Ζουμ στην Κοινή Αγροτική Πολιτική
‘
Το παλιό σύνθημα, άλλωστε, των Ελλήνων αγροτών «όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά», είναι χαραγμένο στη συλλογική μας μνήμη. Ήταν τότε που οι αγρότες διεκδικούσαν τις επιδοτήσεις για κάθε κιλό που παρήγαγαν, παρότι γνώριζαν ότι αργότερα θα κατέληγε στις χωματερές για να συγκρατηθεί η πτώση των τιμών από την υπερπροσφορά. Ήταν τότε που οι παραγωγοί δήλωναν υπερδιπλάσιες εκτάσεις από εκείνες που εκμεταλλεύονταν, για να διεκδικήσουν περισσότερα κοινοτικά κονδύλια. Ήταν την εποχή που οι καλλιεργούμενες περιοχές τις χώρας “ασφυκτιούσαν” στα στενά γεωγραφικά μας όρια και… μπήκαν σε ξένα, “εικονικά” χωράφια. Τότε άρχισαν να κυκλοφορούν τα γνωστά ανέκδοτα: «οι ελαιώνες της Ελλάδας ξεκινούν από την Κρήτη και φτάνουν ως τη Φινλανδία», «οι ελληνικές βαμβακοκαλλιέργειες εκτείνονται μέχρι τη Ρουμανία» κ.ά.Στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 οι επιδοτήσεις δημιούργησαν μιαν επίπλαστη ευμάρεια. Την ίδια στιγμή, παρά τις παχυλές ενισχύσεις, προϊόντα όπως το βαμβάκι και ο καπνός απαξιώνονταν. Η ελληνική γεωργία είχε αγκιστρωθεί από την κοινοτική χρηματοδοτική στήριξη και, ελλείψει πολιτικής έμπνευσης, σύρθηκε σε καλλιέργειες και πρακτικές χωρίς όραμα και με μοναδικό γνώμονα τα ευρωπαϊκά κονδύλια.Σταδιακά εγκαταλείφθηκαν ή περιορίστηκαν παραδοσιακές καλλιέργειες (μαλακό σιτάρι, όσπρια, λεμόνια, πατάτα, καπνός κ.ά.), αλλά και κτηνοτροφικές δραστηριότητες, καθώς η αγροτική παραγωγή παγιδεύτηκε στις πριμοδοτήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όσον αφορά στη ζάχαρη, η εφαρμογή των ποσοστώσεων (ανώτατη ποσότητα που επιδοτούνταν από την ΕΕ, με στόχο τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών προϊόντων στις διεθνείς αγορές) αποτυπώθηκε σε τεράστια μείωση της παραγωγής στην Ελλάδα. Έτσι, άρχισαν να ενισχύονται οι εισαγωγές προϊόντων, για τα οποία στο παρελθόν υπήρχε αυτάρκεια στην ελληνική αγορά, με συνέπεια τη διαμόρφωση αρνητικού αγροτικού εμπορικού ισοζυγίου (περισσότερες εισαγωγές, λιγότερες εξαγωγές).Ήταν όμως το κυνήγι των επιδοτήσεων ένα γενικευμένο φαινόμενο στον αγροτικό κόσμο; Όλοι οι Έλληνες αγρότες εκμεταλλεύτηκαν τις ευκαιρίες προς όφελος των τραπεζικών τους λογαριασμών και όχι για να βελτιώσουν την παραγωγή τους; Η απάντηση είναι αρνητική. Απλώς ανάμεσα στα ξερά, συχνά καίγονται και τα χλωρά. Εξάλλου, η ελληνική κοινή γνώμη πάντα αρέσκεται στις γενικεύσεις.Η αλήθεια είναι ότι η Κοινή Αγροτική Πολιτική, γνωστότερη και ως ΚΑΠ, μέσω της οποίας μοιράζονται οι επιδοτήσεις, αποτελεί ένα εργαλείο, το οποίο ανάλογα με τη χρήση του μπορεί να λειτουργήσει είτε ως καταστροφικό όπλο είτε ως μηχανισμός για την ανάπτυξη της υπαίθρου.
Στην περίπτωσή μας, μετά την ένταξη της χώρας στην ΕΕ τα δισεκατομμύρια δραχμές που εισέρρεαν από επιδοτήσεις δεν χρησιμοποιήθηκαν για την αναδιάρθρωση της γεωργίας και τη δημιουργία ανταγωνιστικών αγροτικών προϊόντων, με τις ευθύνες να βαραίνουν πρωτίστως την ελληνική Πολιτεία. Μοιράστηκαν, χωρίς ελέγχους, ακόμη και σε άτομα που δεν συνδέονταν με την αγροτική παραγωγή. Δεν χρειαζόταν να είναι κανείς κατά κύριο επάγγελμα αγρότης. Μπορούσε να είναι δημόσιος υπάλληλος, στέλεχος πολυεθνικής, τράπεζας, ή ο,τιδήποτε άλλο. Αρκούσε να έχει ένα χωράφι, λίγες ρίζες ελιάς, ένα αμπέλι για να ωφεληθεί των κοινοτικών επιδοτήσεων.Εντούτοις, το γεγονός ότι έγινε κακή χρήση των εργαλείων της ΚΑΠ δεν αναιρεί τη σημασία που έχει αυτή για τον αγρότη και τον καταναλωτή. Οι προθέσεις εξάλλου ήταν από την αρχή αγαθές: κύριος στόχος ήταν και είναι η επισιτιστική ασφάλειαστην Ευρώπη (δηλαδή η επάρκεια τροφίμων), με επίκεντρο τη βελτίωση της γεωργικής παραγωγικότητας, ώστε να υπάρχει επαρκής προσφορά τροφίμων σε σταθερές τιμές για τους καταναλωτές και εξασφαλισμένο εισόδημα για τους αγρότες. Στις προτεραιότητές της περιλαμβάνεται και η διατήρηση μιας ζωντανής υπαίθρου και του ποικιλόμορφου περιβάλλοντός της, η οποία δεν μπορεί να συντηρηθεί δίχως τις αγροτικές εκμεταλλεύσεις.
Αυτή τη στιγμή διανύουμε την προγραμματική περίοδο 2014-2020 της ΚΑΠ. Η βασική προτεραιότητα αυτήν την επταετία είναι η ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής με μια πιο πράσινη λογική. Όπως είχε επισημάνει και ο πρώην Επίτροπος Περιβάλλοντος, Γιάνεζ Ποτότσνικ σε συνέντευξή του στο Euractiv, η επισιτιστική και περιβαλλοντική ασφάλεια είναι αλληλένδετες. «Χωρίς μακροπρόθεσμη και υπεύθυνη φροντίδα των οικοσυστημάτων, δεν μπορούμε να παράγουμε τα τρόφιμα που πρέπει για να θρέψουμε τον αυξανόμενο πληθυσμό μας», ανέφερε, επισημαίνοντας ότι το σημερινό γεωργικό σύστημα είναι σαφώς μη βιώσιμο.«Η διάβρωση του εδάφους, η υπερβολική χρήση των περιορισμένων υδάτινων πόρων, η εξάρτηση από πεπερασμένα ορυκτά καύσιμα και ορυκτούς πόρους και η ταχεία καταστροφή των οικοσυστημάτων είναι μόνο μερικά από τα χαρακτηριστικά του τρόπου με τον οποίον παράγουμε τα τρόφιμά μας σήμερα. Αν συνεχίσουμε να παράγουμε με αυτόν τον τρόπο, δεν θα επηρεάσουμε μόνο την ικανότητά μας να παράγουμε στο μέλλον, αλλά και την αντοχή μας να παράγουμε μπροστά στις αλλαγές που θα έρθουν αναπόφευκτα λόγω της αλλαγής του κλίματος», υπογράμμισε ο κ. Ποτότσνικ.Ωστόσο, δεν ήταν εξαρχής το περιβάλλον στο επίκεντρο της κοινοτικής αγροτικής πολιτικής. Αρχικά, προτεραιότητα ήταν η εντατικοποίηση της γεωργίας και της κτηνοτροφίας, η οποία ουσιαστικά γύρισε μπούμερανγκ διότι οδήγησε σε υπερπαραγωγή προϊόντων, πτώση των τιμών και εξάρτηση των παραγωγών από τις επιδοτήσεις. Εκείνα τα πρώτα χρόνια, η περιβαλλοντική διάσταση δεν υπήρχε ούτε ως υπόνοια στις κατευθύνσεις της αγροτικής πολιτικής.Για πρώτη φορά, το περιβάλλον περιελήφθη στην αναθεώρηση της ΚΑΠ το 1992 –είχε άλλωστε μεσολαβήσει και η Διεθνής Διάσκεψη του Ρίο, που έμεινε στην ιστορία ως “Earth Summit” (Σύνοδος της Γης), όπου για πρώτη φορά συνδέθηκε η έννοια του περιβάλλοντος με την ανάπτυξη. Στην τελευταία μεταρρύθμιση, που αφορά την τρέχουσα προγραμματική περίοδο 2014-2020, στο επίκεντρο έχει βρεθεί η προώθηση της βιώσιμης γεωργίας και καινοτομίας.Προς αυτή την κατεύθυνση φαίνεται να κινείται και η ενδιάμεση αναθεώρηση της νέας ΚΑΠ. Τον Φεβρουάριο ξεκίνησε και η διαβούλευση για τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν στην ευρωπαϊκή αγροτική πολιτική μετά το 2020. Σε πρώτη φάση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έθεσε στον δημόσιο διάλογο ένα ερωτηματολόγιο για την απλούστευση και τον εκσυγχρονισμό της ΚΑΠ, στο οποίο μπορεί να απαντήσει όποιος το επιθυμεί. Παράλληλα, τα θεσμικά όργανα της ΕΕ (Κομισιόν, Συμβούλιο Υπουργών κ.λπ.) έχουν αρχίσει να συζητούν και να επεξεργάζονται προτάσεις για τη διαμόρφωση της αγροτικής πολιτικής.Η εναρμόνιση της ΚΑΠ με τις δεσμεύσεις στο Παρίσι –όπου το 2015 υπεγράφη η ιστορική συμφωνία για την κλιματική αλλαγή– για τον περιορισμό των εκπομπών αερίων που ευθύνονται για την κλιματική αλλαγή (COP 21), όπως διαφαίνεται και από το ερωτηματολόγιο, αποτελεί προτεραιότητα για μια πιο «πράσινη» γεωργία.
Ωστόσο, πρώτα από όλα πρέπει να ξεπεραστεί ο σκόπελος του Brexit: αφενός, να εξεταστεί ο προϋπολογισμός της ΚΑΠ με δεδομένη την απώλεια της οικονομικής συνεισφοράς της Μεγάλης Βρετανίας στον κοινοτικό προϋπολογισμό και αφετέρου, να εκτιμηθούν οι επιπτώσεις που θα επέλθουν από τις εμπορικές συναλλαγές των κρατών μελών με την βρετανική αγορά, υπό τις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται.Πάντως, οι όποιες τροποποιήσεις της ΚΑΠ αναμένεται ότι δεν θα τεθούν σε εφαρμογή πριν το 2018. Άλλωστε, μέσα στο επόμενο έτος θα αρχίσουν και οι διαβουλεύσεις για το επόμενο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο για την επταετία 2021-2027, βάσει του οποίου προσδιορίζεται το συνολικό ποσό ανά δραστηριότητα (άρα και για την αγροτική παραγωγή) που μπορεί να χρησιμοποιεί ετησίως η ΕΕ.Η Ελλάδα, στο πλαίσιο της διαβούλευσης για την ενδιάμεση αναθεώρηση της ΚΑΠ ζητά, μεταξύ άλλων, περαιτέρω ενίσχυση των νέων αγροτών και αναθεώρηση του υφιστάμενου προγράμματος για τα μικρά νησιά του Αιγαίου. Όπως είχε δηλώσει και ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων κ. Βαγγέλης Αποστόλου σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Αυγή», «καταθέσαμε συγκροτημένη πρόταση ζητώντας μεταξύ άλλων τη στήριξη της αιγοπροβατοτροφίας, τη λήψη των απαραίτητων μέτρων για τη προστασία των προϊόντων ΠΟΠ-ΠΓΕ (Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης-Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης), τη λύση του προβλήματος των νέων γεωργών που έκαναν έναρξη δραστηριότητας το 2009, οι οποίοι εξαιρούνται από τις ευεργετικές διατάξεις του κανονισμού 1307/2013, καθώς και την αύξηση του προϋπολογισμού ενίσχυσης των μικρών νησιών του Αιγαίου που ανταποκρίνονται στις συνθήκες της προσφυγικής κρίσης».
Αυτά ζητάμε να κάνει η Ευρώπη για μας. Τι μπορούμε όμως να κάνουμε οι ίδιοι για την αγροτική μας παραγωγή; Το στοίχημα είναι ένα αυτή τη στιγμή: η εξισορρόπηση του αγροτικού εμπορικού ισοζυγίου, το οποίο εξακολουθεί να είναι αρνητικό. Οι εισαγωγές παραμένουν υψηλότερες από τις εξαγωγές, με τα κρέατα και τα γαλακτοκομικά να διατηρούν ανοιχτή την ψαλίδα. Πάντως, είναι αξιοσημείωτο ότι το 2015 καταγράφηκε μια σημαντική υποχώρηση στο έλλειμμα του ισοζυγίου, που έπεσε κάτω από το ένα δισεκατομμύριο ευρώ, αφού οι εισαγωγές περιορίστηκαν και οι εξαγωγές αυξήθηκαν.Σε κάθε περίπτωση, οι αριθμοί καταδεικνύουν το μέγεθος του προβλήματος. Η αυτάρκεια στο ελληνικό βόειο κρέας, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, είναι περίπου στο 17,5%, στο χοιρινό 27% και στο αγελαδινό γάλα 45%. Το 80% του ελαιολάδου εξάγεται χύμα, κυρίως στην Ιταλία και στην Ισπανία, όπου τυποποιείται και επανεξάγεται ως ιταλικό ή ισπανικό σε εξαιρετικά υψηλές τιμές. Δεν είναι τυχαίο ότι το παρθένο ελαιόλαδο αν και αποτελεί το πρώτο εξαγώγιμο αγροτικό προϊόν της χώρας (ακολουθούν τα ψάρια) χάνει σε αξία, επειδή ελάχιστες ποσότητες προωθούνται στις διεθνείς αγορές συσκευασμένες.Το κλειδί για τη λύση στον γόρδιο δεσμό της αύξησης των εξαγωγών, αλλά και της προστιθέμενης αξίας των εξαγώγιμων προϊόντων, είναι ο λεγόμενος Β’ Πυλώνας της ΚΑΠ. Η αγροτική πολιτική της ΕΕ χωρίζεται σε δύο πυλώνες, ο πρώτος εκ των οποίων αφορά τις άμεσες ενισχύσεις σε προϊόντα –εκεί βρίσκονται όπως είναι αναμενόμενο τα πολλά λεφτά– ενώ ο δεύτερος αφορά τη χρηματοδότηση για τις δράσεις του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης, στόχος του οποίου είναι οι ουσιαστικές παρεμβάσεις στην αγροτική οικονομία, με αιχμή τα επενδυτικά έργα, προκειμένου ο γεωργικός τομέας να γίνει πιο αποτελεσματικός και ανταγωνιστικός.
Αναφορικά με τον Α΄ Πυλώνα, η μεγάλη τομή που έφερε η νέα ΚΑΠ 2014-2020 είναι η σύνδεση των άμεσων αγροτικών ενισχύσεων με την πραγματική παραγωγή. Οι επιδοτήσεις πλέον δίνονται ανά στρέμμα και σε όσους χαρακτηρίζονται ενεργοί αγρότες.Τα «ιστορικά δικαιώματα», τα οποία ενεργοποιήθηκαν πριν από μια δεκαετία και εξασφαλίζουν –ακόμα και σήμερα!– επιδοτήσεις ανάλογα με το τι καλλιεργούσε και τι επιδοτήσεις έπαιρνε ο παραγωγός κατά την περίοδο 2000-2002, καταργούνται σταδιακά έως το 2020. Οι Έλληνες παραγωγοί, μέσω του πρώτου πυλώνα της ΚΑΠ θα μοιραστούν 15,4 δισ. ευρώ, ενώ ταυτόχρονα θα μπορέσουν να ωφεληθούν και των 4,7 δισ. ευρώ του Β’ Πυλώνα εάν συμμετέχουν σε προγράμματα που αφορούν διαρθρωτικές και αναπτυξιακές δράσεις.
Η καινοτομία της νέας προγραμματικής περιόδου έγκειται και στο γεγονός ότι για να λάβει ένας αγρότης το 30% της ενίσχυσης, θα πρέπει να τηρεί πρακτικές επωφελείς για το κλίμα και το περιβάλλον, διαφορετικά θα το χάνει. Για να κερδίσει από το λεγόμενο «πρασίνισμα» της ΚΑΠ, ο παραγωγός πρέπει σε ένα τμήμα της εκμετάλλευσης να κάνει είτε αγρανάπαυση, είτε αμειψισπορά (εναλλαγή καλλιεργειών), ή να διατηρεί συστάδες δένδρων, ανοιχτά υδατορέματα κ.λπ. Από το «πρασίνισμα» εξαιρούνται –ως ήδη «πράσινες»– οι βιοκαλλιέργειες, οι ελαιώνες, οι οπωρώνες, τα ψυχανθή κ.λπ.
Το Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης (ΠΑΑ) του Β΄ Πυλώνα της ΚΑΠ περιλαμβάνει τις επιχειρηματικές επιδοτήσεις για τον εκσυγχρονισμό και την εξέλιξη της γεωργίας. Μάλιστα, η Ευρωπαϊκή Ένωση δίνει τη δυνατότητα σε κάθε κράτος-μέλος να μεταφέρει το 15% των πόρων του Α’ Πυλώνα στον Β’ Πυλώνα, ώστε να χαράζει αγροτική πολιτική ανάλογα με τις ανάγκες του. Η συγκεκριμένη πρόληψη έχει χωρίσει την Ευρώπη στα δύο, καθώς ορισμένες χώρες τάσσονται υπέρ της μεταφοράς πόρων ενώ άλλες, όπως η Ελλάδα, διαφωνούν διότι δεν επιθυμούν να μειωθούν έτι περαιτέρω οι άμεσες ενισχύσεις.Σε κάθε περίπτωση, ένα σημαντικό ποσοστό των πόρων του ΠΑΑ κατευθύνεται σε δράσεις φιλικές προς το περιβάλλον, όπως τη βιολογική γεωργία και κτηνοτροφία, αλλά και την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας στον αγροτικό τομέα. Αν και συχνά η γραφειοκρατία της ΚΑΠ αποτελεί τροχοπέδη για την ένταξη αγροτών στα διάφορα προγράμματα του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης.Έως σήμερα, στο πλαίσιο της τρέχουσας προγραμματικής περιόδου 2014-2020 έχουν προκηρυχθεί μόνο πέντε από τα προγράμματα του ΠΑΑ. Πρόκειται για εκείνα της εξισωτικής αποζημίωσης (ενισχύσεις σε παραγωγούς ορεινών περιοχών και σε άλλες μειονεκτικές περιοχές), των νέων γεωργών (έως 40 ετών), του νέου προγράμματος LEADER, της βιολογικής γεωργίας και της κατάρτισης των νέων γεωργών με δημόσια δαπάνη. Συνολικά φτάνουν περίπου τα 1,25 δισ. ευρώ. Μένουν δηλαδή περίπου 3,5 δισ. που είναι προς το παρόν αναξιοποίητα.Έως το καλοκαίρι θα ακολουθήσουν οι προκηρύξεις άλλων δύο σημαντικών δράσεων που αφορούν τη μεταποίηση και εμπορία γεωργικών προϊόντων και τα Σχέδια Βελτίωσης για τον εκσυγχρονισμό των γεωργικών εκμεταλλεύσεων και υποδομών. Ο σχεδιασμός θέλει να “κουμπώσουν” με την ένταξη των νέων γεωργών στο Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης (αναμένεται η αξιολόγηση των αιτήσεων να έχει ολοκληρωθεί σύντομα), ώστε να μπορέσουν οι νέοι παραγωγοί, εκτός από την ενίσχυση που θα λάβουν για το ξεκίνημά τους στον αγροτικό χώρο, να προχωρήσουν παράλληλα και σε επενδύσεις προκειμένου να αυξήσουν την προστιθέμενη αξία των προϊόντων τους. Στόχος είναι η ανανέωση του γερασμένου αγροτικού χώρου, καθώς όπως καταδεικνύουν επίσημα στοιχεία μόνο 5,2% των Ελλήνων αγροτών είναι κάτω των 35 ετών.
Μέσω των δράσεων του Β΄ Πυλώνα της ΚΑΠ δίνεται η δυνατότητα –με στόχο τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των προϊόντων– για τη δημιουργία ομάδων ή οργανώσεων παραγωγών, βάσει επιχειρηματικού σχεδίου. Στην Ελλάδα, το 76,7% των εκμεταλλεύσεων είναι μικρού μεγέθους, δηλαδή μικρότερες των πέντε εκταρίων. Μέσω μιας ομάδας, οι μικρομεσαίοι αγρότες θα έχουν τη δυνατότητα να προμηθεύονται τον μηχανολογικό τους εξοπλισμό και ό,τι εφόδια χρειάζονται σε χαμηλότερες τιμές και, το σημαντικότερο, θα διαθέτουν μεγαλύτερη διαπραγματευτική ισχύ έναντι μεσαζόντων και προμηθευτών, πετυχαίνοντας καλύτερες συμφωνίες και υψηλότερες τιμές.Άλλα εργαλεία του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης αφορούν στην προώθηση καινοτομιών μέσω συμπράξεων με επιστημονικούς φορείς και φορείς της αγοράς, την πιστοποίηση των προϊόντων καθώς και την προβολή και προώθησή τους σε ξένες αγορές.Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, από τα 4,7 δισ. ευρώ του Β’ Πυλώνα της ΚΑΠ, αν η Ελλάδα αξιοποιήσει κατάλληλα τα εργαλεία που δίνονται θα μπορέσει να πετύχει:
- Βελτίωση της ανταγωνιστικότητας του γεωργικού τομέα μέσω της στήριξης των νέων αγροτών (23.900 νέες ελληνικές γεωργικές εκμεταλλεύσεις θα επωφεληθούν), της αναδιάρθρωσης και του εκσυγχρονισμού (6.300 γεωργικές εκμεταλλεύσεις), της ανάπτυξης μικρών αλυσίδων εφοδιασμού (8.300 γεωργικές εκμεταλλεύσεις) και των επενδύσεων στη μεταποίηση και εμπορία (600 αγροδιατροφικές επιχειρήσεις).
- Αποκατάσταση και διατήρηση των οικοσυστημάτων: συμβάσεις για διατήρηση της βιοποικιλότητας στο 10,3% των γεωργικών εκτάσεων, για τη βελτίωση της διαχείρισης των υδάτων στο 12,1% και για τη βελτίωση της διαχείρισης του εδάφους ή την πρόληψη της διάβρωσης του εδάφους στο 10,7%.
- Προώθηση της καινοτομίας και μεταφορά γνώσεων στους τομείς της περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης, των καινοτόμων τεχνολογιών και της έρευνας (δημιουργία 86.640 θέσεων κατάρτισης και υποστήριξης σε 530 σχέδια).
- Στροφή σε πιο αποδοτικά συστήματα άρδευσης για περίπου 51.000 εκτάρια.
- Δημιουργία 2.000 νέων θέσεων εργασίας μέσω του προγράμματος LEADER/CLLD για τη βελτίωση υπηρεσιών και υποδομών στις τοπικές κοινωνίες.
Σε κάθε περίπτωση, η ένταξη στις δράσεις των ΠΑΑ απαιτεί ίδια συμμετοχή, κάτι που, με δεδομένη την έλλειψη ρευστότητας, καθιστά αβέβαιο το ποσοστό των αγροτών, των συνεταιρισμών ή των επιχειρήσεων που θα καταφέρουν να ωφεληθούν.Πάντως, οι Έλληνες αγρότες και η πολιτεία έχουν στα χέρια τους ένα εργαλείο το οποίο, αν έχουν όραμα και σχέδιο και θελήσουν να το αξιοποιήσουν, μπορεί να δυναμώσει τη γεωργία και να τη στρέψει εκεί που πραγματικά απαιτεί η εποχή και η οικονομική κατάσταση της χώρας.