Ἀνε­μι­στῆ­ρας (διήγημα του Κ Πούλου)

ΟΔΗΓΩ ἕνα σα­ρά­βα­λο ποὺ δὲν ἔχει κα­λὰ φρέ­να σὲ ἕναν δρό­μο γε­μᾶ­το λακ­κοῦ­βες καὶ εἶ­μαι ἀπελ­πι­σμέ­νος. Τὸ πορ­τμ­παγ­κὰζ εἶ­ναι γε­μᾶ­το ροῦ­χα καὶ βι­βλία ποὺ δὲν ἔχω δια­βά­σει καὶ ἔχω ἔν­το­νες ἀμ­φι­βο­λί­ες ἂν τὸ ρε­ζερ­βουὰρ πε­ριέ­χει τὴν πο­σό­τη­τα βεν­ζί­νης ποὺ θὰ χρεια­στῶ γιὰ νὰ φτά­σω στὸν προ­ο­ρι­σμό μου. Στὴ θέ­ση τοῦ συ­νο­δη­γοῦ εἶ­ναι ὁ ἀγα­πη­μέ­νος μου ἀνε­μι­στῆ­ρας, ὁ ὁποῖ­ος μοῦ ἔκα­νε ἀπί­στευ­τα κα­λὴ πα­ρέα στὴ διάρ­κεια τοῦ κα­λο­και­ρι­νοῦ καύ­σω­να. Τοῦ ρί­χνω μιὰ μα­τιὰ εὐ­γνω­μο­σύ­νης. Κά­θε­ται ἐκεῖ δί­πλα μου ἤρε­μος καὶ σιω­πη­λός. Δεί­χνει στε­νο­χω­ρη­μέ­νος.

       «Δὲν θὰ πεῖς κά­τι;» τοῦ λέω.

       «Τί νὰ πῶ…» μοῦ ἀπαν­τᾶ. «Χω­ρὶς ρεῦ­μα; Ἐμέ­να ὁ ἠλε­κτρι­σμὸς εἶ­ναι ἡ μά­να μου. Χω­ρὶς αὐ­τὸν δὲν εἶ­μαι πα­ρὰ ἕνα ἄχρη­στο σκου­πί­δι.»

       Ἄχρη­στο σκου­πί­δι! Ὁ φί­λος μου ὁ ἀνε­μι­στῆ­ρας πέ­τυ­χε τὴ σω­στὴ δια­τύ­πω­ση: ἄχρη­στο σκου­πί­δι! Ἔτσι ἀκρι­βῶς νιώ­θω κι ἐγὼ με­τὰ τὸν χω­ρι­σμό μου μὲ τὴν Ἄν­να. Ὁ νοῦς μου ἐπι­κεν­τρώ­θη­κε στὴν ὁδή­γη­ση. Στρο­φές, δέν­τρα, βου­νὰ στὸν ὀπτι­κό μου ὁρί­ζον­τα. Δύο γλά­ροι καὶ ἕνα ἀε­ρό­στα­το ψη­λὰ στὸν οὐ­ρα­νὸ κο­ροϊ­δεύ­ουν τὸν Νεύ­τω­να. Ἔχου­με ἤδη μπεῖ στὸ φθι­νό­πω­ρο, ἀλ­λὰ ἡ ζέ­στη ζέ­στη.

       «Δῶ­σε μου τοὐ­λά­χι­στον ἕνα πε­ρι­θώ­ριο με­ρι­κῶν ἡμε­ρῶν», τῆς εἶ­χα πεῖ. «Νὰ βρῶ τοὐ­λά­χι­στον ἕνα σπί­τι νὰ νοι­κιά­σω.»

       Ἡ Ἄν­να ἦταν ἀνέν­δο­τη.

       «Δὲν μὲ νοιά­ζει. Νὰ βρεῖς μιὰ σπη­λιὰ νὰ μεί­νεις. Εἶ­ναι τὸ μό­νο σπί­τι ποὺ σοῦ ται­ριά­ζει!»

       Ἔτσι ἀκρι­βῶς τὸ εἶ­πε. Καὶ νά ’μαι τώ­ρα στὸ δρό­μο μὲ τὸν φί­λο μου τὸν ἀνε­μι­στῆ­ρα, ποὺ γιὰ νὰ τοῦ πά­ρεις κου­βέν­τα χρειά­ζε­σαι κα­νο­νι­κὸ συμ­βό­λαιο μὲ τὴ ΔΕΗ. Νό­μι­ζα ὅτι θὰ πε­ρά­σει ὅλη ἡ δια­δρο­μὴ στὰ μουγ­κά, ὅταν ξαφ­νι­κὰ ἄκου­σα πά­λι τὴ γνώ­ρι­μη φω­νή του.

       «Ἔπρε­πε νὰ μὲ ἀφή­σεις στὴν Ἄν­να» εἶ­πε.

       «Καὶ για­τί πα­ρα­κα­λῶ; Μὴν ξε­χνᾶς ὅτι μὲ τὶς οἰ­κο­νο­μί­ες μου σὲ ἀγό­ρα­σα, καὶ μά­λι­στα ἔβα­λα δό­σεις. Τὴν ἑπό­με­νη βδο­μά­δα πρέ­πει νὰ πλη­ρώ­σω τὴν τε­λευ­ταία.»

       «Στὴν Ἄν­να ἔχει ρεῦ­μα, ἐνῷ στὴ σπη­λιά…»

       Εἶ­χε πά­ρει τοῖς με­τρη­τοῖς τὰ λό­για τῆς Ἄν­νας ὅτι θὰ μεί­νω σὲ σπη­λιά. Ἠλί­θια μη­χα­νή­μα­τα!

       «Εἶ­ναι λί­γο πιὸ ἀκρι­βός, ἀλ­λὰ δια­θέ­τει τε­χνη­τὴ νο­η­μο­σύ­νη» μοῦ εἶ­χε πεῖ ἡ ὑπάλ­λη­λος.

       «Δη­λα­δή;» τὴν εἶ­χα ρω­τή­σει.

       «Δη­λα­δὴ τοῦ μι­λᾶ­τε καὶ σᾶς ἀπαν­τᾶ ἢ ἐκτε­λεῖ τὶς ἐν­το­λὲς ποὺ τοῦ δί­νε­τε.»

       Ἀλή­θεια ἦταν.

       «Ἀνε­μι­στῆ­ρα, ἀέ­ρα» τοῦ ἔλε­γα, καὶ αὐ­το­μά­τως ἔμ­παι­νε σὲ λει­τουρ­γία.

       «Μά­λι­στα κύ­ριε» ἀπαν­τοῦ­σε. «Σὲ ποιά σκά­λα θέ­λε­τε;»

       «Στὴ Σκά­λα τοῦ Μι­λά­νου» τοῦ ἀπαν­τοῦ­σα γιὰ νὰ τὸν μπερ­δέ­ψω.

       Σπά­νια μπερ­δευό­ταν.

       «Δὲν ὑπάρ­χει τέ­τοια σκά­λα, κύ­ριε.»

       Στὴν ἀρ­χὴ ἤξε­ρε μό­νο με­ρι­κὲς συγ­κε­κρι­μέ­νες ἐν­το­λές. Μὲ τὸν και­ρὸ ὅμως ἔμα­θε κι ἄλ­λες φρά­σεις. Κά­να­με κα­λὴ πα­ρέα, ὅταν ἡ Ἄν­να ἔλει­πε στὸ γρα­φεῖο. Μέ­χρι συ­ζη­τή­σεις γιὰ γε­ω­τρή­σεις στὸ φεγ­γά­ρι.

       «Σε­λη­νο­τρή­σεις», μὲ διόρ­θω­νε.

       Ἐκεῖ­νος πί­στευε ὅτι ὑπῆρ­χε ἄφθο­νο πλου­τώ­νιο στὸ φεγ­γά­ρι. Εἶ­χε ἀπο­δεί­ξεις. Τὸ εἶ­πα στὴν Ἄν­να καὶ μὲ κοί­τα­ξε σὰν οὖ­φο.

       «Τρε­λά­θη­κες τε­λεί­ως;» μοῦ εἶ­πε. «Μι­λᾶς μὲ τὸν ἀνε­μι­στῆ­ρα τώ­ρα;»

       «Ἐκεῖ­νος ἄρ­χι­σε πρῶ­τος», δι­καιο­λο­γή­θη­κα.

       Ἡ ἀλή­θεια εἶ­ναι ὅτι ὁ ἀνε­μι­στῆ­ρας πο­τὲ δὲν μι­λοῦ­σε στὴν Ἄν­να. Ἀπὸ τὴ μιὰ στε­νο­χω­ριό­μουν γι’ αὐ­τό, ἀπὸ τὴν ἄλ­λη ὅμως χαι­ρό­μουν, ποὺ εἶ­χα ἕναν τό­σο κα­λὸ καὶ ἀπο­κλει­στι­κὸ φί­λο. Ὅμως τώ­ρα, ποὺ τὸν εἶ­χα ἀνάγ­κη πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀπὸ πο­τέ, κα­θό­ταν σιω­πη­λὸς στὸ κά­θι­σμα τοῦ συ­νο­δη­γοῦ καὶ κοι­τοῦ­σε ἀνέκ­φρα­στος μπρο­στὰ τὸν ἥλιο τοῦ δει­λι­νοῦ νὰ μειώ­νει στα­δια­κὰ τὸ φῶς του κα­τη­φο­ρί­ζον­τας πρὸς τὸν ὁρί­ζον­τα. Οἱ λακ­κοῦ­βες στὸν δρό­μο πολ­λα­πλα­σιά­ζον­ταν, ἀφοῦ οἱ ὑπο­σχέ­σεις τῆς κυ­βέρ­νη­σης γιὰ βελ­τί­ω­ση τοῦ ὁδι­κοῦ δι­κτύ­ου δὲν κα­τά­φε­ραν νὰ με­τα­μορ­φω­θοῦν σὲ πρά­ξεις. Ὁ ἀνε­μι­στῆ­ρας τραν­τα­ζό­ταν δί­πλα μου. Ἀνη­σύ­χη­σα. Κι ἂν τοῦ λα­σκά­ρι­ζε κά­ποια βί­δα;

       Ξαφ­νι­κά, ἔνιω­σα ἕνα εὐ­χά­ρι­στο ἀε­ρά­κι νὰ ἔρ­χε­ται ἀπὸ τὰ δε­ξιά μου. Γύ­ρι­σα καὶ δὲν πί­στευα στὰ μά­τια μου: ὁ φί­λος μου ὁ ἀνε­μι­στῆ­ρας εἶ­χε τε­θεῖ σὲ λει­τουρ­γία, καὶ μά­λι­στα χω­ρὶς κα­μία ἐν­το­λή!

       «Χω­ρὶς ρεῦ­μα;» τὸν ρώ­τη­σα. «Πῶς τὰ κα­τά­φε­ρες;»

       «Ἔ, γιὰ τοὺς φί­λους πρέ­πει πάν­τα νὰ κά­νεις το κά­τι πα­ρα­πά­νω», μοῦ εἶ­πε κλεί­νον­τάς μου τὸ μά­τι.

       Γκά­ζω­σα. Ἔπρε­πε νὰ φτά­σω στὴ σπη­λιὰ πρὶν πέ­σει τὸ βρά­δυ, ὥστε νὰ μπο­ρέ­σω νὰ δια­βά­σω κά­ποιο ἀπὸ τὰ βι­βλία ποὺ δὲν ἔχω δια­βά­σει. Στὴ στρο­φὴ πα­τάω φρέ­νο γιὰ νὰ μὴ φύ­γω στὸ γκρε­μὸ καὶ πά­θει κά­τι ὁ φί­λος μου ὁ ἀνε­μι­στῆ­ρας, ἀλ­λὰ ποῦ φρέ­νο.

Κώ­στας Ποῦ­λος

Πηγή: neoplanodion.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *