Αποκριάτικη Νυχτιά, Διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

 

Διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, που πρωτοδημοσιεύτηκε στις 17 Φεβρουαρίου του 1892 στην εφημερίδα «Εφημερίς» των Αθηνών.

 

 

Το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Αποκριάτικη Νυχτιά» πρωτοδημοσιεύτηκε στις 17 Φεβρουαρίου του 1892 στην εφημερίδα «Εφημερίς» των Αθηνών. Είναι έργο αθηναϊκό, ηθογραφικό, σατιρικό και αυτοψυχογραφικό, γιατί ο Σπύρος Βεργουδής είναι ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης, στα πρώτα δραματικά του χρόνια στην Αθήνα.

Εάν δεν ήτο επιμελής σπουδαστής ο Σπύρος ο Βεργουδής, και δεν είχε τυχόν πως να περνά τας ώρας του, κατά τας πολυημέρους διακοπάς των εορτών και της Απόκρεω, ηδύνατο να εύρη δουλειά καθήμενος εις το παράθυρον και θεώμενος και ακούων τα τελούμενα. Δεν ήτο δρόμος, ήτο αυλή, παμπάλαιος, ευρεία, ακανόνιστος, με τους τοίχους υψηλούς αλλ’ ανίσου ύψους, περιβάλλουσα μίαν των παλαιοτέρων οικιών παρά την ανέρπουσαν εσχατιάν της αρχαίας πόλεως, προς την Ακρόπολιν, υψηλά, παρά το Αγιοταφίτικον. Αι τρείς ενοικάρισσαι του ισογείου, η κυρα Κατίγκω η Χρίσταινα, μετά της αγάμου αδελφής της Φρόσως, και η γριά Βαγγελή η Λεμονού, μετά της κόρης της ,της Γεώργαινας, και η Σταματούλα η Γεμενίτσα μετά της ψυχοκόρης της τής Μαρούσας, εμάλωναν διά το κάθε τι, συχνότατα, σχεδόν τρις της εβδομάδος. Συνήθως, η κατέχουσα το μεσαίον οίκημα, η Λεμονού, πότε εκ της παραμικράς αφορμής, πότε άνευ αφορμής ωρισμένης, τα έβαζε σήμερον με την μίαν, αύριον με την άλλην των δύο γειτονισσών της. Και τας μεν εορτάς, αντί να ευρίσκωσιν ύλην όπως κακολογώσιν άλλας έξω της αυλής διερχομένας ή ησύχως εις τας οικίας των καθημένας γυναίκας, προχειρότερον εύρισκον να τα χαλούν μεταξύ των. Εάν τυχόν η μία των τριών, η αδελφή της μιας ή η κόρη της άλλης εστολίζετο, η άλλη έμενε πεισματωδώς με τα καθημερινά της, δια να έχει αφορμήν να κακολογή την στολισμένην, ότι «δεν ξέρει να φορέση το φουστάνι της», κι έλεγε· «Κοίταξέ τηνε! μου στολίστηκε σα νύφη· το χάλι της δεν το βλέπει!». Τας δε καθημερινάς, άλλοτε αι δύο, άλλοτε και αι τρείς, είχαν μπουγάδα, και όλον το πλυσταρίον, και όλος ο χώρος της αυλής, δεν τας ήρκει δια ν’ απλώσωσι τα μοσχοπλυμένα των. Συχνά η γρια-Βαγγελή η Λεμονού, αφού ωνείδιζε την εκ δεξιών και την εξ αριστερών πάροικον της, ως απρόκοφτην, ως άπραχτην, ως απασσάλωτην, αυτή πρώτη θέτουσα το «πρόσφωλο», αίφνης ειρήνευεν, εμειδία, κι’έλεγεν ότι αυτή έχει δουλειά να κάμη, ότι δεν «χαλά τη ζαχαρένια της», και ότι δεν τας συνερίζεται ν’ απαντά εις τας μομφάς των. Άλλοτε πάλιν η Σταματούλα η Γεμενίτσα έπαιρνε λόγια από τη μίαν κι έβαζε μαναφούκια εις την άλλην, και είτα εν ανέσει ενετρύφα εις τον καυγάν, ισταμένη παράμερα. Εμάλωναν διά κάθε πράγμα, δια μίαν σκάφην αναποδογυρισμένην ολίγον λοξά εις το πλυσταρείον, δι’ ολίγες σταλαματιές θερμού χυθείσας κατά γης, δι’ ολίγας δράκας στάκτης περισσότερον ή ολιγώτερον ριφθείσας εις την κόφαν. Μιά των ημερών, η γραία Βαγγελή εθύμωσεν εναντίον της Κατίγκως της Χρίσταινας, διότι αύτη εκαυχήθη ότι πληρώνεται προς είκοσι λεπτά τα υποκάμισα της κόλλας, και την ωνόμασε «τριγυρισμένην» και «πομπιωμένην», άλλοτε πάλιν η Κατίγκω εσήκωσε χείρα εναντίον της Μαρούσας, της ψυχοκόρης της Σταματούλας, καλέσασα αυτήν, δεκατετραετή μόλις, «μωρή μπασταρδού!» διότι την είδε νίπτουσαν τας χείρας πλησίον εις την κόφαν της μπουγάδας με τα ρούχα. Με αυτά επερνούσαν τας ημέρας των εις την ευρείαν αυλήν της παμπαλαίου οικίας αι τρεις αύται πτωχαί γυναίκες.
Την εσπέραν πάλιν, ο Σπύρος ο Βεργουδής θα εύρισκε δουλειάν, αν ήθελε, με σβηστήν την λάμπαν, να μένη εις το ανώγειων δωμάτιόν του και να ίσταται όπισθεν του ανατολικού παραθύρου, κατασκοπεύων τους εισερχομένους, ή να κολλά το ούς εις την κλειδότρυπαν, ακροώμενος λόγους και κρότους και ψιθυρισμούς. Αύτη ήτο η κυρία είσοδος της οικίας, δι’ ης εισήρχετο και αυτός εις το πενιχρόν δωμάτιόν του, είσοδος επίσημος, δια της οποίας έμβαιναν όλοι οι συγγενείς, φίλοι και γνώριμοι της οικίας, κατά εκατοντάδας αριθμούμενοι. Και αν ήθελε να μεταβή προς στιγμήν εις το άλλο παράθυρον του δωματίου του, προς μεσημβρίαν βλέπον, απ’ εκεί θ’ αντίκρυζε την άλλην, την μικράν είσοδον, συνεχομένην με το μαγειρείον, όπου διημέρευε συνήθως η κυρία Ζαχαρού, η μήτηρ της οικογενείας, καπνίζουσα ανέτως τα σιγαρέττα της. Ήτο οικία όπου ηδύνατό τις να παίξη εν ανέσει το κρυφτάκι, και άλλας παιδιάς. Δύο άνθρωποι, ο πρώτος κυνηγούμενος υπό του δευτέρου, ή αδιακρίτως κυνηγούντες αλλήλους, χωρίς να φαίνεται τις ο διώκων και τις ο φεύγων, ηδύναντο να εισέρχονται και να εξέρχονται αλλεπαλλήλως δια των δύο θυρών, επί ημέρας και νύκτας, χωρίς ο εις να φθάση ποτέ ή ν’ αντικρύση τον έτερον.
Και αν επέστρεφε πάλιν προς το παράθυρον το ανατολικόν, ή προς την μικράν του θύραν, και επεσκόπει την κυρίαν είσοδον, εκεί ήκουεν, άμα ενύκτωνε, κάθε πέντε κάθε δέκα λεπτά, να κρούεται η θύρα, και εισήρχοντο οι επισκέπται, και τότε ήκουε καλησπέρες και χαιρετισμούς και προσρήσεις, κι ενίοτε φιλήματα… μεταξύ γυναικών, οία συνηθίζουσι φορτικώς ν’ ανταλλάσωσιν αι απόγονοι της Εύας, κατά τα εξιππασμένα και φραγκοποτισμένα ήθη μας. Σπεύδω να είπω, προς καθησύχασιν του αναγνώστου, ότι τα ήθη της οικογενείας, περί ης ο λόγος, ανειμένα κατά το φαινόμενον, πράγματι ήσαν αυστηρά. Αλλ’ η οικία έπλεεν εις το μεταίχμιον το αόριστον και αβέβαιον, εις το λυκόφως εκείνο, μεταξύ παραδόσεως και νεωτερισμού, όπερ ως λυκόφως δεν δύναται να διαρκέση, αλλ’ αναγκαίως θα υποχωρήση εις τον ζόφον και θα γίνη νύξ. Ήσαν ομολογουμένως άνθρωποι αισθηματίαι, φιλόφρονες, ανοικτόκαρδοι. Γνωρίμους είχαν το ήμισυ της πόλεως και αν ημέρα παρήρχετο χωρίς ν’ αυξήσωσι κατά μίαν τουλάχιστον τας γνωριμίας των, αι δύο κόραι θα εθεώρουν ως χαμένην την ημέραν εκείνην.
Επειτα, ήσαν αι ημέραι της Απόκρεω, και ο κόσμος έξω διεσκέδαζε. Μόλις ενύκτωνε, και ο νέος, ο μονάζων εν τω δωματίω του, ήκουε φωνάς, άσματα, κιθαρισμούς, έξω της αυλής. Και αν επ’ ολίγα λεπτά έμενεν έρημος εισερχομένων επισκεπτών ο μικρός πρόδρομος, και ο άγριος νέος ετόλμα να εξέλθη έως τον εξώστην με την παλαιάν λιθίνην κλίμακα, τον ζευγνύοντα την οικίαν με τον τοίχον της αυλής, και προέκυπτε την κεφαλήν δια της αυλείου θυρίδος, της φραγμένης με σίδηρα, ως θυρίδος ειρκτής, δια να κοιτάξη εις την οδόν, θα έβλεπε, κατά ζεύγη, κατά τετρακτύας, κατά εξάδας, ισταμένους τους κιθαρωδούς της νυκτός κάτωθεν της θυρίδος, επί του όχθου της ανωφερούς οδού, εξαγγέλοντας εν χορδαίς και οργάνω τα αιώνια παράπονά των κατά της σκληρότητος των δύο νεανίδων. Διότι όλοι οι νέοι της γειτονιάς, και όχι ολίγοι από άλλας συνοικίας ήσαν ερωτευμένοι με τας δύο αδελφάς. Τούτων τινές ηγάπων μάλλον την Μέλπω, άλλοι μάλλον την Κούλαν· οι δε πλείστοι τας ηγάπων και τας δύο. Πολλοί αυτών ήσαν εκ των γνωρίμων της οικίας, αλλ’ εάν ήσαν προς καιρόν, εκ μικράς παρεξηγήσεως, εις δυσμένειαν, ή εάν εκ του πλήθους των επισκεπτών, δεν υπήρχε δι’ αυτούς χώρος εν τη συναναστροφή μιας εσπέρας, έπαιρναν την κιθάραν των, τα μανδολίνα των, τες φυσαρμόνικες των, και με τους φθόγγους της μουσικής εζήτουν ν’ αποκοιμίσωσι τον πόνον της καρδίας.

Συνεχίστε την ανάγνωση του “Αποκριάτικη Νυχτιά, Διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη”

Ψυχοσάββατο

Η Δευτέρα Παρουσία και η τελική κρίση

Η Δευτέρα Παρουσία και η τελική κρίση

Ψυχοσάββατο είναι η κοινή ονομασία του Σαββάτου πριν από την Κυριακή της Απόκρεω και του Σαββάτου πριν από την Κυριακή της Πεντηκοστής.

Αν και όλα τα Σάββατα του έτους είναι αφιερωμένα στις ψυχές των χριστιανών, που έχουν αποβιώσει ανά τους αιώνες, με την ελπίδα της ανάστασής τους κατά τη Δευτέρα Παρουσία, σύμφωνα με τις Γραφές, η Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία τιμά και ειδικά τη μνήμη τους τα δύο προαναφερθέντα Σάββατα.

Η Χριστιανική Εκκλησία τιμά το σώμα του ανθρώπου ως «ναόν του εν ημίν Αγίου Πνεύματος» και διδάσκει ότι αυτό θα αναστηθεί κατά τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, για να ενωθεί με την αθάνατη ψυχή. Γι’ αυτό απορρίπτει την καύση των νεκρών, την οποία θεωρεί ειδωλολατρική συνήθεια, και υιοθετεί την ταφή των νεκρών, ευχόμενη υπέρ αυτών.

Τα δύο Ψυχοσάββατα τιμώνται από τους πιστούς με μνημόσυνα στις εκκλησίες, τρισάγια στους τάφους των προσφιλών τους προσώπων, μοίρασμα κολλύβων και ελεημοσύνες στους φτωχούς («ψυχικό»). Το έθιμο απαγορεύει την εργασία, σύμφωνα το δίστιχο:

Ανάθεμα που δούλεψε τα τρία τα Σάββατα
Της Κρεατινής, της Τυρινής και των Αγιοθοδώρων.

Το Ψυχοσάββατο της Πεντηκοστής λέγεται και του Ρουσαλιού, επειδή έλκει την καταγωγή του από τη ρωμαϊκή γιορτή των Ρουσαλίων ή Ροζαλίων. Είναι η ημέρα, που σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, οι ψυχές επιστρέφουν στον Κάτω Κόσμο, αφού κατά τη διάρκεια της πασχαλινής περιόδου κυκλοφορούσαν ελεύθερα πάνω στη γη. Τη θλίψη των ψυχών, αλλά και των οικείων τους, εκφράζει το δίστιχο:

Όλα τα Σάββατα να παν, να παν και να γυρίσουν
Το Σάββατο του Ρουσαλιού να πάει, να μην γυρίσει.

Στο Ψυχοσάββατο των Αγίων Θεοδώρων, που όμως δεν αναγνωρίζεται από την Εκκλησία, αναφέρεται και η παλαιότερη συνήθεια των ανύπαντρων κοριτσιών να τοποθετούν τα κόλλυβα κάτω από το μαξιλάρι τους και να παρακαλούν τον Άγιο να φανερώσει στον ύπνο τους τον άνδρα που θα παντρεύονταν.

Πηγή: https://www.sansimera.gr/

Σκούρτα Βοιωτίας

Χρήμα..

Εάν ένας άνθρωπος κυνηγάει τα λεφτά, είναι άπληστος, εάν τα φυλάει είναι τσιγκούνης, αν τα ξοδεύει είναι σπάταλος, αν δεν έχει λεφτά τότε είναι ανίκανος, αν δεν θέλει να τα έχει είναι άβουλος. Εάν τα έχει από κληρονομιά είναι χαραμοφάης και αν τα μάζεψε στη διάρκεια της ζωής του είναι κλέφτης

Τίτλοι και αξιώματα!

Το μόνο πράγμα που μπορεί να σου αποφέρει ένας τίτλος είναι λίγος χρόνος, για να μπορέσεις είτε να αυξήσεις την επιρροή σου ή να τη χάσεις τελείως….

Και να, αδελφέ μου, που μάθαμε να κουβεντιάζουμε
ήσυχα-ήσυχα κι απλά.
Καταλαβαινόμαστε τώρα ― δε χρειάζονται περισσότερα.

(από το «Καπνισμένο τσουκάλι»)

Αφορώ…

Μιχάλη Ρουμελιώτη.

ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗΣ

Τα τελευταία χρόνια έχει προκύψει μια νεοκαθαρευουσιάνικη κακόγουστη σύνταξη, το «αφορώ σε…», που προωθείται και ως πιο επίσημο ή λόγιο, και που εμφανίζεται πολύ στον λόγο ημιμαθών που θέλουν να φαίνονται γραμματιζούμενοι. Εμφανίζεται, σπανιότερα, και σε λόγο ανθρώπων που ξέρουν γράμματα. Αποφεύγετέ την ούτως ή άλλως. Δεν έχει καμία χρησιμότητα, και καταλήγει να μπερδεύει στον λόγο το «αφορώ», με το «αποβλέπω (σε κάτι)» και με το «αποσκοπώ», αλλά και με το «αναφέρομαι (στο τάδε ζήτημα)». Έτσι συντείνει και στα διάφορα εκτρώματα που εμφανίζονται στη θέση τού «όσον αφορά».

«Δεν με αφορά το ζήτημα», «το ζήτημα αφορά τον Γιάννη», «η διάταξη αφορά τούς συνταξιούχους». Έχει δηλαδή να κάνει με εμένα, τον Γιάννη, τούς συνταξιούχους. Απλά και σωστά. Οτιδήποτε άλλο προσπαθήστε να μην σάς παρασύρει. Εννιά φορές στις δέκα, τουλάχιστον, θα είναι ανοησία.

Το κανάλι του Σουέζ

Το Κανάλι του Σουέζ εγκαινιάστηκε στις 17 Νοεμβρίου 1869, ενώνοντας τη Μεσόγειο με την Ερυθρά Θάλασσα. Ανεπισήμως, το πρώτο πλοίο είχε διέλθει περίπου δύο χρόνια νωρίτερα, στις 17 Φεβρουαρίου του 1867.

Οι εργασίες για τη διάνοιξη του καναλιού είχαν αρχίσει στις 25 Απριλίου του 1859. Η αιγυπτιακή κυβέρνηση ανέθεσε το έργο σε γαλλική εταιρία, επικεφαλής της οποίας ήταν ο μηχανικός και διπλωμάτης Φερντινάν Ντε Λεσέπς. Για την αποπεράτωσή του εργάστηκαν 1,5 εκατομμύριο Αιγύπτιοι, 125.000 εκ των οποίων έχασαν τη ζωή τους, κυρίως εξαιτίας της χολέρας. Η ολοκλήρωση του καναλιού, μήκους 163 χιλιομέτρων άλλαξε ριζικά το εμπόριο και τις μετακινήσεις, καθώς για να φτάσει κανείς από την Ευρώπη στην Ασία ακτοπλοϊκώς δεν χρειαζόταν πλέον να κάνει το γύρω της Αφρικής.

Στις 26 Ιουλίου του 1956 ο αιγύπτιος πρόεδρος Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ προχώρησε στην εθνικοποίηση της διώρυγας του Σουέζ. Μία απόφαση που προκάλεσε διεθνή κατακραυγή και οδήγησε στον αποκαλούμενο Πόλεμο του Σουέζ, με τη συμμετοχή της Βρετανίας, της Γαλλίας και του Ισραήλ. Ως αποτέλεσμα αυτού του πολέμου, το κανάλι παρέμεινε κλειστό για αρκετούς μήνες, ενώ ο ΟΗΕ αποδέχθηκε την αιγυπτιακή κυριαρχία. Μετά τον «πόλεμο των έξι ημερών» το 1967, το κανάλι έκλεισε και πάλι, έως τις 5 Ιουνίου του 1975.

Σήμερα, περίπου 15.000 πλοία διαπλέουν κάθε χρόνο το κανάλι του Σουέζ.

Πηγή: https://www.sansimera.gr/

για τον λύκο στην Πάρνηθα 

«Life Wild Wolf»: Ευρωπαϊκό πρόγραμμα για τον λύκο στην Πάρνηθα

Η περιβαλλοντική οργάνωση «Καλλιστώ» θα υλοποιήσει ευρωπαϊκό πρόγραμμα με τίτλο «Life Wild Wolf», για τον λύκο που επέστρεψε στην περιοχή του Εθνικού Δρυμού Πάρνηθας, με φυσικό τρόπο, έπειτα από πολλά χρόνια.

Με την εναρκτήρια συνάντηση που οργανώθηκε στη Ρώμη στα τέλη Ιανουαρίου, ξεκίνησε και επίσημα η υλοποίηση του διεθνούς έργου για τον λύκο, διάρκειας 5 ετών (2023-2027),  που θα υλοποιηθεί σε οχτώ χώρες της νότιας και κεντρικής Ευρώπης από μια κοινοπραξία.

Η κοινοπραξία αυτή περιλαμβάνει πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα, υπουργεία και αυτοδιοικητικές αρχές, αρχές προστατευόμενων περιοχών & δασαρχεία, κυνηγετικές ενώσεις και περιβαλλοντικές μη κυβερνητικές οργανώσεις με συντονιστή το Ιταλικό Ινστιτούτο Εφαρμοσμένης Οικολογίας.

Το έργο «Life Wild Wolf» έχει ως στόχο τη διαχείριση περιπτώσεων αλληλεπίδρασης του λύκου με ανθρώπινες δραστηριότητες. Θα εφαρμοστεί σε αγροτικές, αστικές και περιαστικές περιοχές της Γερμανίας, της Σουηδίας, της Τσεχίας, της Σλοβενίας, της Κροατίας, της Πορτογαλίας, της Ιταλίας και της Ελλάδας με έμφαση σε περισσότερο αστικοποιημένες περιοχές.

Λόγω του διεθνούς του χαρακτήρα και της πολυσυμμετοχικής διεπιστημονικής  και πολύ-συμμετοχικής ομάδας που συγκροτήθηκε για την υλοποίηση του, το «Life Wild Wolf» βασίζεται στην ανταλλαγή εμπειριών και βέλτιστων πρακτικών ή ανάπτυξης νέων, καινοτόμων μεθόδων, που θα δοκιμαστούν σε πολλά και διαφορετικά μεταξύ τους περιβάλλοντα.

Στην Ελλάδα, το έργο θα εφαρμοστεί στην περιοχή του Εθνικού Δρυμού Πάρνηθας, όπου ο λύκος επέστρεψε σταδιακά μετά από απουσία πολλών δεκαετιών. Στο έργο συμμετέχει ως εταίρος και ο Οργανισμός Φυσικού Περιβάλλοντος & Κλιματικής Αλλαγής, εποπτευόμενος από το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Οι δράσεις που έχουν σχεδιαστεί θα υλοποιηθούν με τη συνεργασία της τοπικής Μονάδας Διαχείρισης του ΟΦΥΠΕΚΑ με την «Καλλιστώ».

Σημαντικό είναι ότι το έργο θα επιδιώξει την ενεργή συμμετοχή και συνεργασία όλων των ενδιαφερόμενων μερών που δραστηριοποιούνται στον Δρυμό, ενώ θα εφαρμόσει τεχνικές και πρακτικές που αναμένεται να περιορίσουν την εξάρτηση των λύκων από ανθρωπογενείς πηγές τροφής σε περιαστικές περιοχές και επομένως τις πιθανότητες υβριδισμού του είδους με σκύλους, συνεισφέροντας συνολικά στην διατήρηση ή ενίσχυση του φυσικού οικολογικού ρόλου του λύκου ως θηρευτή άγριων θηραμάτων και περιορίζοντας όσο το δυνατόν τις ανεπιθύμητες αλληλεπιδράσεις του είδους με τις ανθρώπινες δραστηριότητες.

Πηγή: «Καλλιστώ»

Ο ναός που σώθηκε το 1834 από το πατέρα του Όθωνα.

Ο ναός της Καπνικαρέας στην Ερμού έχει εικονογραφεί από τον Φ. Κόντογλου.

Οι Βαυαροί είχαν σκοπό να γρεμίσουν την εκκλησία για την διάνοιξη της Ερμού, διαφώνησε όμως ο πατέρα του Όθωνα..