Περί μουσικής

Η σχέση μου με την Μουσική δεν είναι επαγγελματική, ούτε συνεχής και απρόσκοπτη. Περισσότερο τέρπομαι από τα ακούσματά της, χωρίς να είμαι φανατικός κάποιου συγκεκριμένου είδους της.

Οι παρακάτω σκέψεις μου, μπορεί να είναι και λάθος. Βρέθηκα κάποτε κοντά στον κόσμο των Μουσικών, Συνθετών και Τραγουδιστριών, αλλά απομακρύνθηκα διότι με κέρδισαν άλλοι προσανατολισμοί. Οι παρακάτω σκέψεις μπορεί να είναι και λανθασμένες. Ζητώ εκ των προτέρων συγγνώμη αν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Είναι ωστόσο σκέψεις δικές μου και θέλω, σήμερα πρωί πρωί να σας τις εξομολογηθώ…

Ο τρόπος που διευθύνουν οι Έλληνες συνθέτες «έντεχνης» Μουσικής με είχε απασχολήσει πολύ στα νιάτα μου και μετέπειτα, όταν παρακολουθούσα συναυλίες τους σε μπουάτ ή ανοιχτούς χώρους. Χαρακτηριστικά, όταν πήγα για πρώτη φορά στην Μπουάτ ΛΗΔΡΑ, στην Πλάκα για να παρακολουθήσω την παρουσίαση του Κύκλου τραγουδιών «ΙΘΑΓΕΝΕΙΑ» του Γιάννη Μαρκόπουλου, κατάφερα και κάθισα πολύ κοντά στην ορχήστρα, με μια φίλη εκείνης της εποχής. Το θεωρούσα σπουδαία δουλειά να βρισκόμαστε πολύ κοντά στον Συνθέτη και την Ορχήστρα. Καμάρωνα για το κατόρθωμά μου! Ικανοποιημένος, και κάνοντας τον καμπόσο, στην φίλη μου, κάθισα σ’ ένα μικρό και άβολο σκαμνάκι κι αφού παραγγείλαμε τα ποτά και πλήρωσα, περιμέναμε, να αρχίσει το πρόγραμμα και να απολαύσουμε την ΙΘΑΓΕΝΕΙΑ, με τα περίφημα τζουμπελέκια, που είχε φέρει ο Μαρκόπουλος από την Κρήτη. Πέφτει σκοτάδι στην στενή αίθουσα. Και αίφνης ακούγονται οι μουσικές. Αργά στην αρχή και σιγά σιγά η ένταση δυναμώνει. Αλλά μόλις άρχισε ο συμπαθής συνθέτης να διευθύνει, τρέχοντας πέρα δώθε και να παίζουν δυνατά τις μουσικές τα κρητικά όργανα που είχε φέρει στη ΛΗΔΡΑ, τρελάθηκα: νόμιζα ότι θα με λιώσει πέφτοντας απάνω μου. Με ξέρανε, πατώντας μου τα νύχια κάνα δυο φορές. Όσες φορές ξαναπήγα, καθόμουν σε ασφαλή απόσταση από τον σπουδαίο συνθέτη.


Ο Μικρούτσικος στην Μπουάτ ΧΝΑΡΙ, πάλι στην Πλάκα αλλά σε άλλο σημείο της, μας είχε γυρισμένη την πλάτη, έπαιζε στο πιάνο και, πού και πού, γύριζε προς την Δημητριάδη το κεφάλι του και της έκανε νοήματα. Ήταν ήσυχος και ποτέ δεν τον θυμάμαι να διευθύνει όρθιος.


Ο Δήμος Μούτσης, έχω την εντύπωση ότι είναι ο σπουδαγμένος Έλληνας μουσικός και μουσικοσυνθέτης μαζί με τον Μαρκόπουλο. Αυτός που γνωρίζει Μουσική, συνθέτει Μουσική, αλλά γνωρίζει και να διευθύνει την Ορχήστρα. Όπου κι αν τον είδα, στον ΖΥΓΟ επί δικτατορίας και στην ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ μετά την πτώση της χούντας, ήταν ένας μάγος που οι παραμικρή σχέση του σώματός του, σήμαινε κάτι, για κάποιο όργανο της Ορχήστρας. Ο ευγενής της Μουσικής, μάλλον των Μουσικών. Διότι οι Μουσικές του, δεν περιορίζονται στον μονότονο και σκληρό, μερικές φορές, ήχο του μπουζουκιού. Ο Μούτσης ξεπερνά τον στενό, ελληνικό μουσικό ορίζοντα και διαχέεται στον Παγκόσμιο ορίζοντα των Μουσικών. Οι γκάμα των μουσικών του σπουδαγμάτων, τον κάνει παγκόσμιο κι ας μην τον προώθησαν οι εταιρίες, που εκμεταλλεύτηκαν κατά καιρούς το ταλέντο του, στην παγκόσμια σκηνή…

Άλλη περίπτωση μουσικού, που δεν με αφήνουν ασυγκίνητο οι μουσικές του, είναι ο Σταύρος Ξαρχάκος. Ποτέ δεν παρακολούθησα συναυλία του σε μπουάτ, δεν ξέρω αν παρουσίασε σε τέτοιους τόπους τις Μουσικές του. Παρακολούθησα μερικά λεπτά, ίσως ένα τέταρτο της ώρας, μια Συναυλία του το καλοκαίρι του 1973, στον Παναθηναϊκό, που ξεκίνησε αλλά διεκόπη από τα όργανα της χούντας, όταν άρχισαν από τις κερκίδες, τα αντιδικτατορικά συνθήματα. Ωστόσο, από αυτό το λίγο, μου έδωσε να καταλάβω ότι είναι άριστος άλτης επί σκηνής και δεινός ξιφομάχος, εκτός από σπουδαίος μουσικός.

Άφησα τελευταίους τους δύο μεγάλους. Τον Θεοδωράκη και τον Χατζηδάκη. Ο μεν Μίκης, που τον γνώρισα προσωπικώς στην μεταδικτατορική ΕΔΑ, της οποίας έγινα μέλος μετά την οδυνηρή έξοδό μου από το Κόμμα, όσο πράος και δεινός συνομιλητής ήταν στις συζητήσεις του, τόσο έτρεμε σύγκορμος πάνω στη σκηνή όταν διηύθυνε(;) τις Ορχήστρες.

Για τον ευφυή κι ευαίσθητο Μάνο Χατζηδάκι, στου οποίου της μουσικές βρίσκω καταφύγιο της ώρες της περίσκεψης, δεν μπορώ να εκφράσω προσωπική γνώμη. Έχω όμως την πληροφορία, ότι δεν τα πήγαινε καλά, στη Διεύθυνση της Ορχήστρας. Μάλιστα, κάτι για περί Συναυλίας του που ματαιώθηκε, εν Ολλανδία, λόγω μη κατανοήσεως των Ολλανδών οργανοπαικτών στα της Διευθύνσεως της Ορχήστρας,, δεν τα λαμβάνω υπόψιν μου ως γενόμενα, διότι τα έχω ακούσει μόνον από έναν Έλληνα μουσικό, μέλος εκείνης της Ορχήστρας, μετέπειτα μεγάλο Μουσικοσυνθέτη, αλλά δηλητηριώδη όφι, στα σχόλιά του, για άλλους Μουσικούς.

Υπάρχει άλλη μία κατηγορία, η λεγόμενη των αντιγραφέων της Θεοδωρακικής Διεύθυνσης Ορχήστρας και των Θεοδωρακικών Ακουσμάτων και Συνπεριφορών επί Σκηνής, αυτή των “καπνισμένων τσουκαλιών” ή των μπαξέδων της “τρίτης Σεπτέμβρη να περνάς”, αλλά και μία μικρότερη ακόμη, η οποία εξασκείται στα Φεστιβάλ της ΚΝΕ και στις περιφερειακές της εκδηλώσεις ή στις αγωνιστικές διαμαρτυρίες, την οποία δεν έχω παρακολουθήσει πολλά χρόνια τώρα και η οποία χάθηκε σιγά σιγά από το προσκήνιο…

Δημήτρης Κανελλοπούλος συγγραφέας