Η διάκριση Ορεινών- Πεδινών, ανάγεται στην Εθνοσυνέλευση της Γαλλικής Επανάστασης του 1789. Τότε, οι ριζοσπαστικοί με τις πλέον επαναστατικές ιδέες, κατέλαβαν το άνω αριστερό μέρος της αίθουσας της Εθνοσυνέλευσης και ονομάσθηκαν Ορεινοί επειδή τα έδρανά τους ήταν στο ψηλότερο μέρος του αμφιθεάτρου. Μεταξύ των Ορεινών ήταν ο Νταντόν, ο Μαρά, ο Σαιν Ζυστ και άλλοι από την ομάδα των Επαναστατών της Γαλλικής Επανάστασης.
Τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη, που βασίζεται σε πραγματικό περιστατικό. Είναι η τελευταία μεγάλη επιτυχία του σπουδαίου τραγουδοποιού του ρεμπέτικου.
Στις 7 Ιανουαρίου 1977, άνδρες του Λιμενικού επέδραμαν στο κυπριακό μότορσιπ «Γκλόρια», που έπλεε κοντά στα Ίσθμια και ανακάλυψαν στα αμπάρια του 11 τόνους χασίς, μία από τις μεγαλύτερες ποσότητες ναρκωτικών που είχαν ανακαλυφθεί έως τότε, όπως έγραψε ο Τύπος της εποχής. Το πλοίο είχε φορτώσει το «μυρωδάτο χασίσι» από λιμάνι του Λιβάνου και κατευθυνόταν προς την Αμβέρσα του Βελγίου.
Οι ελληνικές αρχές ήταν ενήμερες για το είδος του φορτίου, καθώς ο πλοίαρχος του «Γκλόρια», Νίκος Ξανθόπουλος, παλαιός ανανήψας λαθρέμπορος, συνεργαζόταν με την DEA, την αμερικανική υπηρεσία δίωξης ναρκωτικών. Με τηλέγραφημά του στις 23 Δεκεμβρίου 1976 είχε ενημερώσει τους έλληνες αρμόδιους ότι τις επόμενες ημέρες το πλοίο του θα μετέφερε φορτίο με σοκολάτες.Οι δύο τούρκοι συνοδοί (τα μεμέτια)Για την υπόθεση κατηγορήθηκαν οι δύο Τούρκοι (τα «μεμέτια» του τραγουδιού), που ήταν μέλη του πληρώματος και όπως αποδείχθηκε οι συνοδοί του παράνομου φορτίου. Ο καπετάνιος του «Γκλόρια» όχι μόνο αφέθηκε ελεύθερος, αλλά και εισέπραξε την αμοιβή του 1,5 εκατομμυρίου δραχμών.
O Τσιτσάνης πληροφορήθηκε το περιστατικό από μία φίλη του. «Βάζεις το χέρι στο βαγγέλιο ότι άκουσες καλά… Έντεκα τόννοι μαύρη! Πρωτοφανές!» της είπε. Σχεδόν αμέσως του ήρθε η έμπνευση και άρχισε να γράφει την πρώτη στροφή του τραγουδιού και το βράδυ άρχισε να το ντύνει με νότες. «Ήταν Σάββατο», θυμάται. «Πιάνω από δω, πιάνω από κει… Δεν μου άρεσε το τέμπο. Μετά έγραψα τη δεύτερη στροφή πίσω από ένα αγγελτήριο γάμου. Μετά μου ήρθαν στο νου οι μουσικές που γύρευα και όλα πήγαν ρολόι».
Μέσα στο Γενάρη το ηχογράφησε με τη Λιζέτα Νικολάου στα δεύτερα φωνητικά. Το τραγούδι κυκλοφόρησε τον Απρίλη του 1977 σε δίσκο 45 στροφών (σινγκλ). Στην άλλη πλευρά υπήρχε ένα παλιό του τραγούδι «της χρυσής αλανιάρικης εποχής της Σαλονίκης», το «Τάγμα Τηλεγραφητών». Ήταν η στρατιωτική μονάδα που πέρασε αλησμόνητες στιγμές, σύμφωνα με διήγησή του. Το «Βαπόρι απ’ την Περσία» ήταν η τελευταία μεγάλη επιτυχία του Τσιτσάνη, αν και δεν παιζόταν από τα ερτζιανά λόγω θέματος. Από τότε γνώρισε πολλές επανεκτελέσεις και αποτελεί μέρος του ρεπερτορίου στα λαϊκά μαγαζιά.
Λίγες ημέρες ημέρες μετά το θάνατο του Τσιτσάνη (18 Ιανουαρίου 1984) το «Βαπόρι απ’ την Περσία» επανήλθε στην επικαιρότητα για νομικούς λόγους. Ο αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Σπύρος Κανίνιας το άκουσε σε μία εκπομπή της ΕΡΤ στις 26 Δεκεμβρίου 1983 και με έγγραφό του στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών στις 2 Φεβρουαρίου 1984 ζήτησε να γίνουν όλες οι «νόμιμες ενέργειες», επειδή το τραγούδι είναι κακής ποιότητος (αντιβαίνει το άρθρο 12 παρ. 2 του Συντάγματος) και παραβαίνει το άρθρο 3 παρ. 6 του ν.δ. 743/70, που τιμωρεί όποιον συντελεί με οποιοδήποτε τρόπο στη διάδοση των ναρκωτικών.
Η υπόθεση ανατέθηκε στον εισαγγελέα Πρωτοδικών Δημήτριο Μαλακάση, ο οποίος διενήργησε προκαταρκτική εξέταση και στο πόρισμά του, που υποβλήθηκε στις 26 Ιουλίου 1984 στον Εισαγγελέα Εφετών της Αθήνας, ανάφερε ότι έθεσε τη δικογραφία στο αρχείο, επειδή το τραγούδι «δεν μπορεί να παρωθήσει στη χρήση και διάδοση ναρκωτικών». Στο ίδιο έγγραφο, ο εισαγγελικός λειτουργός χαρακτηρίζει το τραγούδι «από τα ατυχή του λαϊκού συνθέτη» και υποστηρίζει ότι «φρόνιμο θα είναι να μην εκπέμπεται από την τηλεόραση, γιατί τα μεταδιδόμενα από αυτή πρέπει να είναι ποιοτικής στάθμης».
Σε ένα έργο των καλών τεχνών πρέπει να έχομε συνείδηση ότι είναι τέχνη και όχι φύση· και όμως θα πρέπει η σκοπιμότητα στη μορφή του να φαίνεται τόσο ελεύθερη από κάθε καταναγκασμό αυθαίρετων κανόνων ως εάν ήταν προϊόν μονάχα της φύσης. (ΚΚΔ V, 306/239)
Η φύση ήταν ωραία, όταν φαινόταν συγχρόνως σαν τέχνη· και η τέχνη μπορεί να ονομασθεί ωραία μόνον αν έχομε συνείδηση ότι είναι τέχνη και εν τούτοις μας φαίνεται σαν φύση. (ΚΚΔ V, 306/239)
Οι καλές τέχνες είναι τέχνες της ιδιοφυΐας. (ΚΚΔ V, 307/240)
Ιδιοφυΐα είναι το τάλαντο (το φυσικό χάρισμα) που παρέχει τον κανόνα στην τέχνη. Επειδή το ίδιο το τάλαντο, ως έμφυτη δημιουργική ικανότητα του καλλιτέχνη, ανήκει στη φύση, θα μπορούσαμε επίσης να εκφρασθούμε με τον ακόλουθο τρόπο: Ιδιοφυΐα είναι η έμφυτη πνευματική καταβολή (ingenium), μέσω της οποίας η φύση παρέχει τον κανόνα στην τέχνη. (ΚΚΔ V, 307/240)
Διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, που πρωτοδημοσιεύτηκε με τον υπότιτλο «Ανάμνησις της εορτής των Φώτων» στην εφημερίδα «Εφημερίς» της 6ης Ιανουαρίου 1889.
Το διήγημα του Αλέξανδρου ΠαπαδιαμάντηΟ Σημαδιακός πρωτοδημοσιεύτηκε με τον υπότιτλο «Ανάμνησις της εορτής των Φώτων» στην εφημερίδα Εφημερίς της 6ης Ιανουαρίου 1889. Το διήγημα είναι βγαλμένο από τις παιδικές αναμνήσεις του συγγραφέα.
Από της σμικροτάτης νήσου Δασκαλειού ή από λέμβου εν τω λιμένι θεώμενός τις, τὴν ἑσπέραν τῆς 5 Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 1867, θα έβλεπε ποικίλα φῶτα διασχίζοντα καθ᾿ όλας τας διευθύνσεις τας οδούς τῆς πολίχνης Σκιάθου. Δεν ήτο τίποτε έκτακτον. Ζεύγη παιδίων, μετά φανών καὶ δάδων, περιερχόμενα τας οἰκίας, την ἑσπέραν της παραμονής, έψαλλον τα Φώτα. Δυο μειράκια, πρωτεξάδελφοι εκ μητρός, ο Σωτήρος και ο Αλέκος, ανέβαινον το λιθόστρωτον της παραθαλάσσιας οδού, το υπερκείμενον αποτόμου κρημνώδους βράχου καὶ φέρον εις την άνω ενορίαν. Ο Σωτήρος ήτο δωδεκαετής, ὁ Αλέκος δεκαετής. Ο πρώτος έφερε το νησιώτικον ένδυμα, ο δεύτερος ήτο «φράγκος», δηλαδή εφόρει κακόζηλα στενὰ εξ εγχωρίου υφάσματος, καὶ κασκέτον. Ούτος εκράτει μόνον λεπτὴν ράβδον, ο δε Σωτήρος ήτο κάσσα, εκράτει δε και τον φανόν. Καθ᾿ όλον το έτος οι δυο εξάδελφοι ήσαν πάντοτε μαλωμένοι μεταξύ των. Τας παραμονάς των Χριστουγέννων όμως επήρχετο η συνδιαλλαγή, περιῆρχοντο κατὰ τας τρεις εορτάς «τας συγγενικὸς οικίας», ετραγώδουν τα συνήθη άσματα, εμάζευον ολίγα λεπτά, έκαμνον μερίδιον… και πάλιν μετά τα Φώτα ἐμάλωναν. Και την εσπέραν εκείνην είχον περιέλθει όλας τας «συγγενικάς οικίας», δηλ. τὸ ήμισυ της πολίχνης, ως τελευταίαν δε εκδρομήν επεφύλαττον πάντοτε την δια του ολισθηρού λιθοστρώτου άνοδον. Ήτο ήδη ογδόη ώρα της εσπέρας. Εκ της ανόδου εκείνης κατήρχοντο πάντοτε μὲ βαρύτερα τα θυλάκια. Διότι ο καπετάν-Θανασός, ο θείος των, ήτο μεν απαιτητικός, ιδιότροπος αλλὰ καὶ λίαν ελευθέριος. Ο καπετάν-Θανασός, εύπορος ναυτικός, πεντήκοντα καὶ πέντε ἐτῶν, απολαύων ήδη τα θέλγητρα της εστίας, παραχωρήσας την πλοιαρχίαν εις τους δυο πρεσβυτέρους υιούς του, κατώκει την μεγάλην σχετικώς οικίαν, μετ᾿ ευρυχώρου προαυλίου καὶ κήπου, εις ην έμελλον να εισέλθωσιν ήδη οι δυο νέοι. Μόλις απεῖχον δέκα βήματα της αυλείου θύρας, και σκιά τις προβαίνει εκ τίνος κόγχης της γείτονος οικίας, της συνεχομένης με το προαύλιον της οικίας του καπεταν-Θανασού. Μία χειρ ήρπασε τον Σωτήρον από του βραχίονος. – Τί θέλεις, μπάρμπα; έκραξεν έντρομος ο νέος. Τα λεπτά μας… πάρε τα… -Δὲν θέλω λεπτά, βρε ἄτιμε!… απήντησε βραχνὴ και λαρυγγώδης φωνή. Ο Αλέκος μετὰ της ράβδου του είχε τραπή, εννοεῖται, εις φυγήν. Αλλὰ μόλις απεμακρύνθη ολίγα βήματα, καὶ εστάθη ενδοιάζων αν έπρεπε να βάλη φωνὰς ή να λάβη μάλλον λίθους να ρίψη κατά του επιδρομέως. – Στοπ! μωρέ… τω εφώνει ο παράδοξος άνθρωπος, όταν είχε σταματήσει ήδη. – Αφσε τον, μπάρμπα! τί σοῦ κάνει;… εφώνει μακρόθεν ο Αλέκος. Ο αλλόκοτος άνθρωπος εφόρει ιδιόρρυθμον όλως κόκκινον σαρίκιον περὶ την κεφαλήν, όπερ ετρόμαξε τους δυο νέους και δεν τον ανεγνώρισαν κατ᾿ αρχάς. Ούτω του κατέβη την εσπέραν εκείνην να φορέση το ζωνάρι του σαρίκι. Άλλοτε πάλιν είχεν άλλας ιδιοτροπίας. Εφόρει ταις κάλτσαις ως χειρόκτια. Εκ της φωνής όμως τον ανεγνώρισαν παρευθὺς και οι δυο. Ήτο « Ελόγου του». Τοιούτον έφερε σκωπτικὸν επίθετον ο εικοσαοκταετής νέος Μανουὴλ Προυσαλής, εθελόκομψος αντιπαθητικὸς εργολάβος, εις την μικράν εκείνην φιλοσκώμμονα κοινωνίαν, όπου πας άνθρωπος προς τω οικογενειακώ ονόματι, όπερ μόνον εις τους επισήμους καταλόγους της δημαρχίας απαντάται, προικίζεται τουλάχιστον με δυο ή τρία προσωνύμια.
– Δεν θέλω τα λεπτά σου, βρε… επανέλαβεν Ελόγου του, στρίβων υπερηφάνως τον μικρὸν πυρρὸν μύστακά του… Μη φοβάσαι, άκουσε… να, τι θέλω. Και τω έτεινε μικρὸν επιστόλιον, εντός χρυσίζοντος διηνθισμένου φακέλλου. – Να το δώσης, επάνω που θα πας, είπε. – Τίνος να το δώσω; – Στο Μπραϊνάκι, βρε… δεν ξέρεις που μ᾿ αγαπάει; – Αλήθεια; είπε μετὰ προσποιητού θαυμασμού ο Αλέκος, όστις είχε πλησιάσει εν τω μεταξύ. – Σένα δεν σου μιλώ, είπεν αυστηρώς Ελόγου του. – Καλά, το δίνω, απήντησεν ο Σωτήρος ευχαριστημένος διότι θα εγλύτωνε. – Μα θέλω να μου φέρης καὶ σημάδι, προσέθηκεν Ελόγου του. – Τί σημάδι; – Αυτὴ ξέρει. Καὶ ἐπανέλαβε· -Το διαβάση δεν το διαβάση, θέλω να μου φέρης σημάδι απόψε. -Καλά. -Κρατώ αμανάτι το φέσι σου, και σε περιμένω εδώ τριγύρω. Ακοῦς; Και απέσπασεν αυθαιρέτως το φέσι από της κεφαλής του Σωτήρου. – Δός του το φέσι του! ανέκραξεν ὁ Ἀλέκος. – Σούτ, ἐσύ!… Ο Σωτήρος δεν παρεπονέθη τίποτε καὶ ένευσε προς τον σύντροφόν του να τον ακολουθήση έσω του προαυλίου.
– Τώρα πως θα πάω απάνου χωρὶς φέσι; είπεν ο Σωτήρος εντὸς της αυλής. – Φορεί ὁ Σπύρος φέσι; παρετήρησεν ο Αλέκος. Ο Σπύρος ήτο συνηλικιώτης και αχώριστος φίλος του Σωτήρου, φιλομαθέστατος, ευφυής, πρωτόσχολος της εποχής του, όστις ηρέσκετο τότε να μη έχη άλλο κάλυμμα της κεφαλής ειμὴ την πλουσίαν λινόχρουν και φαιὰν κόμην του. Φευ! οι δυο εκεῖνοι συμμαθηταί, τους οποίους ουχὶ άνευ παιδικῆς κακεντρεχείας προσήγγιζεν ούτως ο Αλέκος, έμελλον μετά δεκαετίαν να κατέλθωσιν εκ Γερμανίας με υψηλούς πίλους και με ξένα έξοδα doctores philosophiae et omnium rerum… και ο πτωχός Αλέκος, όστις ούτε διδάσκαλος κατώρθωσε να γίνη, αν καὶ ενεγράφη ποτὲ εις την Φιλοσοφικὴν σχολήν, έμελλε να μείνη ξεσκούφωτος καὶ άσημος… συρράπτης ἐπιφυλλίδων!… – Ο Σπύρος, απήντησε ο Σωτήρος, δεν φορεί πάντοτε. – Και συ μη φορὴς μια φορά. Είτα ευθὺς τω ήλθεν άλλη ιδέα. – Στάσου, βάζω κι εγὼ το κασκέτο μου στην τσέπη, και παρουσιαζόμεθα και οι δυὸ ξεσκούφωτοι. Και έκαμεν ως είπε. – Τώρα, θα το δώσης το ραβασάκι; ηρώτησε και πάλιν ο Αλέκος. – Αυτό δεν το κάνω εγὼ ποτέ, απήντησεν ο φρόνιμος Σωτήρος. – Αυτό ήθελα να σου πω κι ἐγὼ· για να διαβάσουμε τι γράφει μέσα. – Όχι δα… κι αυτὸ δεν πρέπει… είπεν ααστηρώς ο Σωτήρος. – Γιατί; – Και τί θα διαβάσης; Δὲν ξέρεις τί γράφει μέσα; Δὲν διάβασες ποτέ σου τὸν «Σκανδαλώδη Έρωτα» και την «Φιλομειδὴ Ἀφροδίτην»; -Ναι. – Εγὼ να σου πω τι θα γράψη. «Ψυχή μου, μάτια μου, καρδιά μου, συκώτι μου», και ύστερα θα έχη κάτι στίχους απὸ τα βιβλία που σου είπα: «Είσαι καρπός του Έρωτος, παιδὶ της Αφροδίτης», ή «Έχεις ανάστημα μικρόν, αλλὰ ψυχὴν μεγάλην, ως άρωμα πολύτιμον εις πάγχρυσον φιάλην», και ύστερα θα λέγη: «Απὸ τα μπεντένια πέφτω, πέφτω για να σκοτωθώ, κι η αγάπη μου φωνάζει, πιάστε τον, για το Θεό!». Αὐτὰ θὰ γράφη. Ο Σωτήρος εμνημόνευσεν ανωτέρω δυο συλλογάς του Γαλατᾶ, ἐξ ἐκείνων αίτινες τοιαύτα δίστιχα περιέχουν τω όντι, ων πολλά μεν κακόζηλα, πλείστα δε ανόητα καὶ όλα γελοῖα. Και όμως η περιέργεια του Αλέκου δεν ανεπαύετο.
Παρά την εστίαν πατριαρχικώς καθήμενος ο μπαρμπα-Θανασός, έχων αντικρύ την πιστήν συμβίαν του, και περιστοιχούμενος υπό των τεσσάρων θυγατέρων του και των τεσσάρων νεωτέρων υιών του, διότι οι δυο πρεσβύτεροι έλειπον με το καράβι, ως ανωτέρω είπομεν, απήλαυε της μακάριας ηδονής του οίκου, ην μόνος ο επί μακρόν στερηθείς αυτης είναι δυνατόν να εκτιμήση. Ο καπεταν-Θανασὸς δεν είχε μετρίας απαιτήσεις. Ήθελε πλην του κοινού άσματος των Φώτων, εν δι’ εαυτόν, εν δια την σύζυγόν του, εν δια το καράβι, ανά εν δια τους εξ υιούς του, ανά εν δια τας τρεις θυγατέρας του, και δυο δια την τρίτην κόρην του, τὸ Μπραϊνάκι, το όλον δεκαπέντε ᾄσματα. Ποῦ να τα ορμαθιάσουν τόσα οι δυο αυτοσχέδιοι μελωδοί; Εφέτος είχον αντλήσει εκ των ακένωτων πηγών της μνήμης της γηραιᾶς μάμμης, και κατώρθωσαν σχεδὸν να φθάσωσι τον αριθμόν. Είναι αληθές ότι ο καπετάν-Θανασὸς παρέτασσεν επί της εστίας τόσα εικοσιπενταράκια τούρκικα ή ἑλληνικὰ του Όθωνος, όσα ήταν και τα παρ᾿ αυτού απαιτούμενα άσματα, και έλεγεν: «Αυτὸ για μένα, αυτὸ για την καπετάνισσα, αυτὸ για το καράβι… αυτό για τον Κωνσταντή, για τον Γιάννη, για τον Παναγή, για το Βασίλη, για τον Ανδρέα, για τον Γιωργή… αυτὸ για την Φλωρού, για τη Σινιωρίτσα… αυτὰ τα δυο για το Μπραϊνάκι… κι αυτὸ για το Γηρακώ…» Η σύζυγος του καπεταν-Θανασού ερρέμβαζε παρά το πτερύγιον της εστίας. Οι λογισμοί της ίπταντο προς τους δυο υιούς της, οίτινες εταξίδευον εφέτος «χειμωνιάτικα». Όλα σχεδὸν τα πλοία ήσαν δεμένα, περιμένοντα τὴν αύριον «νὰ φωτισθοῦν τὰ νερά» και είτα ν’αποπλεύσωσι. Το ιδικόν των το πλοίον ήτο «πρωτοτάξιδο», είχε καθελκυσθῆ τον παρελθόντα Αύγουστον, τον Σεπτέμβριον είχεν εκπλεύσει, και φυσικώς δεν ηδύνατο να παραχειμάση εις τον λιμένα «πρώτη χρονιά». Αλλ᾿ εκεῖνο όπερ έφερεν εις τους οφθαλμούς της δάκρυα ήτο το εξής άσμα, οφειλόμενον εις την μνήμην της μάμμης, και όπερ ετραγούδησαν οι δυο νέοι:
Κυρά μου, τα παιδάκια σου, κυρά μου, τ᾿ ακριβά σου, καράβι τριοκάταρτο στο πέλαγο αρμενίζουν και με τ᾿ αφέντη την ευχή γρόσα πολλὰ θὰ φέρουν· κι ο κὺρ Βοριάς τα κύματα φυσάει και τα σπρώχνει. Σπρῶχνε, Βοριά, τα κύματα, να μόρθη το παιδί μου, τ’ αγαπημένο μου πουλὶ καὶ τὸ ξεπεταρούδι, ανάθρεμμα της αγκαλιᾶς, της ξενητειᾶς λουλούδι!
Ενθουσιών ο καπεταν-Θανασὸς ηγέρθη αυτομάτως και ελθών προσεκόλλησε σφάντζικον επὶ του μετώπου του Σωτήρου, μειδιώντος και ανεχομένου· το αυτὸ ηθέλησε να κάμη και εις τον Αλέκον, αλλ᾿ οὗτος φοβερῶς μορφάσας, απέστρεψε το πρόσωπον και είπε· – Δὲν είμ᾿ εγὼ βιολιτζής, μπάρμπα.
Αφού εκαλονύκτισαν την οικογένειαν, το Μπραϊνάκι έλαβε λυχνίαν και ηθέλησε να προπέμψη μέχρι της αυλείου θύρας τους δυο εξαδέλφους της. Κατόπιν αυτῶν έτρεχεν καὶ η οκταέτις Γηρακώ. – Μη μας πας απ᾿ την έξω σκάλα, τη είπε τότε μυστηριωδώς ο Σωτήρος, μη μας πας απ᾿ τη μεγάλη πόρτα. – Γιατί; – Άνοιξε την κλαβανὴ που σου λέγω. Είχον εξέλθει εις τον πρόδομον. Το Γηρακώ, εις εν νεύμα της αδελφής της, ήνοιξε την καταπακτήν και κατήλθον εις το ισόγειον. – Τί τρέχει; γιατί ἀλήθεια, είσαι χωρίς φέσι;… – Τ᾿ άφησα στὸ σπίτι. – Του επήραν το φέσι του! ανέκραξε μη κρατηθεὶς ο Αλέκος. Ο Σωτήρος συνωφρυώθη. – Γηρακώ, είπε, ξέχασα να ρωτήσω τον πατέρα σου· σύρε μια στιγμή… να τον ρωτήσης τί ώρα συνεννοήθηκαν οι πίτροποι με τους παπᾶδες να σημάνουν τὸ πρωί. – Και τι ώρα θ᾿ απολύση η λειτουργία… και τι ώρα θα ψαλή ο αγιασμός… και τι ώρα θα ρίξουν το Σταυρὸ στη θάλασσα… είπεν ο Αλέκος. Όλα ταύτα τα «τί ὥρα» ήσαν τόσον δυσμήχανα δια την μικρὰν Γηρακώ, όσον καὶ τα δεκαπέντε άσματα δια τους δυο νέους. – Πώς να πω; πώς να πώ; ηρώτησε το Γηρακώ. – Τρέξε γλήγορα! επανέλαβε κτυπούσα δια του ποδὸς το έδαφος η αδελφή της. Η Γηρακὼ ανήλθε την κλίμακα. Το Μπραϊνάκι έμεινε μόνη με τους δυο νέους. Τὸ Μπραϊνάκι ήτο δεκατετραέτις κόρη, αρκετά ανεπτυγμένη ήδη το ανάστημα, ξανθή, ύπωχρος καὶ λεπτοφυής. Οἱ δυο μακροὶ πλόκαμοί της, κρεμάμενοι επὶ των νώτων, έφθανον κάτω της οσφύος. Εφόρει λευκοτάτην πάντοτε εσθήτα, μετά τοσαύτης ιδιορρύθμου χάριτος, ώστε δεν υπήρχε ναύτης επιστρέφων εκ μακρού ταξιδίου, όστις να μη της κάμη πατινάδα, και δεν υπήρχε μαθητής του ελληνικού σχολείου, όστις εν μέσω των τετραδίων και των βιβλίων του να μη αναπολή την εικόνα της. – Θα μου πης τί τρέχει; επανέλαβεν αύτη. – Να, μας ηύρεν Ελόγου του, είπεν ο Σωτήρος. – Ποιός; ο Διπλοκαημός; Διπλοκαημὸς ήτο το δεύτερον παρωνύμιον του Ελόγου του, όπερ τω είχον δώσει τα κοράσια, διότι αυτός πάντοτε ώρθριζε μέχρι του λυκαυγούς τραγουδών υπό τα παράθυρά των την γνωστήν επωδόν: «Ξύπνα, που δεν εχόρτασες – διπλὸς καημός – αχ! τον ύπνο να κοιμάσαι», καὶ είχε την καλωσύνην να τας εξυπνά αείποτε το πρωὶ δια της παραπλησίας με γκάϊδα φωνῆς του… – Και τι σας είπε; επανέλαβε το Μπραϊνάκι. Ο Σωτήρος διηγήθη εν ολίγοις την σκηνήν, εφυλάχθη μόνον να μη αναφέρῃ τι περὶ της ερωτικής επιστολῆς. – Μας είπεν ότι καίεται ο άνθρωπος για σένα. Εκάγχασαν και οι τρεις. – Και μας είπε να του στείλης και σημάδι, προσέθηκεν ο Σωτήρος. – Σημάδι; Γουού! Καὶ είτα ἐπανέλαβε: – Σημάδι έχει απ᾿ το θεό, καὶ σημαδιακὸς κι αταίριαστος είναι. Ηνίττετο τὴν βλάβην, ην είχεν εκ γενετής ο Ελόγου του εις τον αριστερὸν οφθαλμόν. Και πάλιν προσέθηκε με τόσην χάριν, ώστε δεν εφαίνετο καν το χυδαίον της εικόνος. – Δεν έχω δω το γάιδαρό μου να βγάλω καμπόσες τρίχες απ᾿ την ουρά του, να του στείλω σημάδι. – Εκείνος δεν χρειάζεται τρίχες, χρειάζεται τριχιές, είπεν ο Αλέκος, όστις θα είχεν ακούσει από πρεσβυτέρους το δημώδες τούτο λογοπαίγνιον. – Γι᾿ αυτό ήθελα να του στείλω τρίχες, για να κάμη τριχιές, απήντησε μεθ᾿ ετοιμότητος η παιδίσκη. – Μας είπεν πως τον αγαπάς, είπεν πάλιν ο Αλέκος. – Πα να χαθή! ο στερεμένος, ο λοχεμένος, ήρχισε να καταράται το Μπραϊνάκι εις το γυναικείον ιδίωμα. Κακὸ χρόν’νάχῃ, δυὸ ναν᾿ οι ώρες του!.. Αποτεινομένη δε προς τον Σωτήρον ἠρώτησε· – Τώρα πώς θα πας, αρέ, στην εκκλησιά χωρὶς φέσι; – Στην εκκλησιά θα είναι χωρὶς φέσι, είπεν ο Αλέκος. – Να σου φέρω ένα παλιὸ του Παναγή, σου κάνει τάχα; Ο Σωτήρος απεποιήθη. Επέστρεψε τότε και το Γηρακώ. Κανεὶς δεν επρόσεξεν εις τας απαντήσεις, τας οποίας εκόμιζε. – Να σας βγάλω απ᾿τη μικρὴ πόρτα. Εξῆλθον δια του ισογείου αθορύβως, αφού το Μπραϊνάκι έσβεσε τον λύχνον, και ο Σωτήρος εκράτει τον φανὸν υπὸ το επανωφόρι του. Τούτο δια να είναι απαρατήρητος έξωθεν. Η νέα κόρη ήνοιξεν αψοφητὶ την μικράν θύραν της αυλῆς. – Ήσυχα κάμετε, να κοιτάξω, μην το πήρε πονηρὰ ο Διπλοκαημός και κάνει καρτέρι απὸ κάτω. Οι δυο δρομίσκοι έφερον τω όντι προς μικρὸν όχθον γης, κάτωθεν του οποίου εσχηματίζετο αποτόμως κατωφερής χείμαρρος. Περιπατών τις επί του μέρους εκείνου ηδύνατο να επιτηρή και τας δυο θύρας. – Να σας δώσω συνοδεία; είπε τὸ Μπραϊνάκι. Θέλετε ναρθούν μαζὺ και τ᾿ αδέρφια μου; – Δεν είν᾿ ανάγκη, είπεν ο Σωτήρος. Δεν πρέπει να γίνη λόγος στο σπίτι. Και ποιός τον φοβάται! Το Μπραϊνάκι προέβαλε την κεφαλήν δια της θύρας, μόλις διανοιγείσης. Πράγματι Ελόγου του το επῆρε πονηρά, καθὼς είπεν η νέα. Εσουλατσάριζεν Ελόγου του υπὸ τους τοίχους της παρακειμένης οἰκίας, επιβλέπων αμφοτέρας τας θύρας της αυλῆς. – Γηρακώ, είπε τότε το Μπραϊνάκι, πάρε το φανάρι, σήκωσε το ψηλά, να πας να χτυπήσης με βρόντο τη μεγάλη πόρτα, και να φωνάξης τρεις φορές: Καληνύχτα, καληνύχτα, καληνύχτα σας! Το Γηρακώ, χωρὶς να εννοή τίποτε, εξετέλεσε πιστώς την παντομίμαν και το λογύδριον. Ελόγου του εξαπατηθείς, έτρεξε προς την μεγάλην θύραν, βέβαιος περὶ του θηράματος. – Τώρα άμοιρος να γένης, αρέ! είπεν εις το γυναικείον ιδίωμα το Μπραϊνάκι. Οι δυο νέοι ετράπησαν δια της μικράς θύρας εις φυγήν, κερδίσαντες εκατὸν βήματα τουλάχιστον δια του στρατηγήματος τούτου, και έχοντες ασυγκρίτως ελαφρότερους τους πόδας από τον Ελόγου του.
Την πρωίαν ο Αλέκος, όστις ήτο υπνοφάγος, αργά υπήγεν εις την εκκλησίαν, αλλ᾿ ο Σωτήρος, «της ευχής το παιδί», ως τον εκάλει η μήτηρ του, υπήγε, συγχρόνως μετά του νεωκόρου προ των ψαλτών και του καπεταν-Θανασοῦ, όστις ήτο ἐπίτροπος. Μετά την λειτουργίαν και τον αγιασμόν, η ιερὰ πομπὴ εξῆλθε προς την αποβάθραν, όπου έμελλε να τελεσθή η κατάδυσις του Τιμίου Σταυροῦ. Μέγα ενέπνεεν ενδιαφέρον η εορτὴ αύτη. Όχι τόσον δια το μεγαλείον της ιεράς πομπής, όχι τόσον δια το τις θ᾿ αναλάβη τον Σταυρὸν από του κύματος, όσον δια το… τις θ᾿ αρπάση τον Σταυρόν από των χειρών του πρώτου λαβόντος, διότι ούτος μεν απεκλείετο, εκείνος δε, ο ευτυχής, έμελλε ν᾿ αργυρολογήση και να μεθοκοπήση ἐπὶ δυὸ ἡμέρας. Δυο ήσαν οι ήρωες της ημέρας. Ο Φτίκας και ο Σοροκᾶς. Ούτοι διηγωνίζοντο κατ᾿ έτος περὶ του γέρατος. Και έφερον πασίδηλα τα ίχνη της μακροετούς ταύτης πάλης. Ο μεν Φτίκας είχεν επτά δακτύλους εις τας δυο χείρας του, ο δε Σοροκάς ένα οφθαλμόν ολιγώτερον των λοιπών ανθρώπων. Δωδεκάς λέμβων ίστατο πλησίον της αποβάθρας. Αύται περιείχον το πλήρωμα των δυο μπουλουκιών, διότι ο Φτίκας και ο Σοροκάς είχαν μπουλούκια, σχεδὸν πολεμάρχαι. Άλλαι πολυάριθμοι λέμβοι ίσταντο απωτέρω, φέρουσαι μόνον θεατάς. Και όλη η αποβάθρα, και όλη η παραθαλάσσιος αγορά, και όλοι οι εξώσται και τα παράθυρα πλήρη κόσμου. Ομιλούμεν σχετικώς, διότι η πολίχνη μας δεν έχει πλείονας ή τέσσαρας χιλιάδας κατοίκων. Ο Σωτήρος και ο Αλέκος ίσταντο πλησίον του εερέως κα εκοίταζον να ίδωσι που τον Ελόγου του.
Ο Τίμιος Σταυρὸς έπεσε τέλος εις το κύμα και η μάχη ήρχισεν. Ευτυχώς υπήρξε σύντομος κατά το έτος τοῦτο. Ὁ μπουλουκτσής του Φτίκα, όστις ήρπασε πρώτος τον Σταυρόν, ευρίσκετο αρκετὰ πλησίον της λέμβου του, και είχεν αρκετὴν επιδεξιότητα, ώστε ουδεὶς των ανθρώπων του Σοροκά επρόφθανε να του κόψη τα δάκτυλα ή να του δοκιμάση τον γρόνθον, δια να του τον αποσπάση. Άμα πατήσας εις λέμβον, ευρίσκετο εις οὐδέτερον έδαφος ή μάλλον ευρίσκετο εις την οικίαν του και δεν επετρέπετο πλέον μάχη. Το μπουλούκι του Φτίκα ηλάλαξεν εν θριάμβω. Ήτο τέταρτον έτος τούτο, αφότου κατά σειράν ενίκα. Ο Φτίκας ήτο άνθρωπος ευτυχὴς την εμέραν εκείνην.
Και όμως ήτο τις ευτυχέστερος του Φτίκα, επὶ δέκα λεπτά της ώρας τουλάχιστον. Ήτον Ελόγου του. Όταν επέστρεφεν εις τον ναόν η πομπή, ο Σωτήρος, όσον και αν εβάδιζε πλησίον του ιερέως, ευρέθη αντιμέτωπος του νυκτερινού επιδρομέως του. Ο Σωτήρος είχε σχεδιάσει να κλείση το επιστόλιον του Ελόγου του, το οποίον δεν κατεδέχθη ν᾿ ανοίξη, εις άλλον φάκελλον, να κάμη επιγραφὴν προς τον Διπλοκαημόν, διά λεπτής επιτηδευμένης γραφής, ήτις να φαίνεται ως γραφὴ κορασίου, να τον εξαπατήση δίδων αυτώ τον φάκελλον ως απάντησιν τάχα της νεαράς κόρης, και να λάβη οπίσω το φέσι του. Ταύτα εσκέπτετο να πράξη μετά το τέλος της ιεράς πομπής. Όταν όμως ευρέθησαν ήδη πλησίον αλλήλων, ο Αλέκος, όστις έβλεπε την τσέπην του μικρού μασσαλιωτικού επενδύτου του Ελόγου του κάπως φουσκωμένην, υπεψιθύρισε προς τον Σωτῆρον· – Στην τσέπη το έχει τὸ φέσι του. Ο Σωτήρος εσκέφθη ότι αυτὴ ήτο η καλλιτέρα ευκαιρία, καὶ ας έλειπεν ὁ δεύτερος φάκελλος, διότι εν μέσω τόσου κόσμου ο Διπλοκαημὸς δεν θα ήνοιγεν αμέσως τὸ γράμμα. Ελόγου του εκοίταζε προκλητικώς τον Σωτήρον. Εφαίνετο περιμένων ακόμη το σημάδι. Ο Σωτήρος εξήγαγε του κόλπου του το ερωτικόν επιστόλιον, το εδίπλωσε με τέχνην, με την επιγραφὴν έσωθεν, το εσκέπασε καλώς με την παλάμην καὶ είπε εις τον Ελόγου του· – Να, πάρε την απάντηση. Δόσ’ μου τὸ φέσι μου. Ελόγου του ήρπασε το επιστόλιον, το ώθησεν αμέσως εις το θυλάκιον του περιστηθίου και τω έδωκε το φέσι. Καὶ ούτως έλαβεν εκάτερος το ίδιον εαυτού πράγμα. Ο Σωτήρος το φέσι του και ὁ Διπλοκαημὸς την επιστολήν του. Μετ᾿ ολίγας ημέρας, τώρα μετά την κατάδυσιν του Σταυρού, θ’ απέπλεεν Ελόγου του και ο Σωτήρος δεν τον εφοβείτο πλέον.
Δημοσιεύτηκε στισ
Είσαι μετριότητα και ξέρεις να σέρνεσαι, τότε θα πετύχεις
ήταν Γάλλος θεατρικός συγγραφέας, ωρολογοποιός, μουσικός, επιχειρηματίας ποιητής.
Δημοσιεύτηκε στισ
Ξεχώρισε τη διαδικασία της δημιουργίας από αυτή της βελτίωσης. Δεν μπορείς να γράφεις και να διορθώνεις, να πλάθεις και να γυαλίζεις ή να φτιάχνεις και να αναλύεις την ίδια στιγμή. Αν το κάνεις, ο επιμελητής μπλοκάρει το δημιουργό. Όταν εφευρίσκεις, μην επιλέγεις. Όταν σχεδιάζεις, μην μελετάς. Όταν είσαι στη πρώτη γραφή μην κριτικάρεις. Στην αρχή ο δημιουργός νους πρέπει να είναι απελευθερωμένος από οποιαδήποτε κρίση….
Δημοσιεύτηκε στισ
Όταν ήμουν παιδί, το ένα τέταρτο του κόσμου ήταν υπό αγγλική κατοχή. Μετά μας έμειναν μόνο τα κτίρια, οι βασιλείς, οι λόρδοι,οι σερ. Ο μόνος λόγος ύπαρξης της βασιλείας στην Αγγλία είναι για να μας φουσκώνει τα μυαλά με την ιδέα ότι ήμασταν κάποτε μια αυτοκρατορία.
Ρίτσαρντ Ρότζερς ή βαρώνος Ρότζερς του Riverside (Richard Rodgers, γεν. 23 Ιουλίου 1933, Φλωρεντία 18 Δεκεμβρίου 2021), ήταν Βρετανός αρχιτέκτονας, με καταγωγή από την Ιταλία
Ο Charlie Munger εχει καταγράψει την δική του διαδρομή στον κόσμο των επιχειρήσεων. Σήμερα έχει μια περιουσία που φτάνει στα 2,2 δισ. δολάρια. Είναι στενός συνεργάτης του Warren Buffett τα τελευταία 40 χρόνια, και αντιπρόεδρος της Berkshire Hathaway.
Στην ετήσια συνάντηση της Daily Journal, της εταιρείας εφημερίδων όπου είναι διευθυντής, εξέφρασε την άποψη ότι όλοι πρέπει να είμαστε πολύ πιο ευτυχισμένοι. Όπως λέει ο ίδιος, δεν καταλαβαίνει γιατί οι άνθρωποι σήμερα δεν είναι περισσότερο ικανοποιημένοι με αυτά που έχουν, ειδικά σε σύγκριση με πιο δύσκολες εποχές που έχουν υπάρξει στην ιστορία.
«Οι άνθρωποι είναι λιγότερο χαρούμενοι για την κατάσταση των πραγμάτων από ότι όταν τα πράγματα ήταν πολύ πιο δύσκολα», είπε ο Munger.
Ο 98χρονος σημείωσε ότι ενηλικιώθηκε τη δεκαετία του 1930, όταν τα πράγματα ήταν πολύ πιο δύσκολα: «Είναι παράξενο για κάποιον στην ηλικία μου, γιατί υπήρξα στη μέση της Μεγάλης Ύφεσης όταν οι δυσκολίες ήταν απίστευτες».
Κατά τη διάρκεια της ετήσιας συνάντησης, ο Munger είπε ότι ο φθόνος είναι ένας κινητήριος παράγοντας για πάρα πολλούς ανθρώπους σήμερα. Πριν από τις αρχές του 1800, υπήρχαν χιλιάδες χρόνια όπου «η ζωή ήταν αρκετά βάναυση, σύντομη, περιορισμένη.[Δεν υπήρχε] ούτε τυπογραφείο, ούτε κλιματισμός, ούτε σύγχρονη ιατρική», εξήγησε.
Όπως μεταδίδει το CNBC, η αίσθηση του ευρέως διαδεδομένου φθόνου που παρέθεσε ο Munger, μπορεί να πηγάζει από τα χρήματα: Πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι περίπου το 75% των ανθρώπων ζηλεύει κάποιον άλλο κάθε χρόνο.
Τα social media όπως το Facebook, το Instagram και το Twitter είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικά στο να προκαλούν συναισθήματα φθόνου ή ζήλιας. Αφού εκεί ο καθένας παρουσιάζει την… τέλεια ζωή του, και είναι εύκολο να πέσεις στην παγίδα και να την συγκρίνεις με την δική σου.
•Μούφα χαρακτήρισε την «προοδευτική διακυβέρνηση» ο Κουτσούμπας.Όχι λούφα και παραλλαγή σκέτο μούφα.Είναι γνωστό πως οι Έλληνες κομμουνιστές θέλουν δεξιά διακυβέρνηση.Γιατί χωρίς δεξιά τι θα λένε;πως θα προωθηθεί η σοσιαλιστική επανάσταση;κατα ποίου;δεν γίνονται αυτά. •Η προεκλογική περίοδος προσφέρεται για μούφες.Πολλές είναι και χαριτωμένες έχουν χιούμορ.Οι Έλληνες είναι εκπαιδευμένο κοινό στη μούφα. •Έτσι ο Μάκης Βορίδης προωθεί κατεπείγον νομοσχέδιο με τίτλο «πολυεπίπεδη διακυβέρνηση».Τρεις μηνες προ των εκλογών.Με πιάσανε τα γέλια για το πως φτιασιδώνεται το διοικητικό χάος με τη λεξιπλασια.Μπράβο Μάκη chapeau.Ο πύργος της Βαβέλ και τα επίπεδα.Θάταν ένας ενδιαφέρων διευκρινιστικός υπότιτλος.Τον προτείνω ενθερμως. •Μαθαμε επίσης ότι χαρις στον Τάκη Θεοδωρικάκο μειώθηκε η εγκληματικότητα κατα 25%.Νοιώθω υπερήφανος που σε γνώρισα Τάκη.Chapeau. •Εντάξει φίλε Θανο Πλεύρη αγαπητέ εν δικηγορία και μόνο.Καταλαβαίνουμε.Τι να κάνεις μόνος κι έρμος Διγενής Ακρίτας απέναντι στην παγκοσμιότητα.Τα φάρμακα είναι πράγματι παγκόσμιο πρόβλημα.Αρμόδια να το λύσει είναι η παγκόσμιας εμβέλειας φωτεινή προσωπικότης ,η κ.Κυριακιδου.Καταλαβαίνουμε όλοι τις δυσκολίες σου.Παγκόσμιο πρόβλημα οι ελληνικές φαρμακαποθήκες και η άπληστη κερδοφορία τους.Παγκόσμιο επίσης η παράλυση των νοσοκομείων.Η Κίνα;Ποια Κίνα; •Οι διάφοροι εποχιακοί μποναμάδες «δεν έχουν καμία σχέση με τις εκλογές».Το δήλωσε καθαρά ο Πρωθυπουργός.Αλλοιμονο κ.Πρόεδρε.Ποιος κακόπιστος θα μπορούσε να σκεφτεί και τέτοιο;Ποιος μπορεί να είναι τόσο μα τόσο καχύποπτος;Καμία σχέση με τις εκλογές.Είναι πασιφανές.Άλλωστε οι αυξήσεις κάτω από τα όρια του πληθωρισμού δεν είναι μειώσεις.Είναι υπό μια έννοια αλλά δεν παύουν να είναι αυξήσεις.Γαλαντομες,τολμηρές. •Έχουμε κι άλλες μούφες για να μην ξεχνιόμαστε.Την επάνοδο της Δικαιοσύνης του ΣΥΡΙΖΑ όπου γίνεται της Ποπης.Η Ποπη είναι θεμα υπέρτερο των εκλογών.Εχουμε και την σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση που θα έρθει με τη τριτη εντολή. •Το εκλογικό σώμα παρακολουθεί με ηρεμια.Το κλίμα είναι πρωτοφανώς ήπιο για τα ελληνικά δεδομενα.Ίσως αυτο να είναι ,το ελπιζω,ένα νέο κεκτημένο της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Αν φτάσεις στην ηλικία μου στη ζωή και κανείς δεν έχει καλή γνώμη για εσένα, δεν με νοιάζει πόσο μεγάλος είναι ο τραπεζικός σου λογαριασμός, η ζωή σου είναι μια καταστροφή», εξήγησε ο διάσημος επενδυτής.
«Το πρόβλημα με την αγάπη είναι ότι δεν είναι… προς πώληση», είπε ο Buffett στους νέους σε εκείνη την ομιλία. «Ο μόνος τρόπος να αποκτήσεις αγάπη είναι να είσαι αξιαγάπητος. Είναι πολύ ενοχλητικό αν έχεις πολλά χρήματα. Θα θέλατε να μπορούσατε να γράψετε μια επιταγή: Θα αγοράσω αγάπη αξίας 1 εκατομμυρίου δολαρίων. Αλλά δεν λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο. Όσο περισσότερο δίνεις αγάπη, τόσο περισσότερο παίρνεις»
Warren Buffett
Ο Ουόρεν Έντουαρντ Μπάφετ είναι Αμερικανός δισεκατομμυριούχος μεγαλοεπενδυτής και φιλάνθρωπος με καταγωγή από την Όμαχα της Νεμπράσκα.
Τα τελευταία χρόνια έχω συνηθίσει να υποδέχομαι τη νέα χρονιά που μου φορτώνει η ζωή στη μικρή πατρίδα. Εκεί νιώθω ότι ξαναγεννιέμαι, στο παγωμένο ξημέρωμα της ενώ το πρώτο φως του ήλιου που αντικρίζω είναι το ίδιο από την αρχή του κόσμου. Ο ήλιος που βλέπουμε τούτες τις ημέρες από στις ανατολικές πλαγιές του Τυμφρηστού ξεπροβάλλει από τα βουνά της κεντρικής Ρούμελης, την Οίτη και τον Παρνασσό, τον ομφαλό της γης όπως τον λογιάζουν όσοι καταλαβαίνουν σε ποιον τόπο βρίσκονται και που πατάνε.
Έτσι λοιπόν το καθιέρωσα και πράγματι, αυτό το λαμπερό ξημέρωμα με ανακουφίζει από την μελαγχολική σκέψη του επερχόμενου δειλινού που θα μου ρίξει αιώνιο σκοτάδι στα μάτια ενώ παράλληλα, αποτελεί και ένα μεγάλο βήμα κάθε έτος στην εξέλιξη της αυτογνωσίας – σε προσωπικό βέβαια βαθμό αλλά και σε μια πιο πλατιά θεώρηση των πραγμάτων που είθισται οι ομήλικοι να κάνουν, καταμετρώντας τα συν και τα πλην της γενιάς τους. Ποιας γενιάς; Καμιάς από αυτές που κυκλοφορούν με ταμπέλες, αλλά της βιολογικής τους γενιάς που χωρίς τις υποχρεώσεις της εργασίας για τους περισσότερους ή κοντά στο τέλος για ορισμένους ακόμη, κλείνει τον κύκλο της και βαδίζει πιο γοργά πλέον προς το αναπόφευκτο όριο και καθώς το πλησιάζει, μπορεί να γίνεται πιο ειλικρινής και εξομολογητική απέναντι στους ανθρώπους και τα πράγματα που αφήνει πίσω της.
Έτσι νιώθω κάθε φορά που ζω την Πρωτοχρονιά στο χωριό. Παίρνω δύναμη από τη γη της πατρίδας, φωτίζω με το φως του ήλιου της την ψυχή μου αλλά εκείνο που με στενοχωρεί είναι της καρδιάς τα λίγα σκιρτήματα καθώς η σιωπή που την πλακώνει είναι πολύ βαριά. Δεν είναι η μικρή – μεγάλη πατρίδα που άρχισα να γνωρίζω πριν από 60 τόσα χρόνια, δεν υπάρχει πια κοινότητα ανθρώπων να συνδιαλλαχθείς με οποιοδήποτε τρόπο, δεν ακούγεται ούτε βέλασμα στα μαντριά, ούτε αλύχτισμα στις αυλές, ούτε κελάϊδισμα τα πρωινά στους φράχτες. Δεν συμβαίνει τίποτα που να δίνει νόημα στη μέρα, ούτε καπνός από τζάκι δεν φαίνεται πουθενά, ούτε προορισμός υπάρχει πια για τον ταχυδρόμο.
Εδώ ακριβώς, σε αυτό το σημείο επικεντρώνω την ευθύνη μου, στην απουσία μου από τη συνέχεια της μικρής πατρίδας και κατά συνέπεια την απουσία όχι μόνο της γενιάς μου αλλά και τις προηγούμενης (δυο γενιές μετά από τέλος της φοβερής δεκαετίας του 1940 – 1950) που άφησαν όλη την Ελλάδα να ερημώσει και το χειρότερο, έβαλαν το χεράκι τους άλλος λίγο κι άλλος πολύ, να δημιουργήσουν μια θλιβερή, βάρβαρη, ακαλαίσθητη πατρίδα που αφού δεν έχει άλλη Ελλάδα να φάει, τρώει πλέον τις σάρκες της…
Έμαθα περισσότερα πράγματα από τους φίλους παρά από τους δασκάλους μου. Έμαθα περισσότερα παρατηρώντας τη ζωή παρά σπουδάζοντας σε σχολεία. Μάλλον γιατί ποτέ δεν υπήρξε καλός μαθητής.
Ρίτσαρντ Ρότζερς ή βαρώνος Ρότζερς του Riverside (Richard Rodgers, γεν. 23 Ιουλίου 1933, Φλωρεντία 18 Δεκεμβρίου 2021), ήταν Βρετανός αρχιτέκτονας, με καταγωγή από την Ιταλία