Τα κοιμητήρια

Τόποι χλοεροί, με μάρμαρα και κυπαρίσσια,
με χώμα μουσκεμένο από πολλά δάκρυα,
που εμείς τους λέμε
νεκροταφεία ή κοιμητήρια.

Εκεί δεν κατοικεί κανείς.

Λησμονημένοι τόποι,
που θαρρούμε πως κοιμίζουν τους
αγαπημένους μας.
Κάποτε μόνο ο άνεμος διαβαίνοντας
βγάνει φωνή,
κάποτε μόνο αφήνει λυπημένη
τη φωνή του το πουλί.

Εκεί κανείς δεν κατοικεί.
Ήλιος και βροχή,
παιχνίδια του αττικού χειμώνα.

Τα κοιμητήρια είναι για τους ζωντανούς.
Οι νεκροί έχουν πεθάνει.

Από την ποιητική συλλογή του Κώστα Στεργιόπουλου «Τα τοπία του ήλιου»

Πράξις λαθραία

Ήταν ωραία στην αοριστία της
αυτή που με κρατούσε
ανάμεσα στο σκοτάδι και στο φως,
εκεί που ισορροπούν η μέρα με τη νύχτα,
με μισό πρόσωπο στο φως και τ’ άλλο στο σκοτάδι.

Ωραία, με προεκτάσεις απροσδιόριστες.

Όπως όταν χαράζει το χειμώνα
μέρα λαμπρή στα μέσα του Γενάρη,
κι άλλοτε, σαν «από την άλλη
μεριά αγγελτηρίων θανάτου».

Πράξις λαθραία,
που κάποτε κι αυτή τελειώνει
σαν τη ζωή.

Από την ποιητική συλλογή του Κώστα Στεργιόπουλου «Όσο είναι ακόμα καιρός»

Στις 11 Ιανουαρίου 2016 απεβίωσε μια πολύπλευρη και πραγματικά χαρισματική πνευματική προσωπικότητα, ο Κώστας Στεργιόπουλος.

Ο Στεργιόπουλος, ποιητής, πεζογράφος, κριτικός της λογοτεχνίας, νεοελληνιστής φιλόλογος και πανεπιστημιακός καθηγητής, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαΐου 1926.

Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εκπόνησε διδακτορική διατριβή στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.