Η κατανίκηση του θανάτου μου… Ένα συγκλονιστικό κείμενο από τον Δημήτρη Καμπουράκη
Ένα κείμενο γεμάτο αλήθεια και αυτοσαρκασμό έγραψε ο Δημήτρης Καμπουράκης για το protagon.gr. Εμείς το εντοπίσαμε, το διάβασαμε και αποφασίσαμε να το αναδημοσιεύσουμε και να το μοιραστούμε μαζί σας… Ο Δημήτρης Καμπουράκης μιλάει για την επιφανειακή ζωή που όπως ισχυρίζεται ζει, για την αδυναμία του να γίνει λογοτέχνης, για το τέλος του ως τηλεοπτικό προϊόν, το οποίο πλησιάζει καθώς και για τη ρηχότητα του βίου του…
«Με την κατανίκηση του θανάτου σας, πότε θα καταπιαστείτε;» Ο κύριος Μιχάλης Τζιώτης μου απηύθυνε αυτό το ανατριχιαστικά καίριο ερώτημα, σε σχόλιο που έγραψε κάτω από το κείμενο μου για τον βάτο. Αν δεν τον παραφράζω, εννοούσε ότι με τις δυνατότητες που διακρίνει στη γραφή μου, είναι καιρός να παρατήσω τον υποτιθέμενο βιοπορισμό μου μέσω τηλεοράσεως και να ασχοληθώ σοβαρά με τη λογοτεχνία. Αν μη τι άλλο, για τη σωτηρία της ψυχής μου. Εξόχως τιμητική η προτροπή και άκρως φιλοσοφικός ο τρόπος που τίθεται, άρα νιώθω την υποχρέωση να καταπιαστώ με το κολακευτικό ερώτημα:
«Αδυνατώ να αντιπαρατεθώ με τον επερχόμενο θάνατο μου, Κύριε. Εδώ νιώθω ανήμπορος απέναντι στο ταπεινό τσιγάρο που κατατρώει τα σωθικά μου ή στο αλκοόλ που σαπίζει το συκώτι μου, πόσο μάλλον απέναντι σ’ εκείνον που έχει αναλάβει να μας επαναφέρει στην τάξη μετά από μια ζωή ψευδαισθήσεων και παραισθήσεων. Δεν υφίσταται αθανασία αγαπητέ, το γνωρίζετε από τον τρόπο που μου απευθύνεστε. Πολύ περισσότερο δεν υφίσταται για όσους την επιδιώκουν συνειδητά. Αυτοί τρώνε το κεφάλι τους και σε τούτη τη ζωή (που υπάρχει, όπως υπάρχει) και στην άλλη (που δεν υπάρχει). Θα μου πείτε βέβαια, εσείς δεν εγγυηθήκατε καμιά αθανασία, έναν καθαρτήριο δρόμο προτείνετε και την επιδεικνύετε στην άκρη του ως δόλωμα. Να το δεχτώ για την οικονομία της συζήτησης, όμως -μεταξύ μας- ούτε τέτοιος δρόμος υφίσταται.
Εξάλλου, λανθάνετε στο αξίωμα πάνω στο οποίο στηρίζετε την πρόταση σας. Δεν είμαι κανένας γραφιάς της προκοπής, ούτε μπορώ να γίνω. Μην σας ξεγελούν τα κειμενάκια μου. Δεν είναι παρά ασκήσεις εμπλουτισμού και ακριβολογίας της γλώσσας μου. Αν μελετήσετε με την απαραίτητη εμβρίθεια τις γραμμές μου, θα διαπιστώσετε ότι αδυνατώ να εισχωρήσω βαθιά μέσα σε χαρακτήρες, κινούμαι δηλαδή απελπιστικά μακράν του ζωτικού χώρου ενός πραγματικού λογοτέχνη. Και πώς να το κάνω στα γραπτά μου, όταν αδυνατώ να το πράξω στην πραγματική μου ζωή; Πιθανότατα πρόκειται για κατασκευαστική αδυναμία της ψυχικής μου σφαίρας, αν και εγώ βολεύομαι να θεωρώ συνειδητή επιλογή μου τη ρηχότητα αντιμετώπισης των ανθρώπων.
Εν κατακλείδι, έζησα και συνεχίζω να ζω μια εξαιρετικά επιφανειακή ζωή. Κατανάλωσα την γραφή για να βρίσκω καλύτερα αμειβόμενες δουλειές, σπατάλησα την ανάγνωση για να αφήνω έξαφνα εμβρόντητους όσους μεγαλοπιασμένους τολμούσαν να με υποτιμήσουν, ξόδεψα την ποίηση για να καμακώνω χαζές γκόμενες. Δεν περιποίησα ιδιαίτερη τιμή ούτε στον Ντοστογιέφσκι, ούτε στον Καραγάτση, ούτε στον Καβάφη και τον Λαπαθιώτη. Τους χρησιμοποίησα με τα πιο ταπεινά κίνητρα, διότι μου έδωσαν αυτή τη δυνατότητα οι αδαείς και οι απαίδευτοι που με περιστοίχιζαν. Κάποτε έβγαλα ένα ολόκληρο χιλιάρικο πλασάροντας ένα κείμενο του Μαρκές για δικό μου, ενώ η απαγγελία σε γυναικεία αυτάκια ενός δραματικού αποσπάσματος Καρυωτάκη, ευτύχησε σε δύο απανωτές επιτυχίες. Α… ήταν μεγάλα εκείνα τα πεζά και τα ποιήματα των κλασικών, Κύριε. Στις μέρες μας, οι κοπελίτσες λιώνουν ακόμα και μ’ ένα μούγκρισμα της Δημουλά ή με μια κοινοτοπία του Ράμφου. Οποία κατηφόρα…
Εδώ και πολλά χρόνια βρίσκομαι μονότονα μπροστά στην ίδια διαπίστωση από γνωστούς και μη: «Τι κρίμα, να πηγαίνει χαμένο τέτοιο μυαλό…» Πρόκειται για υπερβολή προερχόμενη από τις καλύτερες των προθέσεων, για τις οποίες θερμά ευχαριστώ. Παλιότερα είχα βρει το γοητευτικό κολπάκι να απαντώ ότι «το μεγαλύτερο χόμπι μου είναι να σπαταλώ τα προσόντα μου». Τώρα πια, δεν καταδέχομαι να πω ούτε αυτό. Δεν το θεωρώ καν επαρκές θέμα προς διάλογο, καθότι το μυαλό μου δεν πήγε διόλου χαμένο. Πήγε ακριβώς εκεί που ήταν ο προορισμός του. Να τσιμπολογήσει ολίγη ζωή από δω κι από κει και μετά να αποθάνει χωρίς πολλά-πολλά.
Έχω πλήρη γνώση αυτού που μού συμβαίνει, κύριε Τζιώτη. Στην πραγματική ζωή μου, επιδίδομαι πλέον σε ανέλπιδη άμυνα. Πολύ θα ήθελα να βαυκαλιστώ ότι φυλάττω Θερμοπύλες, πλην ξέρω ότι βρίσκομαι στην ανοικτή πεδιάδα και περικυκλωμένος όχι από βαρβάρους, αλλά από αιμοδιψείς ομοίους μου. Οδεύω ούτως ή άλλως στο γρήγορο τέλος του πολυσυζητημένου (για το ηθικό του μέρος) βιοπορισμού μου. Η προτροπή σας μετατρέπεται σε αυτό-εκπληρούμενη προφητεία, όχι όμως για τους μεγαλοπρεπείς λόγους που επικαλείστε. Απλώς, ως τηλεοπτικό προϊόν τελειώνω. Τα νεαρά τηλεοπτικά λιοντάρια με τις αστραφτερές χαίτες δεν θα ανεχτούν για πολύ ακόμα τον πρησμένο μισομαδημένο γέροντα, να περιφέρεται στο κομμάτι της ζούγκλας που τους αναλογεί.
Όλους αυτούς λοιπόν που σήμερα με καταχεριάζουν με έκδηλη μανία, θα τους συναντήσω λίαν συντόμως σε κοινές ουρές. Ξέρετε, η ρηχότητα του βίου μου (και όχι η συνειδητή εντιμότητα μου) με προστάτευσε από την κατάρα της καβάντζας, της αποταμίευσης, της επένδυσης, της αρπαχτής, της δωροδοκίας. Από την παρέα με επιχειρηματίες προτίμησα την παρέα με σουβλατζήδες και αγρότες, από τις πανύψηλες πουτάνες της show biz προτίμησα τις κανονικές με τα βαριά πόδια που δεν το κρύβουν. Θα ήταν μία κάποια λύσις να έχω τη δυνατότητα φυγής στις Μαλδίβες, στην Ελβετία ή έστω πίσω απ’ τους υψηλούς τοίχους μιας βίλλας, όμως σε κείνες τις κοινές ουρές θα καταλήξω μαζί με όλους. Οι οργισμένοι πολέμιοι του σημερινού βιοπορισμού μου λοιπόν, θα μπορέσουν εκεί με την άνεση τους να μου φωνάξουν «καλά να πάθεις». Αυτοί δεν θα ξέρουν γιατί το λένε, εγώ θα ξέρω γιατί το ακούω. Αυτοί θα νομίζουν ότι μου το φωνάζουν επειδή (κατά τη γνώμη τους) υπηρέτησα από τηλεοράσεως όσους δεν έπρεπε και δεν εξυπηρέτησα όσους έπρεπε. Εγώ πάλι θα ξέρω ότι από το στόμα τους βγαίνει απλώς η κραυγή όσων εκλεκτών κατέστησα αποσυνάγωγους της ψυχής μου.
Θα ήταν πράγματι μια θεσπέσια προοπτική, η παροχέτευση των «δυνατοτήτων» μου μέσω ενός δαιμόνιου by pass, σ’ ένα άλλο πεδίο όπου θα διεξαχθεί η μητέρα των μαχών για την κατανίκηση του θανάτου μου. (Τι εμφαντική λέξη αυτό το κατά-νικώ. Δεν κερδίζω απλώς, πετυχαίνω ολοκληρωτικό θρίαμβο. Για φαντάσου!) Συγχωρήστε με, δεν διαθέτω τα προσόντα και τις δυνάμεις για να μπω σε τέτοια μάχη. Όπως σας εξήγησα εξάλλου, έζησα με τέτοιο τρόπο που ακόμα κι αν νικήσω, δεν θα το καταλάβω ο άμοιρος. Μη θαρρείτε πάντως ότι κλαίγομαι. Δεν προβάλλω δικαιολογίες, δεν εκλιπαρώ συγνώμες, δεν αιτούμαι κατανόηση. Έκαστος με τη ρηχότητα του, με την ισχύ του μυαλού του, με τη δύναμη των μπράτσων του, με την τύχη του και τις επιλογές του. Ας πέσει στο υπόλοιπο του δρόμου μου ό,τι όρισαν η Άτροπος, η Λάχεσις και η Κλωθώ που συνάχτηκαν πάνω απ’ το κρεβάτι μου όταν γεννήθηκα, καθότι ο πατέρας μου δεν είχε λεφτά ν’ αγοράσει κούνια. Δεκάρα τσακιστή δεν δίνω.
Για να τελειώσω, να ξέρετε ότι υπάρχει και κάτι που με χαροποιεί. Η γνώση ότι στο τέλος της παρτίδας, θα απομείνουν πίσω κάποια παιδικά μάτια που επιβιβάστηκαν στο όνειρο, με όχημα τις ιστορίες του πατέρα τους. Επίσης η βαθιά εσωτερική μου βεβαιότητα ότι υπηρέτησα με υψηλό αίσθημα ευθύνης και βαθιά αφοσίωση, τη μοναδική ανθρώπινη αρετή που αξίζει τον κόπο, διότι απαιτεί υψηλή διάνοια και χαμηλό βάδισμα: Τον αυτοσαρκασμό. Σας ευχαριστώ.»
Πηγή: protagon.gr