Διήγημα του Χ Μπράβου

16 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1954

Το διήγημα αυτό του Χρήστου Μπράβου, μαζί με άλλα ανέκδοτα και αθησαύριστα ποιήματα, πεζά και δοκίμια του ιδίου, πρωτοδημοσιεύθηκε τον Δεκέμβρη που μας πέρασε, στο τχ. 8 του Νέου Πλανοδίου το αφιερωμένο στο βραχύ αλλά τόσο σημαντικό έργο του.

Αυτό το Σάββατο, 8 Μαρτίου 2025, στις 12 το μεσημέρι, παρουσιάζουμε το αφιέρωμα στο Άλσος Lounge Café, Πεδίον του Άρεως (Οδός Ευελπίδων, Πλατεία Πρωτομαγιάς). Για τον Χρήστο Μπράβο θα μιλήσουν φίλοι και συνοδοιπόροι του ποιητή καθώς επίσης οι συνεργάτες του τεύχους.

~.~

16 Αυγούστου 1954

Εβάδιζα μπροστά. Ξυπόλυτος – όπως με βγάλαν απ’ το κοτέτσι που κρυβόμουν και με κουβάλησαν στο σπίτι του Νίκου. «Δεν προφταίνεις να ποδεθείς», μου ’χαν πει. Ήμουνα όλος πούπουλα και χώμα. Περνώντας την αυλή οι γυναίκες ξεσταυρώναν τα χέρια τους. Άλλη μου χάιδευε τα μαλλιά, άλλη με τίναζε. «Αγαπημένα σαν αδέλφια τα δυο τους», άκουσα να λέν.

Στις μηλιές οι τζίτζικες, βιολιτζήδες που τροχίζουν τα δοξάρια τους. Ένοιωθα παράξενα. Πάντα τ’ απογεύματα του καλοκαιριού μού φέρναν μια λύπη. Ριγμένος ανάσκελα στη χλόη του κήπου μας χανόμουν στη σιωπή κι έλεγα πως όλα μαρμάρωσαν, όπως στην «κοιμισμένη βασιλοπούλα». Ώσπου να φτάσει ο άρχοντας το σούρουπο, να τη φιλήσει ξανακουρδίζοντας τη ζωή και τη βουή της. Χυνόμουν στο δρόμο. Οι φίλοι στα πόστα τους. Ακίνητες κούκλες στις αυλόπορτες οι μανάδες μας, άμα έπεφτε η νύχτα για καλά, κάνανε προσκλητήριο με στριγκές φωνές κι οι αδέσποτοι καληνυχτούσαμε τα σοκάκια.

— Μη βγαίνεις, μου λέει ένα βράδυ ο Νίκος. Να δούμε τί θα κάνουν.

Μείναμε στα χαλάσματα του τούρκικου στρατώνα και λουφάξαμε. Και μέσα να μπαίναν, δεν θα μας έβρισκαν. Ήτανε δέκα θάλαμοι και θα τους παίζαμε κρυφτούλι, περνώντας απ’ τον ένα στον άλλο. Πέρασε ώρα πολλή και μόνο οι δυο μανάδες που εψάχναν, ακούγονταν: «Χρήστο, Νίκο, Χρήστο, Νίκο» – ανάσα εμείς. Ένα φεγγάρι σαν αλώνι τέντωνε τις σκιές. Οι φωνές των μανάδων μας πέφταν μακρύτερα τώρα.

— Μας ψάχνουν στο υδραγωγείο, γέλασε ο Νίκος

— Να βγούμε καλύτερα, του λέω

Μου βούλωσε το στόμα με την παλάμη. Κράτησα την αναπνοή μου· μου φάνηκε πως κι αυτός δεν ανάσαινε. Δυο ίσκιοι περνούσαν το ντουβάρι που συνόρευε με τον κήπο του Λιάκου. Άντρας και γυναίκα ήταν· δεν γνώρισα ποιοι. Πήδησαν μέσα. Τους χάσαμε. Χόρτο δεν έτριζε, πατούσαν σαν τις γάτες. Ακούσαμε τις χαμηλές φωνές τους στον πλαϊνό θάλαμο. Κολλήσαμε στον ανταμικό τοίχο και περιμέναμε, δεν ήξερα τι. Έξω μιλούσε ο πατέρας του Νίκου – είχανε κλείσει τα καφενεία. «Θα του μετρήσω τα παΐδια του κερατά». Κάτι μουρμούρισε κι η μάνα του, μα δεν το καθάρισα. «Να τα βρούμε γερά μόνο», ακούστηκε η μάνα μου. Τη λυπήθηκα· όμως τώρα, με τους άλλους δίπλα, ούτε τριχιές δεν με βγάζαν. «Στα χοντρά τα μάρμαρα θα πήγαν», μίλησε ξανά ο πατέρας του Νίκου. Το βάλαν για τον λόφο, είκοσι λεπτά σύρε κι έλα. Η μεσοτοιχία μας με τους δύο είχε μια τρύπα παραπέρα. Σύρθηκα ώς εκεί κι έγνεψα του Νίκου, που σκυφτός ήρθε πλάι μου. Κοιτάξαμε ένας ένας, δεν είδαμε τίποτα. Πέρασε λίγη ώρα· οι άλλοι τσιμουδιά. Μονάχα οι ανάσες τους, γρήγορες. Ύστερα ο άντρας μούγκρισε. «Θα μας ακούσουν, σώπα» τρόμαξε η γυναίκα. Σε λίγο, σα να την άκουσα να κλαίει· κι αυτός σα να ’σκαβε. Μοιράσαμε την τρύπα στα δυο και κολλήσαμε από ’να μάτι στο λίγο που μας έπεφτε. Άκουσα σούστες που θηλύκωναν με μικρούς κρότους. Τώρα βλέπαμε τις πλάτες τους. Βαστούσαν τα παπούτσια τους και πατούσαν στα νύχια. Σα να πηδούσαν αυλάκια μου φάνηκε. Τους χάσαμε πάλι.

— Τους γνώρισες; μου κάνει ο Νίκος

— Μπα, του λέω. Εσύ;

— Σαν η Ρηνούλα του Λιάκου, μου έμοιασε αυτή.

— Και τί γύρευε μ’ αυτόν εδώ πέρα;

— Ε, δεν καταλαβαίνεις; Τη βάτευε.

Λυθήκαμε κι οι δυο στα γέλια. «Εδώ είναι οι μπάσταρδοι» ακούστηκε ο πατέρας του Νίκου. Βγήκαμε σα βρεγμένες γάτες. Η μάνα μου με πήγε σέρνοντας απ’ τ’ αυτί ώς το σπίτι. Καλά που ο πατέρας μου έλειπε στην Ελασσόνα. Μπαίνοντας, άκουσα τα παρακάλια του Νίκου: « Όχι με το λουρί, όχι με το λουρί». Την άλλη μέρα είδα μαύρα σημάδια στα πόδια του. Η μάνα μου είχε αλαφρύ χέρι κι η μια ζωστήρα που ’χε ο πατέρας ήταν στο παντελόνι που εφόραγε.

— Είσαι σίγουρος πως ήταν η Ρηνούλα; τον ρώτησα

— Αυτή ήταν, είπε επίσημα

— Την πουτάνα!

— Να μην την μαρτυρήσουμε, βρε. Είσαι;

Ήμουνα.

Ήταν και η Ρηνούλα στην αυλή. Σοβαρή κι όμορφη. Την είχα δει και μια μέρα πρωτύτερα στο δρόμο. Δεκαπενταύγουστος· κι ο Νίκος με τα ξαδέλφια του είχαν τραβήξει για το μοναστήρι που γιόρταζε. Ήθελα να ’μαι μαζί τους, όμως η μάνα μου είπε «όχι» και δε γύρισε γνώμη ώς το τέλος. Μεσίτεψε κι η μάνα του Νίκου· τίποτα. Το μοναστήρι είναι κοντά στον Αλιάκμονα – κι η μάνα μου εφοβόταν. «Απόμεινες μοναχό;» κορόιδεψε η Ρηνούλα. Θύμωσα. «Δε μας παρατάς κι εσύ». Απομακρύνθηκε γελώντας. Όπως περνούσα δίπλα της με χάιδεψε στο μάγουλο.

Ακούστηκαν φωνές. Σα να μην ήμουν εγώ. Μπήκα στο δωμάτιο.. Μύριζε παράξενα. Κι ο Νίκος, εκεί.

Εβάδιζα μπροστά. Ξυπόλυτος. Το καπάκι δεν ήταν βαρύ· τέσσερα κοντά σανίδια απλάνιστα. Το ’χανε ντύσει με πανί ολοκόκκινο. Πίσω μου οι δυο παπάδες θυμιατίζαν κι έψελναν – ένα μουρμούρισμα λυπητερό. Παραπίσω ο πατέρας του Νίκου με το σεντούκι στον ώμο του. Δε θέλησε να το κρατήσουν ξένοι. «Ο Χρήστος το καπάκι, εγώ το σεντούκι». Κανείς δεν του αντιγύρισε λόγο.

Πατούσα αγκάθια, μα δε μ’ ένοιαζε. Έλεγα πως οδηγούσα το Νίκο, πως ήταν τυφλός και τον πέρναγα απέναντι. Τον είχα δεί βραδάκι του Δεκαπενταύγουστου: κοιμόταν στα λουλούδια. Γλίστρησε απ’ τα ξαδέλφια του και μπήκε στο ποτάμι. Τον πήρε μια ρουφήχτρα, πέσαν δυο-τρεις, τον έπιασαν, ο Νίκος τους ετράβαγε με δύναμη. Τον βγάλαν τύμπανο. Δεν ήθελα να ξέρω πως τον έχανα, πως θα τον παραχώναν· εμπήκα στο κοτέτσι να κρυφτώ. Την ώρα που τον σκέπαζαν σηκώθηκε αέρας. Τα μάτια μου εγεμίσαν χώμα.

Δεν τον θυμάμαι καλά πια. Όποτε δοκιμάζω να τον φέρω, πέφτει χίλια κομμάτια μέσα μου. Μόνο που ακούω, καμιά φορά, τη ραγισμένη φωνή της μάνας του τ’ απόγευμα που μ’ έφεραν στο σπίτι, να τον βγάλουμε: «Σήκω τζιέρι μου. Ήρθε ο Χρήστος να σε πάρει».

25-29/6/1982

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *