Θεόδωρος πρίν, Θεοδόσιος αὖθις, (Η μονή του Οσίου Λουκά)

Θεόδωρος πρίν, Θεοδόσιος αὖθις

Η μονή του Οσίου Λουκά κοντά στο Στείρι της Βοιωτίας, η οποία απειλήθηκε από τις μεγάλες πυρκαγιές του περασμένου καλοκαιριού, συνιστά έναν αληθινό θησαυρό για την ιστορία της βυζαντινής αρχιτεκτονικής και τέχνης. Εδώ μπορεί κανείς να αντιληφθεί, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, τον αισθητικό και συμβολικό κόσμο των εκκλησιών του μεσαιωνικού Βυζαντίου. Οι δύο ναοί –η Παναγία των μέσων του 10ου αιώνα και το καθολικό των αρχών του 11ου– οφείλονται σε μεγάλο βαθμό σε αρχιτέκτονες και καλλιτέχνες της Κωνσταντινούπολης. Τα μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη και ανάγλυφα της Παναγίας συνομιλούν με την κλασική αρχαιότητα αλλά μεταφέρουν και αραβικές επιδράσεις, σε μία ανεπανάληπτη για την εποχή ποιότητα. Το μεγάλο, πάμφωτο καθολικό είναι επενδεδυμένο με πολύχρωμες μαρμάρινες συνθέσεις στα δάπεδα και τους τοίχους, και διασώζει μερικές από τις σημαντικότερες ψηφιδωτές παραστάσεις της βυζαντινής τέχνης, σε ένα λιτό, γραμμικό ύφος, όπου ξεχωρίζουν τα γεμάτα εκφραστική δύναμη πορτρέτα μιας χορείας αγίων μοναχών.

Οι επιγραφές που συνοδεύουν το συγκρότημα των δύο κτηρίων είναι δυστυχώς πολύ λίγες — τουλάχιστον όσες έχουν διασωθεί μέχρι σήμερα— και δεν βοηθούν στα αναπάντητα ακόμη ερωτήματα γύρω από την ίδρυση της μονής και τους συντελεστές της. Μέσα στο καθολικό διαβάζουμε σε μία πλάκα το όνομα ενός μοναχού Γρηγορίου, που δώρησε τη μαρμάρινη επένδυση των τοίχων, και την επίκλησή του, Χριστέ μοι δίδου ὀφλημάτων τὴν λύσιν. Την ίδια επίκληση απευθύνει o Γρηγόριος στον όσιο Λουκά, σε άλλη επιγραφή στον νάρθηκα του ίδιου ναού, τονίζοντας ότι προσφέρει το έργο τούτο, τὴν μαρμάρωσιν, ἐκ χειρῶν του. Τα δύο κείμενα είναι τυπικά του τρόπου με τον οποίο απευθύνονταν προς το θείον οι αφιερωτές ναών, εικόνων και άλλων αντικειμένων, ζητώντας πάντοτε ανταπόδοση για τη δωρεά τους – κατά κανόνα την άφεση των αμαρτιών τους και την προσωπική τους σωτηρία.

Στην ιδιαίτερα αξιόλογη συλλογή αρχιτεκτονικών μελών και γλυπτών που στεγάζεται στην τράπεζα της μονής, εκτίθεται μεταξύ άλλων μία ταφική επιγραφή σε μαρμάρινη πλάκα, ευανάγνωστη σχεδόν στο σύνολό της, με κάποια μικρά κενά. Πρόκειται για το επιτύμβιο επίγραμμα ενός μοναχού Θεοδοσίου, ο οποίος είχε ταφεί στο καθολικό ή σε άλλο σημείο του μοναστηριού, κάπου μέσα στον 11ο αιώνα. Στους στίχους του αναπτύσσεται ένα παιχνίδι αντιθέσεων ανάμεσα στην προηγούμενη, κοσμική ζωή του νεκρού, όταν λεγόταν Θεόδωρος, και στον μοναχικό του βίο, με το όνομα Θεοδόσιος.

☩ Τὰς κλήσεις πάσας φερωνύμως πλουτήσας
τάς τε γενικὰς καὶ τὰς ἐκ βασιλέως
ἐν τῷ ἐρᾶν με τεύξασθαι σωτηρίας
αἱ κλήσεις [……] μετημείφθησαν οὕτως·
Θεόδωρος πρίν, Θεοδόσιος αὖθις·
ἀνθύπατος δ’ α[………]τὸς μονάζων·
ὁ πατρίκιος, πατρικῶς ὑπηγμένος·
ὁ κατεπάνω, κάτω τῶν ὑψαυχούντων·
ὁ δέ γε βέστης, μύστης τριχινοφόρος,
οὐδὲν ἐπαγόμενος τῶν ὑπαρξάντων
τῆς λάρνακος πλὴν ἧς κέρδος οὐδὲν ἄλλο
τῶν ἐν τῷ βίῳ συγκάλυμμα θανοῦσι. ☩

Ο Θεοδόσιος απολάμβανε στην κοσμική του ζωή πλούτο και επίσημους τίτλους, ορισμένους από τους οποίους του είχε μάλιστα απονείμει ο αυτοκράτωρ των Ρωμαίων. Τα εγκατέλειψε όμως όλα, όταν πόθησε τη σωτηρία του. Εισερχόμενος στις τάξεις των μοναχών, άλλαξε το όνομά του από Θεόδωρος σε Θεοδόσιος και οι λαμπροί του τίτλοι –ἀνθύπατος, πατρίκιος, κατεπάνω, βέστης– έδωσαν τη θέση τους στην πνευματική και υλική ταπείνωσή του. Η αντίθεση μεταξύ των δύο καταστάσεων εκφράζεται πολύ ευρηματικά, με λέξεις που συνηχούν με εκείνες των τίτλων. Ο άλλοτε πατρίκιος υπακούει στους πατέρες· ο κατεπάνω τίθεται κάτω από τους αλαζόνες· ο βέστης γίνεται μύστης ντυμένος τρίχινα ρούχα. Ο Θεοδόσιος δεν φέρει πλέον μαζί του τίποτα από ό,τι υπήρξε άλλοτε και δηλώνει ότι εντέλει το μόνο κέρδος στη ζωή ήταν η λάρνακα –ο τάφος– που καλύπτει τους νεκρούς.

*

Ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος· λεπτομέρεια από την ψηφιδωτή παράσταση της Σταύρωσης στο καθολικό της μονής του Οσίου Λουκά, πρώτες δεκαετίες του 11ου αιώνα.

*

Η αφοριστική φράση με την οποία κλείνει το επίγραμμα, δεν συνηθίζεται στις βυζαντινές ταφικές επιγραφές, όπου κυριαρχεί η προσδοκία για την άφεση των αμαρτιών και την αιώνια ζωή. Τη συναντούμε άλλη μία φορά, σε παρόμοια μορφή, χαραγμένη σε μαρμάρινη σαρκοφάγο του ίδιου αιώνα από την Αθήνα: Ὦ πῶς ἔδραμον οὐδὲν εὗρον τοῦ βίου τέλος | πλὴν τὴν λάρνακα καὶ λύσιν τῆς εἰκόνος. Αυτή η απαισιόδοξη προσέγγιση των ανθρώπινων πραγμάτων, που φαίνεται ότι πρέσβευε ο μοναχός Θεοδόσιος, αποτελεί μία εξαιρετικά σπάνια χαραμάδα αμφισβήτησης της απόλυτης πίστης των Βυζαντινών στη μετά θάνατον ζωή και την τελική Κρίση.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΛΛΗΣ