Λίγο πρίν την σπορά με ζέα καλη σοδειά αγαπητ´ε Γιάννη..

ΖΕΑ : ΤΟ ΑΡΧΑΙΟΤΕΡΟ ΔΗΜΗΤΡΙΑΚΟ ΓΝΩΣΤΟ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ
( Triticum dicoccum ) Δείγματα του, βρέθηκαν σε ανασκαφές προϊστορικών οικισμών σε όλο τον Ελληνικό χώρο με παλαιότερο αυτό της Μικράς Ασίας που χρονολογείται 12000 έτη π.Χ.
Ο Όμηρος αναφέρεται στην καλλιέργεια της ζέας στην Λακωνική πεδιάδα «πυροί τε ζειαί τʼ ήδ΄ ευρυφανές κρί λευκόν.» ΄Δέσποζε μέχρι τις αρχές των ιστορικών χρόνων μεταξύ των δημητριακών. Με το πέρασμα του χρόνου επιλέχθηκαν πιο αποδοτικές και πιο εύκολες καλλιέργειες δημητριακών, όπως το σιτάρι και το ρύζι. Έτσι η καλλιέργεια της Ζέας είχε σχεδόν εξαφανισθεί…. Οι πρόγονοι μας γνώριζαν τις σπουδαίες ιδιότητες του. Οι Ρωμαίοι το χρησιμοποιούσαν σαν τροφή εκστρατείας .Η επιστήμη το έχει ανακαλύψει ξανά μετά από έρευνες σαν δημητριακό που περιέχει 40% μαγνήσιο επιπλέον των άλλων δημητριακών. Η ζέα είναι σημαντική όχι μόνο για τις ίνες και τα μέταλλα που περιέχει αλλά κυρίως για το μαγνήσιο που ενεργοποιεί τις ενζυματικές διαδικασίες του μεταβολισμού. Αποκαλείται μαγνήτης της Ζωής. Το ποσοστό του αμινοξέος λυσίνη που περιέχει είναι το συστατικό των πρωτεϊνών που αυξάνει την πεπτικότητα τους (δημητριακά ζέας)
……………………………
Ο Ηρόδοτος (5ος αι. π.Χ.) αναφέρει ότι οι Αιγύπτιοι παρασκεύαζαν ψωμί αποκλειστικά από ζέα και περιφρονούσαν το σιτάρι και το κριθάρι.
Ο θεόφραστος (4ος αι. π.Χ.) διακρίνει σαφώς τη ζέα από την όλυρα, χαρακτηρίζοντας την πρώτη ως το πλέον αποδοτικότερο μεταξύ πολλών άλλων δημητριακών.
Σύμφωνα, με τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο και τον Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα, η ζειά (όλυρα) είχε καλλιεργηθεί αποκλειστικά ως το μοναδικό δημητριακό από τους πρώτους Ρωμαίους στην αρχή της ιστορίας τους και αυτό αποδεικνύεται και από τη χρησιμοποίηση τους σε όλες τις θρησκευτικές τελετές τους.
Ο γιατρός Γαληνός (2ος αι. π.Χ.) αναφέρει την όλυρα ως το τρίτο σε θρεπτική αξία δημητριακό μετά το κριθάρι και το σιτάρι, ενώ όπως μας πληροφορεί ο Διοσκουρίδης (1ος αι. μ.Χ.) στην εποχή του ήταν διαδεδομένη μια πανάρχαια συνήθεια των Ελλήνων και των Ρωμαίων:
η μίξη χονδροαλεσμένων κόκκων ζέας και σιταριού, που λεγόταν “κρίμνον”, και το οποίο ήταν ένα παχύρρευστο θρεπτικό ρόφημα που ονομαζόταν “πολτός” (χυλός).