Μια αθηναϊκή πολεμική παράδοση του Δεκεμβρίου 1826
Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Άγιος Νικόλαος Ραγκαβά. Σκίτσο Tavy Notton.
Βυζαντινές και φαναριώτικες παραδόσεις αφυπνίζονταν συνήθως μέχρι και τα τελευταία μεταπολεμικά χρόνια κατά το εορταστικό τριήμερο το οποίο ο λαός αποκαλούσε με τη μάλλον κακόηχη λέξη «Νικολοβάρβαρα».
Ήταν οι ημέρες που ο γραφικός ναός της Πλάκας, ο Άγιος Νικόλαος του Ραγκαβά, καμάρωνε υπερήφανα, με τα πατροπαράδοτα σκαλάκια του να πλημμυρίζουν με πιστούς.
Στη γραφική αυτή τοποθεσία, κάτω από τη σκιά της Ακρόπολης, έζησαν η αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία και η σύζυγος του αυτοκράτορα Σταυρακίου, επίσης Αθηναία, Θεοφανώ, από την οικογένεια των Σαρανταπήχων.
Ήταν φυσικό να γεννηθούν και παραδόσεις που συνδέθηκαν με την παλαιότερη και νεότερη ιστορία του Ναού του Αγίου Νικολάου Ραγκαβά και φυσικά με την ιστορία της πόλης των Αθηνών.
Μερικές από τις παραδόσεις αυτές μας παρέδωσε, με το γνωστό γλαφυρό ύφος του, ο Δ. Γατόπουλος. Όπως ένα περιστατικό που αναφέρεται ότι συνέβη στον χώρο μεταξύ της αυλής του ναού και του ανατολικού τείχους της Ακρόπολης. Πλησίαζαν οι γιορτές των Χριστουγέννων του 1826 και οι Έλληνες, οι οποίοι ήταν κλεισμένοι στο κάστρο της πόλης, πολιορκούνταν από τον Κιουταχή.
Τότε παρατήρησαν ένα περίεργο φαινόμενο. Είδαν να μπαίνει στην αυλή της εκκλησίας ένας γιγαντόσωμος άνθρωπος. Σταμάτησε, κοίταξε αριστερά και δεξιά και αφού βεβαιώθηκε ότι είναι μόνος, άρχισε να παρατηρεί προς την Ακρόπολη και ύστερα να κάνει σταυρούς και μετάνοιες. Οι πολιορκούμενοι τον έβλεπαν έκπληκτοι. Φορούσε οθωμανικά ρούχα, αλλά κρατούσε και μια πιστόλα, έτοιμος να την ανάψει, αν εμφανιζόταν κάποιος εχθρός. Με το δεξί του χέρι σταυροκοπιόταν σα να ήθελε να δηλώσει πως ήταν χριστιανός, αλλά έκανε και διάφορες χειρονομίες.
Ο ναός του Αγίου Νικολάου Ραγκαβά (Fr. Boissonnas, 1900).
Ύστερα έβαζε την παλάμη του πλάγια στο στόμα για να ακουστεί καλύτερα η φωνή του. Κάτι φώναζε προς τους κλεισμένους στο κάστρο, αλλά δεν ακουγόταν. Τότε κι εκείνοι κρέμασαν ένα σχοινί, μια τριχιά όπως την αποκαλούσαν, για να του δείξουν πως, αν ήθελε, μπορούσε χωρίς φόβο να αναρριχηθεί επάνω. Αυτός όμως, προφανώς φοβισμένος μήπως δεχτεί καμιά μπαταριά από τους πολιορκητές, έφυγε χειρονομώντας νευρικά και προφανώς θυμωμένος. Γρήγορα χάθηκε στα δρομάκια της ερειπωμένης συνοικίας.
Την άλλη μέρα, όμως, η σκηνή επαναλήφθηκε με κάποια αλλαγή των σκηνικών. Ο μυστηριώδης άνθρωπος εμφανίστηκε, το μεσημέρι την ίδια ώρα, από τη στέγη ενός μικρού σπιτιού της οδού Θόλου. Προσπαθούσε πάλι να γίνει αντιληπτός με χειρονομίες. Μαζεύτηκαν πάλι αρκετοί Έλληνες στο ανατολικό τείχος της Ακρόπολης. Αγωνιώντας προσπαθούσαν να κατανοήσουν τι συνέβαινε και τι μήνυμα τους έστελνε ο περίεργος εκείνος άνθρωπος. Αλλά δεν κατόρθωναν να συνεννοηθούν. Άρχισαν τότε να χάνουν την υπομονή τους, επειδή δεν τον άκουγαν. Μερικοί, μάλιστα, κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι θα ήταν κάποιος τρελός ή μεθυσμένος και αδιαφορούσαν πλέον.
Η επίθεση που δεν έγινε και τα ανεξήγητα σινιάλα
Εξαφανίστηκε και πάλι άπρακτος εκείνος ο χριστιανός, ο οποίος είχε κατορθώσει να ντυθεί οθωμανικά και να φτάσει μέχρι εκεί, την ώρα που καιροφυλακτούσαν οι Τούρκοι. Δεν μπόρεσε να μεταδώσει το μήνυμά του στους πολιορκουμένους, οι οποίοι έπρεπε να καταλάβουν ότι πλησίαζε μεγάλος κίνδυνος. Πράγματι, το απόγευμα της ίδιας ημέρας, εμφανίστηκε ο Κιουταχής με το επιτελείο του στο Θησείο, εγκαταλείποντας το στρατόπεδό του, που ήταν στο τέρμα των Πατησίων. Διαπιστώθηκαν αμέσως βιαστική κατασκευή οχυρωμάτων και προετοιμασία νέας επίθεσης. Τότε μόνον οι κλεισμένοι στην Ακρόπολη κατάλαβαν τι ήθελε να τους πει ο μυστηριώδης άνθρωπος που τους έκανε ανεξήγητα σινιάλα από την αυλή του Αγίου Νικολάου του Ραγκαβά. Αυτή είναι η παράδοση που έλεγαν από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά οι Αθηναίοι μέχρι και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, χωρίς ωστόσο κανείς να γνωρίζει ποιος ήταν εκείνος ο χριστιανός.
Πηγή: αθηναϊκά