Φθινόπωρο του 1977 και η «κατάρα του Ποσειδώνα» για την Αθήνα θα σπάσει οριστικά. Η Αθήνα δεν θα ξαναδιψάσει. Ο ποταμός Μόρνος, 190 χιλιόμετρα μακριά από την Αθήνα, έδωσε τη λύση. Σε ένα στένωμα της κοίτης του, κοντά στη θέση Μαυρονέρι, φτιάχτηκε χωμάτινο φράγμα με υλικά από την εύφορη κοιλάδα, που πριν πλουσιοπάροχα της χάριζε τα νερά του, που έδιναν ζωή στα καλαμπόκια και στα δημητριακά καθώς και στα πλούσια περιβόλια των φιλοπρόοδων καλλιεργητών.
Ξεκοιλιάστηκε κυριολεκτικά η περιοχή και όλα τα υλικά μεταφέρθηκαν και αποτέλεσαν την πρώτη ύλη για να κατασκευαστεί το χωμάτινο ανάχωμα-φράγμα πλάτους 600 μέτρων και ύψους 125. Όλα πήγαιναν καλά για τους διψασμένους Αθηναίους και όλα στραβά και μαύρα για τους κατοίκους της κοιλάδας. Το νερό θα άρχιζε σιγά σιγά να πλημμυρίζει την περιοχή και ο Ποσειδώνας έδινε την ευλογία του να δημιουργηθεί η λίμνη. Οι κάτοικοι θα έπρεπε να αφήσουν τα σπίτια και τις περιουσίες τους, να πάρουν μαζί τους τις αναμνήσεις, τα βιώματα και τα κόκαλα των προγόνων τους και να ψάξουν για καινούργια πατρίδα…..
Απόσπασμα από το διήγημα: Η θεά Αθηνά σώζει την ελιά στην κοιλάδα του Μόρνου
Από το βιβλίο: θαμμένα όνειρα, ζωντανές αναμνήσεις