ΑΛΛΟΤΙΝΑ  ΧΡΟΝΙΑ
Λαογραφήματα του Γιώργου Ζούγρου, δασκάλου
Επάνω στον Κασιδιάρη συνάζονταν τα τελευταία ανοιξιάτικα σύννεφα και συνεννοούνταν κατά πού να τραβήξουν. Και κίναγαν κατά τον Αρμυρό και το Αιγαίο πέλαγος. το βοριαδάκι που κατέβαινε γιομάτο μυρουδιές, ξεθύμαινε στα κήπια και τα περιβόλια. οι γειτόνισσες κουβέντιαζαν στους φράχτες, που χώριζαν τις αυλές, αλλά όχι τις καρδιές των ανθρώπων. Οι νιοί του χωριού, μ’ ανοιχτό πουκάμισο έτρεχαν καβάλα στ’ άλογα, αφήνοντας πίσω ένα σύννεφο σκόνης.
Το θεριστή σαν έκλεινε το δημοτικό σχολείο, εμείς συνεχίζαμε όλο το καλοκαίρι στο σχολείο της φύσης. Εκεί έβλεπες ολοζώντανα πώς αλλάζει το φιδοπουκάμισο η δεντρογαλιά και πώς το πλι σπάει τ’ αυγό και βγαίνει στον ήλιο. Τα τρύπια παπούτσια, μας πήγαιναν με σίγουρα βήματα παντού … στο παιγνίδι, στο χορό, στη χαρά. Ζηλεύαμε τα καλούδια που είχαν τα παιδιά της πόλης. Δεν ξέραμε τότε πως αυτά που είχαμε, ήταν σημαντικότερα απ’ αυτά που μας έλλειπαν.
Και η μάνα μου, να με φωνάζει: Να διαβάζεις, να μάθεις γράμματα κι ας υπόγραφε με σταυρό! Αυτοί που δεν ήξεραν γράμματα, τα είχαν σε μεγάλη εκτίμηση.
Στον εσπερινό με φώναζε ο παπα-Θανάσης, ένας άγιος άνθρωπος, με κάτασπρα γένια και μαλλιά, να διαβάζω στο ψαλτήρι κάτι παράξενα γράμματα! «Τι ανταπέδωκας λαέ μου, αντί του μάνα χολήν κι αντί του ύδατος όξος.»
Κάθε Κυριακή οι γέροντες του χωριού έφταναν στην εκκλησιά. Κρέμαγαν τις μαγκούρες στα κλαδιά του δέντρου, που ήταν στην αυλή, έβγαζαν την τραγιάσκα τους, σταυροκοπιόνταν κι έμπαιναν στο ναό. Σαν τέλειωνε η λειτουργία, έπαιρναν τ’ αντίδωρο με ευλάβεια και προσοχή μην πέσει κάτω κανένα ψίχουλο και κάθονταν στα πεζούλια κάνοντας γεροντοκούβεντο με τις ώρες.