Ο προπάππους μου ο παπά – Μιχάλης ο ζευγάς .

Ο Προπάππους μου ο παπά-Μιχάλης, ο Ζευγάς

Δύσκολη ήταν η ζωή στα ορεινά χωριά της Κρήτης εκείνα τα χρόνια της τουρκοκρατίας! Οι άνθρωποι δούλευαν μέρα νύχτα στα χωράφια τους, να τα σκάψουν και να τα σπείρουν για να βγάλουν καρπό, να ζήσουν τις οικογένειες στους και τα ίδια τα ζωντανά τους! Παρόλου που ήταν ο παπάς του χωριού, Καμαριώτης, ο προπάππους μου ο παπά-Μιχάλης, έπρεπε και αυτός να δουλεύει τα χωράφια του για να ταΐζει την οικογένεια του! Την εποχή εκείνη, οι παπάδες δεν ήταν μισθωτοί και ζούσαν μόνο από τυχόν ψίχουλα που τους έδειναν σαν τυχερά οι χωριανοί τις μεγάλες γιορτές και την γεωργική τους εργασία. Ζευγάς λοιπόν ο προπάππους μου, και είχε και ένα καλό και δυνατό μουλάρι, που σαν παλικάρι τραβούσε το αλέτρι ολημερίς χωρίς να χουγιάζει και πολύ. Του άρεσε δε να λέει πως το ζευγαλίκι ήταν ευλογημένη δουλεια, μια που και ο κι’ ίδιος ακόμη ο Αι Βασίλης, ήταν κι’ αυτός ζευγάς, κ‘ έσπερνε 18 μουζούρια σιτάρι, κριθάρι, η ταγή και από νωρίς στον στάβλο.

Κάθε χρόνο, κατά τις αρχές του Οκτώβρη, μόλις ερχόταν τα πρωτοβρεξα, ετοίμαζε τα εργαλεία του, τον ζυγό του μουλαριού, και το αλέτρι. Και μόλις ξετέλευαν ευλογημένες οι πρώτες βροχές, και το χώμα είχε απαλύνει και φουσκώσει, εκείνος ήταν πλέον έτοιμος για να δώσει την μάχη για την σπορά! Είχε βέβαια αρκετά χωράφια να οργώσει και ήταν σχεδόν και μονός του, μια που τον μόνο βοηθό που είχε ήτανε ο μικρός του γιος ο Μανώλης, που μόλις είχε τελειώσει το δημοτικό και τον βοηθούσε, εδώ και ‘εκεί με τις γεωργικές εργασίες κατά πλείστον. Εκτελούσε βέβαια και χρέη καντηλανάφτη και βοηθού ψάλτη οπότε τον χρειαζόταν στην Εκκλησιά. Όσο για την προ-γιαγιά μου την παπαδιά, αυτή είχε μικρά παιδιά και για τον λόγο αυτό μάλλον ήτανε δύσκολο να ακολουθεί τον άνδρα της στα χωράφια.

Αξημέρωτα κιόλας, ετοιμαζόταν λοιπόν ο παπά-Μιχάλης για να ξεκινήσει για τα χωράφια του στου «Πελεκάνου τον Λάκκο», κοντά στο διπλανό χωριό το Χώνος που ήταν κοντά μισή και παραπάνω ώρα μακριά με τα πόδια. Φόρτωνε το μουλάρι του με τον ζυγό και το αλέτρι, και τον καρπό που θα έσπερνε εκείνη την ημέρα. Την παραμονή είχε κιόλας βρέξει, και σκεφτόταν πως το χώμα θα είχε μαλακώσει και θα ήταν ευκολοκάμωτο και πως σίγουρα θα τον βοηθούσε να τελειώσει το χωράφι λίγο νωρίς, μια που ήτανε εκείνη την μέρα ήτανε και Σάββατο, και το βραδάκι πριν πέσει ο ήλιος έπρεπε να προλάβει να γυρίσει στο χωριό νωρίς, για κάνει και τον εσπερινό πριν σκοτεινιάσει. Έβαζε και τον μικρό γιο του τον Μανώλη ξεκάπουλα, καβαλίκευε κι αυτός και έπαιρναν τον δρόμο για τον προορισμό τους.

Πριν καλά-καλά ξημερώσει, έφτανε στον προορισμό του, πέζευε από το μουλάρι του και χωρίς καθυστέρηση ξεφόρτωνε τα εργαλεία του, και έζεφνε το αλέτρι πίσω από το μουλάρι. Έκαμνε τρεις φορές το σταυρό του, έβαζε αμέσως τον τορβά με τον σπόρο πάνω στον λαιμό του και με αδρές και σταθερές ασκελιές περπατούσε πάνω κάτω στο χωράφι και έσπερνε τον ευλογημένο καρπό. Σιγόψαλλε κιόλας από μέσα του, για να ευλογήσει την σπορά και να ‘χει καλή και μεγάλη σοδιά στο θέρος.

Αμέσως ανασκούμπωνε το ράσο του, έπιανε το αλέτρι, και ’δίνε το σύνθημα στο μουλάρι για να ξεκινήσει το όργωμα. Σειρά-σειρά, πήγαινε μπρος και πίσω και το αλέτρι έσκιζε το φρέσκο-ποτισμένο χώμα, που μύριζε άζωτο, όπως πάντα κάνει στα πρωτοβρέξα. Η μυρουδιά της βροχής του χτυπούσε στα ρουθούνια και αυτουνού και του μουλαριού και εκείνο τραβούσε το κακόμοιρο με δύναμη, σαν πως ήθελε να ευχαριστήσει τον κύρη του, για την περιποίηση και την θροφή του το τάιζε καθημερινά.

Σαν ερχόταν το μεσημέρι, και ο ήλιος είχε ανέβει κοντά τρία κοντάρια στο ορίζοντα, σταματούσε για να ξαποστάσει και αυτός και του έχνος του. Κάτω από μια αχλαδιά, καθόταν πάνω σε μια πέτρα, και άνοιγε το βουργιάλι του. Έκανε τον σταυρό του, ψιθύριζε και μια ευλογιά και μετά έβγαζε το φλασκί του και ρουφούσε μερικές γουλιές κρασί για να υγράνει τον λαιμό του και να ευφρανθεί η καρδιά του. Έπαιρνε κατόπιν το καρβέλι το ψωμί, το σταύρωνε και το’ κόβε κομμάτια. Έδειχνε το πρώτο κομμάτι στον γιο του τον Μανώλη μαζί με λίγο τυρί, και αν ήταν Σαρακοστή δυο τρις ελιές. Έτρωγε μετά και αυτός λιγάκι, ίσα-ίσα για να του φύγει η λιγούρα, μια που την Σαρακοστή, έλεγε πάντα, πως το φαγητό πρέπει να είναι όχι μόνο νηστίσιμο, αλλά λιγοστό! Ξαπόσταινε λίγο ακόμη και αυτός και το μουλάρι, και κατόπιν άρχιζε πάλι το ζεύγωμα για μερικές ακόμη ώρες, αλλά σίγουρα πριν αρχίζει να βασιλεύει ο ήλιος. Είχε βέβαια και κοντά μισή ώρα δρόμο μέχρι το χωριό, και εκείνη την μέρα του Σαββάτου έπρεπε να φτάσει και νωρίς για να προλάβει να αποτελειώσει τον εσπερινό στην Εκκλησιά πριν νυχτώσει. Φόρτωνε γρήγορα το μουλάρι, βοηθούσε και τον Μανώλη να καβαλήσει στα καπούλια του μουλαριού, και μετά με ένα ζωηρό πήδημα και βοηθούμενος με την χαχαλόβεργα που κρατούσε στο χέρι, ανέβαινε και αυτός μπροστά πάνω στο σαμάρι.

Μόλις έμπαιναν στο μονοπάτι, έβγαζε το πετραχήλι του από το βουργιάλι του το σταύρωνε τρεις φορές, το φιλούσε και μετά το περνούσε στον λαιμό του και άρχιζε να ψέλνει τον Εσπερινό. Αυτό βέβαια το έκανε για να προλάβει να εκτελέσει τα καθήκοντα και του παπά αλλά και του ζευγά, και είχε βρει τον τρόπο του να αρχίζει τον εσπερινό αργά το απόγεμα καβαλάρης πάνω στο μουλάρι. Για να το κάνει αυτό βέβαια, δηλαδή να ψέλνει τον εσπερινό πάνω στο μουλάρι, είχε λέει ζητήσει και θα είχε πάρει την άδεια από τον Δεσπότη στο Ρέθεμνος, με την δικαιολογία πως χρειαζόταν να αρχίσει νωρίς, γιατί το βράδυ όταν νύχτωνε δεν έβλεπε και καλά να διαβάζει όλα τα γράμματα με το φως του κεριού στην εκκλησιά. Έτσι λοιπόν άρχιζε τον εσπερινό νωρίς πάνω στο μουλάρι, και σαν έφτανε στο χωριό είχε σχεδόν τελειώσει. Ο μικρός Μανώλης βέβαια από πίσω, αρκούνταν στο να απαντάει στις θεάρεστες παρακλήσεις του πάτερα του και να ψάλλει και κανένα τροπάριο, που το είχε μάθει απόξω. Τους οχτώ ήχους τους είχε μάθει από πολύ μικρός, ακούγοντας τον πατερά του να σιγοψέλνει όλη την μέρα και στο σπίτι και στο χωράφι!

Μόλις έφταναν μέσα στο χωριό, σταματούσε μπροστά στη Εκκλησιά του Αι Γιώργη, ξεπέζευε από το μουλάρι και το έδενε στην καγκελόπορτα της Εκκλησιάς. Πήγαινε δε κατευθείαν και άνοιγε την Εκκλησιά και χτυπούσε την καμπάνα. Έμπαινε μέσα κάνοντας τον σταυρό του, και προχωρούσε κατευθείαν για την ωραία πύλη, μέσα στο Ιερό, όπου έπιανε το ιερό βιβλίο του και συνέχιζε να διαβάζει τα υπόλοιπα γράμματα του εσπερινού. Σε λίγο, μερικές γριές κατέφθαναν, σταυροκοπούνταν και ανάβαν το κεράκι τους, παίρνοντας τις θέσεις τους στην σκοτεινή πλέον εκκλησία!

Σαν τελείωνε τον Εσπερινό, ο παπά -Μιχάλης έπαιρνε το μουλάρι του και προχωρούσε περπατώντας προς το σπίτι του που ήταν παραδίπλα! Πριν όμως μπει μέσα στο σπίτι, το τακτοποιούσε στην αυλή πίσω από την πορτέλα, δίπλα στον ξυλόφουρνο, με μπόλικη θροφή και το πότιζε με ένα κουβά δροσερό νερό! Έπρεπε βέβαια να φάει και να ξεκουραστεί και αυτό το κακόμοιρο, μετά από μιας ολόκληρης μέρας σκληρής δουλειάς στο χωράφι. Ο παπά-Μιχάλης, έμπαινε επιτέλους στο σπιτικό του, που τον περίμεναν με λαχτάρα τα μικρά κοπέλια και η παππαδιά του, στο στρωμένο τραπέζι.

Μανώλης Βεληβασάκης

16 Ιανουαρίου, 2020