

Η διάκριση Ορεινών- Πεδινών, ανάγεται στην Εθνοσυνέλευση της Γαλλικής Επανάστασης του 1789. Τότε, οι ριζοσπαστικοί με τις πλέον επαναστατικές ιδέες, κατέλαβαν το άνω αριστερό μέρος της αίθουσας της Εθνοσυνέλευσης και ονομάσθηκαν Ορεινοί επειδή τα έδρανά τους ήταν στο ψηλότερο μέρος του αμφιθεάτρου. Μεταξύ των Ορεινών ήταν ο Νταντόν, ο Μαρά, ο Σαιν Ζυστ και άλλοι από την ομάδα των Επαναστατών της Γαλλικής Επανάστασης.
– Ό,τι και να σου τύχει στη ζωή, η επιλογή του πώς θα αντιδράσεις και πώς θα το διαχειριστείς είναι ΠΑΝΤΑ δική σου.
Εσύ αποφασίζεις !! Μη ψάχνεις για “άλλοθι” στις συνθήκες, στις περιστάσεις, στην όποια άλλη “ανάγκη” ή “υποχρέωση”, σε δήθεν “ηθικό χρέος”, στο “κοινό καλό” κλπ. Κάθε στιγμή, τη διαδρομή που βαδίζεις την έχεις διαλέξει εσύ. Και την έχεις διαλέξει ανάλογα με τις πεποιθήσεις, τις αντιλήψεις ή/και τα “κολλήματα” και τις προκαταλήψεις, που διαμορφώνουν τη “νοοτροπία ζωής” που έχεις τη δεδομένη χρονική στιγμή. Αν λοιπόν δεν σου αρέσει η διαδρομή, κοίτα πρώτα να συνειδητοποιήσεις τα δικά σου ελλείμματα στον τρόπο σκέψης και στις θεμελιώδεις πεποιθήσεις σου, και εν συνεχεία να μεταβάλεις τη νοοτροπία σου σε όλα αυτά. Μετά θα είναι πιο εύκολο και ασφαλές για ΄σένα να κάνεις άλλες επιλογές και να παράξεις καλύτερα αποτελέσματα. “Επανάσταση” απέναντι σε “εξωτερικούς εχθρούς”, χωρίς προηγούμενη ενδοσκόπηση, οδηγεί μεσομακροπρόθεσμα σε επανάληψη των ίδιων ή ανάλογων λαθών του παρελθόντος.
Λογοθέτης Γιώργος
Πιστοί στο ετήσιο ραντεβού τους, οι χειμερινοί κολυμβητές των Αλυκών Δροσιάς, έκοψαν την πρωτοχρονιάτικη πίτα τους το Σάββατο 7 Ιανουαρίου, φορώντας τα μαγιό τους και κάνοντας τις …βουτιές τους στη θάλασσα.
Ο τυχερός της ημέρας ήταν ένα νέο μέλος της παρέας, ο Γιάννης Βλαχογιάννης.
Όταν σκοτώθηκε ο Αλμπέρ Καμί, στις 4 Ιανουαρίου 1960, με τον Ζαν Πολ Ζαρτρ ήταν όχι απλώς τσακωμένοι, αλλά έβγαζαν ο ένας τα μάτια του άλλου με πολύ δημόσιες επιστολές και κριτικές και τόνους χολής, σε κάτι εξαιρετικά γραμμένους λίβελους εκατέρωθεν. Είχαν γνωριστεί στο Παρίσι, το 1943 και είχαν γίνει αμέσως κολλητοί, γνώριζαν εξάλλου από πριν ο ένας το έργο του άλλου.
Μετά ο Καμί έκανε στροφή στη φιλοσοφική του σκέψη, ή πάντως έτσι το εξέλαβε ο Σαρτρ.
Η βασική τους φιλοσοφική διάσταση είναι εν πολλοίς αυτή που καθόρισε τη σύγχρονη σκέψη και την καθορίζει ακόμη:
Μεγαλοαστός και σκληροπυρηνικός Μαρξιστής (αυτόν εννοούσε αριστερά του χαβιαριού ο πρωθυπουργός μας), ο Σαρτρ υποστήριζε ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα και αν είναι να την κάνουμε τη ρημάδα την επανάσταση δεν θα κολλήσουμε σε μερικές σφαγές.
Πίστευε στο στόχο, στο μεγάλο. Δώστε του ό,τι όνομα θέλετε του μεγάλου.
Ο Καμί, τρίτη γενιά φτωχών Γάλλων μεταναστών στην Αλγερία, από την άλλη, ήταν ουμανιστής ως το κόκκαλο. Αφού τελείωσε με την αυτοκτονία, καταπιάστηκε με το φόνο και κατέληξε ότι κανένα έγκλημα δεν πρέπει να τιμωρείται με ένα άλλο έγκλημα. Αυτήν την τελευταία φράση μπορείτε να τη λέτε κάθε μέρα τρεις φορές, σαν προσευχή.
Ο Καμί απέρριψε μετά βδελυγμίας τις επαναστάσεις, γράφοντας ότι το μόνο που κάνουν είναι να φέρνουν στην εξουσία ένα άλλο σύστημα καταπίεσης.
Ήταν αναρχικός· καμία εξουσία δεν ήθελε. Πίστευε στον άνθρωπο. Αυτός τον ταλάνιζε.
Ο Σαρτρ τον μίσησε. Γίνανε από δύο φιλοσοφικά χωριά.
Μετά τον αιφνίδιο θάνατο του Καμί, ο Σαρτρ έγραψε συντετριμμένος ένα επικήδειο.
«Είχαμε μαλώσει. Ένας καυγάς δεν έχει σημασία, όμως, ακόμη κι αν εκείνοι που μάλωσαν δεν ξανασυναντήθηκαν ποτέ. Είναι απλώς ένας διαφορετικός τρόπος να ζούμε μαζί, χωρίς να χάνουμε ο ένας τον άλλον από το βλέμμα μας, σε αυτόν τον στενό κόσμο που μας δώθηκε.
Ο καυγάς μας δεν με εμπόδιζε να τον σκέφτομαι, δεν με εμπόδιζε να νοιώθω τα μάτια του πάνω στο βιβλίο ή την εφημερίδα που διάβαζα και να αναρωτιέμαι διαρκώς “τι σκέφτεται γι αυτό;”, “τι σκέφτεται αυτήν τη στιγμή;”», έγραψε.
«Ο επίμονος ανθρωπισμός του, λιτός και αισθησιακός, διεξήγαγε έναν αβέβαιο πόλεμο ενάντια στα ογκώδη και άμορφα γεγονότα της εποχής. Αλλά από την άλλη, μέσα από τις σκληρές του απορρίψεις επιβεβαίωσε, στην καρδιά της εποχής μας, ενάντια στους Μακιαβελιστές και ενάντια στο Είδωλο του ρεαλισμού, την ύπαρξη του ηθικού ζητήματος.
Θα έπρεπε να τον αποφύγεις ή να τον πολεμήσεις· ήταν αναγκαίος σε αυτήν τη σύγκρουση που κάνει την πνευματική ζωή αυτό που είναι».
Δεν ξέρεις τι να πρωτοεκτιμήσεις σε αυτές τις αράδες.
‘Ηταν τυχερός ο κόσμος. Αποτέλεσαν ανάχωμα αυτοί οι διανοητές σε ανείπωτες κατρακύλες.
Ή έστω τις καθυστέρησαν.
Via Maria Dedoussi (από το fb)
Στα 105 του χρόνια, πλήρης ημερών και με διαύγεια πνεύματος νέου ανθρώπου, ο Απόστολος Πίτσος από την 1η Ιανουαρίου ταξιδεύει στη διαδρομή χωρίς επιστροφή.
Πατριάρχης της ελληνικής βιομηχανίας, συνέδεσε τη σταδιοδρομία του με την απογείωση της ομώνυμης βιομηχανίας ηλεκτρικών συσκευών.
Το εξαίρετο πηγαίο ύδωρ που θα δημιουργήσει με τα ¨δάκρυα της Παναγίας¨ το θεϊκό ποτό …
•Η ανοησία είναι ακατανίκητη. Ιδίως όταν φύεται σε γραφειοκρατικό περιβάλλον και παίρνει και νομική μορφή.
Οικογένεια στη Γαύδο έχει 3 παιδιά. Θέλει να ζήσει στο νησί μετά πάθους. Σε ένα ακριτικό νησί με 50 κατοίκους το χειμώνα. Νησί αιχμή του δόρατος της τουρκικής ρητορικής,ότι είναι αμφισβητούμενο έδαφος,νησί πύλη της Ελληνικής ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο.
Οι άνθρωποι αγαπούν το τόπο τους έχουν γη που την καλλιεργούν και δεν θέλουν να φύγουν. Αντί να επιβραβευθούν, αντί να προβληθούν ως παράδειγμα, υπέστησαν το εξής καψωνι από τους αιώνιους ανόητους. Τα δυο παιδιά τελείωσαν το Δημοτικό της Γαύδου.Γυμνάσιο δεν έχει η Γαύδος ούτε γίνεται να έχει γιατί δεν ζουν άλλα παιδιά εκεί.
Τι ζήτησαν οι άνθρωποι;να φοιτήσουν τα παιδιά με Τηλεεκπαίδευση και να δίνουν στο τελος της σχολικής χρονιάς εξετασεις. Τι πιο εύκολο τι πιο απλό. Το μοναδικό ίσως θετικό κεκτημένο της πανδημίας.
Όχι η απάντηση.Να πάνε στη Κρήτη.
Να μετακομίσει η μάνα με τα δυο παιδιά και να μείνει με το τρίτο ο πατέρας στη Γαύδο γιατί δεν μπορεί να αφήσει τη δουλειά του. Να παρουν κι ένα επίδομα της πλακας για να θαλασσοπνίγονται καταχείμωνο,πέρα δώθε ,Παλαιόχωρα -Γαύδος. Γιατί όλο αυτό; Γιατί δεν το προβλέπει ο νόμος τους είπαν. Ο νόμος επιτρέπει Τηλεεκπαίδευση μόνο με πανδημία ισχυρίζονται. Και διερωτάται κανείς; Πάνε καλά; τους είπε κανείς να το κοιτάξουν με ειδικό; ποιος νόμος; τι είναι αυτά που λένε; Λίγη ντροπή,λίγη αίσθηση αν μη τι άλλο εθνικής ευθύνης. Για τη Γαύδο αλλα και οποιοδήποτε άλλο μικρό νησι της άγονης γραμμής.
•Τώρα τα παιδιά χάνουν τη τάξη λόγω απουσιών. Και έπρεπε να πάει ο Μητσοτάκης για να δούμε το θλιβερό. Να περιμένει η μητέρα στη προβλήτα για να θέσει το “θέμα» στον Πρωθυπουργό. Αν είναι δυνατόν.
•Και μια που οι καρεκλοκένταυροι μιλουν για το νόμο ας διαβάζουν το νόμο πριν αποφασίζουν. Η πιο απόλυτη διατύπωση στη Σύμβαση για τα ατομικά δικαιώματα είναι η διάταξη που ορίζει ότι «ουδείς μπορεί να στερηθεί το δικαίωμα στην εκπαίδευση». Η ας έσπρωχναν μια τροπολογία. Χιλιάδες τροπολογίες έχουν περάσει περί ανέμων και υδάτων και περί της σαρας της μαρας και του κακού συναπαντήματος. Σε αυτό το θέμα έσταξε η ουρά του ποντικού της νομικής «ορθότητος».
Έλεος!
Πάνος Μπιτσαξής
Σήμερα είναι τ’ Αγιαννιού, η μέρα που κλείνει το γιορταστικό δωδεκάμερο, γιορταστική για τους Γιάννηδες και τις Ιωάννες αλλά ελαφρώς αποτρόπαιη για τον μαθητόκοσμο στα χρόνια μου, αφού ήταν η μέρα που ανοίγαν τα σχολεία -αν και εδώ και κάμποσα χρόνια τα σχολεία άνοιγαν στις 8 του μήνα, ενώ φέτος ο κορονιός επέβαλε να ανοίξουν στις 11 -και όχι όλα.
Να το πούμε πιο σωστά, και σήμερα είναι τ’ Αγιαννιού, διότι ο Άι Γιάννης ο Πρόδρομος ή Βαπτιστής, αυτόν γιορτάζουμε σήμερα, έχει πεντέξι μέρες δικές του στο εορτολόγιο -αν έχεις βαφτίσει τον γιο του Θεού, έχεις φαντάζομαι και κάποια προνόμια. Έτσι, η εκκλησία γιορτάζει επίσης τον ‘Αι Γιάννη τον Πρόδρομο και στις 24 Φεβρουαρίου, 25 Μαΐου, 24 Ιουνίου, 29 Αυγούστου και 23 Σεπτεμβρίου, αν και το eortologio.gr προφανώς αντιπαθεί τις πολλαπλές γιορτές κι έτσι αναφέρει μόνο τις 7 Ιανουαρίου. Πέρα από τον Βαπτιστή όμως έχουμε κι άλλους Ιωάννηδες που άγιασαν και που έχουν κι αυτοί τη γιορτή τους, ας πούμε ο Άι Γιάννης ο Ρώσος, που γιορτάζει στις 27 Μαΐου ή ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος (ο ευαγγελιστής Ιωάννης), που γιορτάζει στις 8 Μαΐου και στις 26 Σεπτεμβρίου, ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος στις 13 Νοεμβρίου, ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός στις 4 Δεκεμβρίου, και σίγουρα θα υπάρχουν κι άλλοι.
Σχετικά μ’ αυτή την πολυεορτία των Γιάννηδων υπάρχει και μια αστεία ιστορία που έλεγε ο παππούς μου, για έναν νεοφώτιστο χριστιανό που βαφτίστηκε Ιωάννης και ύστερα οι φίλοι του απαιτούσαν να τους κάνει το τραπέζι κάθε φορά που γιόρταζε και κάποιος άγιος Ιωάννης, δηλαδή κάθε τρεις και λίγο. Σε σχέση με αυτό, πάντως, να πω ότι δεν έχω γνωρίσει κάποιον Γιάννη που να γιορτάζει άλλη μέρα και όχι στις 7 Ιανουαρίου -αν εσείς ξέρετε, πείτε το στα σχόλια.
Πριν όμως προχωρήσουμε, να πούμε ότι σήμερα, εκτός από τον Γιάννη και την Ιωάννα, γιορτάζει και ο Πρόδρομος και το όνομα αυτό, αν και πολύ λιγότερο διαδεδομένο, έχει αξιόλογη ιστορία αφού μας φτάνει μέχρι στον Μποδοσάκη, όπως έχουμε δει σε παλιότερο άρθρο.
Ο Γιάννης δεν είναι το κοινότερο ελληνικό όνομα, αλλά, όπως θα δούμε παρακάτω, έχει με πολύ μεγάλη διαφορά τη μεγαλύτερη παρουσία στην παροιμιολογία μας. Σύμφωνα με έρευνα για τη συχνότητα των ελληνικών ονομάτων, από τα αντρικά ελληνικα ονόματα, ο Γιώργος είναι με διαφορά το κοινότερο, ενώ ο Γιάννης έρχεται αρκετά πιο πίσω, στην τέταρτη θέση, αν και πολύ κοντά στον Κώστα και τον Δημήτρη, θα λέγαμε μέσα στα όρια του στατιστικού λάθους (οπότε είναι ίσως ασφαλέστερο να πούμε πως δεν είναι σαφές ποιο από τα τρία ονόματα, Γιάννης, Κώστας ή Δημήτρης, έχει τη δεύτερη θέση).
Κι όμως, για τον Γιώργο οι παροιμίες είναι σχετικά λιγοστές, το ίδιο και για τον Κώστα ή τον Δημήτρη, ενώ για τον Γιάννη ξεπερνούν τις πενήντα, και μάλιστα πολλές είναι πασίγνωστες.
Αυτή η απόκλιση δύσκολα εξηγείται. Θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι η πολυεορτία (τη λέξη αυτή προ ολίγου την έφτιαξα, δεν ξέρω αν υπάρχει) των Γιάννηδων παίζει κάποιο ρόλο, ιδίως αν σκεφτούμε ότι ο Γιώργος έχει μία γιορτή, κι αυτήν κινητή, αφού συχνά την επισκιάζει το Πάσχα και την αναγκάζει να μετακινηθεί. Δεν αποκλείεται όμως παλαιότερα, τότε που διαμορφώθηκαν οι παροιμίες αυτές, δηλαδή πριν από 4-5 αιώνες, το όνομα Γιάννης να ήταν πολύ συχνότερο από σήμερα, και αυτό να εξηγεί τις πολλές παροιμίες.
Αυτό είναι σκέτη εικασία μου· το βέβαιο είναι πως ο Γιάννης (και αντίστοιχα για τις γυναίκες η Μαρία) είναι το αρχετυπικό αντρικό όνομα. Και ίσως επειδή οι Γιάννηδες, σαν πλειοψηφούντες, έγιναν στόχος των άλλων που δεν λέγονταν Γιάννηδες, γιαννάκης λέγεται ο αγαθούλης, ο άπειρος, τόσο στην πολιτική ζωή όσο και στο στρατό όπου οι νεοσύλλεκτοι λέγονται γιαννάκια, στραβόγιαννοι, γιάννηδες. Να σημειώσουμε επίσης ότι στην παλιότερη αργκό γιάννηδες λέγονταν οι λωποδύτες.
Μια άλλη ένδειξη ότι παλιότερα το όνομα Γιάννης ήταν συχνότερο από σήμερα, είναι ότι έχει δώσει και πάρα πολλά επώνυμα, και μάλιστα από πολύ παλιά, από τα βυζαντινά ακόμα χρόνια (Καλογιάννης, Κουτσογιάννης, Παπαγιάννης κτλ.)
Η επίσημη μορφή του ονόματος είναι Ιωάννης, και είναι δάνειο από το εβραϊκό חנן Yôḥānān (Γιοάναν), συντετμημένη μορφή του Γιεχοάναν, που σημαίνει, κατά τη Βικιπαίδεια, «Ο Γιαχβέ στάθηκε γενναιόδωρος», αλλά αν έχετε άλλη άποψη να μας την πείτε. Με τον χριστιανισμό, όπου πρωταγωνιστούσαν ο Ιωάννης ο Πρόδρομος και ο ευαγγελιστής Ιωάννης, το όνομα έγινε πολύ δημοφιλές σε Ανατολή και Δύση, και μέσω των λατινικών προέκυψαν στις νεότερες ευρωπαϊκές γλώσσες ο Τζον και ο Ζαν, ο Τζοβάνι και ο Χουάν ή ο Ζοάο, αλλά και ο Γιόχαν, ο Χανς και ο Γιενς, ο Ιβάν, ο Γιαν και ο Γιάνος, ο Γκιον των Αλβανών και ο Οχανές των Αρμένιων. Παρεμπιπτόντως, Ιβάν είναι το παροιμιώδες όνομα του Ρώσου φαντάρου, αντίστοιχο με το Τόμμυ των Βρετανών και το Φριτς των Γερμανών.
Στα ελληνικά, η συνήθης μορφή είναι Γιάννης, αλλά έχουμε πολλές λαϊκές και χαϊδευτικές μορφές, όπως Γιάννος, Γιαννιός, Γιάγκος, Γιαννάκης, Γιαννούλης και Νούλης, Γιαννάκος/Γιαννακός και Νάκος, Γιαννούσης και Νούσης και Νούσιας, Γιαννούτσος και Νούτσος, Τζανέτος, Ζαννής και Τζαννής, αλλά και Γιοβάννης.
Σήμερα που ο οδοστρωτήρας έχει εξαφανίσει τις λαϊκές παραλλαγές των βαφτιστικών ονομάτων, αυτές επιβιώνουν μόνο σε επώνυμα, ενώ απόρροια των χρόνων της γκλαμουριάς είναι ότι πολλές μαμάδες φωνάζουν «Ιωάννη» τα βλαστάρια τους -και περιμένεις να δεις να ξεπροβάλει τουλάχιστον ο Τσιμισκής, και βλέπεις απλώς έναν μπόμπιρα τεσσάρων χρονών. Στα κορίτσια βέβαια το «Ιωάννα» ήταν συχνό από παλιά -ίσως τα Γιάννα, Γιαννούλα, Γιαννιώ να ακούγονταν πολύ λαϊκά. Με την ευκαιρία να αναφέρουμε και τα γυναικεία Γιοβάννα και Τζοβάννα.
Μια παραλλαγή που δεν την ανέφερα πιο πάνω γιατί είναι απλώς ορθογραφική, και που έγινε διάσημη το 2015 είναι και το «Γιάνης», που διαβάζεται επίσης «Γιάννης με ένα νι». Υπήρχε βέβαια και ο Κορδάτος, που έτσι υπέγραφε, και από αυτόν εμπνεύστηκε ο νεαρός Γιάννης Βαρουφάκης την ορθογραφία του ονόματός του, αλλά το 2015 το «Γιάνης» έγινε σχεδόν παροιμιώδες. Και πέρα από τον Κορδάτο, παλαιότεροι του Βαρουφάκη Γιάνηδες με ένα νι είναι επίσης ο Ψυχάρης, ο ιστορικός Γιάνης Γιανουλόπουλος και ο αρχαιολόγος Γιάνος Λώλος
Σε σχέση με την ορθογραφία του ονόματος, ο φίλος π2 είχε σχολιάσει σε παλιότερο άρθρο ότι στις επιγραφές εμφανίζονται πάμπολλες παραλλαγές: Ιωάνης, Ιωάννις, Ειοάννης, Ηωάννης, Ειωάννης, μόνο με ύψιλον δεν το έχει δει γραμμένο.
Χάρη στον μέγιστο Γιάννη Αντετοκούνμπο, έχει πλέον γίνει αρκετά γνωστό και στα ξένα το όνομα Giannis, πλάι στο λίγο παλιότερο Yanni του μουσικού Γιάννη Χρυσομάλλη. Βέβαια, στο Φέισμπουκ οι Γιάννηδες έχουν σχεδόν 45 τρόπους για να γράφουν το όνομά τους κι έτσι όταν ψάχνεις έναν φίλο σου δεν ξέρεις αν θα το βρεις Γιάννης, Ιωάννης, Ioannis, Giannis, Yannis ή Yiannis, Yanis ή Yianis, για να μείνω στις πιο συχνές παραλλαγές.
Όπως είπα και πριν, υπάρχουν πάρα πολλές παροιμίες για Γιάννηδες, και επειδή μια από τις γνωστότερες μιλάει για 45 Γιάννηδες θα παραθέσω στη συνέχεια υλικό που είχα εν μέρει παρουσιάσει και σε ένα παλιότερο άρθρο, που όμως δεν περιοριζόταν στις παροιμίες για Γιάννηδες αλλά εξέταζε και όλες τις άλλες παροιμίες με ονόματα. Όμως, να πω ότι όλα όσα θα θέλατε να μάθετε για τους Γιάννηδες μπορείτε να τα βρείτε στο Johnnie society, ένα τηλεβιβλίο του Γιάννη Φαρσάρη που διατίθεται δωρεάν και το οποίο, εκτός από παροιμίες, παραθέτει και κατάλογο με τους 45 σημαντικότερους Γιάννηδες της ιστορίας.
Προχωράμε λοιπόν στις παροιμίες με Γιάννηδες, που τις παραθέτω μάλλον τυχαία, προσπαθώντας να φτάσω τις σαρανταπέντε.
1. Σαρανταπέντε Γιάννηδες ενός κοκόρου γνώση. Η συνηθέστερη παροιμία απ’ όσες διασύρουν τους Γιάννηδες, λέει ο Πολίτης, που αναφέρει και έναν μύθο κεφαλονίτικο για 45 Γιάννηδες που πνίγηκαν προσπαθώντας να ξεριζώσουν ένα δέντρο. Ωστόσο, ο Πολίτης δεν λέει ότι η έκφραση προέρχεται από τον μύθο, μάλλον το αντίστροφο θα συμβαίνει. Δίνει μάλιστα ο Πολίτης και γαλλικό ανάλογο (Deux Jean et un Pierre font un âne entier, Δυο Γιάννηδες κι ένας Πέτρος κάνουν ολάκερο γάιδαρο) καθώς και ισπανικό ίδιο με το γαλλικό. Οι Γιάννηδες απαντούν συμπληρώνοντας: …κι ο κόσμος όλος κι ο ντουνιάς δεν έχει άλλη τόση.
2. Όχι Γιάννης, Γιαννάκης. Τη λέμε όταν κάποιος προσπαθεί να παραστήσει ως διαφορετικά μεταξύ τους δυο πράγματα ομοιότατα ή όταν κάποιος λεπτολογεί και επιχειρεί να επιφέρει μεταβολές ασήμαντες, λέει ο Πολίτης. Κατά τον Κ. Κάσση, στη Μάνη συνηθιζόταν να υπάρχουν αδέρφια με τ’ όνομα Γιάννης ο ένας και Γιαννάκης ο άλλος, οπότε όταν ένας Γιαννάκης παρουσιάστηκε στο στρατό και τον είπαν Γιάννη, απάντησε έτσι. Όμως η έκφραση είναι πανελλήνια και πιθανότατα πριν από το νεοελληνικό κράτος.
3. — Γεια σου Γιάννη. — Κουκιά σπέρνω. Για αυτούς που απαντούν άλλα αντ’ άλλων, σαν υπόδειγμα ασυνάρτητης συζήτησης. Μερικοί το συνεχίζουν: Κι η συντέκνισσά σου; Εφτά μετρήματα χωρεί. Η παροιμία υπάρχει στον Βάρνερ, άρα είναι από τον 17ο αιώνα.
4. Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει. Για όσους στα λόγια φροντίζουν για το κοινό καλό ενώ στην πραγματικότητα κοιτάζουν το δικό τους συμφέρον. Η παροιμία χρησιμοποιήθηκε πολύ στην εθνοσυνέλευση του 1829 από τους αντικαποδιστριακούς, επειδή οι αντιπρόσωποι ευπειθώς ψήφιζαν ό,τι τους έστελνε ο Καποδίστριας, αλλά είναι παλιότερη. Μάλιστα, ο Πολίτης δίνει και βουλγάρικο αντίστοιχο, με το όνομα Γκάνι στη θέση του Γιάννη.
5. Τι είχες Γιάννη, τι είχα πάντα. Για κάποιον που παραμένει στην ίδια (κακή ή μέτρια) κατάσταση. Και για τους αδιόρθωτους. Και για τη μη αλλαγή της κατάστασης παρά την αλλαγή της κυβέρνησης. Την έχει ο Βάρνερ (Τι έχεις Γιάννη; Τα έχω πάντα).
6. Ακόμα δεν τον είδαμε, Γιάννη τονε βγάλαμε. Για όσους προαναγγέλλουν και προεξοφλούν μελλοντικά σχέδια βασισμένοι σε αβέβαιες προσδοκίες. Κάποιοι λένε ότι το είπε ο Κολοκοτρώνης όταν τον κάλεσαν να βαφτίσει παιδί πριν ακόμα γεννηθεί, αλλά η παροιμία είναι παλιότερη, αφού την αναφέρει ο Βάρνερ, οπότε ο Κολοκοτρώνης απλώς επανέλαβε υπάρχουσα παροιμία. Εδώ κατά τον Πολίτη υπάρχει μύθος, με την αφελή κοπέλα που της έφεραν προξενητή και άρχισε να συλλογιέται πως θα παντρευτεί, θα κάνει γιο, θα τον βγάλει Γιάννη, θα της αρρωστήσει και θα της πεθάνει, οπότε έβαλε τα κλάματα. Παρεμφερής παροιμία υπάρχει και σε άλλες γλώσσες. Για την έκφραση αυτή έχει γράψει και ο ηλληνιστεύκων Νίκος Νικολάου.
7. Πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί. Για τους φιλάσθενους ή για όσους προφασίζονται ασθένεια.
8. Να σε κάψω Γιάννη, να σ’ αλείψω μέλι (ή λάδι· προσθέτουν μερικοί: να γιάνει). Τη λέμε σε κάποιον που μας παρηγορεί ή προσπαθεί να μας περιθάλψει ενώ ο ίδιος έχει προκαλέσει το κακό που πάθαμε.
9. Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό τον Γιάννη. Σε μια αντιπαράθεση όπου ο φόβος είναι αμοιβαίος· λέγεται συχνά σε ποδοσφαιρικούς αγώνες, όταν καμιά ομάδα δεν ανοίγεται.
10. Σπίτι χωρίς Γιάννη, προκοπή δεν κάνει. Απάντηση στον… αντιγιαννισμό άλλων εκφράσεων. Ο Πολίτης έχει κι άλλες «φιλογιαννικές» παροιμίες, που δεν είναι τόσο γνωστές, όπως….
11. Όπου Γιάννης και του Θεού η χάρη,
ή
12. Βγάλε το παιδί σου Γιάννη, και απόλα το στον λόγγο (υπονοεί ότι δεν έχει καμιάν άλλη ανάγκη βοήθειας, αρκεί η μαγική κατά κάποιον τρόπο δύναμη του ονόματός του).
13. Ποιος κλάνει; Τον Γιάννη ρώτα – αν και υποθέτω πως αρχικά θα ήταν «ρώτα τον Γιάννη», για να ομοιοκαταληκτεί.
14. Κόψε ξύλο κάμε Αντώνη
κι από πλάτανο Μανώλη
κι αν ρωτάς και για τον Γιάννη,
ό,τι ξύλο κόψεις κάνει.
Η παροιμία αυτή υπάρχει σε πάρα πολλές παραλλαγές, με άλλα ονόματα στους πρώτους στίχους και φαίνεται να χλευάζει τους Γιάννηδες που τους παρομοιάζει με κούτσουρα, αλλά δεν αποκλείεται να υπογραμμίζει απλώς τη διάδοση του ονόματος.
15. Κατά τον μαστρο-Γιάννη και τα κοπέλια του –παρόμοια με την μ΄ όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις.
16. Άλλη παιδί δεν έκανε, μόνο η Μαριώ τον Γιάννη, για να ειρωνευτεί τις μανάδες που καμαρώνουν πολύ το παιδί τους, ή και γενικότερα όσους καμαρώνουν κάτι κοινό. Εδώ έχουμε μαζί και τα δυο αρχετυπικά ονόματα, όπως και σε άλλες παροιμίες.
17. – Γιάννη είχα, Γιάννη έχω κι αν ποτέ μου θα χηρέψω, πάλι Γιάννη θα γυρέψω, άλλη μια απάντηση στον αντιγιαννισμό -και δεν αποκλείεται να πρόκειται για παροιμιόμυθο.
18. Άφησε ο Γιάννος την κλεψιά κι έπιασε το ζευγάρι. Για κάποιον που αναπάντεχα νοικοκυρεύεται ή φρονιμεύει. Παροιμιόμυθος.
19. Γύρευε αγά μου τη δουλειά σου, κι ο Γιάννος δεν είναι για χαράτσι. Από την εποχή της Τουρκοκρατίας και των χαρατσήδων.
20. Είπε ο Γιάννης του Γιαννή: «Χαιρετίσματα στη Σέρ’φο». Βελερισμός (μορφή παροιμιόμυθου) που σατιρίζει κάποιον ανόητο που δεν ήξερε τι να πει την ώρα που έφευγε το καΐκι.
21. Δεν είναι κάθε μέρα τ’ Άι-Γιαννιού, δηλαδή δεν μπορείς να έχεις κάθε φορά την ίδια τύχη ή εξαιρετική μεταχείριση. Και «Κάθε μέρα τ’ Αγιαννιού θάναι;»
22. Γιάννης πήγε, Γιάννης ήρθε, για όποιον δεν επωφελήθηκε από μια ευκαιρία και ιδίως από κάποιο ταξίδι ή τη φοίτησή του κτλ.
23. Όπου γάμος και χαρά, τρέχα Γιάννη μασκαρά
24. Παναγία κι Άι-Γιάννη, βάλε ψάρι στο τηγάνι
25. Κάμε Γιάννη τη δουλειά σου κι ύστερα είμαι πάλι θεια σου
26. Σαράντα χρόνια Γιάννης, μαστρο-Γιάννης δε γίνεται.
27. Απ΄ τον Γιάννη ως τον Λιο, τύφλα νάχουνε κι οι δυο ή Ό,τι Γιάννης κι ό,τι Λιος τύφλα νάχουνε κι οι δυο.
28. (το κάναμε) του Γιάννου η φλογέρα (όταν ο καθένας λέει τον πόνο του).
29. Όλη μέρα καλογιάννη και το βράδυ κακογιάννη, για αυτούς που μας καλοπιάνουν όσο για να πετύχουν το σκοπό τους, και μετά μας αγνοούν.
30. Κάλλιο καλογιάννης παρά κακογιάννης
31. Κι αυτοκράτορας να γένεις, πάντα Γιάννης θε να μένεις, για όσους αποκτούν αξιώματα αλλά παραμένουν χυδαίοι στο ήθος.
32. Ο Γιάννος βγαίνει στα βουνά κι η Μαρουδή στους κάμπους. Αστρονομική παροιμία, όπου Γιάννος είναι ο αστέρας που λέγεται Αρκτούρος και Μαρουδή ή Μαριώ ο α της Παρθένου.
33. Ο Γιάννης καβάλα στ’ άλογο και τ’ άλογο αραδούσε –που σημαίνει ότι αναζητούσε το άλογο ενώ ήταν καβάλα πάνω του, άρα ήταν χαζός.
34. Όπου Γιάννης μάλαμα. Έτσι το καταγράφει ο Νικ. Πολίτης -βέβαια, πολύ πιο γνωστή σήμερα με τον Γιώργο.
35. Και παπάς έγινες Γιάννη; Έτσι τάφερε η κατάρα. ή… έτσι θέλει ο δάσκαλός μου. Για όσους κάνουν μια σημαντική επιλογή χωρίς να το επιθυμούν οι ίδιοι.
36. Πιάσ’ τον Γιάννη τον άπιαστο. Περίπου σαν το τρέχα γύρευε.
37. Είναι για τον Αγιάννη -είναι τρελός, γιατί τα παλιά χρόνια πήγαιναν τους θεωρούμενους για ψυχασθενείς στα μοναστήρια που γιόρταζαν μήπως και θεραπευτούν θαυματουργικά.
38. Αν είχαν οι Γιάννηδες γνώση, θα μας δάνειζαν καμπόση. Άλλη μια αντιγιαννική παροιμία.
39. Είδες πράσινο άλογο; Είδες Γιάννη φρόνιμο. Δηλαδή, εξίσου απίθανο είναι να βρεθεί γνωστικός Γιάννης όσο και πράσινο άλογο. Η παροιμία είναι (ή ίσως ήταν) περισσότερο γνωστή με Χιώτη φρόνιμο.
40. Έξω Γιάννης μέσα Σουλεϊμάνης. Διπρόσωπος. Ίσως υπόκειται μύθος για επιφανειακή αλλαξοπιστία.
41. Ίσα Γιάννης ίσα Χασάνης. Όταν κάποιοι διαφέρουν μόνο στο όνομα.
42. Όλοι μιλούν για τ’ άρματα κι ο Γιάννης για την πίτα.
43. Αν ο Αλής γίνεται Γιάννης, και η όρνιθα χταπόδι. (εξίσου δεν γίνονται δηλαδή)
44. Ξέρει ο Γιάννης τι έχει στον ντορβά του παρόμοια με την όσα ξέρει ο νοικοκύρης…
45. Τα καλά του Γιάννη τα θέλουμε, τον Γιάννη δεν τον θέλουμε, για να τελειώσουμε με μια παροιμία που στηλιτεύει την υποκρισία του αντιγιαννικού στρατοπέδου.
Είναι κι άλλες παροιμίες με Γιάννη και κυρίως υπάρχουν πολλές παραλλαγές σ’ αυτές που αναφέραμε, που άμα τις μετρήσουμε κι αυτές ξεπερνάμε κατά πολύ τις 45, όμως θέλησα να μείνω σ’ αυτό το σημαδιακό νούμερο.
Αν στις παροιμίες υπερέχει ο Γιάννης, στα τραγούδια ο Γιώργος παίρνει τη ρεβάνς, καθώς έχει πολλά τραγούδια με το όνομά του στον τίτλο ενώ από τον Γιάννη θυμάμαι μόνο το παραδοσιακό «Γιάννη μου το μαντίλι σου».
πηγή: sarantakos.wordpress.com
Ποια χαρακτηριστικά έχει ένας έρωτας “σύγχρονος”; Από τα κινηματογραφικά φιλιά ως το box office μήπως μας χωρίζει… μια οθόνη δρόμος; Και σήμερα οι οθόνες είναι πολλές.
Σε ένα από τα έργα της νέας περιοδικής ομαδικής έκθεσης του ΕΜΣΤ, Modern Love, με την οποία ξεκινά ο χειμερινός- εαρινός εκθεσιακός κύκλος του Μουσείου, υπάρχει ένα τρίπτυχο ασπρόμαυρων φωτογραφιών.
Ενα σαλόνι, μια κρεβατοκάμαρα και μια τραπεζαρία με πολλαπλές ανοιχτές εκτυφλωτικές οθόνες που μεταφέρουν εκτός τόπου και χρόνου. Μια κατάσταση που θυμίζει ό,τι εστί “modern love” στην εποχή της ψηφιακής τεχνολογίας και των social media.
Αγκυλώνοντας το σώμα σε άβολες θέσεις με το κεφάλι σκυμμένο πάνω από την οθόνη του κινητού ή με τα χέρια και τους αγκώνες σε ορθή γωνία για να φτάνουν το πληκτρολόγιο του υπολογιστή ή ακόμα και απαλείφοντας το σώμα μέσα σε ένα ακαθόριστο και αποχαυνωτικό ψηφιακό σύμπαν, εκτοπίζεται συχνά και το πηγαίο συν-αίσθημα. Αυτό που πραγματώνεται με την παρουσία ενός Άλλου με σάρκα και οστά και όχι ανεβασμένου σε κάποιο “cloud”.
Ακόμα και ο ίδιος ο λόγος, η γλώσσα, η ομιλία και εν τέλει η επικοινωνία προσομοιάζει τα chats, μεταφέρει τα οποιαδήποτε “messages” με έναν τρόπο διαφορετικό, κωδικοποιημένο, βιαστικό και εξεχόντως εργαλειακό.
Και αν η παρουσία του μέσου επηρρεάζει ή ηγείται του μηνύματος είναι κάτι το οποίο το είπε ο Marshall McLuhan πολλά χρόνια πριν (the medium is the message) οπότε δεν είναι ούτε δική μας ρηξικέλευθη θέση ούτε της τρέχουσας έκθεσης.
Απλά η έκθεση “Modern Love”, σε επιμέλεια της Κατερίνας Γρέγου, καλλιτεχνικής διευθύντριας του ΕΜΣΤ, το εικονοποιεί και το φέρνει στο σήμερα μέσα από τη συλλογική δουλειά 24 σύγχρονων καλλιτεχνών από 14 χώρες.
Αν και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν διευκολύνει την έκφραση διαφορετικών ταυτοτήτων και εναλλακτικών τρόπων ύπαρξης και κατασκευής του εαυτού, αναθρέφουν τον ναρκισσισμό, μια εμμονική τάση αυτοπροβολής, την ψηφιακή εξάρτηση σε μεγάλο βαθμό και την εργαλειοποίηση του συναισθήματος εξισώνοντας το με ένα κοινωνικό αλισβερίσι.
Πραγματικότητα, εικονικό και φαντασία αλληλοεμπλέκονται ποικιλοτρόπως μέσα σε ψυχολογικές και διαπροσωπικές καταστάσεις.
Η σημερινή εγγύτητα μοιάζει αθεράπευτα με ψυχρή οικειότητα. Η έκθεση δανείζεται άλλωστε τον υπότιτλό της από το βιβλίο της Eva Illouz, Cold Intimacies: The Making of Emotional Capitalism, που αναλύει πώς οι σύγχρονες στενές, οικείες σχέσεις καθορίζονται όλο και περισσότερο από οικονομικά και πολιτικά μοντέλα διαπραγμάτευσης και ανταλλαγής.
Η έκθεση είναι προϊόν μιας συνεχιζόμενης έρευνας και έρχεται στο ΕΜΣΤ μετά από παρουσιάσεις στο Museum für Neue Kunst | Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Φράιμπουργκ στη Γερμανία, στην Kunsthalle του Ταλίν, στο IMPAKT Media Organization και το Μουσείο Centraal στην Ουτρέχτη.
Για το ΕΜΣΤ, η έκθεση έχει διευρυνθεί και έχουν προστεθεί Έλληνες και διεθνείς καλλιτέχνες. Οι περισσότεροι εκ των τελευταίων παρουσιάζουν το έργο τους για πρώτη φορά στην Ελλάδα.
Πηγή: epixeiro.gr
Τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη, που βασίζεται σε πραγματικό περιστατικό. Είναι η τελευταία μεγάλη επιτυχία του σπουδαίου τραγουδοποιού του ρεμπέτικου.
Στις 7 Ιανουαρίου 1977, άνδρες του Λιμενικού επέδραμαν στο κυπριακό μότορσιπ «Γκλόρια», που έπλεε κοντά στα Ίσθμια και ανακάλυψαν στα αμπάρια του 11 τόνους χασίς, μία από τις μεγαλύτερες ποσότητες ναρκωτικών που είχαν ανακαλυφθεί έως τότε, όπως έγραψε ο Τύπος της εποχής. Το πλοίο είχε φορτώσει το «μυρωδάτο χασίσι» από λιμάνι του Λιβάνου και κατευθυνόταν προς την Αμβέρσα του Βελγίου.
Οι ελληνικές αρχές ήταν ενήμερες για το είδος του φορτίου, καθώς ο πλοίαρχος του «Γκλόρια», Νίκος Ξανθόπουλος, παλαιός ανανήψας λαθρέμπορος, συνεργαζόταν με την DEA, την αμερικανική υπηρεσία δίωξης ναρκωτικών. Με τηλέγραφημά του στις 23 Δεκεμβρίου 1976 είχε ενημερώσει τους έλληνες αρμόδιους ότι τις επόμενες ημέρες το πλοίο του θα μετέφερε φορτίο με σοκολάτες.Οι δύο τούρκοι συνοδοί (τα μεμέτια)Για την υπόθεση κατηγορήθηκαν οι δύο Τούρκοι (τα «μεμέτια» του τραγουδιού), που ήταν μέλη του πληρώματος και όπως αποδείχθηκε οι συνοδοί του παράνομου φορτίου. Ο καπετάνιος του «Γκλόρια» όχι μόνο αφέθηκε ελεύθερος, αλλά και εισέπραξε την αμοιβή του 1,5 εκατομμυρίου δραχμών.
O Τσιτσάνης πληροφορήθηκε το περιστατικό από μία φίλη του. «Βάζεις το χέρι στο βαγγέλιο ότι άκουσες καλά… Έντεκα τόννοι μαύρη! Πρωτοφανές!» της είπε. Σχεδόν αμέσως του ήρθε η έμπνευση και άρχισε να γράφει την πρώτη στροφή του τραγουδιού και το βράδυ άρχισε να το ντύνει με νότες. «Ήταν Σάββατο», θυμάται. «Πιάνω από δω, πιάνω από κει… Δεν μου άρεσε το τέμπο. Μετά έγραψα τη δεύτερη στροφή πίσω από ένα αγγελτήριο γάμου. Μετά μου ήρθαν στο νου οι μουσικές που γύρευα και όλα πήγαν ρολόι».
Μέσα στο Γενάρη το ηχογράφησε με τη Λιζέτα Νικολάου στα δεύτερα φωνητικά. Το τραγούδι κυκλοφόρησε τον Απρίλη του 1977 σε δίσκο 45 στροφών (σινγκλ). Στην άλλη πλευρά υπήρχε ένα παλιό του τραγούδι «της χρυσής αλανιάρικης εποχής της Σαλονίκης», το «Τάγμα Τηλεγραφητών». Ήταν η στρατιωτική μονάδα που πέρασε αλησμόνητες στιγμές, σύμφωνα με διήγησή του. Το «Βαπόρι απ’ την Περσία» ήταν η τελευταία μεγάλη επιτυχία του Τσιτσάνη, αν και δεν παιζόταν από τα ερτζιανά λόγω θέματος. Από τότε γνώρισε πολλές επανεκτελέσεις και αποτελεί μέρος του ρεπερτορίου στα λαϊκά μαγαζιά.
Λίγες ημέρες ημέρες μετά το θάνατο του Τσιτσάνη (18 Ιανουαρίου 1984) το «Βαπόρι απ’ την Περσία» επανήλθε στην επικαιρότητα για νομικούς λόγους. Ο αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Σπύρος Κανίνιας το άκουσε σε μία εκπομπή της ΕΡΤ στις 26 Δεκεμβρίου 1983 και με έγγραφό του στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών στις 2 Φεβρουαρίου 1984 ζήτησε να γίνουν όλες οι «νόμιμες ενέργειες», επειδή το τραγούδι είναι κακής ποιότητος (αντιβαίνει το άρθρο 12 παρ. 2 του Συντάγματος) και παραβαίνει το άρθρο 3 παρ. 6 του ν.δ. 743/70, που τιμωρεί όποιον συντελεί με οποιοδήποτε τρόπο στη διάδοση των ναρκωτικών.
Η υπόθεση ανατέθηκε στον εισαγγελέα Πρωτοδικών Δημήτριο Μαλακάση, ο οποίος διενήργησε προκαταρκτική εξέταση και στο πόρισμά του, που υποβλήθηκε στις 26 Ιουλίου 1984 στον Εισαγγελέα Εφετών της Αθήνας, ανάφερε ότι έθεσε τη δικογραφία στο αρχείο, επειδή το τραγούδι «δεν μπορεί να παρωθήσει στη χρήση και διάδοση ναρκωτικών». Στο ίδιο έγγραφο, ο εισαγγελικός λειτουργός χαρακτηρίζει το τραγούδι «από τα ατυχή του λαϊκού συνθέτη» και υποστηρίζει ότι «φρόνιμο θα είναι να μην εκπέμπεται από την τηλεόραση, γιατί τα μεταδιδόμενα από αυτή πρέπει να είναι ποιοτικής στάθμης».
Πηγή: https://www.sansimera.gr/
Το αδιαχώρητο !!! ουρά χιλιομέτρων για φαγητό στις ταβέρνες
Σε ένα έργο των καλών τεχνών πρέπει να έχομε συνείδηση ότι είναι τέχνη και όχι φύση· και όμως θα πρέπει η σκοπιμότητα στη μορφή του να φαίνεται τόσο ελεύθερη από κάθε καταναγκασμό αυθαίρετων κανόνων ως εάν ήταν προϊόν μονάχα της φύσης. (ΚΚΔ V, 306/239)
Η φύση ήταν ωραία, όταν φαινόταν συγχρόνως σαν τέχνη· και η τέχνη μπορεί να ονομασθεί ωραία μόνον αν έχομε συνείδηση ότι είναι τέχνη και εν τούτοις μας φαίνεται σαν φύση. (ΚΚΔ V, 306/239)
Οι καλές τέχνες είναι τέχνες της ιδιοφυΐας. (ΚΚΔ V, 307/240)
Ιδιοφυΐα είναι το τάλαντο (το φυσικό χάρισμα) που παρέχει τον κανόνα στην τέχνη. Επειδή το ίδιο το τάλαντο, ως έμφυτη δημιουργική ικανότητα του καλλιτέχνη, ανήκει στη φύση, θα μπορούσαμε επίσης να εκφρασθούμε με τον ακόλουθο τρόπο: Ιδιοφυΐα είναι η έμφυτη πνευματική καταβολή (ingenium), μέσω της οποίας η φύση παρέχει τον κανόνα στην τέχνη. (ΚΚΔ V, 307/240)
Ανθολόγηση-Μετάφραση ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ πηγή:neoplanodion.gr
Διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, που πρωτοδημοσιεύτηκε με τον υπότιτλο «Ανάμνησις της εορτής των Φώτων» στην εφημερίδα «Εφημερίς» της 6ης Ιανουαρίου 1889.
Το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Ο Σημαδιακός πρωτοδημοσιεύτηκε με τον υπότιτλο «Ανάμνησις της εορτής των Φώτων» στην εφημερίδα Εφημερίς της 6ης Ιανουαρίου 1889. Το διήγημα είναι βγαλμένο από τις παιδικές αναμνήσεις του συγγραφέα.
Από της σμικροτάτης νήσου Δασκαλειού ή από λέμβου εν τω λιμένι θεώμενός τις, τὴν ἑσπέραν τῆς 5 Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 1867, θα έβλεπε ποικίλα φῶτα διασχίζοντα καθ᾿ όλας τας διευθύνσεις τας οδούς τῆς πολίχνης Σκιάθου.
Δεν ήτο τίποτε έκτακτον. Ζεύγη παιδίων, μετά φανών καὶ δάδων, περιερχόμενα τας οἰκίας, την ἑσπέραν της παραμονής, έψαλλον τα Φώτα.
Δυο μειράκια, πρωτεξάδελφοι εκ μητρός, ο Σωτήρος και ο Αλέκος, ανέβαινον το λιθόστρωτον της παραθαλάσσιας οδού, το υπερκείμενον αποτόμου κρημνώδους βράχου καὶ φέρον εις την άνω ενορίαν.
Ο Σωτήρος ήτο δωδεκαετής, ὁ Αλέκος δεκαετής. Ο πρώτος έφερε το νησιώτικον ένδυμα, ο δεύτερος ήτο «φράγκος», δηλαδή εφόρει κακόζηλα στενὰ εξ εγχωρίου υφάσματος, καὶ κασκέτον. Ούτος εκράτει μόνον λεπτὴν ράβδον, ο δε Σωτήρος ήτο κάσσα, εκράτει δε και τον φανόν.
Καθ᾿ όλον το έτος οι δυο εξάδελφοι ήσαν πάντοτε μαλωμένοι μεταξύ των. Τας παραμονάς των Χριστουγέννων όμως επήρχετο η συνδιαλλαγή, περιῆρχοντο κατὰ τας τρεις εορτάς «τας συγγενικὸς οικίας», ετραγώδουν τα συνήθη άσματα, εμάζευον ολίγα λεπτά, έκαμνον μερίδιον… και πάλιν μετά τα Φώτα ἐμάλωναν.
Και την εσπέραν εκείνην είχον περιέλθει όλας τας «συγγενικάς οικίας», δηλ. τὸ ήμισυ της πολίχνης, ως τελευταίαν δε εκδρομήν επεφύλαττον πάντοτε την δια του ολισθηρού λιθοστρώτου άνοδον. Ήτο ήδη ογδόη ώρα της εσπέρας. Εκ της ανόδου εκείνης κατήρχοντο πάντοτε μὲ βαρύτερα τα θυλάκια. Διότι ο καπετάν-Θανασός, ο θείος των, ήτο μεν απαιτητικός, ιδιότροπος αλλὰ καὶ λίαν ελευθέριος.
Ο καπετάν-Θανασός, εύπορος ναυτικός, πεντήκοντα καὶ πέντε ἐτῶν, απολαύων ήδη τα θέλγητρα της εστίας, παραχωρήσας την πλοιαρχίαν εις τους δυο πρεσβυτέρους υιούς του, κατώκει την μεγάλην σχετικώς οικίαν, μετ᾿ ευρυχώρου προαυλίου καὶ κήπου, εις ην έμελλον να εισέλθωσιν ήδη οι δυο νέοι.
Μόλις απεῖχον δέκα βήματα της αυλείου θύρας, και σκιά τις προβαίνει εκ τίνος κόγχης της γείτονος οικίας, της συνεχομένης με το προαύλιον της οικίας του καπεταν-Θανασού.
Μία χειρ ήρπασε τον Σωτήρον από του βραχίονος.
– Τί θέλεις, μπάρμπα; έκραξεν έντρομος ο νέος. Τα λεπτά μας… πάρε τα…
-Δὲν θέλω λεπτά, βρε ἄτιμε!… απήντησε βραχνὴ και λαρυγγώδης φωνή.
Ο Αλέκος μετὰ της ράβδου του είχε τραπή, εννοεῖται, εις φυγήν.
Αλλὰ μόλις απεμακρύνθη ολίγα βήματα, καὶ εστάθη ενδοιάζων αν έπρεπε να βάλη φωνὰς ή να λάβη μάλλον λίθους να ρίψη κατά του επιδρομέως.
– Στοπ! μωρέ… τω εφώνει ο παράδοξος άνθρωπος, όταν είχε σταματήσει ήδη.
– Αφσε τον, μπάρμπα! τί σοῦ κάνει;… εφώνει μακρόθεν ο Αλέκος.
Ο αλλόκοτος άνθρωπος εφόρει ιδιόρρυθμον όλως κόκκινον σαρίκιον περὶ την κεφαλήν, όπερ ετρόμαξε τους δυο νέους και δεν τον ανεγνώρισαν κατ᾿ αρχάς. Ούτω του κατέβη την εσπέραν εκείνην να φορέση το ζωνάρι του σαρίκι. Άλλοτε πάλιν είχεν άλλας ιδιοτροπίας. Εφόρει ταις κάλτσαις ως χειρόκτια.
Εκ της φωνής όμως τον ανεγνώρισαν παρευθὺς και οι δυο. Ήτο « Ελόγου του».
Τοιούτον έφερε σκωπτικὸν επίθετον ο εικοσαοκταετής νέος Μανουὴλ Προυσαλής, εθελόκομψος αντιπαθητικὸς εργολάβος, εις την μικράν εκείνην φιλοσκώμμονα κοινωνίαν, όπου πας άνθρωπος προς τω οικογενειακώ ονόματι, όπερ μόνον εις τους επισήμους καταλόγους της δημαρχίας απαντάται, προικίζεται τουλάχιστον με δυο ή τρία προσωνύμια.
– Δεν θέλω τα λεπτά σου, βρε… επανέλαβεν Ελόγου του, στρίβων υπερηφάνως τον μικρὸν πυρρὸν μύστακά του… Μη φοβάσαι, άκουσε… να, τι θέλω.
Και τω έτεινε μικρὸν επιστόλιον, εντός χρυσίζοντος διηνθισμένου φακέλλου.
– Να το δώσης, επάνω που θα πας, είπε.
– Τίνος να το δώσω;
– Στο Μπραϊνάκι, βρε… δεν ξέρεις που μ᾿ αγαπάει;
– Αλήθεια; είπε μετὰ προσποιητού θαυμασμού ο Αλέκος, όστις είχε πλησιάσει εν τω μεταξύ.
– Σένα δεν σου μιλώ, είπεν αυστηρώς Ελόγου του.
– Καλά, το δίνω, απήντησεν ο Σωτήρος ευχαριστημένος διότι θα εγλύτωνε.
– Μα θέλω να μου φέρης καὶ σημάδι, προσέθηκεν Ελόγου του.
– Τί σημάδι;
– Αυτὴ ξέρει.
Καὶ ἐπανέλαβε·
-Το διαβάση δεν το διαβάση, θέλω να μου φέρης σημάδι απόψε.
-Καλά.
-Κρατώ αμανάτι το φέσι σου, και σε περιμένω εδώ τριγύρω. Ακοῦς;
Και απέσπασεν αυθαιρέτως το φέσι από της κεφαλής του Σωτήρου.
– Δός του το φέσι του! ανέκραξεν ὁ Ἀλέκος.
– Σούτ, ἐσύ!…
Ο Σωτήρος δεν παρεπονέθη τίποτε καὶ ένευσε προς τον σύντροφόν του να τον ακολουθήση έσω του προαυλίου.
– Τώρα πως θα πάω απάνου χωρὶς φέσι; είπεν ο Σωτήρος εντὸς της αυλής.
– Φορεί ὁ Σπύρος φέσι; παρετήρησεν ο Αλέκος.
Ο Σπύρος ήτο συνηλικιώτης και αχώριστος φίλος του Σωτήρου, φιλομαθέστατος, ευφυής, πρωτόσχολος της εποχής του, όστις ηρέσκετο τότε να μη έχη άλλο κάλυμμα της κεφαλής ειμὴ την πλουσίαν λινόχρουν και φαιὰν κόμην του.
Φευ! οι δυο εκεῖνοι συμμαθηταί, τους οποίους ουχὶ άνευ παιδικῆς κακεντρεχείας προσήγγιζεν ούτως ο Αλέκος, έμελλον μετά δεκαετίαν να κατέλθωσιν εκ Γερμανίας με υψηλούς πίλους και με ξένα έξοδα doctores philosophiae et omnium rerum… και ο πτωχός Αλέκος, όστις ούτε διδάσκαλος κατώρθωσε να γίνη, αν καὶ ενεγράφη ποτὲ εις την Φιλοσοφικὴν σχολήν, έμελλε να μείνη ξεσκούφωτος καὶ άσημος… συρράπτης ἐπιφυλλίδων!…
– Ο Σπύρος, απήντησε ο Σωτήρος, δεν φορεί πάντοτε.
– Και συ μη φορὴς μια φορά.
Είτα ευθὺς τω ήλθεν άλλη ιδέα.
– Στάσου, βάζω κι εγὼ το κασκέτο μου στην τσέπη, και παρουσιαζόμεθα και οι δυὸ ξεσκούφωτοι.
Και έκαμεν ως είπε.
– Τώρα, θα το δώσης το ραβασάκι; ηρώτησε και πάλιν ο Αλέκος.
– Αυτό δεν το κάνω εγὼ ποτέ, απήντησεν ο φρόνιμος Σωτήρος.
– Αυτό ήθελα να σου πω κι ἐγὼ· για να διαβάσουμε τι γράφει μέσα.
– Όχι δα… κι αυτὸ δεν πρέπει… είπεν ααστηρώς ο Σωτήρος.
– Γιατί;
– Και τί θα διαβάσης; Δὲν ξέρεις τί γράφει μέσα; Δὲν διάβασες ποτέ σου τὸν «Σκανδαλώδη Έρωτα» και την «Φιλομειδὴ Ἀφροδίτην»;
-Ναι.
– Εγὼ να σου πω τι θα γράψη. «Ψυχή μου, μάτια μου, καρδιά μου, συκώτι μου», και ύστερα θα έχη κάτι στίχους απὸ τα βιβλία που σου είπα: «Είσαι καρπός του Έρωτος, παιδὶ της Αφροδίτης», ή «Έχεις ανάστημα μικρόν, αλλὰ ψυχὴν μεγάλην, ως άρωμα πολύτιμον εις πάγχρυσον φιάλην», και ύστερα θα λέγη: «Απὸ τα μπεντένια πέφτω, πέφτω για να σκοτωθώ, κι η αγάπη μου φωνάζει, πιάστε τον, για το Θεό!». Αὐτὰ θὰ γράφη.
Ο Σωτήρος εμνημόνευσεν ανωτέρω δυο συλλογάς του Γαλατᾶ, ἐξ ἐκείνων αίτινες τοιαύτα δίστιχα περιέχουν τω όντι, ων πολλά μεν κακόζηλα, πλείστα δε ανόητα καὶ όλα γελοῖα.
Και όμως η περιέργεια του Αλέκου δεν ανεπαύετο.
Παρά την εστίαν πατριαρχικώς καθήμενος ο μπαρμπα-Θανασός, έχων αντικρύ την πιστήν συμβίαν του, και περιστοιχούμενος υπό των τεσσάρων θυγατέρων του και των τεσσάρων νεωτέρων υιών του, διότι οι δυο πρεσβύτεροι έλειπον με το καράβι, ως ανωτέρω είπομεν, απήλαυε της μακάριας ηδονής του οίκου, ην μόνος ο επί μακρόν στερηθείς αυτης είναι δυνατόν να εκτιμήση.
Ο καπεταν-Θανασὸς δεν είχε μετρίας απαιτήσεις. Ήθελε πλην του κοινού άσματος των Φώτων, εν δι’ εαυτόν, εν δια την σύζυγόν του, εν δια το καράβι, ανά εν δια τους εξ υιούς του, ανά εν δια τας τρεις θυγατέρας του, και δυο δια την τρίτην κόρην του, τὸ Μπραϊνάκι, το όλον δεκαπέντε ᾄσματα.
Ποῦ να τα ορμαθιάσουν τόσα οι δυο αυτοσχέδιοι μελωδοί;
Εφέτος είχον αντλήσει εκ των ακένωτων πηγών της μνήμης της γηραιᾶς μάμμης, και κατώρθωσαν σχεδὸν να φθάσωσι τον αριθμόν.
Είναι αληθές ότι ο καπετάν-Θανασὸς παρέτασσεν επί της εστίας τόσα εικοσιπενταράκια τούρκικα ή ἑλληνικὰ του Όθωνος, όσα ήταν και τα παρ᾿ αυτού απαιτούμενα άσματα, και έλεγεν: «Αυτὸ για μένα, αυτὸ για την καπετάνισσα, αυτὸ για το καράβι… αυτό για τον Κωνσταντή, για τον Γιάννη, για τον Παναγή, για το Βασίλη, για τον Ανδρέα, για τον Γιωργή… αυτὸ για την Φλωρού, για τη Σινιωρίτσα… αυτὰ τα δυο για το Μπραϊνάκι… κι αυτὸ για το Γηρακώ…»
Η σύζυγος του καπεταν-Θανασού ερρέμβαζε παρά το πτερύγιον της εστίας. Οι λογισμοί της ίπταντο προς τους δυο υιούς της, οίτινες εταξίδευον εφέτος «χειμωνιάτικα». Όλα σχεδὸν τα πλοία ήσαν δεμένα, περιμένοντα τὴν αύριον «νὰ φωτισθοῦν τὰ νερά» και είτα ν’αποπλεύσωσι. Το ιδικόν των το πλοίον ήτο «πρωτοτάξιδο», είχε καθελκυσθῆ τον παρελθόντα Αύγουστον, τον Σεπτέμβριον είχεν εκπλεύσει, και φυσικώς δεν ηδύνατο να παραχειμάση εις τον λιμένα «πρώτη χρονιά».
Αλλ᾿ εκεῖνο όπερ έφερεν εις τους οφθαλμούς της δάκρυα ήτο το εξής άσμα, οφειλόμενον εις την μνήμην της μάμμης, και όπερ ετραγούδησαν οι δυο νέοι:
Κυρά μου, τα παιδάκια σου, κυρά μου, τ᾿ ακριβά σου,
καράβι τριοκάταρτο στο πέλαγο αρμενίζουν
και με τ᾿ αφέντη την ευχή γρόσα πολλὰ θὰ φέρουν·
κι ο κὺρ Βοριάς τα κύματα φυσάει και τα σπρώχνει.
Σπρῶχνε, Βοριά, τα κύματα, να μόρθη το παιδί μου,
τ’ αγαπημένο μου πουλὶ καὶ τὸ ξεπεταρούδι,
ανάθρεμμα της αγκαλιᾶς, της ξενητειᾶς λουλούδι!
Ενθουσιών ο καπεταν-Θανασὸς ηγέρθη αυτομάτως και ελθών προσεκόλλησε σφάντζικον επὶ του μετώπου του Σωτήρου, μειδιώντος και ανεχομένου· το αυτὸ ηθέλησε να κάμη και εις τον Αλέκον, αλλ᾿ οὗτος φοβερῶς μορφάσας, απέστρεψε το πρόσωπον και είπε·
– Δὲν είμ᾿ εγὼ βιολιτζής, μπάρμπα.
Αφού εκαλονύκτισαν την οικογένειαν, το Μπραϊνάκι έλαβε λυχνίαν και ηθέλησε να προπέμψη μέχρι της αυλείου θύρας τους δυο εξαδέλφους της. Κατόπιν αυτῶν έτρεχεν καὶ η οκταέτις Γηρακώ.
– Μη μας πας απ᾿ την έξω σκάλα, τη είπε τότε μυστηριωδώς ο Σωτήρος, μη μας πας απ᾿ τη μεγάλη πόρτα.
– Γιατί;
– Άνοιξε την κλαβανὴ που σου λέγω.
Είχον εξέλθει εις τον πρόδομον. Το Γηρακώ, εις εν νεύμα της αδελφής της, ήνοιξε την καταπακτήν και κατήλθον εις το ισόγειον.
– Τί τρέχει; γιατί ἀλήθεια, είσαι χωρίς φέσι;…
– Τ᾿ άφησα στὸ σπίτι.
– Του επήραν το φέσι του! ανέκραξε μη κρατηθεὶς ο Αλέκος.
Ο Σωτήρος συνωφρυώθη.
– Γηρακώ, είπε, ξέχασα να ρωτήσω τον πατέρα σου· σύρε μια στιγμή… να τον ρωτήσης τί ώρα συνεννοήθηκαν οι πίτροποι με τους παπᾶδες να σημάνουν τὸ πρωί.
– Και τι ώρα θ᾿ απολύση η λειτουργία… και τι ώρα θα ψαλή ο αγιασμός… και τι ώρα θα ρίξουν το Σταυρὸ στη θάλασσα… είπεν ο Αλέκος.
Όλα ταύτα τα «τί ὥρα» ήσαν τόσον δυσμήχανα δια την μικρὰν Γηρακώ, όσον καὶ τα δεκαπέντε άσματα δια τους δυο νέους.
– Πώς να πω; πώς να πώ; ηρώτησε το Γηρακώ.
– Τρέξε γλήγορα! επανέλαβε κτυπούσα δια του ποδὸς το έδαφος η αδελφή της.
Η Γηρακὼ ανήλθε την κλίμακα.
Το Μπραϊνάκι έμεινε μόνη με τους δυο νέους.
Τὸ Μπραϊνάκι ήτο δεκατετραέτις κόρη, αρκετά ανεπτυγμένη ήδη το ανάστημα, ξανθή, ύπωχρος καὶ λεπτοφυής. Οἱ δυο μακροὶ πλόκαμοί της, κρεμάμενοι επὶ των νώτων, έφθανον κάτω της οσφύος. Εφόρει λευκοτάτην πάντοτε εσθήτα, μετά τοσαύτης ιδιορρύθμου χάριτος, ώστε δεν υπήρχε ναύτης επιστρέφων εκ μακρού ταξιδίου, όστις να μη της κάμη πατινάδα, και δεν υπήρχε μαθητής του ελληνικού σχολείου, όστις εν μέσω των τετραδίων και των βιβλίων του να μη αναπολή την εικόνα της.
– Θα μου πης τί τρέχει; επανέλαβεν αύτη.
– Να, μας ηύρεν Ελόγου του, είπεν ο Σωτήρος.
– Ποιός; ο Διπλοκαημός;
Διπλοκαημὸς ήτο το δεύτερον παρωνύμιον του Ελόγου του, όπερ τω είχον δώσει τα κοράσια, διότι αυτός πάντοτε ώρθριζε μέχρι του λυκαυγούς τραγουδών υπό τα παράθυρά των την γνωστήν επωδόν: «Ξύπνα, που δεν εχόρτασες – διπλὸς καημός – αχ! τον ύπνο να κοιμάσαι», καὶ είχε την καλωσύνην να τας εξυπνά αείποτε το πρωὶ δια της παραπλησίας με γκάϊδα φωνῆς του…
– Και τι σας είπε; επανέλαβε το Μπραϊνάκι.
Ο Σωτήρος διηγήθη εν ολίγοις την σκηνήν, εφυλάχθη μόνον να μη αναφέρῃ τι περὶ της ερωτικής επιστολῆς.
– Μας είπεν ότι καίεται ο άνθρωπος για σένα.
Εκάγχασαν και οι τρεις.
– Και μας είπε να του στείλης και σημάδι, προσέθηκεν ο Σωτήρος.
– Σημάδι; Γουού!
Καὶ είτα ἐπανέλαβε:
– Σημάδι έχει απ᾿ το θεό, καὶ σημαδιακὸς κι αταίριαστος είναι.
Ηνίττετο τὴν βλάβην, ην είχεν εκ γενετής ο Ελόγου του εις τον αριστερὸν οφθαλμόν.
Και πάλιν προσέθηκε με τόσην χάριν, ώστε δεν εφαίνετο καν το χυδαίον της εικόνος.
– Δεν έχω δω το γάιδαρό μου να βγάλω καμπόσες τρίχες απ᾿ την ουρά του, να του στείλω σημάδι.
– Εκείνος δεν χρειάζεται τρίχες, χρειάζεται τριχιές, είπεν ο Αλέκος, όστις θα είχεν ακούσει από πρεσβυτέρους το δημώδες τούτο λογοπαίγνιον.
– Γι᾿ αυτό ήθελα να του στείλω τρίχες, για να κάμη τριχιές, απήντησε μεθ᾿ ετοιμότητος η παιδίσκη.
– Μας είπεν πως τον αγαπάς, είπεν πάλιν ο Αλέκος.
– Πα να χαθή! ο στερεμένος, ο λοχεμένος, ήρχισε να καταράται το Μπραϊνάκι εις το γυναικείον ιδίωμα. Κακὸ χρόν’νάχῃ, δυὸ ναν᾿ οι ώρες του!..
Αποτεινομένη δε προς τον Σωτήρον ἠρώτησε·
– Τώρα πώς θα πας, αρέ, στην εκκλησιά χωρὶς φέσι;
– Στην εκκλησιά θα είναι χωρὶς φέσι, είπεν ο Αλέκος.
– Να σου φέρω ένα παλιὸ του Παναγή, σου κάνει τάχα;
Ο Σωτήρος απεποιήθη.
Επέστρεψε τότε και το Γηρακώ. Κανεὶς δεν επρόσεξεν εις τας απαντήσεις, τας οποίας εκόμιζε.
– Να σας βγάλω απ᾿τη μικρὴ πόρτα.
Εξῆλθον δια του ισογείου αθορύβως, αφού το Μπραϊνάκι έσβεσε τον λύχνον, και ο Σωτήρος εκράτει τον φανὸν υπὸ το επανωφόρι του. Τούτο δια να είναι απαρατήρητος έξωθεν.
Η νέα κόρη ήνοιξεν αψοφητὶ την μικράν θύραν της αυλῆς.
– Ήσυχα κάμετε, να κοιτάξω, μην το πήρε πονηρὰ ο Διπλοκαημός και κάνει καρτέρι απὸ κάτω.
Οι δυο δρομίσκοι έφερον τω όντι προς μικρὸν όχθον γης, κάτωθεν του οποίου εσχηματίζετο αποτόμως κατωφερής χείμαρρος. Περιπατών τις επί του μέρους εκείνου ηδύνατο να επιτηρή και τας δυο θύρας.
– Να σας δώσω συνοδεία; είπε τὸ Μπραϊνάκι. Θέλετε ναρθούν μαζὺ και τ᾿ αδέρφια μου;
– Δεν είν᾿ ανάγκη, είπεν ο Σωτήρος. Δεν πρέπει να γίνη λόγος στο σπίτι. Και ποιός τον φοβάται!
Το Μπραϊνάκι προέβαλε την κεφαλήν δια της θύρας, μόλις διανοιγείσης.
Πράγματι Ελόγου του το επῆρε πονηρά, καθὼς είπεν η νέα.
Εσουλατσάριζεν Ελόγου του υπὸ τους τοίχους της παρακειμένης οἰκίας, επιβλέπων αμφοτέρας τας θύρας της αυλῆς.
– Γηρακώ, είπε τότε το Μπραϊνάκι, πάρε το φανάρι, σήκωσε το ψηλά, να πας να χτυπήσης με βρόντο τη μεγάλη πόρτα, και να φωνάξης τρεις φορές: Καληνύχτα, καληνύχτα, καληνύχτα σας!
Το Γηρακώ, χωρὶς να εννοή τίποτε, εξετέλεσε πιστώς την παντομίμαν και το λογύδριον.
Ελόγου του εξαπατηθείς, έτρεξε προς την μεγάλην θύραν, βέβαιος περὶ του θηράματος.
– Τώρα άμοιρος να γένης, αρέ! είπεν εις το γυναικείον ιδίωμα το Μπραϊνάκι.
Οι δυο νέοι ετράπησαν δια της μικράς θύρας εις φυγήν, κερδίσαντες εκατὸν βήματα τουλάχιστον δια του στρατηγήματος τούτου, και έχοντες ασυγκρίτως ελαφρότερους τους πόδας από τον Ελόγου του.
Την πρωίαν ο Αλέκος, όστις ήτο υπνοφάγος, αργά υπήγεν εις την εκκλησίαν, αλλ᾿ ο Σωτήρος, «της ευχής το παιδί», ως τον εκάλει η μήτηρ του, υπήγε, συγχρόνως μετά του νεωκόρου προ των ψαλτών και του καπεταν-Θανασοῦ, όστις ήτο ἐπίτροπος.
Μετά την λειτουργίαν και τον αγιασμόν, η ιερὰ πομπὴ εξῆλθε προς την αποβάθραν, όπου έμελλε να τελεσθή η κατάδυσις του Τιμίου Σταυροῦ.
Μέγα ενέπνεεν ενδιαφέρον η εορτὴ αύτη. Όχι τόσον δια το μεγαλείον της ιεράς πομπής, όχι τόσον δια το τις θ᾿ αναλάβη τον Σταυρὸν από του κύματος, όσον δια το… τις θ᾿ αρπάση τον Σταυρόν από των χειρών του πρώτου λαβόντος, διότι ούτος μεν απεκλείετο, εκείνος δε, ο ευτυχής, έμελλε ν᾿ αργυρολογήση και να μεθοκοπήση ἐπὶ δυὸ ἡμέρας.
Δυο ήσαν οι ήρωες της ημέρας. Ο Φτίκας και ο Σοροκᾶς. Ούτοι διηγωνίζοντο κατ᾿ έτος περὶ του γέρατος.
Και έφερον πασίδηλα τα ίχνη της μακροετούς ταύτης πάλης. Ο μεν Φτίκας είχεν επτά δακτύλους εις τας δυο χείρας του, ο δε Σοροκάς ένα οφθαλμόν ολιγώτερον των λοιπών ανθρώπων.
Δωδεκάς λέμβων ίστατο πλησίον της αποβάθρας. Αύται περιείχον το πλήρωμα των δυο μπουλουκιών, διότι ο Φτίκας και ο Σοροκάς είχαν μπουλούκια, σχεδὸν πολεμάρχαι.
Άλλαι πολυάριθμοι λέμβοι ίσταντο απωτέρω, φέρουσαι μόνον θεατάς. Και όλη η αποβάθρα, και όλη η παραθαλάσσιος αγορά, και όλοι οι εξώσται και τα παράθυρα πλήρη κόσμου. Ομιλούμεν σχετικώς, διότι η πολίχνη μας δεν έχει πλείονας ή τέσσαρας χιλιάδας κατοίκων.
Ο Σωτήρος και ο Αλέκος ίσταντο πλησίον του εερέως κα εκοίταζον να ίδωσι που τον Ελόγου του.
Ο Τίμιος Σταυρὸς έπεσε τέλος εις το κύμα και η μάχη ήρχισεν. Ευτυχώς υπήρξε σύντομος κατά το έτος τοῦτο.
Ὁ μπουλουκτσής του Φτίκα, όστις ήρπασε πρώτος τον Σταυρόν, ευρίσκετο αρκετὰ πλησίον της λέμβου του, και είχεν αρκετὴν επιδεξιότητα, ώστε ουδεὶς των ανθρώπων του Σοροκά επρόφθανε να του κόψη τα δάκτυλα ή να του δοκιμάση τον γρόνθον, δια να του τον αποσπάση.
Άμα πατήσας εις λέμβον, ευρίσκετο εις οὐδέτερον έδαφος ή μάλλον ευρίσκετο εις την οικίαν του και δεν επετρέπετο πλέον μάχη.
Το μπουλούκι του Φτίκα ηλάλαξεν εν θριάμβω. Ήτο τέταρτον έτος τούτο, αφότου κατά σειράν ενίκα. Ο Φτίκας ήτο άνθρωπος ευτυχὴς την εμέραν εκείνην.
Και όμως ήτο τις ευτυχέστερος του Φτίκα, επὶ δέκα λεπτά της ώρας τουλάχιστον. Ήτον Ελόγου του.
Όταν επέστρεφεν εις τον ναόν η πομπή, ο Σωτήρος, όσον και αν εβάδιζε πλησίον του ιερέως, ευρέθη αντιμέτωπος του νυκτερινού επιδρομέως του.
Ο Σωτήρος είχε σχεδιάσει να κλείση το επιστόλιον του Ελόγου του, το οποίον δεν κατεδέχθη ν᾿ ανοίξη, εις άλλον φάκελλον, να κάμη επιγραφὴν προς τον Διπλοκαημόν, διά λεπτής επιτηδευμένης γραφής, ήτις να φαίνεται ως γραφὴ κορασίου, να τον εξαπατήση δίδων αυτώ τον φάκελλον ως απάντησιν τάχα της νεαράς κόρης, και να λάβη οπίσω το φέσι του.
Ταύτα εσκέπτετο να πράξη μετά το τέλος της ιεράς πομπής.
Όταν όμως ευρέθησαν ήδη πλησίον αλλήλων, ο Αλέκος, όστις έβλεπε την τσέπην του μικρού μασσαλιωτικού επενδύτου του Ελόγου του κάπως φουσκωμένην, υπεψιθύρισε προς τον Σωτῆρον·
– Στην τσέπη το έχει τὸ φέσι του.
Ο Σωτήρος εσκέφθη ότι αυτὴ ήτο η καλλιτέρα ευκαιρία, καὶ ας έλειπεν ὁ δεύτερος φάκελλος, διότι εν μέσω τόσου κόσμου ο Διπλοκαημὸς δεν θα ήνοιγεν αμέσως τὸ γράμμα.
Ελόγου του εκοίταζε προκλητικώς τον Σωτήρον. Εφαίνετο περιμένων ακόμη το σημάδι.
Ο Σωτήρος εξήγαγε του κόλπου του το ερωτικόν επιστόλιον, το εδίπλωσε με τέχνην, με την επιγραφὴν έσωθεν, το εσκέπασε καλώς με την παλάμην καὶ είπε εις τον Ελόγου του·
– Να, πάρε την απάντηση. Δόσ’ μου τὸ φέσι μου.
Ελόγου του ήρπασε το επιστόλιον, το ώθησεν αμέσως εις το θυλάκιον του περιστηθίου και τω έδωκε το φέσι.
Καὶ ούτως έλαβεν εκάτερος το ίδιον εαυτού πράγμα. Ο Σωτήρος το φέσι του και ὁ Διπλοκαημὸς την επιστολήν του.
Μετ᾿ ολίγας ημέρας, τώρα μετά την κατάδυσιν του Σταυρού, θ’ απέπλεεν Ελόγου του και ο Σωτήρος δεν τον εφοβείτο πλέον.