Τσίχλα την παρομοιάζανε στο χωριό την Αννούλα. Κ’ έζησε και πέθανε τσίχλα. Είτανε μιας μπουκιάς ανθρωπάκι. Αδύνατη, με ψιλά κανιά δίχως βάρος, πετούμενη. Δεν περπατούσε — πήδαγε κ’ έτρεχε. Αλλά για ποιο χωριό μιλάμε; Για εν από κείνα τα βουνίσια, που σκαρφαλώνουνε στην πλαγιά τού βουνού κ’ είναι όλα τα ίδια. Όμορφα, μα φτωχά και μίζερα κι’ αφημένα στην τύχη τους κι από θεούς κι ανθρώπους. Μια ρεματιά στην κατηφοριά με τις κόκκινες ροδοδάφνες και μια γιδόστρατα, πού φέρνει μες από το δάσος των πέφκων στην κορφή τού βουνού. Τόσο απόμερο, ξεχασμένο χωριό, πού σχεδόν είχε κι αυτό ξεχάσει τ’ όνομα του. Δεν τού χρειαζότανε, λες και του πέφτε βάρος. Αλλ’ όσο τους λείπουνε των μικρών αφτιών χωριών πολιτισμός, φροντίδα και χορτασιά, τόσο τους περισσέβ’ η ψυχή. Ψυχή του λαού! Είμαστε στον τελευταίο χρόνο της Κατοχής.
Το χωριό, πού λέμε, βρισκότανε στα σύνορα των δύο Ελλάδων: της λέφτερης και της συνεργαζομένης. Αλλά προς τα εδώ. ‘Ένα γερμανικό φυλάκιο προσπαθούσε με τους ναζήδες τους δικούς του και τους τσολιάδες τους «δικούς» μας να μποδίζει τη λεφτεριά να κατέβει απ’ την κορυφή του βουνού προς τα κάτου – στον κάμπο. Γιατί κει ψηλά στην κορυφή του βουνού είχανε φωλιάσ’ οι αγωνιστές του έθνους κ’ ετοιμάζανε «καλά Χριστούγεννα», για τους εχθρούς. Με την απελευθερωτική επιτροπή του χωριού είχανε συχνή επαφή. Αλλά πώς; Μέσον της Τσίχλας. Είτανε κόρη μιας φτωχιάς χηρεβάμενης τού χωριού, πού ο άντρας της σκοτώθηκε στην Αλβανία. Οχτώ με δέκα χρονών η Τσίχλα. Μα γεμάτη φωνή, ξυπνάδα και μίσος εναντίον των εχθρών. Και σβέλτη και μπασμένη στη ζωή — σαν ώριμο πλάσμα — κι αδείλιαστη. Καιρός καλός στα τέλη του Δεκέμβρη. Ήλιος και στέγνη — μα και κρύο τσουχτερό. Η Τσίχλα μαζί μ’ άλλα παιδιά (τα σκολειά κλισμένα) έβγαιναν έξω απ’ το χωριό σ’ ένα πλάτωμα προς το ρέμα και παίζανε μπροστά στα μάτια των Γερμανών και των τσολιάδων. Παίζανε τόπι. Η Τσίχλα, πάνου στο φούντωμα του παιχνιδιού, τίναζε το τόπι όσο μπορούσε μακρύτερα προς το ρέμα κ’ ύστερις έτρεχε, όσον μπορούσε πιότερο, να το φτάσει. Το τόπι κυλούσε κάτου στη ρεματιά κ’ η Τσίχλα κυλούσε κι αυτή. Όχι πολύ ψηλά, μέσα στο δάσος την περιμένανε κατά το μεσημέρι, κάθε μέρα δύο αντάρτες. Τους έδινε το μήνυμα γραμμένο ή στοματικά της ’Επιτροπής και ξαναγυρνούσε πίσω λαχανιασμένη (για να μην αργήσει) με το τόπι στα χέρια! Αλλ’ αυτό το ταχτικό χάσιμο της Τσίχλας μέσα στο δάσος πονήρεψε τούς «εχθρούς» ξένους και δικούς. —Πρέπει να ιδούμε τί τρέχει, με τρόπο — γιατί το μωρό είναι πολύ πονηρό. Αλλά δεν χρειάστηκε τρόπος. Ο Πρόεδρος του χωριού, δεξί χέρι τω Ναζιών, έκανε την τελευταία του υπηρεσία «προς την πατρίδα». Τους πληροφόρησε τί συμβαίνει. Όταν την άλλη μέρα, παραμονή των Χριστουγέννων, η Τσίχλα ξανάκανε το «παιχνίδι» της, τρέξανε πίσω από το τόπι ναζήδες και «δικοί», σταματήσανε το τόπι, τη σταματήσανε κι αφτήνε. Και την ψάξανε. Βρήκανε χωμένο μέσα στα μαλλιά της ένα χαρτάκι. —Έλα δα, πουλάκι μου, τη ρώτησε ο πρόεδρος. Ποιος σου το΄δωσε τούτο; -—Μόνη μου το’γραψα. —Και τί ξέρεις εσύ από τέτοια πράματα; —Όλοι μας ξέρουμε. —Και τί άλλο «παιχνίδι» ξέρεις; —Όλα. Και να τρέχω. Και να πηδώ. Και να τραγουδώ. Να σκαρφαλώνω στα δέντρα να καρπολογώ και να πιάνω πουλάκια στις φωλιές τους. —Για σκαρφάλωσε σ’ αφτήνε την ελιά να ιδούμε; Η Τσίχλα βρέθηκε σ’ ένα λεπτό πάνω στο δέντρο. —Ξέρεις, είπες, να τραγουδάς. Για πες μας κανένα «σκοπό» ν’ ακούσουμε; Ότι σου αρέσει. Κ’ η Τσίχλα με λαγαρή παιδιάστικη φωνή κελάηδησε: —«Μαρ’ είν’ η νύχτα στα βουνά…» (Αφτό το τραγούδι είτανε τότες το πιο συνηθισμένο τραγούδι των σκλαβωμένων Ελλήνων. Μπαμ!, μπάμ!, μπάμ!… Οι Γερμαναράδες κ’ οι τσολιάδες τη βάλανε στο σημάδι και τη σκοτώσανε σα πουλί. Και το πουλί σωριάστηκε χάμου, μιας φούχτας σώμα κι απέραντη -ψυχή. Η ψυχή όλης της Ελλάδας. Περασμένα μεσάνυχτα, την ώρα πού οι καμπάνες διαλαλούσανε τη γέννηση του «Σωτήρος», πέσανε στο χωριό οι αντάρτες — και ναζηδες και «δικοί» κι ο πρόεδρος πλήρωσαν με τη ζωή τους το αναντρό τους έγκλημα. Κ’ υστέρα; ‘Ύστερα από ένα χρόνο η «’Ελευθερία» είχε κυνηγηθεί στεριάς και πελάου απ’ ολην την Ελλάδα. Αλλά κάθε Χριστούγεννα, μετά τα μεσάνυχτα, οι χαρούμενοι αντίλαλοι της καμπάνας δεν μπορούνε να πνίξουνε το θλιβερό κελάηδημα της Τσίχλας και το κλάμα της Πατρίδας…
*** O Κώστας Βάρναλης (26 Φεβρουαρίου 1884 – 16 Δεκεμβρίου 1974) ήταν Έλληνας λογοτέχνης, ποιητής και δημοσιογράφος. Έγραψε ποιήματα, αφηγηματικά έργα, κριτική και μεταφράσεις. Τιμήθηκε το 1959 με το Βραβείο Ειρήνης Λένιν.
Αντικλείδι