Πολλοί κλάψανε, μόλις το μάθανε, κι άλλοι δακρύσαν. Το δάκρυ τους, «πηγμένο από τ’ αλεύρι τού φούρναρη, φούσκωσε σαν προζύμι για ένα μεγάλο αυριανό ψωμί. Λάβετε, φάγετε! Αλλά και ποιος δε σφάλλει; Ποιος δε λύγισε με τα χρόνια; Κι αλήθεια, τι γνωρίζουμε για τον εαυτό μας; Ζούμε στην τύχη και στον κίνδυνο, η κάθε μέρα μάς φθείρει, έτσι που σε λίγο, κάτω απ’ το όνομά μας, δε θα’ ναι κανείς (και μόνο η ανωνυμία θα μας διατηρεί μακριά από μύθους). Όμως, σήμερα, με βλέπετε, εδώ στη γωνιά τού δρόμου, έτοιμο κάθε στιγμή να σας αγαπήσω – ένας μικροδιεκπεραιωτής τού ανέφικτου μες στην αιώνια λησμονιά… Κι αν συνεχίσω να ζω, είναι γιατί δε θέλω να λησμονήσω, ή βγαίνω ξανά στις γωνιές τού δρόμου με μια μπουκάλα στο στόμα σαν τις σάλπιγγες της Αποκαλύψεως. Και το χιόνι, πέφτει αθόρυβα απ’ το πρωί, σαν κάποιος να τινάζει το σπόγγο τού παλιού σχολείου… Μόνο αυτός, που στάθηκε στις ίδιες γωνιές, πολλές φορές, μέσα στη νύχτα, μόνο αυτός έμαθε πως δεν υπήρξε ποτέ δρόμος, παρά μόνο για να χαθείς…».
Απόσπασμα από το έργο του Θωμά Στραβέλη, συγγραφέα – πανεπιστημιακού: Δημήτρης Λιαντίνης- Ο Ταΰγετος θυσίασε τον Φιλόσοφο για να σώσει τη Φιλοσοφία