απόσπασμα από το βιβλίο του Κ Μπερτσιά: θαμμένα όνειρα, ζωντανές αναμνήσεις.
………Φτάσαμε πριν ο ήλιος ανατείλει από την κορυφή της Γκιώνας, αν και ο ήλιος εδώ θα φαινόταν πολύ αργότερα, καθώς τα ψηλά βράχια και από τις δυο πλευρές σχημάτιζαν μια φυσική κουρτίνα που άφηνε τις πρώτες ηλιαχτίδες ν’ αρχίσουν να ζεσταίνουν τα κρύα νερά του ποταμού μετά τις 10 ενώ αργότερα, μετά το μεσημέρι, θα έλουζαν ολόκληρη την βραχοσχισμή και τα καθαρά κρύα νερά του Μόρνου.
Η τοποθεσία, τοπόσημο για την περιοχή, ήταν εντυπω- σιακή. Από τη μια πλευρά ο πυραμιδοειδής λόφος, που ήταν η νότια απόληξη των Βαρδουσίων, ενός από τα ψηλό- τερα βουνά της Ελλάδας, και από την άλλη πλευρά, τη νό- τια, το έντονα βραχώδες τελείωμα της μακρόστενης βουνο- σειράς της Στόχοβας και του Πύρνου. Φαίνεται ότι εκα- τομμύρια χρόνια πριν οι δυο βουνοσειρές αποτελούσαν ένα ενιαίο, συμπαγές σύνολο και κάποιος μεγάλος σεισμός δη- μιούργησε αυτή την εκτεταμένη, σχεδόν κατακόρυφη σχι- σμή και άφησε ελεύθερη την πορεία του Μέγα ποταμού ή Δαφνούντα όπως ήταν οι παλιότερες ονομασίες του Μόρνου.
Σε αυτό το πανέμορφο γεωλογικό ανάγλυφο πολλά χρό- νια πριν κάποιοι τεχνίτες, επιδέξιοι μαστόροι της πέτρας, ήρθαν και έβαλαν την δική τους πινελιά. Έχτισαν ένα αρι- στούργημα, ένα μονότοξο γεφύρι με στέρεες βάσεις και όμορφα σκαλοπάτια στο τόξο, όπου ανεβοκατέβαιναν με άνεση και ασφάλεια άνθρωποι και ζώα για εκατοντάδες χρόνια. Νεότεροι τεχνίτες, με την δική τους μαστοριά, ήρ- θαν και πρόσθεσαν αρμονικά δίπλα του, προς την πλευρά του Βελουχιού, μια τσιμεντένια γέφυρα για να διαβαίνουν
118
και τα αυτοκίνητα του επαρχιακού δρόμου που ένωνε την Ναύπακτο με το Λιδωρίκι και την Άμφισσα.
Για να δυσχεράνουν την αποχώρηση των Γερμανών το 1944, οι Εγγλέζοι ανατίναξαν, ευτυχώς μόνο την τσιμε- ντένια γέφυρα. Ο ελληνικός στρατός λίγο αργότερα συναρ- μολόγησε στην θέση της μια σιδερένια στρατιωτική γέφυ- ρα Μπέιλι.
Μου άρεσε πολύ αυτή η γέφυρα και τρελαινόμουν να ακούω τους παράξενους συριγμούς, που προκαλούσαν κυ- ρίως οι χοντροί ξύλινοι δοκοί της επιφάνειας όταν περνούσε κανένα από τα λιγοστά αυτοκίνητα που τη διέσχιζαν. Μου άρεσε επίσης να προσπαθούμε να εφαρμόσουμε στη πράξη την θεωρία της ταλάντωσης και του συντονισμού που εί- χαμε διδαχτεί στη Φυσική.
Όταν ήμασταν μεγάλη παρέα στοιχιζόμασταν εν είδει παρελάσεως και με συντονισμένο βηματισμό πιστεύαμε ότι θα γκρεμίζαμε τη γέφυρα. Δεν τα καταφέραμε και έτσι έπεσε ο πρώτος σπόρος της αμφισβήτησης θεωριών και δο- ξασιών, που πολύ με βοήθησε γενικά στην ζωή μου.
Στη γέφυρα αυτή είχα δώσει και κάποιες μυθικές δια- στάσεις γιατί είχα ακούσει από έναν παλιό αξιωματικό του Μηχανικού ότι ο στρατάρχης Μοντγκόμερι, διοικητής των βρετανικών δυνάμεων στον Β ́ Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε δηλώσει πως «χωρίς τη γέφυρα Μπέιλι δεν θα είχαμε κερ- δίσει τον πόλεμο», κι εμείς είχαμε στον τόπο μας μια τέ- τοια γέφυρα!
Μια μεγάλη φυσική λεκάνη είχε σχηματιστεί ακριβώς κάτω από τις γέφυρες προς την πλευρά του δρόμου που οδηγεί στο Βελούχι, ένα πανέμορφο χωριό δύο χιλιόμετρα πιο πάνω, ακριβώς κάτω από τις πηγές του ποταμού. Σε αυτή τη λεκάνη κολυμπούσαμε συχνά τα καλοκαίρια πα- ρόλο που τα νερά ήταν πολύ κρύα. Το μπάνιο σ’ εκείνο μέ- ρος ήταν τολμηρή και θαρραλέα πράξη για μας τους νεα-
119
ρούς. Υπήρχε μάλιστα ένας άτυπος ανταγωνισμός μεταξύ μας για το ποιος θα έκανε πρώτος το πρωινό μπάνιο του.
Σήμερα είμαι εδώ με τον αδελφό μου για το τελευταίο μας μπάνιο. Όταν βουτήξαμε στο ποτάμι πηδώντας από τον ψηλό τοίχο αντιστήριξης του δρόμου, ένιωσα έντονο ρίγος κι ένα μούδιασμα σε όλο μου το σώμα. Τα σαγόνια μου έτρεμαν και τότε κατάλαβα ότι δεν άντεχα το κρύο νερό, δεν είχα το ανάλογο ψυχικό σθένος.
Βγήκα γρήγορα στην απέναντι όχθη με τον Νίκο να με πειράζει για λιποψυχία. Μπορεί να ήταν κι έτσι, η ψυχική διάθεση σε ανεβάζει ψηλά ή σε κατεβάζει στα τάρταρα… κι εγώ σήμερα ήμουν στα κάτω.
Άρχισα να τρέχω και να κάνω ασκήσεις σουηδικής γυ- μναστικής για να συνέλθω ενώ ο Νίκος συνέχιζε να κολυ- μπά. Όταν αισθάνθηκα καλύτερα πήρα τη φωτογραφική μηχανή και τράβηξα μερικές φωτογραφίες.
Σε λίγο ακούγονται παράξενοι ήχοι που μοιάζουν με κροτάλισμα και τρίξιμο της γέφυρας. Κοιτάζω προς τα πά- νω και αντικρίζω το λεωφορείο του ΚΤΕΛ που κατευθυνό- ταν στο Λιδωρίκι. Το θέαμα είναι υπέροχο. Η σκουροπρά- σινη σιδερόφραχτη γέφυρα, ο μπλε όγκος του λεωφορείου και πιο ψηλά οι μυτερές γκριζοκαφετιές άκρες των βράχων και από δίπλα ένα γκρίζο πέτρινο τόξο με το χαρακτηρι- στικό πράσινο γείσο από αναρριχώμενο κισσό, συνθέτουν μια απαράμιλλη εικόνα που απολαμβάνω εκστασιασμένος…………….
*ήταν στην θέση Στενό δίπλα στο ΞΕΝΙΑ και στα Χάνια.Εδώ και 45 χρόνια έχει καταστραφεί και βρίσκεται στο βυθό της τεχνητής λίμνης του Μόρνου
γιατί είχε το όνομα Μακρυγιάννη;
Περίπου 200 χρόνια πριν, όταν έπρεπε να περάσει την πέτρινη γέφυρα με τους φυγάδες χωριανούς της, όπως γράφει με την χαρακτηριστική γραφή του ο ίδιος ο Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του:
Οι Τούρκοι του Αλή Πασά θέλαν να μας σκλαβώσουνε. Τότε δια νυκτός όλη η φαμελιά και όλο μας το σόι σηκώ- θηκαν και έφυγαν ή θα παγαίνουν εις την Λιβαδειά να ζή- σουνεεκεί.Θαπέρναγαναπό ̓ναγιοφύριτουΛιδωρικιού ονομαζόμενον Στενό, δεν πέρναγε από άλλο μέρος το πο- τάμι. Εκεί φύλαγαν οι Τούρκοι να περάσουν να τους πιά- σουνε, και δεκαοχτώ ημέρες γκιζερούσαν εις τα δάση όλοι κ ’έτρωγαν αγριοβέλανα και εγώ βύζαινα κ ’έτρωγα αυτό το γάλα. Μην υποφέροντας πλέον την πείνα, αποφάσισαν να περάσουνε από το γιοφύρι, και ως βρέφος εγώ μικρό, να μην κλάψω και χαθούνε όλοι, αποφάσισαν και με πέ- ταξαν εις το δάσος, εις τον Κόκκινον ονομαζόμενον, και προχώρεσαν δια το γιοφύρι. Τότε μετανογάει η μητέρα μου και τους λέγει «Η αμαρτία του βρέφου θα μας χάση», τους είπε, «περνάτε εσείς και σύρτε εις το τάδε μέρος και σταθήτε… το παίρνω κι ̓αν έχω τύχη και δεν κλάψη, δια- βαίνομε»… η μητέρα μου κι ̓ο Θεός μας έσωσε. Αυτά όλα τα λ ̓ εγε η μητέρα μου και οι άλλοι συγγενείς.
Έτσι η γέφυρα του Στενού απέκτησε και ένα δεύτερο όνομα, «του Μακρυγιάννη το γεφύρι». Αμφιβάλλω, βέ- βαια, αν οι περισσότεροι άνθρωποι γνωρίζουν το γιατί.