Για τον Επίκουρο, το τέλος του χρόνου της ανθρώπινης ζωής -δηλαδή ο αναπόφευκτος θάνατος- σημαίνει το πέρασμα στην ανυπαρξία: «Γιατί ό,τι αποσυντίθεται παύει να αισθάνεται. Κι ό,τι δεν αισθάνεται δεν μας αφορά.»[6] · η ψυχή χάνεται οριστικά μαζί με το θνητό σώμα. Η πλήρης και γεμάτη νόημα ζωή (ὁ παντελῆς βίος) δεν χρειάζεται άπειρο χρόνο (οὐθὲν ἔτι τοῦ ἀπείρου χρόνου προσεδεήθη)· ο σοφός «ούτε αποφεύγει την ηδονή, ούτε, όταν έρθει η ώρα να εγκαταλείψει τη ζωή (ἡνίκα τὴν ἐξαγωγὴν ἐκ τοῦ ζῆν), πιστεύει ότι του έλειψε κάτι από τον άριστο βίο (ὡς ἐλλείπουσά τι τοῦ ἀρίστου βίου κατέστρεψεν.[7]).» Γεννηθήκαμε μια φορά και δεν γίνεται να γεννηθούμε ξανά: «και είναι βέβαιο πως δεν θα υπάρξουμε ξανά στον αιώνα τον άπαντα. Εσύ όμως, ενώ δεν εξουσιάζεις το αύριο, αναβάλλεις την ευτυχία για αργότερα. Κι η ζωή κυλά με αναβολές και χάνεται, και ο καθένας μας πεθαίνει απασχολημένος.»