Τα αποτελέσματα των χθεσινών ενδιάμεσων εκλογών στις ΗΠΑ είναι πάνω-κάτω αυτά που είχαν προβλέψει οι δημοσκοπήσεις. Οι Δημοκρατικοί ανέκτησαν τον έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων, ενώ οι Ρεπουμπλικανοί διατηρούν τον έλεγχο της Γερουσίας – ένα διαιρεμένο Κογκρέσο που αντικατοπτρίζει μια Αμερική βαθιά διχασμένη.
Ο λόγος που ξεκινώ με τις δημοσκοπήσεις είναι γιατί συνήθως αναφερόμαστε σ’ αυτές μετεκλογικά μόνο όταν οι προβλέψεις τους πέφτουν έξω. Όταν -όπως συμβαίνει συνήθως- επαληθεύονται, δεν αποτελούν είδηση, κάπως έτσι έχει λοιπόν προκύψει τα τελευταία χρόνια η περιρρέουσα αίσθηση ότι οι δημοσκοπήσεις δεν είναι χρήσιμες. Στον δε απόηχο των εκλογών του ’16, η επικράτηση του Donald Trump πήρε μυθική διάσταση, σχεδόν μοιραία. Αφού συνέβη αυτό, ας πετάξουμε όλα όσα ξέρουμε απ’ το παράθυρο κι ας αποδεχθούμε ότι το πεπρωμένο φυγείν αδύνατο. Δεν υπάρχει όμως τίποτα μοιραίο ή προδιαγεγραμμένο στην πολιτική.
Τόσο οι Δημοκρατικοί όσο και οι Ρεπουμπλικάνοι επωφελήθηκαν από την αυξημένη συμμετοχή: βοήθησε τους μεν να ανακτήσουν τη Βουλή και τους δε να κρατήσουν τη Γερουσία. Το ενδιαφέρον όμως εδώ είναι ότι τα δύο κόμματα κινητοποιούν πια μαζικά εντελώς ξεχωριστές ομάδες ψηφοφόρων. Η “επανάσταση” του Trump βασίζεται στη στήριξη που αντλεί από λευκούς άνδρες μεγαλύτερης ηλικίας, ιδιαίτερα από μη αστικές περιοχές. Ο τρόπος δε που τους φανατίζει, η γλώσσα που χρησιμοποιεί και οι πολιτικές που προκρίνει, θίγουν ευθέως μια σειρά από άλλες ομάδες -γυναίκες, φυλετικές και άλλες μειονότητες- ενώ έχουν περιορισμένη πέραση στους νέους. Από δημογραφικής λοιπόν σκοπιάς, οι ψηφοφόροι του Trump βρίσκονται σε αποδρομή, σε αντίθεση με τις πληθυσμιακές ομάδες τις οποίες στοχοποιεί.
Τα επόμενα 2 χρόνια δεν θα είναι καλύτερα από τα προηγούμενα 2 στις ΗΠΑ: στον Trump δεν αρέσει να χάνει, ειδικά όταν το διακύβευμα είναι η ίδια του η επιβίωση. Θα περάσει πολύ χειρότερα, με ένα Κογκρέσο που δεν θα αφήσει τίποτε αδιερεύνητο, ενώ χάνει και τη νομοθετική πρωτοβουλία που του επέτρεπε να είναι τόσο παρεμβατικός στα εσωτερικά των ΗΠΑ. Ο κίνδυνος είναι ότι με περιορισμένο το πεδίο στο εσωτερικό, και σε μια απελπισμένη κούρσα επιβίωσης, θα κινηθεί πολύ πιο επιθετικά στη διεθνή αρένα.