Δημήτρης Κανελλόπουλος
Ὁ μικρὸς Σαμαράς
Ἀπὸ τὴν ἀνέκδοτη συλλογὴ “Στους Κήπους του Δημιουργού”
Ἄκουσα τὸ σφύριγμα τῆς ἄσπλαχνης σφαίρας, τὴν ὥρα ποὺ κινοῦσε ἀπὸ τὴν κάννη τοῦ ὅπλου ποὺ μὲ σημάδευε κατευθεῖαν στὴν καρδιά. Ἔνιωσα ἕνα μούδιασμα. Μιὰ σύγχυση. Δὲν ἔκανα τὴν παραμικρὴ κίνηση γιὰ νὰ τὴν ἀποφύγω. Δὲν μποροῦσα ἄλλωστε νὰ φυλαχτῶ. Ἡ ἐνέδρα ποὺ μᾶς εἶχαν στήσει οἱ ἀπέναντι ἦταν καλὰ ὀργανωμένη. Ὅταν ἡ σφαίρα τρύπησε μὲ βία τὴ σάρκα μου, ψιθύρισα “Μανούλα μου, χάθηκα”.
Ἤμουν τότε εἰκοσι δύο χρόνων. Δὲν εἶχα ἀκόμη ψωμώσει ἀρκετὰ κι ἔδειχνα πολὺ μικρότερος. Λένε ὅτι ἤμουν ὄμορφο καὶ καλὸ παιδί. Δὲν μπορῶ νὰ τὸ κρίνω. Δὲν ἔχει σημασία αὐτὸ ἄλλωστε. Ἐκεῖνο ποὺ ἔχει σημασία, εἶναι πὼς ἐγὼ δὲν ἤθελα νὰ φύγω ἀπὸ τὸν κόσμο τόσο νωρίς. Ἤθελα νὰ παντρευτῶ, νὰ κάνω οἰκογένεια. Παιδιὰ κι ἐγγόνια. Ἤθελα νὰ σπέρνω, νὰ θερίζω, ν’ ἁλωνίζω… Ἔτσι ἤθελα. Νὰ συνεχίσω μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ὅπως οἱ προηγούμενοι. Ὁ πάππος κι ὁ πατέρας μου.
Στὰ γράμματα δὲν τὰ πήγαινα καλά. Μετὰ ἦρθε ὁ πόλεμος καὶ σταμάτησα τὸ σχολεῖο. Βοηθοῦσα τὴν οἰκογένειά μου, ὅπως μποροῦσα. Πότε μὲ λίγα μαρτίνια ποὺ εἴχαμε, πότε στὴ σπορά, στὸ θέρο καὶ στ’ ἁλώνισμα. Καὶ στὶς πεῦκες. Πελεκοῦσα ἀσταμάτητα τὶς πεῦκες ἀπὸ τὸ φεῦγα τῆς ἄνοιξης, ὅλο τὸ καλοκαίρι καὶ μέχρι τὸν Ὀχτώβρη. Μάζευα ρετσίνι. Μύριζα ρετσίνι. Ἡ μυρωδιὰ τοῦ ρετσινιοῦ ἔχει μείνει ἀκόμη πάνω μου. Κατόπι, ἐρχόταν ἡ σπορά, μετὰ τὶς φθινοπωρινὲς βροχές. Ὅλες τὶς δουλειὲς τὶς ἔκανα. Λίγα πράματα ὅμως. Κανεὶς δὲν εἶχε πολλά. Ὅλοι ἔπρεπε νὰ δουλεύουμε στὰ χτήματα σκληρά. Κι ἐκεῖνο τὸ λίγο, ὅταν ὑπῆρχε, μᾶς γέμιζε ὅλους εὐτυχία.
Ἐμεῖς μέναμε σ’ ἕνα χαμόσπιτο στὴν Κάτω Ρούγα. Δὲν εἴχαμε κατώι μὲ βαγένια, ‘τὶ δὲν εἴχαμε ἀμπέλι νὰ κάνουμε κρασί. Τὸ σπίτι μας δὲν ἤτανε δίπατο. Ἕνα ταπεινὸ σπίτι ἦταν. Ἤμασταν ἥσυχοι ἄνθρωποι. Ἕξι νοματαῖοι. Ἡ δόλια μάνα μου, ὁ πατέρας μου κι ἐμεῖς˙ τὰ τέσσερα παιδιά. Δυὸ ἀγόρια καὶ δυὸ κορίτσια. Ποτὲ τὸ ψωμὶ δὲν ἔφτανε. Καὶ πρὶν τὸν πόλεμο θυμᾶμαι, σὰν μεγαλύτερος, τὸ τραπέζι μας ἦταν φτωχικό. Στὸν πόλεμο τὰ πράματα ἔγιναν χειρότερα.
Στὸ σπίτι δὲ μιλούσαμε πολύ. Ὁ πατέρας μου διέταζε. Ὅλοι ὑπακούαμε. Ἦταν ἥσυχος ἄνθρωπος. Δὲν ἦταν ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ἔλεγαν πολλά. Δὲν εἶχε λόγο καὶ δὲν τὸν ἐνδιέφερε νὰ ἔχει λόγο στὸ χωριό. Μᾶς μεγάλωνε μὲ σεβασμὸ στὸ Θεό. Νηστεύαμε Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ καὶ δὲ χάναμε ποτὲ τὴ λειτουργία. Τηροῦσε τὴν τάξη καὶ τὴν ἱεραρχία. Σεβόταν τοὺς ἄρχοντες τοῦ χωριοῦ καὶ τοὺς τιμοῦσε. Δὲν εἶχε ἔχθρες μὲ κανέναν, ποτὲ δὲν πῆγε σὲ δικαστήριο. Ἔτσι ζούσαμε φτωχικὰ καὶ δὲν πειράζαμε κανέναν. Μήτε μᾶς πείραζε κανείς. Στὴν Κατοχὴ ἀλλάξανε τὰ πράματα. Ἔπρεπε, λέει, νὰ εἶσαι ἢ μὲ τὸν ἕναν ἢ μὲ τὸν ἄλλον.
Ἐγὼ δὲν καταλάβαινα καὶ πολλά. Δὲ γνώριζα τί θὰ πεῖ μίσος. Δὲν πρόλαβα νὰ μισήσω ἢ ν’ ἀγαπήσω. Δὲν ἀγάπησα, ὅσο ἤμουν στὸ χωριό. Κι αὐτό γιατὶ ἔβανα τὸ κεφάλι κάτω καὶ δούλευα. Ὅ,τι δουλειά μοῦ ἔλεγε ὁ πατέρας νὰ κάνω, τὴν ἔκανα χωρὶς ἀντίρρηση. Ποτὲ δὲ μὲ εἶχε μαλώσει. Ποτὲ δὲν τὸν εἶχα πικράνει. Ἤμουν ὁ πρῶτος του, ὁ ἀδερφός μου ὁ Ἀντρέας ἦταν ὁ μικρότερος. Στὴ μέση τὰ κορίτσια.
Στὴν Κατοχὴ ὁ πατέρας μου κράτησε μιὰ ἰσορροπία. Οὔτε μὲ τὸν ἕναν, οὔτε μὲ τὸν ἄλλον. Εἶχε ὅμως κάποια ὑποχρέωση στὴν οἰκογένεια τοῦ Μακελλάριου. Ἕνα δάνειο σὲ δύσκολη στιγμή. Καὶ μυστικὰ μιλοῦσε μαζί του. Ὕστερα, οἱ Σπηλιόπουλοι ἦσαν φερτοί. Δουκαῖοι. Δὲν ἦταν ἀπὸ τὸ τόπο μας. Δὲν τοὺς ἀντιπαθοῦσε, μὰ εἶχε ἕνα κράτημα ἀπέναντί τους, ὅπως καὶ σὲ κάθε ξένο άλλωστε.
Ὅταν ἔφυγαν οἱ γερμανοί, χαρήκαμε ὅλοι. Δὲν ξέραμε τί ἔρχεται κατόπι. Μιὰ μέρα ἀκούστηκε ὅτι στὴν Ἀθήνα ἔγινε κίνημα, ἐπανάσταση, δὲν ξέρω. Πῆγαν νὰ καταλάβουν τὸ κράτος, λέει, καὶ τὸ κράτος ἀντέδρασε. Τὰ νέα ἦσαν πολλὰ καὶ ὅλο ἄλλαζαν. Ἐμεῖς, τὴ δουλειά μας.
Ἕνα σούρουπο ὁ πατέρας μου πῆγε νὰ πάρει λίγο πετρέλαιο, ν’ ἀνάβουμε τὶς λάμπες. Ὅταν γύρισε σπίτι, εἶπε πὼς κάτι κακὸ θὰ γενεῖ. Μάλωναν ἄσκημα στὸ μαγαζὶ οἱ μὲν μὲ τοὺς δέ.
—Ἀπὸ μᾶς κανεὶς δὲ θὰ ἀνακατευτεῖ, εἴπε. Αὐτὰ τὰ πράματα δὲν εἶναι τοῦ Θεοῦ… Δὲν εἶναι γιὰ μᾶς. Τελεία καὶ παύλα…
Ἐμεῖς, μόνο ἂν ὑπῆρχε ἀνάγκη ἀνεβαίναμε στὴν πλατεία. Δὲν θέλαμε νὰ μπλέξουμε, φυλαγόμασταν. Ὥσπου μία νύχτα, τὴν ὥρα ποὺ τρώγαμε λίγο τραχανά, χτύπησε ἡ πόρτα μας. Ἔγινε σιωπή. Ὁ πατέρας μου εἶπε μὲ ἀπορία:
—Ποιός νά ’ναι;
Σηκώθηκε, πῆρε τὴ λάμπα στὸ χέρι καὶ ρώτησε ποιός εἶναι πρὶν ἀνοίξει τὴν πόρτα.
—Ἄνοιξε, Χρῆστο, ἀκούστηκε μιὰ βραχνὴ φωνή, ὁ Μακελλάριος εἶμαι…
Ὁ πατέρας μου τράβηξε τὸ σύρτη καὶ σήκωσε τὴ λάμπα νὰ φωτίσει τὸ πρόσωπο τοῦ ἐπισκέπτη.
—Καλησπέρα, νὰ μὲ συμπαθᾶτε γιὰ τὴν ἐνόχληση, καλή σας ὄρεξη, βλέπω τρῶτε…, εἶπε ὁ ἐπισκέπτης.
—Γειά σου, Μαρίνη, εἶπε ὁ πατέρας μου, κόπιασε μέσα, ἔλα, τί νὰ σὲ φιλέψουμε γιὰ τὴν τιμὴ ποὺ μᾶς κάνεις;
—Τίποτα, Χρῆστο, δὲν χρειάζεται νὰ μὲ φιλέψετε… Μονάχα δυὸ λόγια θὰ σοῦ πῶ καὶ θὰ φύγω… Ποῦ μποροῦμε νὰ μιλήσουμε;
—Πηγαίνετε ὅλοι στὴν κάμαρη, εἶπε ὁ πατέρας μου, μὴν μᾶς διακόψετε…
Ὁ Μακελλάριος ἔβγαλε μία παλιὰ ρεπούμπλικα ποὺ φοροῦσε, ξεκούμπωσε τὸ χιτώνιο κι ἔκατσε πλάι στὸ παραγώνι χωρὶς νὰ τὸ βγάλει. Ἐγὼ μὲ τὴ μάνα μου καὶ τ’ ἄλλα παιδιὰ πήγαμε δίπλα στὴν κάμαρη ποὺ κοιμόμασταν. Κάναμε ἡσυχία. Ἔβαλα αὐτὶ στὴ μισάντρα καὶ ἄκουγα. Τοῦ μίλησε γιὰ τὴν κατάσταση καὶ τὸ ἐνδεχόμενο νὰ μᾶς σκοτώσουν ὅλους οἱ μπολσεβίκοι. Ὁ πατέρας μου ἔκανε πὼς δὲν καταλάβαινε. Αὐτὸς ἔγινε πιὸ συγκεκριμένος. Τοῦ εἶπε πὼς τὸ κράτος χρειάζεται βοήθεια κι ἐμεῖς πρέπει νὰ τὴν δώσουμε. Γιὰ νὰ τὸν δελεάσει, τοῦ πρότεινε νὰ μὲ στείλει στὴ χωροφυλακή, ὅπου θὰ παίρνω καὶ μισθό, θὰ εἶμαι δημόσιος ὑπάλληλος. Αὐτὴ ἡ πρόταση ἔβαλε σὲ σκέψεις τὸν πατέρα μου. “Χωροφύλακας τὸ παιδί”. Μεγάλη δουλειὰ νὰ ἔχεις τὴν κορόνα στὸ σπίτι σου. Τὸν ἔπεισε.
Ὅταν ἔφυγε ὁ Μακελλάριος, μᾶς φώναξε ὁ πατέρας μου.
—Τ’ ἀκούσατε μὲ τὰ αὐτιά σας, εἶπε. Ἡ εὐκαιρία μία φορὰ δίνεται. Βέβαια τὰ πράματα εἶναι δύσκολα, μὰ θὰ πήγαινες ἔτσι κι ἀλλιῶς στὸ στρατὸ κι ὁ κίνδυνος ὁ ἴδιος θὰ εἶναι πάλε… Ἐνῶ στὴ χωροφυλακὴ θά ’χεις μισθό… Λέω νὰ πᾶς…
Ἐγὼ δὲν ἤθελα νὰ φύγω ἀπὸ τὸ χωριό. Ἔλα πάλι ποὺ ἤμασταν φτωχοὶ καὶ εἶχα καὶ δυὸ ἀδερφὲς τῆς παντρειᾶς; Εἶπα μεμιᾶς τὸ ναί. Κι ἔτσι βρέθηκα ντυμένος χωροφύλακας. Στὴν Καλαμάτα. Ἐκεῖ ἐκπαιδεύτηκα στὰ ὅπλα, στὶς τακτικές τοῦ ἐχθροῦ… Ἔμαθα πραγματικὰ τί ἤθελε ὁ ἐχθρός, καὶ μετὰ τὴν προπαίδευσή μου ρίχτηκα στὴ μάχη. Γιὰ τὴν πατρίδα! Πῆρα καὶ τὸν πρῶτο μισθὸ καὶ γλέντησα μὲ τοὺς συναδέλφους μου στὴν Τρίπολη, μέχρι τὸ πρωί.
Ἔλεγα πιὸ πρὶν ὅτι δὲ μίσησα. Νὰ τὸ διορθώσω. Ὅσο ἤμουν στὸ χωριό, δὲ μίσησα. Ὅταν ἔπεσα στὴ μάχη, μισοῦσα. Δὲν ξέρω γιατί. Μὲ κυρίευε ἕνα μεγάλο μίσος γιὰ τοὺς ἀπέναντι. Ὄχι ὅτι μοῦ εἶχαν κάνει κάτι προσωπικά. Ὄχι! Δὲν ξέρω. Ἡ ἀγάπη μου γιὰ τὴ ζωὴ μπορεῖ νὰ ἦταν ἡ αἰτία. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, πολλὲς φορὲς σκεφτόμουν, γιατί πολεμάω; Τί θὰ κερδίσω ἐγώ, ἂν τὴν πατρίδα δὲν τὴν πάρουν οἱ βούλγαροι;. Δὲ νόγαγα…
Ἐδῶ ποὺ ἦρθα, βρῆκα ἀρκετοὺς χωριανούς μου, συνομήλικους καὶ μή. Οἱ περισσότεροι ὅμως ἄρχισαν νὰ ἔρχονται ἀργότερα, τὸ ’49. Ἔτρεμαν τὰ μέσα μου ἀπὸ λαχτάρα νὰ μάθω τί γινόταν στὸ χωριό. Πρέπει νὰ πῶ πὼς οἱ περισσότεροι ἦταν ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Παράξενο πράμα ἡ ζωή, μὰ πιὸ παράξενο πράμα ὁ θάνατος! Ἐκεῖ ποὺ δὲν ἤθελα νὰ ἰδῶ κανέναν ἀπὸ τοὺς ἀπέναντι, μιὰ γλυκιὰ αὔρα περνοῦσε ἀπὸ μέσα μου, ὅταν βρισκόμουν μαζί τους ἐδωπέρα. Ἔλεγα λοιπόν πὼς οἱ πιὸ πολλοὶ ἦταν ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Καὶ δὲν εἶχαν νέα. Ἔλειπαν ἀρκετὸ καιρὸ ἀπὸ τὸ χωριὸ καὶ μᾶς ἔφερναν ἀόριστες πληροφορίες. Ἔλεγαν ὅ,τι εἶχαν ἀκούσει, ὄχι ὅ,τι εἶχαν δεῖ.
Ἡ αἰώνια διάφανη ὕπαρξή μου γνώρισε τώρα τί θὰ πεῖ ἀγάπη. Ἐδῶ, στοὺς «Κήπους τοῦ Δημιουργοῦ». Τώρα ἀγαπάω μὲ ὅλη τὴ δύναμή μου. Ἀγαπάω ὅλους ὅσοι βρέθηκαν ἐδῶ πρὶν καὶ μετὰ ἀπὸ μένα. Εἶναι ἡ ἀγάπη ποὺ πλημμυρίζει τὴ διάφανη ὕπαρξή μου.
Ἐδῶ βρῆκα κι αὐτὸν ποὺ πάτησε τὴ σκανδάλη κι ἔκοψε τὸ νῆμα τῆς προσωρινῆς, γήινης ζωῆς μου. Ἦταν κι αὐτὸς νέος. Ἀμούστακο παιδί. Ἐπιστρατευμένο ἀπὸ τοὺς ἀντάρτες. Τὸν ἔλεγαν Ἠλία. Ἦταν ἀπὸ τὴν Αἰγείρα τῆς Αἰγιαλίας. Ὅταν τοῦ εἶπα ποιός εἶμαι, μοῦ ζήτησε συγγνώμη. Δὲν ἤξερε πὼς θὰ σκότωνε ἄνθρωπο. Ὁ πατέρας του ἦταν πλανόδιος τσαγκάρης. Γύριζε στὰ ὀρεινὰ χωριὰ τῆς Ἀχαΐας καὶ μπάλωνε παπούτσια. Γὶ’ ἀντάλλαγμα, ἔπαιρνε λίγο γέννημα, λίγο ψωμί, λίγο λάδι… Ὅ,τι εἶχαν οἱ χωριάτες. Στὴν Κατοχὴ ἦταν δὲν ἦταν δώδεκα-δεκατριῶν χρονῶν μικρὸ παιδί, τὸ ἔπαιρνε μαζί του, βοηθό του. Ὁ πατέρας του εἶχε κάνει στὴν Ἀθήνα πρὶν τὸν πόλεμο. Δούλευε ἐργάτης σ’ ἕνα βυρσοδεψεῖο στὸν Ταῦρο. Ὅταν ἔγινε ὁ πόλεμος, πῆγε στὴν Ἀλβανία. Ἔξω ἀπ’ τὸ Δέλβινο τραυματίστηκε ἀπὸ μιὰ ὀβίδα, στὸ πόδι. Ἔχασε καὶ τὴν ἀκοή του. Ἡ παράδοση τὸν βρῆκε στὰ Γιάννενα, στὸ νοσοκομεῖο. Τοὺς διώξανε ὅλους πρὶν καλά-καλὰ κλείσουν οἱ πληγές. Κατέβηκε ἀπὸ τὰ Γιάννενα στὴ Ναύπακτο μὲ τὰ πόδια. Κουτσαίνοντας. Ἀπὸ κεῖ πέρασε στὸ Αἴγιο μ’ ἕνα ψαροκάικο καὶ μιὰ νύχτα ἔφτασε στὸ σπίτι του κι ἀντάμωσε μὲ τὴ φαμελιά του. Ἡ πείνα τὸν ἔκανε παπουτσή. Πῆρε καὶ τὸ μεγάλο γιὸ μαζί του.
Ἕνα ἀπόβραδο, μαυρισμένοι ἀπὸ τὴν πείνα, φτάσανε στὴ Στρέζοβα. Ζήτησαν καταφύγιο σ’ ἕνα γνωστό του ποὺ ἐμπορευόταν γουρνόπουλα πρὶν τὸν πόλεμο. Σακκιὰ τὸν λέγανε. Ὁ ἄνθρωπος τοὺς καλοδέχτηκε καὶ τοὺς παραχώρησε ἕνα χῶρο, νὰ περάσουν τὴ νύχτα. Τοὺς ἔδωκε κι ἕνα ξεροκόμματο ψωμὶ καὶ δυὸ κρεμμύδια, νὰ λησμονήσουν τὴν πείνα τους. Τὸ πρωὶ μπῆκαν στὸ χωριὸ ἀντάρτες. Τοὺς μάζεψαν ὅλους στὴν πλατεία καὶ τοὺς μίλησαν. Θὰ ἔκαναν ἐπιστράτευση. Ἔτσι τὸν πῆραν καὶ τὸν Ἠλία μαζί τους, μὲ ἄλλα ὀχτὼ παιδιὰ τοῦ χωριοῦ. Μάταια ὁ πατέρας του ἔκλαψε, διαμαρτυρήθηκε, ἐπικαλέστηκε τὴν ἀναπηρία του. Τίποτα. Οἱ ἀντάρτες ἐπιστράτευσαν τὸν Ἠλία. Τὸν ἔστειλαν στὴν Κερπινή, μαζὶ μ’ ἄλλα παιδιά, στὰ ἔμπεδα, ὅπως τὰ λέγανε, νὰ κάνουν τὴν προπαίδευση. Καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ τὸν ἔριξαν στὴ μάχη. Τυχαία ἔγινε ἀντάρτης, ἂν καὶ ἡ οἰκογένειά του συμπαθοῦσε τοὺς ἀντάρτες. Τυχαία βρέθηκε στὴ μάχη ἐκείνη, ἔξω ἀπὸ τὴ Βυτίνα, καὶ δὲ σημάδευε κανέναν, ὅταν πάτησε τὴ σκανδάλη. Ἡ τύχη τό ’φερε νά ’ναι καὶ συνονόματός μου.
Ἐδῶ ἔκανα πολὺ παρέα μαζί του. Αὐτός μοῦ μιλοῦσε γιὰ τὴ θάλασσα ποὺ ἔβρεχε τὸ χωριό του, κι ἐγὼ τοῦ μιλοῦσα γιὰ τὶς μυρωδιὲς καὶ τοὺς ἤχους τῶν δασῶν ποὺ ἔζωναν τὸ δικό μου.
Ἐπειδὴ ἐδῶ οἱ ὧρες μου περνοῦν μὲ οὐράνιες μουσικὲς καὶ μιὰ ἀπροσδιόριστη εὐτυχία διαπερνᾶ τὸ ἄυλο σῶμα μου, πολὺ θά ’θελα νὰ βρεθῶ, πρᾶγμα ἀδύνατον, στὴ Νεμούτα γιὰ λίγο, νὰ μιλήσω στὸν κόσμο γιὰ τὶς εὐεργετικὲς συνέπειες τῆς ἔλλειψης μίσους ἀπὸ τὴν ψυχή. Αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ συμβεῖ. Μὲ πιάνει ὅμως μιὰ βαθιὰ νοσταλγία, νὰ μάθω γιὰ τοὺς δικούς μου καὶ γιὰ τοὺς συγχωριανούς μου. Τί γίνονται, πῶς ζοῦν… Πολλὲς φορές, καρτερῶ μὲ λαχτάρα στὶς Πύλες τῆς Μετάβασης, νὰ μάθω νέα ἀπὸ τὸν «κάτω κόσμο», ἔτσι λέμε ἐμεῖς τὸν γήινο κόσμο. Τὸν Ἅδη τὸν ἀποκαλοῦμε: «παρακάτω κόσμο»…
Γιὰ πολλὰ χρόνια δὲν εἶχε ἔρθει κανείς. Ἕνα καλοκαίρι πριν λίγα χρόνια, ὅμως, ἄκουσα ἀπὸ τὸ Γιατρὸ πὼς ἔφτασε ἕνα παιδὶ συγχωριανοῦ μας. Ἔτρεξα ἀμέσως στὶς Πύλες τῆς Μετάβασης, ἀλλὰ ἐπικρατοῦσε γαλήνη καὶ γύρισα πίσω στὶς αἴθουσες Εὐτυχοῦς Σωματικῆς Ἀποκατάστασης. Ἐκεῖ ἔμαθα πὼς πρόκειται γιὰ τὸ ἐγγόνι ἑνὸς γείτονά μου. Ἔτρεχε μὲ τὴ μηχανὴ στὴν ἐθνικὴ Πατρῶν-Πύργου κι ἕνα μεγάλο φορτηγό τοῦ ἔκλεισε τὸ δρόμο. Τὸν ἀνάγκασε νὰ βγεῖ στὸ ἀπέναντι ρεῦμα κυκλοφορίας κι ἕνα αὐτοκίνητο ποὺ ἐρχόταν ἀντίθετα τὸν ἔστειλε κατευθεῖαν σὲ μᾶς.
Ὅλοι οἱ πατριῶτες περίμεναν μὲ ἀγωνία νὰ μάθουν νέα. Ὅταν τὸ παιδὶ συνῆλθε καὶ μποροῦσε νὰ μᾶς μιλήσει, ἀπογοητευτήκαμε. Δὲν εἶχε ἀκούσει τίποτε γιὰ κανέναν, οὔτε γιὰ μένα ποὺ τὰ σπίτια μας βρίσκονταν δίπλα-δίπλα. Μοῦ εἶπε βέβαια γιὰ τὸν ἀδερφό μου, ὅτι εἶχε ἀσπρίσει, ὅτι εἶχε δυὸ ἐγγόνια ἀπὸ τὸ μεγάλο του γιό. Δὲν θυμόταν τὴν ὕπαρξη τοῦ πατέρα μου, οὔτε τῆς μάνας μου.
Μᾶς μολόγησε καὶ περίεργα πράματα. Ὅτι τὸ χωριὸ ἦταν γεμάτο αὐτοκίνητα, καινούρια σπίτια, νέους ἀνθρώπους νύφες καὶ γαμπροὺς ποὺ εἶχαν ἔρθει ἀπὸ ἄλλους τόπους… Ρωτήσαμε γιὰ τοὺς πολὺ γνωστούς, τοὺς ἄρχοντες.
—Ποιούς ἄρχοντες; ρώτησε τὸ παιδί.
Εἴπαμε κάνα δυὸ ὀνόματα, τοὺς Μακελλάριους, τὸν Περιστέρη, τὸ Μετζελόπουλο… Κάτι εἶχε πάρει τ’ αὐτί του, κάτι εἶχε ἀκούσει, ἀλλὰ τέτοιες οἰκογένειες δὲν ὑπῆρχαν πιὰ στὸ χωριό. Ἄλλοι ἔκαναν κουμάντο τώρα. Εἶπε ὀνόματα. Ἦταν ἀπίστευτο. Σὰ νὰ εἶχαν σηκωθεῖ τὰ πόδια στὸ κεφάλι. Τίποτα δὲν θύμιζε τὴν ἐποχή μου, ποὺ κοιτάγαμε νὰ μαζέψουμε καὶ τὶς ντροῦδες ἀπὸ τὸ τραπέζι. Μετὰ ἀπ’ αὐτὸ ζήτησα ἀπὸ τὴν Ὑπηρεσία Μετανάστευσης νὰ μὲ στείλει στοὺς “Ἔξω Κήπους τοῦ Δημιουργοῦ”, ἔτσι ὥστε νὰ μὴν ἔχω ἐπαφὴ μὲ τοὺς νεοεισερχόμενους. Ἡ αἴτησή μου ἔγινε δεκτὴ καὶ τώρα πιὰ ἀπολαμβάνω τὴν οὐράνια γαλήνη ταυτόχρονα μὲ τὴ διαδικασία τῆς “Σταδιακῆς Ἐξάλειψης τῆς Ἀνθρώπινης Μνήμης”. Δὲν μαθαίνω νέα ἀπὸ τὸν κόσμο, ἀπὸ ὅπου ἦρθε ἡ ἐφήμερη ὕπαρξή μου, ἐνῶ ἀργά-ἀργὰ σβήνει ἀπὸ τὴ μνήμη μου καθετί ποὺ θυμίζει τὸ γήινο παρελθόν μου. Δὲν ὑπάρχει πιὰ ἡ Αἰωνία Μνήμη, καθὼς βυθίζομαι ὅλο καὶ πιὸ πολὺ στὸ Βασίλειο τῆς Αἰώνιας Ἀνυπαρξίας.
Δημήτρης Κανελλόπουλος