Από το ανέκδοτο έργο του Ηλία Καινούργιου, «Κατοχικά»
Πηγή: Παλαιοχώρι Δωριέων Αρ φύλλου 154 Απρ. –Ιούν. 2015 σελ. 8
Στα χρόνια της Κατοχής, Κυβερνήτης της σκλαβωμένης Ελλάδας, ήταν ο Γεώργιος Ράλλης. Ό,τι του έλεγαν τα στρατεύματα κατοχής, το έκανε. Σκέτο ανδρείκελο και υπηρέτης τους. Έφτασε στο σημείο να δημιουργήσει δικό του στρατό –τους Ράλληδες- με τον οποίο προσπάθησε να διαλύσει την Εθνική Αντίσταση, όπου και να τους συναντούσε, σε πόλεις, χωριά, βουνά. Το είχε καλά πιστέψει, πως ο Χίτλερ θα επικρατούσε στην Ευρώπη και θα τον είχε τοποτηρητή της πατρίδας του Ελλάδας …
Οι Γερμανοί για να μην κλέβουν φανερά και αρπαχτά όλα τα αγαθά των Ελλήνων, βρήκανε το σύστημα της κοπής χρημάτων συνέχεια και των υπερανατιμήσεων κάθε ώρα και μέρα. Στην Ελλάδα έβγαλε ο Ράλλης τη μονάδα του – τα Ραλλικά χρήματα. Έπαιρναν λοιπόν τα Ραλλικά χρήματα οι Γερμανοί στα τσουβάλια κι αγόραζαν ό,τι ήθελαν. Τρόφιμα, ενδύματα, υποδήματα, φρούτα, όσπρια και … όση ποσότητα ήθελαν. Σε μια εβδομάδα τα χρήματα για το αντίστοιχο είδος δεν αναλογούσαν ούτε το ένα εκατοστό.
Αυτό γινόταν συνέχεια. Έτσι λοιπόν, με το να δίνουν αυτά τα χρήματα, κάλυπταν την κλεψιά και την αρπαγή των αγαθών του Ελληνικού λαού. Ο Ρωμιός όμως, πολύ καλά καταλάβαινε την κλεψιά που του εγένετο … τι να κάνει όμως; Όποιος έκρυβε τα αγαθά, τροφές, ενδύματα κλπ σε αποθήκες, τα έβρισκαν οι Γερμανοί, τα έπαιρναν κι έστελναν εκτόπιση στα Γερμανικά εργοστάσια τον έμπορο, όπου πέθαινε στα καταναγκαστικά έργα και κρεματόρια.
Οι τιμές ανέβαιναν αλματωδώς. Ένας υπάλληλος σήμερα έπαινε πεντακόσιες χιλιάδες το δεκαπενθήμερο, το δεύτερο δεκαπενθήμερο του έδιναν πέντε εκατομμύρια με τα οποία δεν μπορούσε να αγοράσει ούτε δύο κιλά ψωμί. Στα χωριά λοιπόν, όλες οι γριούλες που δεν είχαν δει στα μάτια τους ποτέ χιλιάρικο, πουλούσαν στους μαυραγορίτες κρυφά, αυγά, κότες, κι ό,τι άλλο είχαν και μάζευαν χιλιάρικα που τα εκλείδωναν καλά στην κασέλα τους. Έλεγαν πως έχουν θησαυρό και πως γίνηκαν εκατομμυριούχες. Πολλές, επειδή δεν μπορούσαν να μετρήσουν τα τόσα πολλά χιλιάρικα, τα εμέτραγαν με το ζύγι και με τις οκάδες.
«Άκσες αρή: Η Θανάσαινα έχ’ πέντε οκάδες χιλιάρικα μαζέψ’»
Οι άντρες και οι νέοι στα χαμένα προσπαθούσαν να τις πείσουν πως με τα χρήματα που έχουν μαζεμένα δεν μπορούν να πάρουν ούτε μία ρομπίτσα …
«Τι τα κρατάς τα παλιόχαρτα εκεί μέσα γιαγιά και σου πιάνουν τον τόπο; Αει πέταξ’ τα!»
«Εε άστα πιδάκι μ’ που ξέρσ’ μπουρεί κάποτε να λάβν την αξία τς».
Διάβηκαν τα δίσεκτα χρόνια και οι οργισμένοι μήνες. Οι Γερμανοϊταλοί έφυγαν και ήρθε η γλυκιά ελευθερία. Το πήραν τώρα χαμπάρι και οι γριές πως τα χιλιάρικα είναι σκέτα χαρτιά. Τα έβγαλαν κι αυτές έξω και προσάναβαν το χειμώνα τη φωτιά. Πολλές έβαζαν πάνω από το ταψί στο ψωμί χιλιάρικα, να μην καεί από τη δυνατή φωτιά της γάστρας. Κάθε φορά που σκόρπιζαν τα χιλιάρικα οι γριές, έλεγαν κι από έναν κακό λόγο για το Ράλλη για να ξεθυμάνουν.
«Να χαθείς παλιου-Ράλλη, προδότ’ με τα ρούβλια σ’»