Τα περισσότερα κρασιά του κόσμου παράγονται σε φιάλες των 75cl, ωστόσο κάποια εμφιαλώνονται σε μεγαλύτερα μπουκάλια που ξεκινούν από τα 150cl και φθάνουν έως και τα 24λίτρα.
Ίσως σε άλλους τομείς μπορεί κανείς να υποστηρίξει με επιτυχία ότι το μέγεθος δεν μετράει, όμως στο κρασί υπάρχουν συγκεκριμένες αιτίες -επιστημονικές και άλλες- για να καταρρίψουν αυτόν τον ισχυρισμό. Καταρχήν όσο η φιάλη μεγαλώνει ο λόγος του αέρα που περνάει μέσα από τον φελλό σε σχέση με τον όγκο του κρασιού μειώνεται. Στην περίπτωση μάλιστα των magnum φιαλών -των φιαλών δηλαδή του 1,5lt- ο λαιμός και ο φελλός έχουν την ίδια διάμετρο με αυτά της κανονικής φιάλης άρα το οξυγόνο που περνά είναι το ίδιο. Όμως η ύπαρξη 150 αντί 75cl κρασιού μέσα στην φιάλη καθιστά την επίδρασή του μικρότερη και έτσι το κρασί παλαιώνει αργότερα και καλύτερα.
Επιπρόσθετα οι παραγωγοί ξέρουν ότι οι μεγάλες φιάλες απευθύνονται σε πιο ψαγμένους καταναλωτές, εξειδικευμένες κάβες και καλά εστιατόρια, γεγονός που τους κάνει να ανησυχούν λιγότερο για την συντήρηση του κρασιού αλλά και την αντίδραση των καταναλωτών αν μέσα στην φιάλη δημιουργηθεί ίζημα. Έτσι πολλές φορές τα μεγάλα μεγέθη υπόκεινται σε μικρότερες διαδικασίες φιλτραρίσματος και διαύγασης, ενέργειες που αφαιρούν μέρος της δύναμης και της συμπύκνωσης των κρασιών. Όμως τα μεγάλα format δεν είναι μόνο πιο καλοδομημένα αλλά ενίοτε μπορεί να περιέχουν και το περιεχόμενο των καλύτερων βαρελιών που συνθέτουν μια cuvee, αφού εκεί είναι που συνήθως ο παραγωγός “τα δίνει όλα”! Ιδιαίτερη αναφορά θα πρέπει γίνει για τις Σαμπάνιες και τα άλλα αφρώδη κρασιά που παράγονται με την παραδοσιακή μέθοδο, αφού η δεύτερη ζύμωση μέσα σε ένα μεγαλύτερο μπουκάλι σε σχέση με ένα μικρότερο οδηγεί σε σαφώς ανώτερο αποτέλεσμα.
Ένα άλλο σημείο υπεροχής των μεγάλων φιαλών είναι ο περιορισμένης παραγωγής χαρακτήρας τους. Έτσι και αλλιώς τα κρασιά που παράγονται σε τέτοιες είναι λίγα, ωστόσο ακόμα και στην περίπτωση τους τα μεγέθη από magnum και πάνω παράγονται σε πολύ μικρότερους αριθμούς. Έτσι μια cuvee που κυκλοφορεί σε μερικές δεκάδες χιλιάδες κανονικές φιάλες θα εμφιαλωθεί σε μόλις 3ψήφιο -ή ακόμα και 2ψήφιο- αριθμό μεγάλων format. Ως αποτέλεσμα, η σπανιότητα και το exclusivity χτυπάνε κόκκινο και σε συνδυασμό με την ικανότητα τους να παλαιώνουν για περισσότερα χρόνια κάνουν και τις τιμές να χτυπήσουν το ίδιο χρώμα. Πάντως ακόμα και στην νιότη της μια μεγάλη φιάλη κοστίζει περισσότερα από ότι πολλές κανονικές ίδιου συνολικού όγκου.
Και δεν είναι μόνο το limited edition του πράγματος υπεύθυνο για αυτό αλλά και το κόστος του packaging. Γιατί μια φιάλη 3 λίτρων με τον δικό της χοντρότερο φελλό, την δική της ετικέτα, την χειροκίνητη (συνήθως) εμφιάλωση και επικόλληση και την συσκευασία δώρου στην οποία πωλείται κοστίζουν πολύ περισσότερο από την standard εμφιάλωση 4 φιαλών των 75cl που θα έχει αναλάβει μια αυτόματη εμφιαλωτική μηχανή. Αφήστε που τα fine wines δεν εμπίπτουν στην λογική απορρυπαντικών η χαρτιών υγείας σε super market.
Tα ωραία των μεγάλων φιαλών πάντως μάλλον ξεκινούν παρά τελειώνουν εδώ. Γιατί όταν έρχεται η ώρα του τραπεζιού, τίποτα δεν μπορεί να αντιπαρατεθεί στο glamour του ανοίγματος και του σερβιρίσματος μιας μεγάλης φιάλης. Γιατί το ίδιο είναι η επιλογή ενός κανονικού μπουκαλιού και το άνοιγμα μιας δεύτερης και μιας τρίτης φιάλης όταν η πρώτη τελειώσει -γεγονός που θα περάσει στο ντούκου- με την μοναδικότητα που θα προσδώσει στην στιγμή ένα magnum η double magnum και την μεγαλοπρέπεια του σερβιρίσματος μέσα από περιέκτη που έχει μέγεθος μωρού; Το ότι η σωστή απάντηση είναι “όχι” έχει αποδειχθεί από το χώρο της σαμπάνιας, του ροζέ και της premium βότκας, προϊόντα τα οποία έχουν βασίσει μεγάλο μέρος του πανέξυπνου marketing τους στα μεγάλα format.