Ο Τσαλαπετεινός είναι αμέσως μετά τα χελιδόνια, το πουλί που είναι συνδεδεμένο με τον ερχομό της ‘Ανοιξης. Κάνει την εμφάνισή του από το δεύτερο δεκαήμερο του Μάρτη, παρουσιάζει μια κορύφωση ατόμων Απρίλη, Μάη, 2-3 ζευγάρια θα μείνουν το καλοκαίρι και θα φωλιάσουν ενώ τα τελευταία άτομα θα αναχωρήσουν για το νότο τέλη Σεπτέμβρη, αρχές Οκτώβρη.
Στην Αίγυπτο το θεωρούν ιερό πουλί γιατί πιστεύουν πως θα είναι στοργικός απέναντι στους γέρους γονείς του. Μια άλλη παράδοση τον θέλει να ήταν κάποτε κατοικίδιος, πολύ περήφανος και να τον λένε “αγριοκόκορα”. Καμάρωνε σε κότες και παπιά για την όμορφη μύτη του. Την πρόσεχε να μην τη λερώνει και την κρατούσε ψηλά. Τη θεωρούσε και σπουδαίο όπλο. Σε έναν περίπατο όμως, μαζί με τις κότες και τις πάπιες, τους επιτέθηκε μια αλεπού. Ήταν ο πρώτος που το έβαλε στα πόδια. Η αλεπού έφαγε όλες τις κότες και τις πάπιες και ο Τσαλαπετεινός έγινε αγριοπούλι αφού από την ντροπή του δεν ξαναγύρισε στο κοτέτσι.
Από τα εντυπωσιακά πουλιά της φύσης , ξεχωρίζει από το μακρύ λοφίο του με τις μαύρες μύτες που μπορεί να σηκωθεί. ‘Ανοιξη, καλοκαίρι και φθινόπωρο, σε ανοικτά σημεία του Πάρκου, θα τον δούμε να αναζητά την τροφή του κυρίως πάνω στο έδαφος ψάχνοντας με το μακρύ και ελαφρά κυρτωμένο ράμφος του για έντομα, νύμφες τους, σαλιγκάρια και σκουλήκια. Όταν τον πλησιάσουμε και ενοχληθεί, θα σηκώσει το λοφίο του. Στο επόμενο βήμα μας θα πετάξει νωθρά και κυματιστά, ανοίγοντας χαρακτηριστικά αργά τις φτερούγες του, σαν πεταλούδα.
Φτιάχνει τη φωλιά του σε κουφάλες γέρικων δέντρων, σχισμές βράχων, μερικές φορές και σε κτίρια ή ερείπια. Ζει σε αραιά δασύλλια, οπωρώνες, πάρκα που έχουν ανοικτές εκτάσεις με γρασίδι και θάμνους.
Κείμενο: Γ. Μπεριάτος
Φωτογραφία: Λ. Σταύρακας
|
Ο Τσαλαπετεινός με λίγα λόγια:
Μέγεθος 25-29 εκ. διπλάσιος από ένα Σπουργίτη.
Ξεχωρίζει από το πορτοκαλοκαστανωπό πτέρωμα, τις εγκάρσιες ασπρόμαυρες λωρίδες στις φτερούγες και την ουρά και το μακρύ λοφίο με τις μαύρες μύτες.
Και τα δύο φύλα όμοια.
Καλοκαιρινός επισκέπτης στην Ευρώπη, ξεχειμωνιάζει στην Αφρική και τη Ν. Ισπανία.
Φωνή: ένα χαρακτηριστικό υπόκωφο “που-που-που”, ακούγεται από μακριά. Μοιάζει κάπως με της Δεκαοχτούρας.
Φωλιάζει σε κορμούς δέντρων, σχισμές βράχων, κτίρια, ερείπια.
Λατινικό όνομα: Upupa epops.
Έχει δυνατά πόδια και δάχτυλα, τρία μπρος – ένα πίσω, με γερά κυρτά νύχια.
Τρέφεται με έντομα, νύμφες, σαλιγκάρια, σκουλήκια.
|