ΑΝΕΜΌΕΣΣΑ (Διήγημα,για τους στρατόκαυλους, του ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ)

ΑΝΕΜΌΕΣΣΑ

*

του ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ

Στρατόκαυλοι όλων των χωρών, γαμηθείτε!

Όταν πήρα το απολυτήριο – επιτέλους – με ρώτησε ο διοικητής πώς πέρασα στον στρατό. Γύρισε το μάτι μου ανάποδα, βράχνιασε η φωνή μου καθώς απάνταγα:

«Ντρέπομαι που είμαι Έλληνας! Καταντήσατε την σημαία μουνόπανο! Αν γινόταν πόλεμος, δεν θα πυροβολούσα τους εχθρούς αλλά τους αξιωματικούς μου!»

Αυτός χαμογέλασε με κατανόηση και είπε:

«Η Ελλάδα δεν είμαστε εμείς, παιδί μου! Είναι η μάνα σου, το σπίτι σου, το αλώνι του χωριού σου που έπαιζες μικρός».

~.~

Απ’ το Κέντρο Εκπαίδευσης Νεοσυλλέκτων Κορίνθου, έφτασα στην Λήμνο στις δεκατρείς Γενάρη. Γρουσούζικη μέρα. Χαράματα, με χιονόνερο. Ύστερα από είκοσι τρεις ώρες ταξίδι, πιάσαμε λιμάνι. Πάνωθέ μας ο φαλακρός λόφος με το κάστρο της Μύρινας. Ένα μέρος απόκοσμο και ηφαιστειογενές. Λήμνος: η αρχαία Πυρόεσσα ή Ανεμόεσσα ή Αιθάλεια ή Δίπολις ή Σταλημένη ή Αμπελόεσσα ή Σιντηίς ή Υψιπύλεια ή Κρανίου Τόπος, όπως θα ταίριαζε στην περίπτωσή μας.

Οι φήμες οργίαζαν για το διαολόνησο: τάγματα ανεπιθύμητων, άτεγκτοι αξιωματικοί, αυτοκτονίες στην σκοπιά, κόψιμο φλεβών με ξιφολόγχη, αναβολές και τρελόχαρτα…

Τα στρατιωτικά φορτηγά – τα ονομαζόμενα REO – περίμεναν στην σειρά σαν χακί νεκροφόρες, να μεταφέρουν τα σκοτωμένα απ’ την κούραση και την αϋπνία κορμιά μας. Αφού μας χωρίσανε σαν πρόβατα, μέσα σε φωνές, σφυρίγματα και βρισιές, μας τσουβάλιασαν στις καρότσες κι αρχινήσαμε ν’ ανηφορίζουμε…

Κάποτε, φτάσαμε στην σφηκοφωλιά του στρατοπέδου. Ένα κοπάδι γλάρων τσακώνονταν μ’ ένα τσούρμο κοράκια για το ποιο θα πρωτοφάει απ’ τα σκουπίδια. Ο αέρας σ’ έπαιρνε και σε σήκωνε, κατέβαζε απ’ το βουνό μεγάλες μπάλες από ξεριζωμένα αγκάθια και τις έπαιζε κλοτσοσκούφι. Δεν λεγόταν τυχαία η Λήμνος αρχαιόθεν Ανεμόεσσα, ούτε βγήκε στον βρόντο ο αστεϊσμός πως το ψηλότερο δέντρο της είναι το ραδίκι.

Πήραμε τους σάκους – τα θρυλικά λουκάνικα – επ’ ώμου και παραταχτήκαμε. Ο λοχαγός Καμπουράκης γύρευε για τον ΛΥΤ όσους είχαν κάνει ως τότε κάποια δουλειά στην ζωή τους.

Σήκωσα το χέρι.

«Ελαιοχρωματιστής!» δήλωσα.

«Έλα, κομάντο!» είπε χαμογελώντας μυστήρια ο λοχαγός.

Μπήκα στον θάλαμο και κοίταξα γύρω: μόνος γνωστός μου από την Κόρινθο ο Σαράκης, ένας ξανθός αδύνατος Αγρινιώτης με γαλανά μάτια. Οι άλλοι άγνωστοι.

«Καλώς τα πουλάκια μου!» μας υποδέχτηκε κάποιος αξύριστος κοντός φαντάρος με αμερικάνικο τζόκεϊ και Α/Τ ζώνη επιδεικτικά φορεμένη πάνω απ’ το χιτώνιο, δείγμα παλαιοσύνης.

«Θα καλοπεράσετε, γρασοπόντικα!» κάγχασε κι ένας χοντρός ψηλός λοχίας, που σταμάτησε μπροστά απ’ την μούρη μου.

«Πώς σε λένε, ρε;» βρυχήθηκε.

Η ανάσα του μύριζε τσίπουρο και τσιγάρο άφιλτρο.

«Δημήτρη…» άρχισα εγώ.

«Έεε… Μπακάλης είσαι; Παρουσιάσου κανονικά, νέοπα!»

Στάθηκα κλαρίνο.

«Στρατιώτης πεζικού Σολδάτος Δημήτριος, 89 ΣΤ′ ΕΣΣΟ», φώναξα.

«Άκουσε κανένας τίποτα;» απευθύνθηκε στους άλλους.

«Όοοχι!» απάντησαν εν χορώ.

«Δεν έχεις φωνή, στραβάδι; Δεν έφαγες πρωινό, ρε;»

Έβαλα όλη μου την δύναμη και ξαναπαρουσιάστηκα.

«Τι φωνή είν’ αυτή, ρε, γκάβακα; Αδερφούλα είσαι, μωρή πούστρα; Ε; Το ’χετε εκεί στα Επτάνησα το κουνιστό, παλιομοδίστρες!» είπε. Κι έφτυσε κάτω με αηδία.

Τα ίδια έκανε και στον Σαράκη. Αφού τον στόλισε μ’ ένα κάρο κοσμητικά επίθετα: «Λαδοπόντικο, στραβόγιαννο, κωλόψαρο και γκάου-μπίου», άρχισε το κήρυγμα:

«Εδώ που ήρθατε, θα φτύσετε το γάλα που βυζάξατε, κωλόπαιδα! Ξέρετε τι σημαίνει ΛΥΤ;»

Σήκωσα τα χέρι.

«Λόχος Υποστηρίξεως Τάγματος, κύριε λοχία».

Γέλασε περιπαικτικά.

«Λόχος Υπερβολικής Ταχύτητας σημαίνει, στραβάδια! Εδώ θα τρέχετε με διακόσα!»

Και τότε, έκανα το μοιραίο λάθος.

«Μα, εσείς είστε η 200 σειρά!» είπα μειδιώντας.

Αυτό ήταν και το τελευταίο μειδίαμά μου. Στο εξής με πήγαιναν πίπα-κώλο: από σκοπιά 2-4 την νύχτα (νούμερο βαρύ, γερμανικό καθώς το λένε, γιατί ούτε να κοιμηθείς προλαβαίνεις, ούτε όταν γυρίσεις χορταίνεις ύπνο) μέχρι το Πλοίο της Αγάπης, την σκουπιδιάρα δηλαδή. Κι από κει Καλλιόπη, καθάρισμα τουαλέτας πάει να πει.

Κανείς δεν γνώριζε πώς προέκυψε τ’ όνομα των αφοδευτηρίων. Εγώ όμως ήξερα: Κάποτε, έφτιαξαν αγάλματα για την πλατεία Ομονοίας στην Αθήνα. Τοποθέτησαν περιμετρικώς τις εννέα Μούσες, μα περίσσευε η Μούσα της επικής ποιήσεως και της ρητορικής, Καλλιόπη. Μην έχοντας πού να την βάλουν, την έστησαν έξω… απ’ τις τουαλέτες!

Επικό το ερώτημα των περαστικών:

«Πού βρίσκονται τα ουρητήρια;»

Η απάντηση διόλου ποιητική και ρητορική:

«Δίπλα στην Καλλιόπη!»

Έτσι, ακόμη και ως τιμωρία, βρισκόμουν πλάι στην Μούσα της Ποιήσεως, αλλά βρώμαγε πολύ, πανάθεμά την! Όχι, βέβαια, πιότερο απ’ όσο ζέχνει ο βόθρος της σύγχρονης λογοτεχνίας, με τα σκατά που γράφονται κι εκδίδονται, τις κριτικές του κώλου, τα περιοδικά για χέσιμο και που κανείς δεν βρίσκεται να τραβήξει το καζανάκι να ξεπλυθεί η Κόπρος του Αυγείου.

Και η κόπρος του στρατοπέδου, όμως, δεν ξεπλενόταν με τίποτα.

Να ξεκινήσω απ’ τους αξιωματικούς; Πάρε τον έναν και βάρα τον άλλον.

Έφερνε ως και τα παιδιά του στο στρατόπεδο ο διοικητής, για να τα κουρεύει τζάμπα ο στρατιώτης κομμωτής. Όχι να του δώσει φιλοδώρημα, όχι άδεια, αλλά του έριχνε και καμπάνες: στερήσεις εξόδων δηλαδή, για να μένει μέσα και ν’ ασχολείται με τις τρίχες του καραβανά.

«Κόψ’ τους, μωρέ, κανένα αυτί», παρότρυνα τον κουρέα, «και πες πως έγινε κατά λάθος. Ή, ακόμα καλύτερα, κόψ’ τους κανένα αρχίδι! Αλλά, θα μου πεις, σιγά μην έχουν…»

Κάποιο βράδυ, έπιασα κουβέντα με τον επόπτη επιφυλακής, έναν υπολοχαγό που μύριζε το στόμα του πιοτό και πήγαινε η γλώσσα του ροδάνι:

«Άλλο πράγμα η στολή! Λες “Προσοχή!” και κάθεται κλαρίνο ένας λόχος. Φουσκώνουν τ’ αρχίδια σου απ’ την καύλα! Αν δεν ήμουν στον στρατό, ποιος θα μ’ υπολόγιζε εμένα; Το πολύ-πολύ να δούλευα υπαλληλάκος σε καμιά εταιρία, να τον τρώω ασάλιωτο. Ενώ τώρα, όλους αυτούς που θα με γαμούσαν, τους γαμάω εγώ!»

Μια μέρα, άκουγα μουσική απ’ το γουόκμαν όταν μπήκε στον θάλαμο ο υποδιοικητής. Στάθηκαν όλοι προσοχή. Εγώ είχα γυρισμένη την πλάτη και δεν τον είδα. Με σκούντησε στον ώμο. Γύρισα και τον κοίταξα, βγάζοντας τ’ ακουστικά.

«Τι κάνεις εκεί, παιδί μου;» ούρλιαξε υστερικά.

«Τι κάνω, κύριε υποδιοικητά;»

«Τι κάνεις; Τι κάαανεις;» αφιονίστηκε εκείνος. «Γιατί δεν στέκεις προσοχή; Έξω γίνεται έπαρση σημαίας! Δεν ακούς το εμβατήριο;»

«Τώρα, ναι! Αλλά πριν, όχι! Αφού φορούσα ακουστικά, πώς να τ’ ακούσω;»

«Και δεν ανησύχησες, παιδί μου; Δεν σκέφτηκες πως αυτή εδώ είναι η ώρα της έπαρσης;»

Τι να του πω; Πως όταν ακούς Καζαντζίδη, έπαρση είναι κι αυτό; Υπάρχει πιο έπαρση, υπάρχει πιο Ελλάδα απ’ τον Καζαντζίδη;

Μια μέρα, έλαβα γράμμα από την μάνα μου. Για να το πάρω, μ’ έβαλαν οι παλιοί να κάνω κάμψεις. Τόσες, όσα και τα γράμματα του ονόματος του αποστολέα. Έπεσα κι άρχισα να τις παίρνω, ενώ εκείνοι με λοιδορούσαν. Όταν τέλειωσα, πέταξαν τον φάκελο σε κάτι λασπόνερα και το χαρτί άρχισε να λειώνει. Χύμηξα και το άρπαξα, μα ήταν αργά. Δεν διαβάζονταν τα γράμματα, εκτός από ένα σημείο: «Κάμε, παιδί μου, υπομονή και μην ξεχνάς πως δεν είμαστε φκιαγμένοι απ’ αμπελόφυλλο!» Μέσα είχε ένα λουλουδάκι απ’ την αυλή μας. Εκείνες οι γραμμές που δεν μουσκέψανε, μ’ έσωσαν απ’ το στρατοδικείο: είχα αποφασίσει, το βράδυ, που όλοι θα κοιμόνταν, να πάρω την ξιφολόγχη και να τους τρυπήσω τα λαρύγγια…

~.~

Τα καψώνια ξεκίνησαν απ’ την Κόρινθο, με το «καλημέρα».

Εγώ κι ο χωριανός μου ο Μήτσος παρουσιαστήκαμε αργά το απόγευμα, για να κερδίσουμε λίγες ώρες ελευθερίας παραπάνω. Μας κατέβασαν στην αποθήκη ιματισμού. Τα φανταρίστικα που απόμειναν ήταν ελάχιστα. Τα νούμερα μεγάλα. Οι αρβύλες για παλιάτσους σε τσίρκο.

«Κολυμπάω μέσα στην στολή!» είπε ο Μήτσος.

«Σκάσε και κολύμπα!» απάντησε ο αποθηκάριος.

Το πρωί μας πήγαν όλους στον γιατρό. Γδυθήκαμε τσίτσιδοι. Ένας αξιωματικός βαστούσε μια βέργα σαν χάρακα. Μ’ αυτήν πασπάτεψε τα γεννητικά μας όργανα, να δει αν είμαστε όντως άντρες.

Την πρώτη μέρα στην εκπαίδευση ο λοχίας Μπεμπής – ένα γομάρι ίσαμε εκεί πάνω – μας διέταξε να σκύψουμε, να βάλουμε το κεφάλι ανάμεσα στα πόδια μας, κι αυτός έκατσε σ’ έναν ίσκιο κι έπινε Coca-Cola.

Σε λίγο, το αίμα πυράκτωσε το πρόσωπό μας. Κατόπιν, κάποιος λιποθύμησε.

Ο Μπεμπής γέλαγε σαν μαλάκας, λέγοντας:

«Πάει αυτός, έπεσε σαν κοτόπουλο!»

Λιποθύμησε και δεύτερος.

Ο Μπεμπής ξεκαρδίστηκε: «Χα,χα,χα! Πώς κοκκινήσατε έτσι, ρε, ψάρακες; Σαν μουνάκια γίνατε, ενώ εγώ πίνω στον ίσκιο Coca-Cola!»

Κάποιος είπε: «Δεν αντέχω άλλο, κύριε λοχία, να σηκωθώ;»

«Ο πούτσος μου μόνο θα σηκωθεί!» ούρλιαξε ο Μπεμπής. «Και θα γαμήσει τα ροδαλά κωλαράκια σας, αν κουνηθείτε! Ε, ρε, και να σας έβλεπαν οι γυναίκες σας και οι γκόμενές σας σκυμμένους έτσι! Αλλά μην στενοχωριέστε, κι εκείνες αυτήν την ώρα θα έχουν τα πόδια τους ανοιχτά 90 μοίρες γωνία και θα τις γαμάει κάποιος άλλος, γρασοπόντικα! Ξεχάστε την ζωή εκεί έξω, εδώ θα γίνει ο τάφος σας!»

Όταν, επιτέλους, μας άφησε να σηκωθούμε, η λέξη «Ελλάδα» αντικαταστάθηκε στο μυαλό μας απ’ την λέξη «ζαλάδα» κι η λέξη «στρατός» απ’ την λέξη «εμετός».

Αξέχαστο μας έμεινε και το εορταστικό επεισόδιο:

Παραμονή Πρωτοχρονιάς, ο επόπτης εισβάλλει στο Κ.Ψ.Μ. (Κέντρο Ψυχαγωγίας Μονάδος – «καψιμί» στην στρατιωτική αργκό) και κλείνει την τηλεόραση στους νεοσύλλεκτους.

«Στραβάδια, τέρμα τα γλέντια! Το καψιμί θέλει καθάρισμα… Πάρτε τις σκούπες!»

Εμείς γίναμε έξω φρενών:

«Να μας βρει η νέα χρονιά με τις σκούπες στο χέρι;»

Ο επόπτης ανένδοτος:

«Είναι διαταγή!»

Αν την παραβαίναμε, σήμαινε ακόμα και στρατοδικείο. Αυτά φτιάχτηκαν, βέβαια,  για καιρό πολέμου, όχι για… σκούπισμα! Όμως ποιος ήθελε να μπλέξει; Έναν μήνα είχαμε στον στρατό.

Μουρμουρίζοντας, πήραμε τις σκούπες κι αρχίσαμε να καθαρίζουμε το… πεντακάθαρο καψιμί. Ένα λεπτό απόμενε για την αλλαγή του χρόνου. Ο επόπτης μας κοίταζε μειδιώντας. Ποιος ξέρει τι σκεφτόταν. Ίσως κάποιο «βύσμα», που τον μπρίζωσε τέτοια μέρα μέσα κι έπρεπε να εφαρμόσει κι αυτός το πρωτόκολλο Μ.Π.Α. (Μεταβιβαστικό Πρήξιμο Αρχιδιών). Ίσως πως κανείς δεν του έδινε σημασία κι έπρεπε, έστω και μ’ αυτόν τον τρόπο, κάποιος να του δώσει. Ή μπορεί, απλώς, να ήταν μαλάκας!

Ένα δευτερόλεπτο πριν την Πρωτοχρονιά, συνέβη κάτι μοναδικό και απροσχεδίαστο: αφήσαμε τις σκούπες να κάνουν έρωτα στο πάτωμα και ψάλαμε τα κάλαντα, χρησιμοποιώντας για τρίγωνα τα κλειδιά μας.

Ο επόπτης σάστισε… Πήγε να πει: «Πάρτε τις σκούπες!» μα το μετάνιωσε. Ψέλλισε μόνον ανάμεσα απ’ τα δόντια του: «Θα δείτε τι έχετε να πάθετε, κωλοφάνταρα!»

Και πράγματι, λίγο αργότερα εισέβαλε στον θάλαμο, μας πήρε όλα τα ραδιοφωνάκια, για να μην μπορούμε ν’ ακούμε μουσική, και διέταξε να σβήσουν τα φώτα. Μείναμε στο παγωμένο σκοτάδι κοκαλωμένοι απ’ την απρόσμενη εξέλιξη. Τότε, ένας Zippo άναψε δειλά… Ήταν του Νερονώφ, του αγαθού ψευδού γίγαντα με το σκισμένο χείλος. Ύστερα, δυο-τρεις αναπτήρες σπίθισαν ακόμη, πέντε, δέκα… σαν σε συναυλία. Αλλά μουσική δεν είχαμε… Ξάφνου, ακούστηκε στο βάθος μια φωνή που τραγουδούσε, σχεδόν μουρμουριστά. Κατόπιν, δυνάμωσε. Σμίχτηκε με άλλες. Κάποιος άρχισε να χορεύει. Άλλος έχωσε το χέρι του στον σάκο κι έβγαλε ένα μπουκάλι τσικουδιά με άρωμα τριαντάφυλλο. Το μπουκάλι από στόμα σε στόμα, το τσιγάρο από χέρι σε χέρι… Ο θάλαμος Δείπνος Μυστικός κι ο Ιούδας φευγάτος. Ίσως κρύφτηκε να κλάψει για την προδοσία του ή να κρεμάσει τον εαυτό του απ’ το κλαδί της αυτοκριτικής, που όταν είμαστε μόνοι μας έρχεται στα σκοτεινά και μας δικάζει. Ο Ιούδας – ο επόπτης ήθελα να πω – δεν ξαναφάνηκε. Ποιος ξέρει τι λούκι τράβαγε κι αυτός πρωτοχρονιάτικα…

~.~

Η ζωή μας στην Λήμνο θα κυλούσε κάτι περισσότερο από μαρτυρική, αν δεν εμφανιζόταν μια μέρα, ως «από μηχανής θεός», ο Καρακίτσος. Φάνηκε με τον σάκο στον ώμο, περπατώντας μονίπαντα και χαμογελώντας ηλιθιωδώς. Κοντούλης, αδύνατος, κωμικός και ανίδεος.

«Μωρ’ τι ’ναι τούτος!» αναφωνήσαμε βλέποντάς τον.

Ο λοχίας Καραπέτσης στάθηκε μπροστά του.

«Πώς σε λένε, ρε, ποντίκι;»

Ο φανταράκος έξυσε την κούτρα του, σαν κατσίκι στην γκλίτσα του τσοπάνη.

«Καρακίτσου!» είπε, γουρλώνοντας τα μικρά, κωλοτρυπιδένια μάτια του.

Ο Καραπέτσης κρατήθηκε να μην γελάσει και τον τάραξε στο καψώνι. Τι προσοχές, τι μεταβολές, τι παρουσιάσεις και τι γκαρίδια έβγαλε ο Καρακίτσος δεν περιγράφεται.

Κατόπιν, ανέλαβε ο υποδεκανέας Παπαδημητρίου και ακολούθησε ο γλοιώδης Δάλλας:

«Από πού είσαι, γράσο;»

«Απού την Άρτα!»

«Και τι παράγει η Άρτα, ρε;»

«Πουρτουκάλια!»

«Έχεις κι εσύ πορτοκάλια;»

«Ναι, έχου!»

«Κι όταν τα πουλάς, τι λες, γκάβακα;»

«Πουρτουκάλιααα, πουρτουκάλιααα…»

Γελάσαμε όλοι με την αθωότητα του Καρακίτσου, αλλά το πράγμα συνεχώς σοβάρευε:
«Γιατί ήρθες τώρα, κωλόψαρο, κι όχι με την υπόλοιπη σειρά σου;»

«Ήμουνα στου νουσουκουμείου».

«Μπα! Και τι έπαθες;»

«Έκουψα τ’ αρχίδ’ μ’!»

Παγώσαμε όλοι! Ο Τάτσης πήρε τον λόγο. Ψηλός, Γιαννιώτης όπως κι οι υπόλοιποι, που τύχη κακιά τους έριξε όλους μαζί στον θάλαμό μας κι είχαν κάνει κόμμα. Ηπειρώτικη μαφία, να πούμε. Ο ένας έπαιρνε πάρτες του άλλου.

«Και γιατί το ’κοψες, Καρακίτσο, τ’ αρχίδι σου;»

«Είχι πρόβλημα, είπαν οι γιατροί».

«Το δεξί ή τ’ αριστερό;»

«Διν ξέρου!»

«Δεν ξέρεις ποιο αρχίδι σου κόψανε;»

«Ουόχι!»
«Όμως ξέρεις πως έχεις ένα αρχίδι!»

«Ναι!»

«Άρα είσαι… μονάρχιδος!»

Ο θάλαμος σείστηκε απ’ τα γέλια.

«Μονάρχιδος! Μονάρχιδος!» φώναζαν οι παλιοί και βαστούσαν τις κοιλιές τους.

Ο Δάλλας κατέβασε το χέρι του στο σβέρκο του Καρακίτσου, λέγοντας:

«Γεια σου, μονάρχιδε!»

Όλοι τον μιμήθηκαν. Έπεσε η φάπα σύννεφο.

Ένας τον τσίμπησε στον κώλο.

Άλλος του χούφτωσε τ’ αρχίδι:

«Παιδιά, το πιάνω, το πιάνω!»

Χύμηξαν να το πιάσουν κι οι υπόλοιποι.

Ο Καρακίτσος έκλαιγε, μούγκριζε σαν μοσκάρι…

Κάποιος του έβγαλε την ζώνη, του κατέβασε το παντελόνι, είδαν το σώβρακο με τα λουλουδάκια και ξεράθηκαν.

«Δείτε, παιδιά, μπαξές εδώ μέσα! Να δούμε πού κρύβεται και το πουλάκι τώρα!»

Ο Καρακίτσος αφήνιασε…

Στην κλωτσοπατινάδα του, χτύπησε κατά λάθος τον Δάλλα. Εκείνος τον σκαμπίλισε λέγοντας:

«Ποιον βάρεσες, ρε, μουνάρχιδε;»

Η παράφραση άρεσε:

«Μουνάρχιδος! Μουνάρχιδος!» ξέσπασαν αλλόφρονες.

Τον σήκωσαν μισοξεβράκωτο στους ώμους και τον περιέφεραν στον θάλαμο σαν θέαμα, σαν σε τσίρκο, κραυγάζοντας:

«Μουνάρχιδος! Μουνάρχιδος!»

O φανταράκος, τώρα, ικέτευε να τον κατεβάσουν. Αυτοί τον σήκωναν ψηλότερα. Τον πετούσαν ως το ταβάνι και τον ξανάπιαναν ουρλιάζοντας:

«Μουνάρχιδος! Μουνάρχιδος!»

Ο Τάτσης είχε την ιδέα:

«Πες μας πώς πουλάν τα πορτοκάλια στην Άρτα να σε κατεβάσουμε!»

Ο Καρακίτσος άρχισε να ελπίζει:

«Πουρτουκάλιααα, πουρτουκάλιααα…»

Με τα πολλά, βαρέθηκαν. Τον κατέβασαν και τον τράταραν τσιγάρο. Ο δύστυχος δεν κάπνιζε, αλλά το πήρε για μην τους δυσαρεστήσει. Άρχισε να βήχει… Τον βάραγαν στην πλάτη, δήθεν φιλικά, για να τον συνεφέρουν. Πετάχτηκαν τα μάτια του έξω!

Ο Παπαδημητρίου μάσησε την φράση:

«Μην πει τίποτα του λοχαγού, παιδιά!»

Άλλαξαν τροπάρι:

«Έλα, ρε, Καρακίτσο, ένα αστείο κάναμε! Σε όλους μας, όταν ήρθαμε, κάνανε τέτοια οι παλιοί. Ναι, παιδιά;» απευθύνθηκαν σε μας τους νεότερους.

Γνέψαμε καταφατικά, δίχως να πούμε λέξη. Ήμαστε πιο σοκαρισμένοι κι απ’ τον Καρακίτσο.

Από κείνη την μέρα, τέλειωσαν τα βάσανά μας. Ο νεοφερμένος έγινε συνώνυμο της καζούρας. Ακόμα και σκοπιά να ήταν, τον έφερναν σηκωτό – για να σπάσουν πλάκα – και πήγαινε κάποιος άλλος.

Ένα βράδυ, την ώρα που κοιμόταν ο Καρακίτσος, οι παλιοί πήραν κεσεδάκια γιαουρτιού, γέμιζαν το ένα με νερό και το άδειαζαν μέσα στ’ άλλο, ψιθυρίζοντάς του στ’ αυτί:

«Κατούρα! Κατούουουρααα…»

Εκείνος, πράγματι, σε λίγο κατουρήθηκε πάνω του. Τότε, τον ξύπνησαν και τον περιγελούσαν:

«Ώωωω! Κατουρήθηκε πάνω τουου! Κατουρήθηκε πάνω τουου…»

Το επόμενο βράδυ του έκαναν «πυροφάνι»: έβαλαν εφημερίδες ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών του κι άναψαν φωτιά. Όταν η φλόγα καψάλισε την πέτσα του, ξύπνησε και πετάχτηκε πάνω, κραυγάζοντας απ’ τον πόνο του εγκαύματος…

Μια νύχτα, όμως, το κακό παράγινε: Ο Δάλλας πέταξ’ έξω τ’ απαυτό του, το ’βρεξε νερό, το πασπάλισε ζάχαρη και το ακούμπησε στο στόμα του κοιμισμένου Καρακίτσου. Λειώνοντας η ζάχαρη, κύλησε στα χείλη του δύστυχου Αρτινού κι εκείνος έβγαλε την γλώσσα του για να γλείψει την γλυκιά επιφάνεια. Ποιος ξέρει τι φανταζόταν πως έγλειφε στον ύπνο του! Τότε, τον ξύπνησαν τραντάζοντάς τον οι παλιοί κι αρχίνησαν την καζούρα:

«Ο μουνάρχιδος πιπώνει τον Δάλλα! Ο μουνάρχιδος πιπώνει τον Δάλλααα…»

Και κατόπιν:

«Οι Αρτινοί είναι πούστηδες! Πούουστηδεεες…»

Ο Καρακίτσος έφτυνε αηδιασμένος κι έκλαιγε απ’ την ντροπή του.

Τότε, έκανε το τραγικό λάθος:

«Θα τα πω ούλα στου λουχαγό!»

Νεκρική σιγή απλώθηκε στον θάλαμο…

Οι Ηπειρώτες έφτιαξαν έναν κύκλο γύρω του, και πια δεν ακούγονταν παρά οι κραυγές του Καρακίτσου και τα βογκητά των άλλων. Ύστερα, σηκώθηκαν από πάνω του, και την γυάλινη σιωπή που ακολούθησε την έσπασαν τρεις μόνον λέξεις:

«Σου άρεσε, πουστάρα;»

Ο Καρακίτσος μυξόκλαιγε με το κεφάλι στα μαξιλάρια.

«Τι θα πεις τώρα του λοχαγού, ρε γαμημένε;» κάγχασε ο Δάλλας.

Ο Παπαδημητρίου, σαν πονηρό κουνάβι, έσυρε τους υπόλοιπους μακριά:

«Άστε το, μωρέ, το μαλακισμένο, αρκετά ασχοληθήκαμε μαζί του! Πάμε έξω να κάνουμε τσιγάρο».

Εμείς οι υπόλοιποι μείναμε να κοιτάμε σαν βλαμμένοι. Σαν κομμάτια κρέας τυλιγμένα με χακί…

Το βράδυ σημείωσα στο ημερολόγιό μου:

«Φυσάει δαιμονισμένα. Δεν βγήκα εξοδούχος. Δεν τηλεφώνησα σε κανέναν. Δεν μου τηλεφώνησε κανείς. Δεν έγραψα. Δεν μου έγραψαν. Ξέμεινα από λεφτά. Ήρθε και τρίτος αλφαμίτης. Αύριο είμαι πρώτο νούμερο στην πύλη. Τσακώθηκα με τον Σιαράπη, ξηγήθηκε σκατά, η παλιοσειρούλα! Το μεσημέρι είχε γκοτζίλα στιφάδο. Το βράδυ δυο λουκάνικα. Είμαι ελαφρώς κρυωμένος. Κάπνισα ένα πακέτο σήμερα και 5-6 τσιγάρα τράκα. Επόπτης: Υπολοχαγός Αλεξόπουλος. Γραφέας Υπηρεσίας: Γιάννης Κυριαζής».

Για τον Καρακίτσο, δεν έγραψα λέξη…

~.~

Κι έφτασε η μέρα που ο λοχαγός Καμπουράκης μετατέθηκε. Αντικαταστάθηκε απ’ τον Μπάμπο, ένα όνομα που έκανε συνειρμό με το «μπαμπούλας». Μόλις έσκασε μούρη στην αναφορά λόχου, μπήκαμε στο νόημα. Γεροδεμένος, ξανθός, γαλανομάτης, μ’ ένα φουλάρι στο λαιμό και κινήσεις νωχελικές σαν να βαριόταν που βρισκόταν εκεί. Κι επειδή βαριόταν, προσπαθούσε να το διασκεδάσει κάνοντάς μας την ζωή δύσκολη, με μισό χαμόγελο που έσταζε φαρμάκι απ’ την ειρωνεία και την αίσθηση ανωτερότητας που του έδινε η στολή.

Κυκλοφορούσε η φήμη πως τον εξόρισε εδώ κάποιο βίσμα, αλλού ήθελε να πάει αυτός: Αθήνα, Θεσσαλονίκη, κάπου στον πολιτισμό τέλος πάντων. Κι επειδή κατέληξε στο Φαρ Ουέστ, εδώ πέρα δηλαδή, στο τάγμα ανεπιθύμητων, αποφάσισε να γίνει πιστολέρο, εκτελεστής εν ψυχρώ δικός μας πάει να πει.

Κάποτε βγήκαν οι μεταθέσεις. Φύγαμε πολλοί απ’ την σειρά μου. Μετά από έναν και πλέον χρόνο στο διαολόνησο, έπαιρνα μετάθεση για την Αθήνα. Ο Μπάμπος θέλησε να μας μαυρίσει κι αυτήν την μέρα. Έδωσε εντολή να κουρευτούμε όλοι, για να πάμε στις νέες μας μονάδες υποδειγματικοί στρατιώτες.

Εγώ, είχα που είχα λίγα μαλλιά – τι να κουρέψω κιόλας; – πήγα και μου τα πήρε ο κουρέας του τάγματος όσο γινότανε κοντά για να μην γίνω γίδι.

Ο Μπάμπος μας υποδέχτηκε στο γραφείο του για τον έλεγχο, βαριότανε και να σηκωθεί απ’ την καρέκλα. Έριξε μια βιαστική ματιά στους υπόλοιπους και τους έδιωξε. Εμένα με περιεργάστηκε επισταμένως.

«Πήγαινε πάρτα κι άλλο, είναι πολλά! Κι έλα να σε ξαναδώ», είπε. Και μου έκανε νόημα να φύγω πριν πω λέξη.

Τα κατέβασα μια σκάλα χαμηλότερα και ξαναπήγα.

«Τι είν’ αυτά; Με κοροϊδεύεις;» ειρωνεύτηκε ο Μπάμπος. «Πάρτα κι άλλο!»

Βγήκα σχεδόν κλαίγοντας και ξαναπήγα στον κουρέα.

«Ρε φίλε», είπε αυτός, κρατώντας το ψαλίδι αμήχανα, «οι άλλοι έφυγαν από δω γιεγιέδες κι εσύ θέλεις να σε κάνω κουρεμάδι;»

Αυτό το «οι άλλοι έφυγαν από δω γιεγιέδες» με πείραξε πολύ. Ορκίστηκα στον κουρέα όρκο βαρύ – με άκουσαν κι άλλοι – πως δεν θα τα πάρω πιο κάτω τα μαλλιά. Στα κόκαλα του πατέρα μου ορκίστηκα, που τον έχασα πριν τον γνωρίσω καλά-καλά. Ξαναπήγα στον λοχαγό, αφού τα κατέβασα έναν πόντο ακόμα.

«Σολδάτο, νομίζεις πως παίζουμε εδώ πέρα; Μήπως θέλεις να σου φέρω και κάνα καθρεφτάκι να χτενιστείς;» συνέχισε τις ειρωνείες ο Μπάμπος. «Γρήγορα πήγαινε πάρτα κι άλλο, μην με δεις κι απ’ την ανάποδη!»

«Κύριε λοχαγέ, οι άλλοι έφυγαν από δω γιεγιέδες, κι εγώ θα πάω στην Αθήνα κουρεμένος σαν κατάδικος;»

«Α, στην Αθήνα πας πουλάκι μου, ε; Θέλεις να το παίζεις ζεν πρεμιέ εκεί πέρα;»

«Δεν κουρεύομαι πιο κάτω, κύριε λοχαγέ, αν δεν κουρευτούνε κι οι άλλοι. Εξάλλου, πόσο πιο κάτω; Λες κι έχω τα πολλά; Ήδη φεγγρίζει  το κρανίο μου!»

Ο Μπάμπος σηκώθηκε απ’ το γραφείο του κι άρπαξε τον χάρακα.
«Για να δούμε» είπε και άρχισε να μετράει χιλιοστά. «Να, είναι μεγαλύτερα απ’ όσο λέει ο κανονισμός! Γρήγορα να τα κατεβάσεις κι άλλο, γιατί μετάθεση δεν παίρνεις που να κοπανιέσαι κάτω! Σήμερα το απόγευμα δεν φεύγετε; Δηλαδή οι άλλοι φεύγουνε. Εσύ, αν δεν κουρευτείς, θα φυλάς το βράδυ σκοπιά στην Βόρεια Πύλη, συνεννοηθήκαμε;»

«Κύριε λοχαγέ, έχετε κάτι μαζί μου; Σας έφταιξα πουθενά χωρίς να το ξέρω;»

«Έλα, δεν θέλω ν’ ακούω αηδίες! Πήγαινε πάρτα ακόμα λίγο και φύγε κι εσύ με τους άλλους με μετάθεση, άντε!»

«Δεν τα παίρνω άλλο! Έκαμα όρκο βαρύ…»

«Όρκο; Τι βλακείες είν’ αυτές…» με ειρωνεύτηκε εκείνος.

«Ορκίστηκα στα κόκαλα του πατέρα μου, που τον έχασα μικρός, κύριε λοχαγέ! Μην με αναγκάσετε να παραβώ τον ιερότερο όρκο της ζωής μου!»

Ξέσπασε σε γέλια τόσο ειρωνικά, που ένιωσα την επιθυμία να ξεράσω. Κατόπιν απότομα σοβάρεψε.

«Πήγαινε ξανακουρέψου, είναι διαταγή!»

«Δεν πάω!»

«Είπα είναι διαταγή, Σολδάτο! Ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Αν αρνηθείς, πας στρατοδικείο!»

«Οι διαταγές δίνονται σε καιρό πολέμου, για ζητήματα ζωής και θανάτου. Κι εγώ θα πάω στρατοδικείο για τρίχες;»

Ο Μπάμπος ανέκτησε την κυρίαρχη ειρωνεία του.

«Η διαταγή είναι διαταγή! Ή την εκτελείς ή βγαίνεις το πρωί παραπονούμενος στον διοικητή, αφού βέβαια σε τυλίξω σε μια κόλλα χαρτί για άρνηση εκτελέσεως διαταγής».

«Το πρωί;» ψέλλισα. «Μα σήμερα είναι Παρασκευή απόγευμα. Ο διοικητής έχει φύγει τέτοια ώρα και θα έρθει την Δευτέρα».

«Ακριβώς!» είπε θριαμβευτικά  εκείνος. «Αφού διοικητής δεν υπάρχει, πρέπει να περιμένεις ως την Δευτέρα, άρα μετάθεση πάπαλα! Άσε που με άρνηση διαταγής να εκκρεμεί, δεν βλέπω να μετατίθεσαι καθόλου».

Πλησίασε κοντά. Κόλλησε την μούρη του στο πρόσωπό μου. Τα ξεπλυμένα γαλάζια μάτια του τρικύμισαν ελαφρά.

«Πήγαινε κουρέψου και φύγε με τους άλλους, ειδάλλως δεν ξέρεις τι σε περιμένει…»

«Δεν πάω πουθενά! Δεν παραβαίνω αυτόν το όρκο!»

«Τα παιχνίδια τέλειωσαν!» ούρλιαξε ο Μπάμπος. «Γραφέα, γραφέααα! Έλα μέσα, προανάκριση τώρα, θα σε τελειώσω κωλόπαιδο!»

Κόπηκαν τα γόνατά μου. Ο αδερφός μου με καρτερούσε στην Αθήνα το βράδυ να γιορτάσουμε την μετάθεσή μου. Είχε πάρει και σαμπάνια, μου είπε. Οι φίλοι μου με περίμεναν. Το εισιτήριο του αεροπλάνου ήταν κιόλας στην τσέπη μου. Τα βάσανά μου θα τέλειωναν απόψε κιόλας, μόνο με λίγα χιλιοστά κοντύτερα μαλλιά. Όμως, σκέφτηκα τα κόκαλα του πατέρα μου στον τάφο, είκοσι χρόνια τώρα σκεπασμένα με μαύρα χώματα. Τα κόκαλα του πατέρα μου, τον ιερότερο όρκο μου, που θα παράβαινα. Έμενα ακίνητος μπροστά στον λοχαγό και δεν μπορούσα ν’ αποφασίσω. Σκέφτηκα τον πατέρα μου δίπλα μου να μου χαμογελάει. Να πιάνει ο ίδιος το ψαλίδι του κουρέα και να μου κόβει τα μαλλιά. «Παιδί μου, μην καταστρέψεις την ζωή σου για έναν όρκο. Εσύ μ’ αγαπάς και δεν θέλεις να γίνεις επίορκος, μα κι εγώ σ’ αγαπώ και δεν θέλω να τον κρατήσεις. Πήγαινε, παιδί μου, ο αδερφός σου σε περιμένει…»

Λύγισα και κουρεύτηκα. Ο Μπάμπος με το που άνοιξα την πόρτα, δεν γύρισε ούτε να με δει, μόνον φώναξε από μακριά «Εντάξει, Σολδάτο, φύγε…» Αν δεν κουρευόμουν, δεν θα το πρόσεχε καν.

Ήξερα πως δεν είχα πράξει το σωστό. Από κείνη την μέρα και για όλη την υπόλοιπη ζωή μου, θα ήμουν ένας επίορκος. Νύχτες και νύχτες θα πεταγόμουν λουσμένος στον ιδρώτα απ’ τον εφιάλτη κραυγάζοντας «δεν κουρεύομαι, δεν μαγαρίζω τα κόκαλα του πατέρα μου», και η γενναιότητα του ονείρου θα αλάφρωνε προσωρινά την δειλία της στιγμής εκείνης. Μα στο εξής δεν θα είχα τίποτα ιερό και αμόλυντο πλέον. Θα μ’ αγκάλιαζε το βράδυ χαρούμενος ο αδερφός μου να με καλωσορίσει κι εγώ θ’ άκουγα στις φλέβες του να βουίζει το αίμα του πατέρα μου λυπημένο.

Νιώθοντας έτσι, ελάχιστα με πείραξε που ο Μπάμπος, πριν φύγουμε με μετάθεση το απόγευμα, μας έβαλε μες στο ψιλόβροχο ν’ αδειάσουμε τους σάκους μας στον χώρο αναφοράς και με την λασπωμένη αρβύλα του αναμέριζε τα πράγματά μας, ψάχνοντας να βρει μήπως κλέψαμε τίποτα φεύγοντας.

Επιβιβαστήκαμε στα REO μ’ επικεφαλής τον υπολοχαγό Αλεξόπουλο. Κατ’ εντολή του Μπάμπου, θα φεύγαμε με το πλοίο – δεκαοχτώ ώρες θαλασσοπνίξιμο – και κανείς με το αεροπλάνο, όπως ακριβώς προέβλεπε ο κανονισμός.

Ο έρμος ο Αλεξόπουλος – θέλεις γιατί ήταν νεότερος απ’ τον Μπάμπο, τουτέστιν κοντύτερα στην ηλικία μας, θέλεις γιατί ως υπολοχαγός είχε λιγότερα χρόνια στο στράτευμα και δεν πρόλαβε να διαβρωθεί – μόλις φτάσαμε στην Μύρινα, είπε:

«Όσοι έχουν εισιτήριο για το αεροπλάνο, να φύγουν τώρα. Εγώ θα δηλώσω πως σας άφησα στο πλοίο κι επιβιβαστήκατε όλοι. Καλή μετάθεση, παιδιά!»

Μας πήραν τα ζουμιά, γαμώτο! Όπου και να ’σαι, ρε Αλεξόπουλε, καλή σου ώρα!

Σήμερα, τριάντα πέντε χρόνια μετά, νιώθω την καρδιά μου βαριά, λες και το ψιλόβροχο που άρχισε εκείνο το παγερό απόγευμα στην Λήμνο, δεν σταμάτησε να πέφτει μέσα μου ακόμα. Αν η καρδιά ήταν τοίχος θα είχε ξεφλουδίσει, η υγρασία θα μούχλιαζε τον ασβέστη μ’ εκείνη την πράσινη γλίτσα. Αν στον τοίχο της καρδιάς ήταν ο πατέρας μου, θα πέθαινε από πνευμονία όπως κάποτε στην Σωτηρία…

~.~

Έξι μήνες αργότερα από εκείνο το περιστατικό, βγαίνοντας απ’ την πύλη του στρατοπέδου με το απολυτήριο στο χέρι, ηχούσε στ’ αυτιά μου σαν πυροβολισμός η τελευταία φράση του διοικητή:

«Η Ελλάδα δεν είμαστε εμείς, παιδί μου! Είναι η μάνα σου, το σπίτι σου, το αλώνι του χωριού σου που έπαιζες μικρός».

 

Πηγή: neoplanodion.gr