Ζαβό τον φωνάζανε στο χωριό. Ζαβό και τσεβδό και να δεις που άκουγε κι απαντούσε. Καλοκάγαθος ήταν ο Μπάμπης και πολύ καλός μάστορας! Ένα μικρό συνεργείο είχε κι έφτιαχνε μοτοποδήλατα.
Ο καλύτερος μάστορας στην περιοχή ήταν. Έδιωχνε πελατεία.
Αλλού να τα πα πα πάτε τους έλεγε. Έχω πο πο πολύ δουλειά εγώ και δε δε δεν μπορώ. Κι οι πελάτες ξέροντας πόσο καλός ήταν αφήνανε τα μοτοποδήλατα και φεύγανε κι ο Μπάμπης θύμωνε που δεν τον άκουγαν…
Έπαιρνε τότε ένα παλιό μοτοσακό που είχε ένα χαρβαλιασμένο αλλά η μηχανή του δούλευε ρολόι, το καβάλαγε κι έκανε μια βόλτα να ηρεμήσει. Κι όταν του λέγανε γιατί δεν παίρνεις άλλο μοτοσακό εκείνος τους έλεγε, αυτό θε θε θέλω εγώ σας πειράζει; Και κείνοι γελούσαν γιατί τον πειράζανε και το’ ξερε κι αυτός και γελούσε στο τέλος. Όλοι ξέρανε την αγάπη που είχε για το μοτοσακό του και για τα ζώα.
Το μικρό του συνεργείο γεμάτο από γάτες, σκύλους και κότες ήταν όλη μέρα. Τα τάιζε, τα πότιζε και τους μιλούσε.
Ήταν η παρέα του! Αν αρρώσταινε κάποιο έφερνε κτηνίατρο να το δει. Του έστρωνε σε μια γωνιά του συνεργείου και το γιατροπόρευε σαν μωρό παιδί και δεν κοιμόταν στο σπίτι του και στο κρεβάτι του μέχρι να γίνει καλά!
Μια μέρα πήγαινε βόλτα με το μοτοσακό του κι είχε πάνω ένα σκύλο και μια στιγμή πετιέται ο σκύλος και τρέχει τρέχει κι ο Μπάμπης δεν ήξερε τι να κάνει. Σταμάτησε το μοτοσακό του κι έτρεχε και κείνος ξοπίσω του και τον φώναζε να σταματήσει μα ο σκύλος δεν τον άκουγε. Κάποια στιγμή τον βλέπει να γαυγίζει ψηλά στον τοίχο ενός πηγαδιού.
Μια γάτα είχε δει και την πήρε στο κατόπι και κείνη δεν υπολόγισε καλά το άλμα της κι έπεσε μέσα στο πηγάδι γι αυτό κι ο σκύλος γάβγιζε…Τρελάθηκε ο Μπάμπης και βάζει και κείνος τις φωνές κι ήρθαν κάποιοι που τον άκουσαν και σαν μάθαν τι έγινε γελούσαν και φεύγανε και κείνος έκλαιγε και πήγαινε πέρα δώθε μη ξέροντας τι να κάνει…
Θα ψο ψο ψοφήσει φώναζε ο καημένος και χτύπαγε τα χέρια του στο στήθος. Να φωνάζει ο Μπάμπης να γαυγίζει ο σκύλος μα βοήθεια καμία για την γάτα που νιαούριζε στο βάθος του άδειου πηγαδιού από νερό.
Και παίρνει το μοτοσακό του και φεύγει. Πάει να βρει έναν που συνεχώς του έλεγε το πουλάς να τ αγοράσω το μοτοσακό σου;
Κι έλεγε ο Μπάμπης δε δε δεν το πουλάω.
Μα τώρα θα το χαρίσει σε κείνον αρκεί να τον βοηθήσει να βγάλουν την γάτα. Μες τα κλάματα του είπε τι συμβαίνει και στο τέλος του λέει έλα και γω θα θα θα στο χαρίσω το μοτοσακό.
Τον λυπήθηκε η ψυχή του με τόσο κλάμα, βουτάει μια τριχιά χοντρή και του λέει πάμε βρε Μπάμπη να σώσουμε την γάτα.
Δένει την τριχιά στο σώμα του, ήρθαν και κάνα δυο ακόμα που τους φώναξε κατέβηκε στο πηγάδι πιάνει την γάτα και την δίνει στον Μπάμπη που δεν μπορούσε να σταματήσει το κλάμα και φύγανε. Κι αφού συνήλθε ο Μπάμπης του φωνάζει δυνατά να τον ακούσει. Το μοτοσα σα σα κοοοό να πα πα πάρεις….
Μα κείνος δεν το πήρε ποτέ και ούτε πείραξε ξανά τον Μπάμπη γιατί ψυχές σαν την δική του δεν τις πειράζεις αλλά τις θαυμάζεις! Αν κάποιος ήθελε να βρει το συνεργείο του, ρωτούσε που είναι του ζαβού και του τσεβδού το μαγαζί;
Κι ο Μπάμπης για να τους τα επισκευάσει τους έλεγε, αγαπάς τα ζώα; Αν του λέγανε όχι δεν τους έφτιαχνε τις βλάβες τους και θυμωμένος τους έδιωχνε λέγοντάς τους στο κα κα καλό.
Το αγαπούσε το μοτοσακό του ο Μπάμπης! Μ αυτό πήγε βόλτα την κοπέλα που ερωτεύτηκε όταν ήταν νέος! Πάνω στη σέλα του ανταλλάξανε τα πρώτα τους φιλιά!
Εκεί του είπε σ αγαπώ, εκεί και το αντίο…
Ζαβό και τσεβδό τον έλεγαν…
Ελευθερία Λάππα