Στα χέρια τους έπεσε με προδοσία, λέει το ιερό βιβλίο. Τον έπιασαν και τον έδεσαν και τον τύφλωσαν και τον ταπείνωσαν· «καὶ ἐκράτησαν αὐτὸν οἱ ἀλλόφυλοι καὶ ἐξέκοψαν τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ· καὶ κατήνεγκαν αὐτὸν εἰς Γάζαν καὶ ἐπέδησαν αὐτὸν ἐν πέδαις χαλκείαις, καὶ ἦν ἀλήθων ἐν οἴκῳ τοῦ δεσμωτηρίου.»
Κι ύστερα μαζεύτηκε στον Ναό όλος ο λαός των εχθρών, γυναίκες και άντρες κοντά τρεις χιλιάδες, για να δουν τα πάθη και τους εξευτελισμούς του. Αλλά εκείνος προσευχήθηκε και ζήτησε χάρη στερνή πριν απ΄ τον θάνατό του την άγρια χαρά της εκδίκησης: «καὶ ἀνταποδώσω ἀνταπόδοσιν μίαν περὶ τῶν δύο ὀφθαλμῶν μου τοῖς ἀλλοφύλοις».
Και ο θεός τού έκανε τη χάρη, και σείοντας με τα δυο του χέρια τις θεόρατες κολώνες του τεμένους ο Σαμψών τις γκρέμισε και πήρε μαζί του στον χαμό και όλων των εχθρών του το πλήθος, ανακράζοντας: «ἀποθανέτω ψυχή μου μετὰ τῶν ἀλλοφύλων».
«Καὶ ἔπεσεν ὁ οἶκος ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας καὶ ἐπὶ πάντα τὸν λαὸν τὸν ἐν αὐτῷ», λέει το ιερό βιβλίο, «καὶ ἦσαν οἱ τεθνηκότες, οὓς ἐθανάτωσε Σαμψὼν ἐν τῷ θανάτῳ αὐτοῦ, πλείους ἢ οὓς ἐθανάτωσεν ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ».