Τα­ξιά­ρχης καὶ Σπή­λιος (Διήγημα)

 

Τα­ξιά­ρχης καὶ Σπή­λιος Διήγημα του Ε.Τζάνου.

 ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΑΠΛΩΣ ἄλ­λος ἕ­νας ὑ­πάλ­λη­λος σὲ ἀν­θο­πω­λεῖ­ο. Φύ­ση καλ­λι­τε­χνι­κή, ἔ­φτια­χνε πε­ρί­τε­χνες ἀν­θο­δέ­σμες γά­μου καὶ στό­λι­ζε τὸν ἐ­πι­τά­φιο θε­ά­ρε­στα. Τὶς ἐ­λεύ­θε­ρες ὧ­ρες του ἔπια­νε τὰ μο­λύ­βια καὶ σχε­δί­α­ζε ἀν­θρώ­πους ἢ ἀν­τι­κεί­με­να. Μπο­ροῦ­σε νὰ ξε­ση­κώ­σει μὲ ἀ­κρί­βεια ὅ­ποι­α εἰ­κό­να ἔ­βλε­πε.

        Αὐ­τὸς ἦ­ταν ποὺ –τὴν ἐ­πο­χὴ ποὺ στὸ δη­μο­τι­κὸ σχο­λεῖ­ο ἡ ἀν­τι­γρα­φὴ ἑ­νὸς κει­μέ­νου ἔ­πρε­πε νὰ συ­νο­δεύ­ε­ται ἀ­πὸ σχέ­δια– ζω­γρά­φι­ζε στὰ μα­θη­τι­κὰ τε­τρά­δια σχο­λι­α­ρό­παι­δων συγ­γε­νῶν του, ἀ­φοῦ, ἀ­νύ­παν­τρος, δὲν εἶ­χε παι­διὰ δι­κά του. Οἱ δά­σκα­λοι, κα­τα­λα­βαί­νον­τας, ἀ­σφα­λῶς, πὼς αὐ­τὸ ποὺ ἔ­βλε­παν δὲν ἀ­πο­τε­λοῦ­σε μα­θη­τι­κὴ δη­μι­ουρ­γί­α, τὸ πα­ρά­βλε­παν. Τὰ σχέ­δια τοῦ Τα­ξιά­ρχη ἦ­ταν χάρ­μα ὀ­φθαλ­μῶν. Ἕ­νας δά­σκα­λος, μά­λι­στα, εἶ­χε φτά­σει στὸ ση­μεῖ­ο νὰ βαθ­μο­λο­γή­σει μὲ ἄ­ρι­στα καὶ τὴν εἰ­κό­να!

        Στὸ ἀν­θο­πω­λεῖ­ο, στὴν πλα­τεί­α Δα­βά­κη, ἦ­ταν πε­ρι­ζή­τη­τος. Τὸν Τα­ξιά­ρχη γύ­ρευ­αν οἱ πε­λά­τες γιὰ τὶς χα­ρὲς ἢ τὶς λύ­πες τους. Αὐ­τὸν ἤ­θε­λαν νὰ στο­λί­ζει τὴν ἐκ­κλη­σί­α γιὰ τὴ γα­μή­λια τε­λε­τή, καὶ τὰ στε­φά­νια του ξε­χώ­ρι­ζαν ἀ­πὸ τὰ ὑ­πό­λοι­πα στὶς μοι­ραῖ­ες ἀ­πο­δη­μί­ες. Τό­τε τὰ ἄν­θη μο­σχο­βο­λοῦ­σαν.

        Κά­πο­τε ὁ Τα­ξιά­ρχης ὑ­πῆρ­ξε ἄν­θρω­πος εὔ­θυ­μος καὶ πρό­σχα­ρος· ἐ­πι­πλέ­ον εἶ­χε τὴν ἀ­ρε­τὴ νὰ με­τα­δί­δει τὴν εὐ­δι­α­θε­σί­α καὶ στὴν πα­ρέ­α του. Σή­με­ρα ὅ­μως ἦ­ταν ἀ­γέ­λα­στος, μο­να­χι­κός. Μιὰ χρό­νια ψυ­χι­κὴ νό­σος, συ­νο­δευ­ό­με­νη ἀ­πὸ τὴν ἀ­πα­ραί­τη­τη φαρ­μα­κευ­τι­κὴ ἀ­γω­γή, τὸν εἶ­χε κά­νει λι­γο­μί­λη­το. Σχε­δὸν ἀ­μί­λη­το. Ἔ­κα­νε τὸ ὀ­κτά­ω­ρό του στὸ ἀν­θο­πω­λεῖ­ο καὶ τὶς ὑ­πό­λοι­πες ὧ­ρες τὶς περ­νοῦ­σε στὸ σπί­τι. Δὲν ἔ­βγαι­νε πο­τέ, μό­νο κά­πνι­ζε τὸ ἕ­να τσι­γά­ρο με­τὰ τὸ ἄλ­λο.

        Τὸ κα­κὸ ἔ­γι­νε στὴν Κα­το­χή. Τό­τε ὁ Τα­ξιά­ρχης δού­λευ­ε σ’ ἕ­να ἀν­θο­πω­λεῖ­ο στὰ Ἀ­νά­κτο­ρα. Ὁ Σπή­λιος, ἰ­δι­ο­κτή­της γει­το­νι­κοῦ μα­γα­ζιοῦ, τὸν φθο­νοῦ­σε. Δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ τὸ χω­νέ­ψει τὸ χά­ρι­σμα τοῦ Τα­ξιά­ρχη. Ὁ Σπή­λιος κα­τὰ τὰ ἄλ­λα ἦ­ταν εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νος μὲ τὸν ἑ­αυ­τό του. Δὲν εἶ­χαν ἔρ­θει στὸ φῶς πο­τὲ οἱ δο­σο­λη­ψί­ες ποὺ ἔ­κα­νε στὸ σκο­τά­δι. Ἔ­σπα­γε τὸ κε­φά­λι του τί νὰ κά­νει ὥ­στε νὰ χαν­τα­κώ­σει τὸν Τα­ξιά­ρχη ὁ­ρι­στι­κά. Σκε­φτό­ταν τὸ ἕ­να, σκε­φτό­ταν τὸ ἄλ­λο, τί­πο­τε δὲν τοῦ φαι­νό­ταν ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κό. Ὥ­σπου τὸ βρῆ­κε. Κα­τέ­δω­σε τὸν Τα­ξιά­ρχη ὅ­τι τά­χα πού­λη­σε τὴ Λά­ρι­σα στοὺς Ἐ­λα­σί­τες. Τὸν και­ρὸ ἐ­κεῖ­νο ἦ­ταν εὔ­κο­λες τέ­τοι­ες συ­κο­φαν­τί­ες κι ὁ Σπή­λιος ἤ­ξε­ρε κα­λὰ ἀ­π’ αὐ­τά.

        Τὰ βα­σα­νι­στή­ρια κα­τέ­στρε­ψαν τὴ ζω­ὴ τοῦ Τα­ξιά­ρχη. Ἔ­χα­σε τὴ δου­λειά του, ἀλ­λὰ ὅ­ταν πέ­ρα­σε ἡ φουρ­τού­να δὲν δυ­σκο­λεύ­τη­κε νὰ βρεῖ ἄλ­λη. Ἐν­τού­τοις ἡ δει­νό­τη­τά του δὲν χά­θη­κε. Δὲν ξέ­ρω κα­τὰ πό­σο εὐ­χα­ρι­στι­ό­ταν μέ­σα του μὲ τὶς ἐ­πι­τυ­χί­ες του –δὲν τὸ ἔ­δει­χνε–, πάν­τως ὁ Σπή­λιος δὲν ἔ­πα­ψε νὰ τὸν ζη­λεύ­ει καὶ νὰ βα­σα­νί­ζε­ται ἀ­πὸ τὰ προ­τε­ρή­μα­τά του.

Εὐ­άγ­γε­λος Ι. Τζά­νος

πηγή:neoplanodion.gr