την ηθική,την διαπαιδαγωγηση,την κοινωνική ζωή,τη σεξουαλικότητα αρκεί να έχουν απαραίτητη συνοχή,(coherence)αισθηση υποχρεωτικότητας (cogency)και ειρμό.(logic)Είχα υπερασπιστεί δυο υποθέσεις με αυτό το θέμα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τη μη υποχρεωτικη συμμετοχή μαθητών σε παρελάσεις.
•Για να γίνει επομένως show drag queens σε σχολείο δεν με ενδιαφέρει καν τι λέει το Κράτος,ο εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ η οποιοσδήποτε.Με ενδιαφέρει νομικά τι λένε οι γονείς.Οι συλλογοι γονέων και κηδεμόνων.Αυτό απαιτεί η κορωνίδα του Δικαίου.Η σύμβαση για τα ατομικά δικαιώματα.
•Τα show των drag queens η drag kings δεν είναι στα ενδιαφέροντα μου.Δεν έχω όμως κάτι εναντίον τους.Στα μπαρ,στα κέντρα,τις αίθουσες,σε συναθροισεις όπου ενήλικοι μπορούν να πάνε η να μη πάνε πρόβλημα τους και ελεύθερη επιλογή τους.Τα σχολεία και τα νηπιαγωγεία δεν είναι αρμοδιιότητα των drag queens.Το πως θα μάθουν τα παιδιά τη διαφορετικότητα είναι θέμα του Υπουργειου αλλά το τονίζω και των γονέων.

Πάνος Μπιτσαξής

Παιδεία δεν είναι τα πτυχία μας…

Παιδεία δεν είναι τα πτυχία μας, αλλά η αισθητική μας.

Ο τρόπος με τον οποίο συνομιλούμε, φλερτάρουμε, περπατάμε στο δρόμο, κρατάμε την πόρτα να περάσει ο άγνωστος στο ασανσέρ.

Παιδεία είναι οι λέξεις μας, η διακριτικότητά μας, η ελευθερία μας, τα όρια της ελευθερίας μας, η μουσική που ακούμε, η γλώσσα του σώματός μας, το πόσο αγαπάμε να μαθαίνουμε, να αλλάζουμε, να διαβάζουμε σαν να είμαστε κάθε φορά άγραφα χαρτιά.

Παιδεία είναι η ταπεινότητα αλλά και η επιμονή στις αξίες μας, το ότι δεν είμαστε προς πώληση, το ότι σεβόμαστε τον άνθρωπο, το παιδί του άλλου, την κυρία που καθαρίζει το γραφείο μας, τον κύριο που καθαρίζει το πάρκο στο οποίο βγάζουμε βόλτα το σκύλο μας, την κοπέλα στο ταμείο.

Παιδεία είναι η μεγαλοψυχία μας, το να ποτίσουμε μια άγνωστη γλάστρα, το να φροντίζουμε την πίσω όψη του σπιτιού μας.

Παιδεία είναι το να προστατεύουν τα χέρια μας τον αδύναμο, να τα βάζουν με το θηρίο.

Παιδεία είναι το πόσο μπορούμε να έρθουμε απέναντι στο σύστημα και στους συστημικούς, παιδεία είναι η γενναιότητα και η ευθύνη.

Παιδεία είναι το να διαλέγεις τον δύσκολο δρόμο της αξιοπρέπειας, της μοναξιάς και συνάμα να καίγεται το μέσα σου για το κοινό καλό.

Για το ωραίο και τη σωτηρία του.

«Ο άνθρωπος είναι η απάντηση, όποια κι αν είναι η ερώτηση»

André Breton

άσε με να κάνω λάθος, μην παριστάνεις τον θεό δεν μ’αρέσουν οι σωτήρες, δεν γουστάρω να σωθώ

Α.Τσιλιφώνης

Ο αρχιτσέλιγκας και ο συγγραφέας!

Μεγάλη συνάντηση δημιουργών σήμερα στα ορεινά δερβενοχώρια: ο βραβευμένος συγγραφέας Δημήτρης Κανελλόπουλος, ( κρατικό βραβείο διηγήματος -2018-για το βιβλίο του, “ο θάνατος του αστρίτη και άλλα διηγήματα”), με τον αρχιτσέλιγκα της ΒΔ Πάρνηθας Κότσιο Μίχα.

Το βλογημένο μαντρί (διήγημα)

Το βλογημένο μαντρί~Φωτίου Κόντογλου

Κάθε χρόνο ο Άγιος Βασίλης τις παραμονές της Πρωτοχρονιάς γυρίζει από χώρα σε χώρα κι από χωριό σε χωριό, και χτυπά τις πόρτες για να δει ποιος θα τον δεχτεί με καθαρή καρδιά. Μια χρονιά λοιπόν, πήρε το ραβδί του και τράβηξε. Ήτανε σαν καλόγερος ασκητής, ντυμένος με κάτι μπαλωμένα παλιόρασα, με χοντροπάπουτσα στα ποδάρια του και μ’ ένα ταγάρι περασμένο στον ώμο του. Γι αυτό τον παίρνανε για διακονιάρη και δεν τ’ ανοίγανε την πόρτα. Ο Άγιος Βασίλης έφευγε λυπημένος, γιατί έβλεπε την απονιά των ανθρώπων και συλλογιζότανε τους φτωχούς που διακονεύουνε, επειδής έχουνε ανάγκη, μ’ όλο που αυτός ο ίδιος δεν είχε ανάγκη από κανέναν, κι ούτε πεινούσε, ούτε κρύωνε.

Αφού βολόδειρε(1) από δω κι από κει, κι αφού πέρασε από χώρες πολλές κι από χιλιάδες χωριά και πολιτείες, έφταξε στα ελληνικά τα μέρη, πού ’ναι φτωχός κόσμος. Απ’ όλα τα χωριά πρόκρινε τα πιο φτωχά, και τράβηξε κατά κει, ανάμεσα στα ξερά βουνά που βρισκόντανε κάτι καλύβια, πεινασμένη λεμπεσουριά(2).

Περπατούσε νύχτα κι ο χιονιάς βογκούσε, η πλάση ήτανε πολύ άγρια. Ψυχή ζωντανή δεν ακουγότανε, εξόν από κανένα τσακάλι που γάβγιζε.

Αφού περπάτηξε κάμποσο, βρέθηκε σ’ ένα απάγκιο που έκοβε ο αγέρας από ’να μικρό βουνό, κι είδε ένα μαντρί κολλημένο στα βράχια. Άνοιξε την αυλόπορτα που ήτανε κανωμένη από άγρια ρουπάκια(3) και μπήκε στη μάντρα. Τα σκυλιά ξυπνήσανε και πιάσανε και γαβγίζανε. Πέσανε απάνω του να τον σκίσουνε˙ μα, σαν πήγανε κοντά του, σκύψανε τα κεφάλια τους και σερνόντανε στα ποδάρια του, γλείφανε τα χοντροπάπουτσά του, γρούζανε φοβισμένα και κουνούσανε παρακαλεστικά τις ουρές τους.

Ο Άγιος σίμωσε στο καλύβι του τσομπάνου και χτύπησε την πόρτα με το ραβδί του και φώναξε:

«Ελεήστε με, χριστιανοί, για τις ψυχές των αποθαμένων σας! Κι ο Χριστός μας διακόνεψε σαν ήρθε σε τούτον τον κόσμο!».

Η πόρτα άνοιξε και βγήκε ένας τσομπάνης, παλικάρι ως εικοσιπέντε χρονώ, με μαύρα γένια˙ και δίχως να δει καλά καλά ποιος χτυπούσε την πόρτα, είπε στο γέροντα:

«Πέρασε μέσα στ’ αρχοντικό μας να ζεσταθείς! Καλή μέρα και καλή χρονιά!».

Αυτός ο τσομπάνης ήτανε ο Γιάννης ο Μπάικας, που τον λέγανε Γιάννη Βλογημένον, άνθρωπος αθώος σαν τα πρόβατα που βόσκαγε, αγράμματος ολότελα.

Μέσα στην καλύβα έφεγγε με λιγοστό φως ένα λυχνάρι. Ο Γιάννης, σαν είδε στο φως πως ο μουσαφίρης ήτανε γέροντας καλόγερος, πήρε το χέρι του και τ’ ανασπάστηκε και τό ’βαλε απάνω στο κεφάλι του. Ύστερα φώναξε και τη γυναίκα του, ως είκοσι χρονώ κοπελούδα, που κουνούσε το μωρό τους μέσα στην κούνια. Κι εκείνη πήγε ταπεινά και φίλησε το χέρι του γέροντα, κι είπε:

«Κόπιασε, παππού, να ξεκουραστείς».

Ο Άγιος Βασίλης στάθηκε στην πόρτα και βλόγησε το καλύβι κι είπε:

«Βλογημένοι νά ’σαστε, τέκνα μου, κι όλο το σπιτικό σας! Τα πρόβατά σας να πληθαίνουν ως του Ιώβ μετά την πληγήν και ως του Αβραάμ και ως του Λάβαν! Η ειρήνη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού να είναι μαζί σας!».

Ο Γιάννης έβαλε ξύλα στο τζάκι και ξελόχισε(4) η φωτιά. Ο Άγιος απίθωσε σε μια γωνιά το ταγάρι του, ύστερα έβγαλε το μπαλωμένο το ράσο του κι απόμεινε με το ζωστικό του. Τον βάλανε κι έκατσε κοντά στη φωτιά, κι η γυναίκα τού ’βαλε και μια μαξιλάρα ν’ ακουμπήσει.

Ο Άγιος Βασίλης γύρισε κι είδε γύρω του και ξανάπε μέσα στο στόμα του:

«Βλογημένο νά ’ναι τούτο το καλύβι!».

Ο Γιάννης μπαινόβγαινε, για να φέρει τό ’να και τ’ άλλο. Η γυναίκα του μαγείρευε. Ο Γιάννης ξανάριξε ξύλα στη φωτιά.

Μονομιάς φεγγοβόλησε το καλύβι με μιαν αλλιώτικη λάμψη και εφάνηκε σαν παλάτι. Τα δοκάρια σαν νά ’τανε μαλαμοκαπνισμένα, κι οι πυτιές(5) που ήτανε κρεμασμένες σαν να γινήκανε χρυσά καντήλια, και τα τυροβόλια κι οι καρδάρες και τ’ άλλα τα σύνεργα που τυροκομούσε ο Γιάννης, λες κι ήτανε διαμαντοκολλημένα. Και τα ξύλα που καιγόντανε στη φωτιά ευωδιάζανε σαν μοσκολίβανο και δεν τρίζανε, όπως τρίζανε τα ξύλα της φωτιάς, παρά ψέλνανε σαν τους αγγέλους πού ’ναι στον Παράδεισο.

Ο Γιάννης ήτανε καλός άνθρωπος, όπως τον έφτιαξε ο Θεός.

Φτωχός ήτανε, είχε λιγοστά πρόβατα, μα πλούσια καρδιά : «Τη πτωχεία τα πλούσια!». Ήτανε αυτός καλός, μα είχε και καλή γυναίκα. Κι όποιος τύχαινε να χτυπήσει την πόρτα τους, έτρωγε κι έπινε και κοιμότανε. Κι αν ήτανε και πικραμένος, έβρισκε παρηγοριά. Γι αυτό κι ο Άγιος Βασίλης κόνεψε στο καλύβι τους, ξημερώνοντας Πρωτοχρονιά, παραμονή της χάρης του, κι έδωσε την ευλογία του.

Κείνη τη νύχτα τον περιμένανε όλες οι πολιτείες και τα χωριά της οικουμένης, αρχόντοι, δεσποτάδες κι επίσημοι ανθρώποι, πλην εκείνος δεν πήγε σε κανέναν τέτοιον άνθρωπο, παρά πήγε στο μαντρί του Γιάννη του Βλογημένου.

Σαν βολέψανε τα πρόβατα, μπήκε μέσα ο Γιάννης και λέγει στο γέροντα:

«Γέροντα, μεγάλη χαρά έχω απόψε που ήρθες, ν’ ακούσουμε κι εμείς κανένα γράμμα, γιατί δεν έχουμε εκκλησία κοντά μας, μήτε καν ρημοκλήσι. Εγώ αγαπώ πολύ τα γράμματα της θρησκείας μας, κι ας μην τα καταλαβαίνω, γιατί είμαι ξύλο απελέκητο. Μια φορά μας ήρθε ένας γέροντας Αγιονορίτης και μας άφησε τούτη την αγιωτική φυλλάδα, κι αν λάχει να περάσει κανένας γραμματιζούμενος καμιά φορά, τον βάζω και τη διαβάζει. Εγώ όλα όλα τα γράμματα που ξέρω είναι τρία λόγια που τά ’λεγε ένας γραμματιζούμενος, που έβγαζε λόγο στο χωριό, δυό ώρες από δω, κι από τις πολλές φορές που τά ’λεγε, τυπωθήκανε στη θύμησή μου. Αυτός ο γραμματικός έλεγε και ξανάλεγε : “Σκώνιτι ου μήτηρ του κι τουν ανισπάζιτι κι του λέγ’ : Τέκνου μου! Τέκνου μου!”. Αυτά τα γράμματα ξέρω…».

Ήτανε μεσάνυχτα. Ο αγέρας βογγούσε. Ο Άγιος Βασίλης σηκώθηκε απάνου και στάθηκε γυρισμένος κατά την ανατολή κι έκανε το σταυρό του τρεις φορές. Ύστερα έσκυψε και πήρε από το ταγάρι του μια φυλλάδα κι είπε:

«Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε, νυν και αει και εις τους αιώνας των αιώνων!».

Ο Γιάννης πήγε και στάθηκε από πίσω του και σταύρωσε τα χέρια του. Η γυναίκα του βύζαξε το μωρό και πήγε κι εκείνη και στάθηκε κοντά στον άντρα της.

Κι ο γέροντας είπε το «Θεός Κύριος» και τ’ απολυτίκιο της Περιτομής «Μορφήν αναλλοιώτως ανθρωπίνην προσέλαβες», χωρίς να πει και το δικό του τ’ απολυτίκιο, που λέγει : «Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου». Έψελνε γλυκά και ταπεινά, κι ο Γιάννης κι η Γιάνναινα τον ακούγανε με κατάνυξη και κάνανε το σταυρό τους. Κι είπε ο Άγιος Βασίλης τον όρθρο και τον κανόνα της εορτής «Δεύτε λαοί, άσωμεν», χωρίς να πει το δικό του κανόνα «Σου την φωνήν έδει παρείναι, Βασίλειε». Κι ύστερα είπε όλη τη λειτουργία κι έκανε απόλυση.

Καθίσανε στο τραπέζι και φάγανε, ο Άγιος Βασίλειος ο Μέγας, ο Γιάννης ο Βλογημένος, η γυναίκα του κι ο μπάρμπα – Μάρκος ο Βουβός, που τον είχε συμμαζέψει ο Γιάννης και τον βοηθούσε.

Και, σαν αποφάγανε, έφερε η γυναίκα τη βασιλόπιτα και την έβαλε απάνω στο σοφρά. Κι ο Άγιος Βασίλης πήρε το μαχαίρι και σταύρωσε τη βασιλόπιτα κι είπε:

«Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος!».

Κι έκοψε το πρώτο το κομμάτι κι είπε: «του Χριστού», έκοψε το δεύτερο κι είπε: «της Παναγίας», κι ύστερα έκοψε το τρίτο και δεν είπε: «του Αγίου Βασιλείου», αλλά είπε: «του νοικοκύρη του Γιάννη του Βλογημένου!».

Πετάγεται ο Γιάννης και του λέγει:

«Γέροντα, ξέχασες τον Αι-Βασίλη!».

Του λέγει ο Άγιος:

«Αλήθεια, τον ξέχασα!».

Κι έκοψε ένα κομμάτι κι είπε:

«Του δούλου του Θεού Βασιλείου!».

Ύστερα έκοψε πολλά κομμάτια, και σε κάθε ένα που έκοβε έλεγε: «της νοικοκυράς», «του μωρού», «του δούλου του Θεού Μάρκου του μογιλάλου(6)», «του σπιτιού», «των ζωντανών», «των φτωχών».

Λέγει πάλι ο Γιάννης στον Άγιο:

«Γέροντα, γιατί δεν έκοψες για την αγιοσύνη σου;».

Του λέγει ο Άγιος:

«Έκοψα, ευλογημένε!».

Μα ο Γιάννης δεν κατάλαβε τίποτα, ο καλότυχος!

Έστρωσε η γυναίκα, για να κοιμηθούνε. Σηκωθήκανε να κάνουνε την προσευχή τους. Ο Άγιος Βασίλης άνοιξε τις απαλάμες του κι είπε την δική του την ευχή, που τη λέγει ο παπάς στη λειτουργία:

«Κύριος ο Θεός μου, οίδα ότι ουκ ειμι άξιος, ουδέ ικανός, ίνα υπό την στέγην εισέλθης του οίκου της ψυχής μου…».

Σαν τελείωσε την ευχή κι ετοιμαζόντανε να πλαγιάσουνε, του λέγει ο Γιάννης :

«Εσύ, γέροντα, που ξέρεις τα γράμματα, πες μας σε ποιά παλάτια άραγες πήγε απόψε ο Αι-Βασίλης; Οι αρχόντοι κι οι βασιλιάδες τί αμαρτίες μπορεί νά ’χουνε; Εμείς οι φτωχοί είμαστεν αμαρτωλοί και κακορίζικοι, επειδής η φτώχεια μας κάνει να κολαζόμαστε!».

Ο Άγιος Βασίλης δάκρυσε. Σηκώθηκε πάλι απάνω, άπλωσε τις απαλάμες του και ξαναείπε την ευχή αλλιώτικα:

«Κύριε ο Θεός μου, οίδας ότι ο δούλος Ιωάννης ο απλούς εστιν άξιος και ικανός, ίνα υπό την στέγην αυτού εισέλθης, ότι νήπιος υπάρχει, και των τοιούτων εστίν η βασιλεία των ουρανών…».

Και πάλι δεν κατάλαβε τίποτα ο Γιάννης ο καλότυχος, ο Γιάννης ο Βλογημένος.

Λεξιλόγιο

1. Βολοδέρνω – βασανίζομαι γυρνώντας από δω κι από κει

2. Λεμπεσουριά – φτωχολογιά

3. Ρουπάκι – αγριοβελανιδιά

4. Ξελοχίζω – ζωηρεύω τη φωτιά

5. Πυτιά (η) – μαγιά απ’ την οποία γίνεται το τυρί

6. Μογιλάλος – βουβός

Η ιστορία του «Πάρτα Όλα»

Παιγνίδι για μικρούς και μεγάλους, που παίζεται στη χώρα μας την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, με χρήματα ή όχι, για το καλό το νέου χρόνου.

Στο επίκεντρο του παιγνιδιού βρίσκεται μία σβούρα, κοκάλινη παλιότερα, πλαστική σήμερα, στις έξι πλευρές της οποίας αναγράφονται οι εντολές προς τους παίκτες και συγκεκριμένα:null

  • Πάρε ένα
  • Βάλε ένα
  • Πάρε δύο
  • Βάλε δύο
  • Πάρτα όλα
  • Βάλτε όλοι

Αρχικά, οι παίκτες που συμμετέχουν στο παιγνίδι συμφωνούν για τη συνεισφορά τους στην μπάγκα, που μπορεί να είναι χρήματα, μάρκες ή και φασόλια παλιότερα, όταν το παιγνίδι γίνεται καθαρά για ψυχαγωγικό σκοπό. Ο πρώτος παίχτης στριφογυρίζει τη σβούρα και περιμένει αυτή να «καθίσει», οπότε διαβάζει την εντολή τής πάνω πλευράς και πράττει αναλόγως. Ακολουθεί ο δεύτερος, ο τρίτος κ.ο.κ.

Όταν η εντολή είναι «πάρε ένα ή δύο», ο παίκτης κερδίζει από την μπάγκα μία ή δύο μονάδες, ενώ στο «βάλε ένα ή δύο» βάζει στη μπάγκα μία ή δύο μονάδες. Στην εντολή «βάλτε όλοι» συνεισφέρουν στην μπάγκα όλοι οι παίχτες από μία μονάδα, ενώ στο «πάρτα όλα» ο τυχερός τινάζει την μπάγκα στο αέρα.

Το παιγνίδι έλκει την καταγωγή του από την αρχαία Ρώμη και από εκεί διαδόθηκε στην Ευρώπη. Υπάρχουν αναφορές ότι παιζόταν στην Αγγλία τον 18ο αιώνα με την ονομασία teetotum, όπως ονομάζεται και σήμερα στα αγγλικά. (απαντάται και την ονομασία «Put and Take»). Ένα είδος «πάρτα όλα» με την ονομασία ντρέιντελ (dreidel) παίζεται από τους Εβραίους κατά την εορτή της Χανουκά, ενώ με την ονομασία perinola το συναντάμε στις χώρες της Λατινικής Αμερικής


Πηγή: https://www.sansimera.gr

Αλλαγή

….Η άλογη θεοποίηση της αλλαγής είναι ίδιον των ανθρώπων που δεν θέλουν να θυμούνται το παρελθόν, που δεν γνωρίζουν να ζήσουν το παρόν και αναζητούν εναγωνίως και πανικόβλητα κάποια ελπίδα στο μέλλον, από κάτι διαφορετικό, που υποτίθεται, θα είναι η λύση….

Απόσπασμα από την εισαγωγή του βιβλίου του Δ. Καραγιάννη: «αλλάζει ο άνθρωπος;»