Νό­τος (διήγημα)

Γιο­λάν­τα Σα­κελ­λα­ρί­ου: Νό­τος





ΙΧΕ ΠΟΛΥ ΚΟΣΜΟ ἐκεί­νη τὴ μέ­ρα στὴν Τρά­πε­ζα. Κυ­ρί­ως συν­τα­ξιού­χους, για­τὶ πλη­σί­α­ζε τὸ τέ­λος τοῦ μῆ­να. Τὰ κα­θί­σμα­τα ὅλα πια­σμέ­να καὶ οἱ ὑπό­λοι­ποι ὄρ­θιοι. Στά­θη­κα σὲ μιὰ γω­νιά, πλά­τη στὸν τοῖ­χο. Τὸ νού­με­ρό μου προ­οιώ­νι­ζε ὅτι θὰ περ­νοῦ­σα πολ­λὲς ὧρες ἐκεῖ μέ­σα.

       Γιὰ ἀρ­κε­τὴ ὥρα ἄκου­γα τὶς συ­νο­μι­λί­ες τῶν συν­τα­ξιού­χων ποὺ θύ­μι­ζαν Ἰο­νέ­σκο καὶ εἶ­χα ἀρ­χί­σει νὰ κου­ρά­ζο­μαι ἀπὸ τὴν ὀρ­θο­στα­σία. Ἔκα­να με­ρι­κὲς βόλ­τες στὸν χῶ­ρο καί, χα­ζεύ­ον­τας τὶς κορ­νι­ζα­ρι­σμέ­νες ἀφί­σες στοὺς τοί­χους, τὸ βλέμ­μα μου κον­το­στά­θη­κε στὸ γνω­στὸ ἔρ­γο του Βὰν Γκόγκ, τὴν ψά­θι­νη κα­ρέ­κλα. Μιὰ ἄδεια κα­ρέ­κλα, τρύ­πια, συ­νώ­νυ­μο ἀπου­σί­ας, φθο­ρᾶς, τῆς ψυ­χι­κῆς του κα­τά­στα­σης ἀλ­λὰ καὶ τῆς φτώ­χειας του. Μπο­ρεῖ νὰ ἦταν καὶ ἡ κα­ρέ­κλα ποὺ κα­θό­ταν γιὰ νὰ ζω­γρα­φί­σει ἢ καὶ νὰ φά­ει. Σί­γου­ρα τὴν εἶ­χε χρη­σι­μο­ποι­ή­σει ὡς μο­ντέ­λο καὶ δὲν ἦταν ἀπο­κύ­η­μα τῆς φαν­τα­σί­ας του.

       Δὲν ξέ­ρω πῶς μοῦ ἦρ­θε, ἦταν μιὰ αὐ­θόρ­μη­τη κί­νη­ση. Πῆ­γα κον­τὰ καὶ τρά­βη­ξα τὴν κα­ρέ­κλα ἔξω ἀπ’ την κορ­νί­ζα. Τὴν ἔβα­λα κον­τὰ στὸν τοῖ­χο ὅπου πρὶν λί­γο στε­κό­μουν ὄρ­θια, καὶ κά­θι­σα. Ἕνα δρο­σε­ρὸ ἀε­ρά­κι, αἴφ­νης, διείσ­δυ­σε στὸν χῶ­ρο καί, σύν­το­μα, ἄκου­σα θρόϊ­σμα φύλ­λων, κε­λαη­δί­σμα­τα καὶ κά­που στὸ βά­θος ἕναν ἤπιο πα­φλα­σμὸ νε­ροῦ. Τὴν ἡσυ­χία τοῦ ἄγνω­στου τό­που διέ­κο­ψε μιὰ φρά­ση στὰ γαλ­λι­κά: «Βίν­σεντ, ἔλα νὰ δεῖς ἕνα σκιου­ρά­κι, μό­λις σκαρ­φά­λω­σε στὴ βε­λα­νι­διά. Τὸ ζω­γρα­φί­ζου­με;»

       Δὲν ὑπῆρ­χε κα­μιὰ ἀμ­φι­βο­λία ὅτι βρι­σκό­μουν στὴν Ἀρλ, τὴν ἀγα­πη­μέ­νη πό­λη στὴ νό­τια Γαλ­λία, τοῦ Βίν­σεντ Βὰν Γκόγκ, ὅπου κα­τέ­φευ­γε συ­χνὰ γιὰ νὰ ζω­γρα­φί­σει, κά­ποιες φο­ρὲς πα­ρέα μὲ τὸν Πὸλ Γκογ­κέν.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *