Αρτιγενής

Αρτιγενής: Αυτός που μόλις γεννήθηκε ή έγινε.

[ΕΤΥΜΟΛ. < άρτι- + -γενής < γένος (πρβλ. αειγενής, αιθρηγενής)]. Εκεί όπου η δημοκρατία δεν είναι ούτε “παλιά”, ούτε “κουρασμένη”, ούτε “αναιμική”, αλλά αρτιγενής